ἔοικα

From LSJ
Revision as of 14:11, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔοικα Medium diacritics: ἔοικα Low diacritics: έοικα Capitals: ΕΟΙΚΑ
Transliteration A: éoika Transliteration B: eoika Transliteration C: eoika Beta Code: e)/oika

English (LSJ)

   A as, ε, etc., pf. with pres. sense, to be like: rarely in other tenses, 3sg. impf. εἶκε it was opportune, Il.18.520 (unless fr. εἴκω 111): fut. εἴξω will be like, Ar.Nu.1001; pf. 3dual ἔϊκτον Od.4.27; 1pl. ἔοιγμεν S.Aj.1239, Ichn.95, E.Cyc.99; ἐοίκαμεν Pl.La.193d; 3pl. εἴξασι E.Hel.497, Ar.Av.96, Pl.Plt.291a, Sph.230a, Pl.Com.22,153, Eub.98.8; ἐοίκασι Pl.R.584d; inf. εἰκέναι E.Fr.167, Ar.Nu.185 (cf. προσέοικα); part. εἰκώς (also ἐϊκώς Il.21.254, v. sub εἰκός) ; εἰοικυῖαι 18.418: Ion. (not Ep.) οἶκα, ας, ε, Hdt.4.82,5.20,106, part. οἰκώς Id.6.125; but ἔοκια, ἐοικώς are found in other Ionic writers, as Semon. 7.41, Anacr.84, Heraclit.1, Hp.Aër.6, Democr.266, and codd. of Hdt. vary; 2sg. εἶκας (v.l. οἶκας) Alcm.80: plpf. ἐῴκειν, εις, ει, Od. 1.411, etc.; 3pl. ἐῴκεσαν Th.7.75, etc., Ep. ἐοίκεσαν Il.13.102; Ep. 3dual ἐΐκτην 1.104, Od.4.662, Hes.Sc.390 codd.: Att. plpf. ᾔκειν Ar. Av.1298 (Dawes from Sch.):—Pass., 3sg. pf. ἤϊκται Nic.Th.658: plpf. ἤϊκτο Od.20.31, al., ἔϊκτο Il.23.107.    I to be like, look like, c. dat., Il.14.474, etc.; Μαχάονι πάντα ἔοικε 11.613; κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλὰ ἔοικας κείνῳ Od.1.208; so εἶδός τε μέγεθός τε, δέμας, etc., Il.2.58, 21.285, etc.; εἰς ὦπα ἔοικεν, ἄντα ἐῴκει, 3.158, 24.630, al.; μελαίνῃ κηρὶ ἔοικε is considered like, i.e. hated like, death, Od.17.500: c. part., αἰεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην seemed always just about to set foot upon the chariot, Il.23.379; ἔοικε σημαίνοντι seems to indicate, Pl.Cra.437a; τοὐναντίον ἔοικεν σπεύδοντι seems to urge the opposite, Id.Prt.361b, cf. X.Mem.1.6.10,4.3.8, Arist.Sens.437b24; ἔοικεν τοῦτο ἀτόπῳ this is like an absurdity, seems absurd, Pl.Phd. 62d; δαιμονίᾳ ἔοικεν εὐεργεσίᾳ D.2.1: used by A. in this sense only in part. εἰκώς like, c. dat., Ag.760 (lyr.), Ch.560 (cf. IV.1).    2 ἐοικέναι κατά τι to be analogous to, Plot.4.4.39.    II seem, c. inf. (where we make the Verb impersonal): c. inf. pres., methinks, ἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥς τε θεῷ I seem to sing (i. e. methinks I sing) to thee, as to a god, Od.22.348; χλιδᾶν ἔοικας methinks thou art delicate, A.Pr.971; ἔοικα θρηνεῖν μάτην Id.Ch.926, cf. 730; ἔοικα . . οὐκ εἰδέναι S.OT744; ἔοικα . . ἐποικτίρειν σε Id.Ph.317: c. fut. inf., θέλξειν μ' ἔοικας it seems likely that thou wilt... A.Eu.900; ἐρεῖν ἔοικας Id.Pr.984; ἔοικα θεσπιῳδήσειν Id.Ag.1161; κτενεῖν ἔοικας Id.Ch.922; τὸν ἄνδρ' ἔοικεν ὕπνος ἔξειν S.Ph.821; ἔοικα πράξειν οὐδέν E.Hec.813, cf. Cyc.99: c. aor. inf., πικροὺς ἔοιγμεν . . ἀγῶνας κηρῦξαι methinks we proclaimed, S.Aj.1239: c. pf. inf., ἔοικεν ἐπωνομάσθαι Pl.Cra.419c: c. part., ἔοικε κεκλημένη seems to be called, ibid.; ἐοίκατε ἡδόμενοι X.HG6.3.8; κατακεκομμένη ἔοικεν ἡ σύνθεσις καὶ εὐκαταφρόνητος Demetr.Eloc.4.    2 impers., ἔοικε it seems: ὡς ἔοικε as it seems, S.Ant.576,740, El.772, 1341, E.Andr.551, etc., used by Pl. merely to modify a statement, probably, I believe, Phd.61c, R.332b, al.; ἔοικεν in answers, so it seems, ib.334a, 346c, al.    3 personal in the same sense, ὡς ἔοικας S.El.516, Tr.1241; ὡς εἴξασιν E.Hel.497.    III beseem, befit, c. dat. pers., τὸ μὲν ἀπιέναι . . οὐδενὶ καλῷ ἔοικε X.An.6.5.17 (unless οὐδενὶ κ. is neut.); ἀνδράσι ἔοικεν τὰ τῆς γεωργίας POxy. 899.18 (200 A.D.): c. dat. et inf., τὰ μὲν οὔ τι καταθνητοῖσιν ἔοικεν ἄνδρεσσιν φορέειν Il.10.440; cf. 111.2 fin.    2 most freq. impers., ἔοικε it is fitting, reasonable, mostly with neg. and folld. by inf., οὐκ ἔστ' οὐδὲ ἔοικε τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι Il.14.212; οὐ γὰρ ἔοικ' ὀτρυνέμεν 4.286: freq. c. acc. et inf., 12.212, al.; in Od.22.196 an inf. must be supplied, εὐνῇ ἔνι μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικεν (sc. καταλέξασθαι) ; ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε (sc. εἶναι) Il.1.119:—rare in Att., ἔοικεν νέῳ . . ὀργὴν ὑποφέρειν Pl.Lg.879c.    IV part. ἐοικώς, εἰκώς, Ion. οἰκώς, υῖα, ός,    1 seeming like, like, Il.3.449, etc.:—the longer form is found in Att. Prose, φόβος οὐδενὶ ἐοικώς Th.7.71; εἰκώς A.Ag.760 (lyr.), Ch.560, E.Cyc.376, Ar.V.1321.    2 fitting, seemly, μῦθοί γε ἐοικότες... ὧδε ἐοικότα μυθήσασθαι, Od.3.124,125, cf. 4.239; ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ 1.46; ἐϊκυῖαν ἄκοιτιν a suitable wife, 'a help meet for him', Il.9.399.    3 likely, probable, εἰκός ἐστι, = ἔοικε, S.El.659, 1488, etc.; esp. ὡς εἰκός, Ion. ὡς οἰκός, = ὡς ἔοικε, Hdt.1.45 (sc. ἦν), S.Ph.498, etc.; οἷον εἰκός Pl.R.406c; καθάπερ εἰκός Id.Ti.24d; also ὡς τὸ εἰκός Id.Phd.67a, R.407d, etc.; οἱ εἰκότες λόγοι, μῦθοι, Id.Ti. 48d, 59c; ἀδύνατα εἰκότα plausible miracles, opp. δυνατὰ ἀπίθανα, Arist.Po.1460a27.    4 καὶ τὰ ἐοικότα and the like, αἶγες, αἴλουροι, καὶ τὰ ἐ. S.E.P.1.47, cf. 3.180; ἄρτιον, περιττόν, τέλειον, τὰ ἐ. Nicom. Ar.1.3.    5 neut. Subst. εἰκός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 891] perf. von εἴκω (Fεικ), ion. οἶκα, plusqpf. ἐῴκειν, Hom. auch ἐοίκεσαν, Il. 13, 102, partic. ἐοικώς, Hom. auch εἰοικυῖα, Il. 18, 418, u. ἐϊκυῖα, Il. 9, 399 (so richtig Bekker), εἰκώς, 21, 254, im Att. in der Bedtg sich ziemen die gewöhnl. Form, s. oben; ep. Form des perf. ἔϊκτον im dual., Od. 4, 27, wie im plusqpf. ἐΐκτην, Il. 1, 401. 21, 285 Od. 4, 662; ἔϊκτο Il. 23, 107, ἤϊκτο Od. 4, 796, plusqpf. pass., war gleich. – Attisch εἴξασι, = ἐοίκασι, Eur. I. A. 648 Hel. 504; Plat. Polit. 291 a u. öfter, u. Comic.; 1. Perf, ἔοιγμεν, Soph. Ai. 1218; Eur. Cycl. 99; – εἶκεν = ἔοικεν, Ar. Av. 1298; εἰκέναι = ἐοικέναι, Nub. 185 Eccl. 1161; Eur. Bacch. 1284; – fut. εἴξω, Ar. Nub. 1001. – 1) ähnlich sein, gleichen; ἀθανάτοισιν Od. 7, 209; μελαίνῃ Κηρί, er gleicht dem schwarzen Verderben, ist wie der Tod verhaßt, 17, 500; τινί τι, Jemandem worin, κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλὰ ἔοικας κείνῳ 1, 208; δέμας βασιλῆϊ 20, 194; εἰς ὦπα ἔοικεν Il. 3, 158; ἄντα ἐῴκει 24, 630; ξένῳ Aesch. Ch. 553; χαρὰ ἔοικεν ἄλλῃ μῆκος οὐδὲν ἡδονῇ Soph. Ant. 389; in att. Prosa; τοῦτο δαιμονίᾳ ἔοικεν εὐεργεσίᾳ, sieht ihr ähnlich, ist einer göttlichen Wohlthat zuzuschreiben, Dem. 2, 1; ἔοικε σημαίνοντι, ὅτι, ist einem Andeutenden ähnlich, d. i. scheint anzudeuten, Plat. Crat. 437 a, vgl. Theaet. 209 e Prot. 361 b; ἔοικας τὴν εὐδαιμομίαν οἰομένῳ τρυφὴν εἶναι Xen. Mem. 1, 6, 10; so auch mit dem bloßen adj., ἔοικε τοῦτο ἀτόπῳ, ist dem Wunderlichen ähnlich, d. i. scheint wunderlich, Plat. Phaed. 62 c. So auch partic., gew. ἐοικώς, φόβος οὐδενὶ ἐοικώς, die keiner gleicht, sehr große Furcht, Thuc. 7, 71; λόγοι οὐδὲν εἰκότες τοῖς πράγμασιν, d. i. unwahr, Ar. Vesp. 1321. – 2) wonach aussehen, das Ansehen haben, scheinen; Pind., Tragg.; in Prosa, gew. mit dem inf., selten mit partic., ἔοικε κεκλημένη Plat. Crat. 408 b, öfter; ἔοικε κατάδηλον γενόμενον ἂν μᾶλλον, εἰ, es scheint, es wäre deutlicher geworden, 408 e; προθυσόμενος ἔοικε Ar. Th. 38; ἐοίκατε τυραννίσι μᾶλλον ἢ πολιτείαις ἡδόμενοι Xen. Hell. 6, 3, 8. Wie das lat. videri ist ἔοικα bei Attikern, bes. Plat., feinerer Ausdruck eines Schlusses, ὁ ἔλεγχος οὐδὲν ἔοικε, zeigt sich als nichtig, Gorg. 475 e; ἔοικε φιλία ἡ διὰ τὸ ἡδύ Arist. Eth. 8, 6. Häufig in Antworten, ἔοικε, ἔοικε γοῦν, so ist's, gut, Plat.; oft wo die größte Gewißheit ausgedrückt werden soll; eben so das so häufig parenthetisch vorkommende ὡς ἔοικε, was auch einen sichern Schluß andeutet. Zu merken ist Soph. Tr. 1226 ἀνὴρ ὅδ' ὡς ἔοικεν, οὐ νέμειν, für νέμει, vgl. 736. – Sp. brauchen es wie das lat. mihi videor; auch wie Luc. Chsr. 6 ἔοικα νῦν καταβήσεσθαι, ich gedenke hinabzusteigen. Vgl. aber auch ἔοικα θρηνεῖν μάτην Aesch. Ch. 926; ἔοικα πράξειν οὐδέν Eur. Hec. 813. – 31 geziemen, wohl anstehen; ἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥστε θεῷ, es geziemt mir, vor dir zu singen, Od. 22, 548; ἔοικα κἀγὼ τοῖς ἀφιγμένοις ἴσα ξένοις ἐποικτείρειν σε Soph. Phil. 317, wo Herm. zu vergl.; sonst unpersönlich, ἔοικέ τινι, es ziemt sich für Einen, oder absolut, es gebührt sich, gew. mit der Negat., οὐκ ἔστ' οὐδὲ ἔοικε Il. 14, 212 Od. 8, 358; mit dem inf., Il. 4, 286; mit acc. c. inf. häufiger; νύκτα φυλάξεις εὐνῇ ἐνὶ μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικε, sc. καταλέξασθαι, Od. 22, 196. Selten in Prosa, ἔοικε νέῳ ῥᾳθύμως ὀργὴν ὑποφέρειν Plat. Legg. IX, 879 c; ἀπιέναι ἀπὸ πολεμίων οὐδενὶ καλῷ ἔοικε (eigtl. sieht ihm nicht ähnlich) Xen. An. 6, 3, 17. – So ist auch oft ὡς ἔοικε zu erklären. – Auch ἐοικώς, wie ἐοικότα καταλέξω Od. 4, 239; ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ, er unterliegt dem gebührenden, verdienten Verderben, 1, 46; ἐϊκυῖα ἄκοιτις, die mir ansteht, angenehm ist, Il. 9, 399. Die Att. brauchen in dieser Bdtg fast immer εἰκώς, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἔοικα: ας, ε, κτλ., πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστ., εἶμαι ὅμοιος, ὁμοιάζω. Τοῦ ῥήματος τούτου ὁ Ὅμηρος ἔχει τὸ γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατατικοῦ εἶκε, ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι, ἔνθα ἐφάνη αὐτοῖς ἁρμόδιον τὸ μέρος νὰ ἐνεδρεύσωσι» Ἰλ. Σ. 520· μέλλων τις εἴξω, θὰ γείνω ὅμοιος, ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1001, καὶ ἀόρ. α΄ εἶξα ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σελ. 208· ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ πρκμ.: - Ἐκτὸς τῶν κοινῶν τύπων ἔοικα, ας, ε, κτλ., ἔχομεν παρ’ Ἐπικ. γ. δυϊκ. ἔϊκτον ἀντὶ ἐοίκατον, Ὀδ. Δ. 27, μετοχ. εἰοικυῖαι Ἰλ. Σ. 418· α΄ πληθ. ἔοιγμεν Σοφ. Αἴ. 1239, Εὐρ. Κύκλ. 99· γ΄ πληθ. εἴξασι, ὁ αὐτὸς Ἑλ. 497, Ἀριστοφ. Ὄρν. 96, Πλάτ. Πολιτικ. 291Α, Σοφιστ. 230Α, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 1, ἐν «Συμμαχίᾳ» 2, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1. 8· ἀπαρ. εἰκέναι Εὐρ. Ἀποσπ. 167, Ἀριστοφ. Νεφ. 185 (πρβλ. προσέοικα), μετοχ. εἰκώς, ἥτις εἶνε ἐν χρήσει καὶ ἐν Ἰλ. Φ. 254, ἀλλ’ ὑπὸ τὸν τύπον ἐϊκώς, τῷ ἐϊκὼς, ἤϊξεν, ἴδε ἐν λ. εἰκός: - Ἰων. ἀλλ’ οὐχὶ Ἐπικ. οἶκα, ας, ε, Ἡρόδ. 4. 82., 5. 20, 106, μετοχ. οἰκὼς ὁ αὐτ.: - Ὑπερσ. ἐῴκειν, εις, ει, Ὅμ., κλ., γ΄. πληθ. ἐῴκεσαν, Θουκ. 7. 75, κλ., Ἐπικ. ἐοίκεσαν Ἰλ. Ν. 102· Ἐπικ, γ΄. δυϊκ. ἐΐκτην ἀντὶ ἐῳκείτην Α. 104. Ὀδ. Δ. 662· Ἀττ. τις τύπος ᾔκειν ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1298 (ὡς διωρθώθη ἐκ τοῦ Σχολιαστοῦ): - ἀπαντῶσιν ὡσαύτως παθητ. τύποι μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας, γ΄ ἑν. πρκμ. ἤϊκται, Νικ. Θηρ. 658 (πρβλ. προσέοικα)· Ὑπερσ. ἤϊκτο, τετράκις ἐν τῇ Ὀδ. καὶ ἄνευ αὐξήσ. ἔϊκτο Ἰλ. Ψ. 107. (Τὰ Ὁμηρικὰ παραδείγματα δεικνύουσιν ὅτι ἡ ῥίζα πρέπει νὰ εἶχεν ὡς γράμμα σύμφωνον, καὶ ἐπειδὴ οὐδεὶς τύπος ἐν ταῖς συγγενέσι γλώσσαις δεικνύει ἴχνος τι τοῦ δίγαμμα, ὁ Κούρτιος συμπεραίνει ὅτι ἡ ῥίζα δὲν ἦτο ϜΙΚ, ἀλλὰ πιθανῶς ΔΙΚ ἢ DΥΙΚ, δηλαδὴ ἡ ῥίζα τοῦ δείκνυμι· καὶ ὅτι ἡ Ὁμηρ. λέξις ἦτο yéyοικα). Ι. εἶμαι ὅμοιος, φαίνομαι ὅμοιος, τινι Ὅμ., κτλ.· Μαχάονι πάντε ἔοικε Ἰλ. Λ. 612· κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλὰ ἔοικας κείνῳ Ὀδ. Α. 208· οὕτως εἶδός τε μέγεθός τε, δέμας, πάντα, κτλ., Ὅμ.: γίνεται ἐμφαντικώτερον διὰ τῶν φράσεων, εἰς ὦπα ἔοικεν, ἄντα ἐῴκει, ἄγχιστα ἐῴκει Ἰλ. Γ. 158, Ω. 630, κ. ἀλλ.· μελαίνῃ Κηρὶ ἔοικεν, ὁμοιάζει μὲ τὸν μαῦρον θάνατον, Ὀδ. Ρ. 500: - ὡσαύτως μετὰ μετοχ., αἰεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισι ἐΐκτην, «ἀεὶ γὰρ ἐοίκεσαν ἐπιβησομένοις τοῦ ὀχήματος» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 379· ἔοικε σημαίνοντι ὅτι, φαίνεται ὡς σημαῖνον ὅτι, Πλάτ. Κρατ. 437Α· ἔοικε σπεύδοντι, φαίνεται ὡς σπεύδων, Πρωτ. 361Β, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 10., 4. 3, 8· καὶ ἄνευ μετοχ., ἔοικε τοῦτ’ ἀτόπῳ· τοῦτο φαίνεται ὡς ἄτοπον, Πλατ. Φαῖδρ. 62D: ἡ σημασία τοῦ φαίνομαι ὅμοιός τινι ἀπαντᾷ καὶ παρ’ Αἰσχύλῳ ἐν τῇ μετοχ. εἰκώς, σφετέρᾳ δ’ εἰκότα γέννᾳ Ἀγ. 760· ξένῳ γὰρ εἰκὼς Χο. 560. ΙΙ. ἔοικα μετ’ ἀπαρ. ὡς τὸ Λατ. videre, ἐν φράσεσιν ἃς ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς ἐκφέρομεν ἀπροσώπως, ἔοικα δέ τοι παραείδειν, ὥστε θεῷ, μοὶ φαίνεται ὅτι ᾄδω εἰς σὲ ὡς εἰς θεόν, Ὀδ. Χ. 348· χλιδᾶν ἔοικας τοῖς παροῦσι πράγμασι Αἰσχύλ. Πρ. 971, πρβλ. 984· ἔοικα θρηνεῖν μάτην ὁ αὐτὸς Χο. 925, πρβλ. 730· ἔοικ’ ἐμαυτὸν εἰς ἀρὰς δεινὰς προβάλλων ἀρτίως οὐκ εἰδέναι Σοφ. Ο. Τ. 744· ἔοικα... ἐποικτείρειν σε ὁ αὐτὸς ἐν Φιλ. 317· μετ’ ἀπαρ. μέλλ., θέλξειν μ’ ἔοικας Αἰσχύλ. Εὐμ. 900· ἔοικα θεσπιῳδήσειν, ὁ αὐτὸς Ἀγ. 1161· κτενεῖν ἔοικας, ὁ αὐτὸς ἐν Χο. 922· τὸν ἄνδρα ἔοικεν ὕπνος ἕξειν Σοφ. Φιλ. 821. πρβλ. 911, Εὐρ. Ἑκ. 813, πρβλ. Κύκλ. 99· μετ’ ἀπαρ. ἀορ., πικροὺς ἔοιγμεν... ἀγῶνας κηρῦξαι, φαίνεται ὅτι ἐκηρύξαμεν πικροὺς ἀγῶνας, Σοφ. Αἴ. 1239· - σπαν. μετὰ μετοχ., ἔοικε κεκλημένη Πλάτ. Κρατ. 419C· ἐοίκατε ἡδόμενοι Ξεν. Ἑλλην. 6. 3, 8· ἀλλ’ ὁ Heind καὶ ὁ Cobet προτιμῶσι κεκλημένῃ ἡδομένοις, ὡς ἀνωτ. Ι. 2) ἀπροσώπ., ἔοικε, φαίνεται· ὡς ἔοικε, ὡς φαίνεται, δεδογμέν’, ὡς ἔοικε, τήνδε κατθανεῖν Σοφ. Ἀντ. 576· ὅδ’, ὡς ἔοικε, τῇ γυναικὶ συμμαχεῖ αὐτόθι 740, Ἠλ. 772, 1341, Εὐρ., Θουκ., κλ.· - ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 551, τό μοι ἀνήκει εἰς τὸ τόδ’ ἔργον, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ· τὸ ὡς ἔοικε, μεταχειρίζεται πολλάκιςΠλάτων ὅπως κολάσῃ τὸ λίαν ὁριστικὸν φράσεώς τινος, ἄπειμι δέ, ὡς ἔοικε, τήμερον Φαίδων 61Β· ᾐνίξατο ἄρα,... ὡς ἔοικεν, ὁ Σιμωνίδης ποιητικῶς τὸ δίκαιον ὃ εἴη, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 332Β, κτλ. ἐν ἀποκρίσει τὸ ἔοικεν = οὕτω φαίνεται, Πολ. 334Α, 346C, κ. ἀλλ. 3) ὡσαύτως προσωπικ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ὡς ἔοικας Σοφ. Ἠλ. 516, Τρ. 1241, ὡς εἴξασι Εὐρ. Ἠλ. 497. ΙΙΙ. σχεδὸν ἀεὶ ἀπροσώπως, προσήκει, πρέπει, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνητ. ἀκολουθοῦντος ἀπαρεμφ., οὐκ ἔστ’ οὐδὲ ἔοικε τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι Ἰλ. Ξ. 212, Ὀδ. Θ. 358· οὐ γὰρ ἔοικ’ ὀτρυνέμεν Ἰλ. Δ. 286· συχν. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὅμ.· ἐν δὲ τῷ ἐν Ὀδ. Χ. 196 χωρίῳ, Μελάνθιε, νύκτα φυλάξεις, εὐνῇ ἔνι μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικεν, πρέπει νὰ ὑπονοηθῇ τὸ ἀπαρέμφ., καταλέξασθαι· οὕτω, καὶ ἐν τῇ φράσει, ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε, ἐξυπακουστέον τὸ εἶναι, Ἰλ. Α. 119· ἡ χρῆσις αὕτη εἶνε σπανία παρ’ Ἀττ. ὡς ἐν Πλάτ. Νόμοις 879C. IV. μετοχ. ἐοικώς, εἰκώς, καὶ Ἰων. οἰκώς, υῖα, ός, 1) φαινόμενος ὅμοιος, ὁμοιάζων, συχν. παρ’ Ὁμ.: ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας οἱ Ἀττ. μεταχειρίζονται τὸν μακρότερον τύπον οἷον, φόβος οὐδενὶ ἐοικὼς Θουκ. 7. 71· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ εἰκὼς Αἰσχύλ. Ἀγ. 760, Χο. 560, Εὐρ. Κύκλ. 376, Ἀριστοφ. Σφ. 1321. 2) ἀρμόδιος, ἁρμόζων, κατάλληλος, μῦθοί γε ἐοικότες... ὧδε ἐοικότατα μυθήσασθαι Ὀδ. Γ. 124, 125· ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ Ὀδ. Α. 46· εἰκυῖα ἄκοιτις, κατάλληλος σύζυγος, Ἰλ. Ι. 399, πρβλ. Ὀδ. Δ. 239: - οὕτω παρ’ Ἀττ., ἔλλογος, εὔλογος, λογικός, οἱ εἰκότες λόγοι, μῦθοι Πλάτ. Τίμ. 48D, 59C, κτλ. 3) πιθανόν. εἰκός ἐστι ἀντὶ τοῦ ἔοικε, Σοφ. Ἠλ. 659, 1488, κτλ.: μάλιστα, ὡς εἰκός, Ἰων. ὡς οἰκός, ἀντὶ τοῦ ὡς ἔοικε, Ἡρόδ. 1. 45, Σοφ. Φιλ. 498, κτλ.· οἷον εἰκὸς Πλάτ. Πολ. 406D· καθάπερ εἰκὸς ὁ αὐτὸς, Τίμ. 24D· ὡσαύτως, ὡς τὸ εἰκός, ὁ αὐτὸς ἐν Φαίδωνι 67Α, Πολ. 407D, κτλ. 4) καὶ τὰ ἐοικότα, καὶ τὰ ὅμοια, αἶγες αἴλουροι, καὶ τὰ ἐοικότα Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1 47., 3. 180. 5) περὶ τοῦ οὐδ. εἰκός, ὅπερ κατέστη οὐσιαστ. ἴδε τὴν λέξιν.

French (Bailly abrégé)

v. *εἴκω.

English (Autenrieth)

(ϝέϝοικα), 3 du. ἔικτον, part. ἐοικώς, εἰκώς, fem. εἰκυῖα, ἐικυῖα, ἰκυῖα, pl. εἰοικυῖαι, plup. ἐῴκειν, du. ἐίκτην, 3 pl. ἐοίκεσαν, also ἔικτο, ἤικτο (an ipf. εἶκε, Il. 18.520, is by some referred here, by others to εἴκω): (1) be like, resemble, τινί (τι), ἄντα, εἰς ὦπα, Od. 1.208, Ω , Il. 3.158; ‘I seem to be singing in the presence of a god when I sing by thee’ (ἔοικα = videor mihi), Od. 22.348. —(2) impers., be fitting, suitable, be- seem; abs., οὐδὲ ϝέϝοικεν, Il. 1.119, and w. dat. of person, Il. 9.70, also w. acc. and inf., Il. 2.190; freq. the part. as adj., μῦθοι ἐοικότες, Od. 3.124; ἐοικότα μῦθήσασθαι, καταλέξαι, γ 12, Od. 4.239.