ἐκδέχομαι

From LSJ
Revision as of 17:18, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδέχομαι Medium diacritics: ἐκδέχομαι Low diacritics: εκδέχομαι Capitals: ΕΚΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: ekdéchomai Transliteration B: ekdechomai Transliteration C: ekdechomai Beta Code: e)kde/xomai

English (LSJ)

Ion. ἐκδέκ-, Ep.3pl. A ἐκδέχαται Tryph.197 : fut. ἐκδερμᾰτ-δέξομαι: —Pass.(v. infr.1.6). I mostly of persons, 1 take or receive from another, οἵ οἱ σάκος ἐξεδέχοντο Il.13.710; Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρί A.Ch.762; of a beacon-fire, τρίτον Ἀθῷον αἶπος..ἐξεδέξατο Id.Ag.285; ἐ. τὴν αἰτίαν take it on oneself, D.19.37. 2 of a successor, ἐ. τὴν βασιληΐην Hdt.1.26, etc. : freq. with acc. omitted, ἐξεδέξατο Σαδυάττης (sc. τὴν βασιληΐην) S. succeeded, ib.16, cf. 103,al. ; παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν ἀρχήν, [τὴν τέχνην], Id.1.7,2.166 ; so ἐκδεξάμενοι (sc. τὴν μάχην) Id.7.211. 3 take up the argument, ὥσπερ σφαῖραν ἐ. τὸν λόγον Pl.Euthd.277b; ἐκδεξάμενος (sc. τὸν λόγον) εἰπεῖν Id.Smp.189a; ὁ μὲν πρῶτος εἰπὼν..ὁ δ' ἐκδεξάμενος D.18.21. 4 wait for, expect, κεῖνον ἐνθάδ' ἐ. S.Ph.123; ἐλέφαντας Plb.3.45.6; ἀλλήλους 1 Ep.Cor.11.33; ἐ. μεθ' ἡσυχίας ἕως.. D.H.6.67; πότε.. Tryph.l.c. : abs., wait, ἕως.. POxy.1673.8 (ii A.D.). 5 take or understand in a certain sense, οὕτω δὴ τὴν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Arist.EN1120a3; τοὺς λόγους Plb.10.18.12; πρὸς τὸ συμφέρον D.S.14.56. 6 entertain, μεγαλοπρεπέστερον ἐγδεχθῆναι PTeb.33.7 (ii B.C.). 7 to be surety for, τινά PSI4.349 (iii B.C.), LXXGe.43.9. II of events, await, τοὺς Σκύθας.. ἐξεδέξατο οὐκ ἐλάσσων πόνος Hdt.4.1; . (αὐτοὺς) περίοδος τῆς λίμνης μακρή Id.1.185. 2 of contiguous countries, come next, ἀπὸ ταύτης (sc. τῆς Περσικῆς) ἐ. Ἀσσυρίη Id.4.39, cf. 99, Peripl.M. Rubr.27. 3 in Archit., support, καμάραν D.S.18.26.

German (Pape)

[Seite 756] 1) Etwas von Einem aufnehmen, es ihm abnehmen, τινί τι, Il. 13, 710; Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρί Aesch. Ch. 751; τὰ εἰς πόλεμον παρὰ πατρός, d. i. vom Vater lernen, Her. 2, 166; παῖς παρὰ πατρὸς ἀρχὴν ἐξεδέξατο, überkam die Regierung vom Vater, folgte ihm in der Regierung, 1, 26. 106, öfter, u. Folgde; auch ohne den acc., Φραόρτεω τελευτήσαντος ἐξεδέξατο Κυαξάρης Her. 1, 16, folgte ihm nach; ähnl. ἡ Περσικὴ κα, ἀπὸ ταύτης ἐκδεκομένη Ἀσσυρίη 4, 39; so auch ἐκδεξάμενον εἰπεῖν Plat. Conv. 189 a, gleich darauf; vgl. ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον, Euthyd. 277 b. – 2) aufnehmen in sich, τὰ πάντα ἐν αὑτῷ Plat. Tim. 50 e; dah. λόγους, verstehen, auffassen, Pol. 10, 8, 12; D. Sic. 14, 56, u. bes. Schol. – 3) erwarten, κεῖνον ἐνθάδ' ἐκδέχου Soph. Phil. 123; Dem. 5, 18; ἕως ἂν γένηταί τι D. Hal. 6, 67. – Anders Her. τοὺς Σκύθας ἐξεδέξατο πόνος 4, 1, vgl. Pol. 1, 65, 2, empfangen, erwarten. – Aber πόλεμον, übernehmen, Plat. Menex. 245 a; τὴν αἰτίαν, die Schuld auf sich nehmen, Dem. 19, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδέχομαι: Ἰων. ἐκδέκομαι, μέλλ. -δέξομαι, ἀποθ. Ι. τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, 1) λαμβάνωδέχομαι παρ’ ἄλλου, οἵ οἱ σάκος ἐξεδέχοντο Ἰλ. Ν. 710· Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρὶ Αἰσχύλ. Χο. 762· ἐπὶ πυρσοῦ, μέγαν δὲ πανὸν ἐκ νήσου τρίτον Ἀθῷον αἶπος Ζηνὸς ἐξεδέξατο ὁ αὐτ. Ἀγ. 285· ἐκδ. τὴν αἰτίαν, ἀναλαμβάνω, «παίρνω ἐπάνω μου» τὴν κατηγορίαν, Δημ. 352. 26. 2) ἐπὶ διαδόχου, ἐκδ. τὴν ἀρχήν, τὴν βασιληΐην παρά τινος Ἡρόδ. 1. 7, 26, κτλ.· συχνάκις ὡσαύτως παραλειπομένης τῆς αἰτιατ., ἐξεδέξατο Σαδυάττης (ἐνν. τὴν βασιληΐην) αὐτόθι 16, πρβλ. 103, κ. ἀλλ.· παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν τέχνην ὁ αὐτ. 2. 166· οὕτως, ἐκδεξάμενοι (ἐνν. τὴν μάχην) ὁ αὐτ. 7. 211. 3) λαμβάνω τὸν λόγον, καὶ ὁ Διονυσόδωρος ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον Πλάτ. Εὐθύδ. 277Β· ἐκδεξάμενος (ἐνν. τὸν λόγον) εἰπεῖν ὁ αὐτ. Συμπ. 189Α· ὁ μὲν πρῶτος εἰπὼν..., ὁ δ’ ἐκδεξάμενος Δημ. 232. 10 4) περιμένω, προσδοκῶ, Λατ. excipere, κεῖνον ἐνθάδ’ ἐκδέχου Σοφ. Φ. 123· ἐκδ. ἕως... Διον. Ἁλ. 6. 67. 5) ὡς τὸ Λατ. accipere, ἀποδέχομαι, ἐκδέχομαι, ἐκλαμβάνω, ἐξηγοῦμαι, οὕτω δὴ τὴν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 5· τοὺς λόγους Πολύβ. 10. 18, 12· πρβλ. ἐκλαμβάνω IV. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, περιμένω, ἀναμένω, Λατ. excipere, τοὺς Σκύθας... ἐξεδέξατο οὐκ ἐλάσσων πόνος Ἡρόδ. 4. 1 ἐκδ. αὐτοὺς περίοδος τῆς λίμνης μακρὴ ὁ αὐτ. 1. 185. 2) ἐπὶ γειτνιαζουσῶν χωρῶν, συνορεύω, ἀπὸ ταύτης (ἐνν. τῆς Περσικῆς) ἐκδεκομένη Ἀσσυρίη ὁ αὐτ. 4. 39, πρβλ. 99.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκδέξομαι, etc.
I. recevoir de : τινί τι ἐκδ. recevoir qch des mains de qqn ; τινα ἐκδ. τινι ESCHL recevoir une personne des mains d’une autre ; particul.
1 recueillir par succession : παρά τινος ἀρχήν HDT recueillir le pouvoir des mains de qqn ; abs. succéder, venir après ; en parl. de pays ἡ Περσικὴ καὶ ἀπὸ ταύτης ἐκδεκομένη ἡ Ἀσσυρίη HDT la Perse et l’Assyrie, qui vient ensuite ; en parl. d’événements τοὺς Σκύθας ἐξεδέξατο οὐκ ἐλάσσων πόνος HDT une guerre non moins difficile survint aux Scythes;
2 recevoir par tradition verbale ; apprendre : τι παρά τινος qch de qqn;
II. attendre, acc..
Étymologie: ἐκ, δέχομαι.

English (Autenrieth)

receive from, τινί τι, Il. 13.710†.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐκδέκομαι Hdt.1.185, 2.124, Luc.Syr.D.56

• Grafía: frec. pap. graf. ἐγδ-

• Morfología: [pres. 3a plu. ἐκδέχαται Triph.197]
A tr. c. suj. de pers.
I gener.
1 recibir c. ac. de cosa ἕταιροι, οἵ οἱ σάκος ἐξεδέχοντο compañeros que cogían su escudo, Il.13.710, τοὺς λίθους ἑτέροισι ἔταξε ἐκδέκεσθαι Hdt.2.124, ὃς ... ἐκδέχεται μαζῶν ἡμετέρων σταγόνα AP 7.552 (Agath.)
tb. c. ac. abstr. ἀμοιβαίην ἐκδέχεται νέμεσιν AP 10.123, cf. Ep.Barn.10.11d, ἐ. τὰς καταφοράς recibir los golpes Polyaen.8.7.2
tb. c. suj. de cosa μέγαν δὲ πανὸν ἐκ νήσου ... Ἀθῷον αἶπος Ζηνὸς ἐξεδέξατο desde esta isla recibió una gran hoguera la cumbre del Atos dedicada a Zeus A.A.285, κοῖλος ... ὁ τόπος ὢν ἐκδέχεται τὸ πέλαγος D.Chr.5.9, τοῦ σκάφους τὸ κῦμα ἐκδεξαμένου Vett.Val.275.21, κολυμβήθρα ... πηγὰς ἐκδεχομένη ποτίμου ... ὕδατος Philostr.VA 2.27.
2 acoger, recibir c. ac. de pers. σὺ μὲν μένων νυν κεῖνον ἐνθάδ' ἐκδέχου S.Ph.123, τούς τε παραγινομένους εἰς τὴν πόλιν IClaros 1.M.2.11 (II a.C.), cf. Polyaen.4.6.20, ἐν δὲ τῇ ἱρῇ πόλει ἐκδέκεταί μιν ἀνὴρ ξεινοδόκος Luc.Syr.D.56, en v. pas. μεγαλοπρεπέστερον ἐκδεχθήτω PTeb.33.7 (II a.C.).
3 asumir, aceptar, admitir c. ac. de abstr. τὸν πόλεμον la ciu. de Atenas, Pl.Mx.245a, τὴν αἰτίαν D.19.37, ἐγδεξάμενον [τ] ὰ Χα[ρ] μόσυνα τῆς Ἴσιδος que se hizo cargo de la fiesta del Alborozo de Isis, IKios 22.11 (I d.C.?), τὴν πεῖραν Gr.Nyss.Eun.1.139
c. complet. de inf. οὐκ ἐκδεξάμενοι παρὰ Θεοῦ το[ῦτο] γενέσθαι Didym.Gen.151.25
fig. c. suj. no de pers. admitir, aceptar (τὴν φῦσαν) de órganos corporales, Hp.VM 22, οὔτε ἡ ... φωτός τε καὶ σκότους διαδοχὴ στάσιν ἐκδέχεται Gr.Nyss.Hom.in Eccl.286.18.
4 suceder en, recibir por transmisión, en herencia c. ac. de una función, puesto, cargo, etc. ἐξεδέξατο τὴν βασιληίην Κροῖσος Hdt.1.26
c. ac. y compl. prep. c. gen. παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν ἀρχήν Hdt.1.7, cf. Hdt.2.166, Luc.Nau.28.
II sent. conceptual o lingüístico
1 entender, interpretar c. ac. de abstr. οὕτω δὴ τὴν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Arist.EN 1120a4, κρίσιν κρίνων ἐκδέχεσθαι τὰ ὑπὸ τῶν ἀντιδίκων λεγόμενα ἐπὶ τὸ χεῖρον Thphr.Char.29.5, τὴν προαίρεσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον Plb.12.16.11, τοὺς ἡμετέρους ... λόγους Plb.10.18.12, ἐξεδέχοντο [κατὰ] τὴν φήμην πρὸς τὸ συμφέρον ἑαυτοῖς interpretaron el oráculo a su conveniencia D.S.14.56
c. el ac. impl. καθάπερ ἐξεδέξαντό τινες ἀγροικῶς como algunos (lo) han interpretado burdamente Phld.Elect.11.13, cf. Epicur.Ep.[4]131, φησὶν οὐκ εὖ Δικαίαρχον ἐκδεξάμενον λέγειν τὰς λεπάδας Ath.85f
c. complet. de inf. εἰ μὲν αἴσιμον παρὰ τὴν ἐσομένην σημαίνειν μοῖραν ἐκδεξόμεθα Aristid.Quint.132.10.
2 retomar, recoger ref. a la palabra ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον recogiendo el argumento como una pelota Pl.Euthd.277b
abs. suceder en el uso de la palabra ἐκδεξάμενον οὖν ἔφη εἰπεῖν τὸν Ἀριστοφάνη Pl.Smp.189a, cf. D.18.21.
3 enterarse de, averiguar c. suj. de pers. e inf. en constr. pers. ἐγδέδεκται γὰρ Στοτοῆτις ἔχειν σε ... SB 4305.11 (III a.C.).
III econ. y jur.
1 c. ac. de cosas o sumas de dinero hacerse responsable de, hacerse cargo de deudas, gastos u obligaciones contractuales ὁ στέφανος τῷ βασιλεῖ, ὃν ἐξεδέξατο Ἀπολλώνιος Ἐπικύδει PCair.Zen.36.26 (III a.C.), cf. PPetr.3.64(b).6 (III a.C.), ἐκδεδεγμένην καὶ τὰ ... χρηματιστήρια πάν[τα] ... ἀπὸ μυριάδων haciéndose responsable de todos los talleres por valor de millares (de denarios), ISelge 17.16 (III d.C.), τὸ συνφέρον τῇ πόλει IIasos 248.11 (II d.C.), τριγλύφων ... δυῶν ὅσσῳ μειζόνας ἔθηκαν ἇν ἐξεδέξαντο por la colocación de dos triglifos de dimensiones superiores a las convenidas, CID 2.62.2.69 (IV a.C.).
2 c. ac. de pers. salir fiador de, avalar a alguien por una deuda u obligación ante un tercero καλῶς ἂν ποιήσαις ἐγδεξάμενος ἡμᾶς πρὸς τὸν τελώνην ... τοῦ κίκιος SB 9220a.1 (III a.C.), raro c. dos ac. (ἃ) ἐξεδέξατο ὑμᾶς Ἅρπαλος (la suma) por la cual Hárpalo salió fiador vuestro, PZen.Col.121.3 (II a.C.), ἐρωτῶ οὖν ἐγδέξασθαί με ἕως κιβάρια ἔλθῃ OClaud.173.8 (II d.C.), c. ac. y gen. ἐὰν σοι δόξῃ ἀφεῖναι αὐτόν, ἐγδέχομαι αὐτὸν μονῆς si decides liberarlo, garantizo su permanencia, PCair.Zen.636.4 (III a.C.), ὁ γὰρ παῖς σου ἐκδέδεκται τὸ παιδίον παρὰ τοῦ πατρός LXX Ge.44.32, cf. 43.9.
B tr. c. suj. de cosa o abstr.
1 aguardar, esperar gener. c. ac. de pers. o ref. pers. τοὺς δὲ Σκύθας ... ἐξεδέξατο οὐκ ἐλάσσων πόνος τοῦ Μηδικοῦ Hdt.4.1, τοὺς ἐλέφαντας Plb.3.45.6, ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις ... αὐτούς Act.Ap.17.16, ἀλλήλους ἐκδέχεσθε 1Ep.Cor.11.33, ἔκδεξαί με ὧδε ἕως ἔρχομαι Herm.Sim.9.10.5, παριόντας δ' εἴσω τὸ ἐπίπεδον τοῦ ναοῦ μέρος ἐξεδέχετο I.BI 5.215, τὴν τοῦ βασιλέως παρουσίαν I.AI 11.328, cf. PFlor.332.5 (II d.C.), POxy.939.27 (IV d.C.), εἰσιόντα δὲ τοῦτον ἐκδέχεται κοινὸς οἶκος εὐμεγέθης Luc.Hipp.5
abs. μικρὸν ἔκδεξαι espera un poco Arr.Epict.1.25.27, ἐκδέξεσθαι ἕως ε Τῦβι POxy.1673.8 (II d.C.).
2 tomar, coger, apoderarse de καὶ αὖτις ἐξεδέχετο ἡ νοῦσος (αὐτόν) y de nuevo la enfermedad se apoderó (de él) Hp.Epid.5.22.
3 percibir ἐκδεχομένης τῆς ἀκοῆς τὴν βροντήν Porph.in Harm.32.15 (= Democr.A 126a).
4 arq. recibir el peso, apuntalar, sostener τὸ δ' ἐκδεχόμενον τὴν καμάραν περίστυλον D.S.18.26.
C intr., indic. sucesión
1 c. sent. local y gener. suj. de lugar seguir, ir a continuación ἐκδέκεται δὲ ἐκ τῆς Φρυγίης ὁ Ἅλυς Hdt.5.52, cf. Peripl.M.Rubri 27, 29, καὶ ἀπὸ ταύτης ἐκδεκομένη ἡ Ἀσσυρίη y a continuación de ésta, Asiria Hdt.4.39, cf. 4.41, ἡ Σκυθική τε ἐκδέκεται Hdt.4.99, cf. 1.204, Str.4.1.14, ἡ ἐκδεχομένη πλατεῖα la plaza contigua, Gr.Nyss.Pulch.463.18, ἐξεδέκοντο ὡς ἀριθμέοντο αἱ φυλαί las tribus iban una a continuación de otra, según su numeración Hdt.6.111.
2 c. otros sujetos venir después οὗτοι μὲν ὑπεξήισαν, οἱ δὲ Πέρσαι ἐκδεξάμενοι ἐπήισαν aquellos se retiraron pero los persas avanzaron a continuación Hdt.7.211
c. suj. de abstr. o de cosa quedar, faltar ὡς ... ἔκ τε τῶν πλόων ἐκδέκηται περίοδος τῆς λίμνης μακρή y para que ... después de la navegación quedara todavía un largo rodeo al lago (sc. antes de llegar a Babilonia), Hdt.1.185, ἀπογαίας δὲ μηδεμίας πνοῆς ἐκδεξαμένης Aristobul.35.
3 c. suj. de pers. suceder, recibir la sucesión Φραόρτεω δὲ τελευτήσαντος ἐξεδέξατο Κυαξάρης Hdt.1.103, cf. 16
c. dat. ὁ Περίανδρος ὁ τῷ πατρὶ ἐκδεξάμενος Fauorin.Cor.6.

English (Strong)

from ἐκ and δέχομαι; to accept from some source, i.e. (by implication) to await: expect, look (tarry) for, wait (for).

English (Thayer)

imperfect ἐξεδεχομην; (ἐκ from some person or quarter);
1. to receive, accept (Homer), Aeschylus, Herodotus, and following).
2. to look for, expect, wait for, await: τί, R L; τινα, ἀλλήλους ἐκδέχεσθε wait for one another, namely, until each shall have received his food, ἕως etc. , but see Tdf. s note at the passage). Rarely with this meaning in secular authors, as Sophocles Philippians 123; Apollod. 1,9, 27 § 3; ἕως ἄν γένηται τί, Dionysius Halicarnassus 6,67. (Compare: ἀπεκδέχομαι. Cf. δέχομαι, at the end.)

Greek Monolingual

ἐκδέχομαι (AM)
1. δέχομαι κάτι που μού προσφέρεται, παραλαμβάνω
2. αναλαμβάνω βάρος ή ευθύνη, παίρνω επάνω μου
αρχ.
1. (για διάδοχο) αναλαμβάνω τη θέση άλλου, διαδέχομαι
2. (για λόγο) παίρνω τον λόγο αμέσως μετά από κάποιον άλλο
3. αναμένω, προσδοκώ
4. αντιλαμβάνομαι, θεωρώ
5. υποδέχομαι, φιλοξενώ
6. (για γεγονότα) περιμένω, αναμένω
7. (για γειτονικές χώρες) συνορεύω
8. αρχιτ. υποστηρίζω, βαστάζω
9. περιλαμβάνω
10. υπερασπίζω, προστατεύω.

Greek Monotonic

ἐκδέχομαι: Ιων. ἐκδέκ-, μέλ. -δέξομαι· αποθ.,
I. κυρίως και συνηθέστερα, τις περισσότερες φορές λέγεται για πρόσωπα.
1. παίρνω ή δέχομαι από κάποιον άλλο, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
2. παραλαμβάνω, λέγεται για διάδοχο, τὴν ἀρχὴν παρά τινος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συχνά επίσης με την αιτ. να παραλείπεται, ἐξεδέξατο Σαδυάττης (ενν. τὴν βασιληΐην), αυτός διαδέχτηκε, στον ίδ.
3. λαμβάνω, παίρνω το λόγο, ὥσπερ σφαῖραν ἐκδ. τὸν λόγον, σε Πλάτ.
4. περιμένω, προσδοκώ, σε Σοφ.
II. για γεγονότα, περιμένω, αναμένω, Λατ. excipere, σε Ηρόδ.
III. για χώρες που συνορεύουν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδέχομαι: ион. ἐκδέκομαι
1) принимать (τί τινι Hom. и τινά τινι Aesch.): πανὸν ἐκδέξασθαι Aesch. принять огненный сигнал, т. е. зажечь ответный сигнальный огонь;
2) принимать по наследству, наследовать: παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τήν ἀρχήν Her. в порядке перехода власти от отца к сыну;
3) принимать на себя, приписывать себе (πάντα ἁμαρτήματα Dem.);
4) принимать на себя, предпринимать (πόλεμον Plat.);
5) перенимать, наследовать, продолжать: οἱ Μῆδοι μὲν ὑπεξήϊσαν, οἱ δὲ Πέρσαι ἐκδεξόμενοι ἐπήϊσαν Her. мидяне отступили, а на их место вступили персы; ἐκ τῶν πλόων ἐκδέκεται περίοδος τῆς λίμνης Her. продолжением плавания служит объезд озера, т. е. проплыв (реку), приходится объезжать озеро; ἡ ἀπὸ τῆς Περσικῆς ἐκδεκομένη Ἀσσυρίη Her. Ассирия, непосредственно граничащая с Персией; ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον Plat. взяв в свою очередь слово, точно (перехватив) мяч; ὁ μὲν πρῶτος εἰπὼν Ἀριστόδημος ἦν, ὁ δ᾽ ἐκδεξάμενος Φιλοκράτης Dem. первым заговорил Аристодем, а ему на смену выступил Филократ;
6) перенимать, усваивать (τὰ ἐς πόλεμον παρὰ πατρός Her.);
7) архит. поддерживать, подпирать: τὸ ἐκδεχόμενον τὴν καμάραν περίστυλον Diod. подпирающая свод круговая колоннада;
8) (вос)принимать (в том или ином смысле), понимать (οὐκ ὀρθῶς τοὺς λόγους τινός Polyb.): οὕτω τὴν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Arst. вот что мы понимаем под расточительностью;
9) выжидать, ждать: μένων κεῖνον ἐνθάδ᾽ ἐκδέχου Soph. останься и жди его здесь; τοὺς ἐξεδέξατο οὐκ ἐλλάσσων πόνος τοῦ Μηδικοῦ Her. их ждало бедствие не меньшее, чем война с мидянами; κοσμίως τὸ τῆς δίκης τέλος ἐκοεχόμενος Plut. спокойно ожидая исхода процесса.

Middle Liddell

ionic ἐκδέκ- fut. -δέξομαι
Dep.:
I. mostly of persons,
1. to take or receive from another, τί τινι Il., Aesch.
2. to take up, of a successor, τὴν ἀρχὴν παρά τινος Hdt., etc.; often also with the acc. omitted, ἐξεδέξατο Σαδυάττης (sc. τὴν βασιληΐην) he succeeded, Hdt.
3. to take up the argument, ὥσπερ σφαῖραν ἐκδ. τὸν λόγον Plat.
4. to wait for, expect, Soph.
II. of events, to await, Lat. excipere, Hdt.
III. of contiguous countries, to come next, Hdt.

Chinese

原文音譯:™kdšcomai 誒克-得何買
詞類次數:動詞(8)
原文字根:出去-領受
字義溯源:接受,期待,等候,等待,指望;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(δέχομαι)*=領受)組成
同源字:1) (ἀπεκδέχομαι)完全的期待 2) (δέχομαι)領受,接待 3) (ἐκδέχομαι)接受,期待 4) (ἐκδοχή)期望 參讀 (ἀναμένω)同義字
出現次數:總共(8);約(1);徒(1);林前(2);來(2);雅(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 等候(3) 約5:3; 徒17:16; 雅5:7;
2) 曾⋯的等待(1) 彼前3:20;
3) 我⋯在等候(1) 林前16:11;
4) 他在等候(1) 來11:10;
5) 等待著(1) 來10:13;
6) 要⋯等待(1) 林前11:33