πολιός

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιός Medium diacritics: πολιός Low diacritics: πολιός Capitals: ΠΟΛΙΟΣ
Transliteration A: poliós Transliteration B: polios Transliteration C: polios Beta Code: polio/s

English (LSJ)

ά, όν, also ός, όν

   A, ἁλὸς πολιοῖο Il.20.229, Od.5.410, etc.; χήραν πολιόν E.Andr.348:—grey, grizzled, grisly, λύκοιο Il.10.334; κορῶναι Ar.Av.967; σίδηρος Il.9.366, h.Merc.41, cf. E.Heracl.758(lyr.); of the surging sea, πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης Il.4.248; πολιὴν ἅλα ναιέμεν 15.190; π. θάλασσα Alc.51; π. πέλαγος Ar.Av.350(lyr.); γάλα Q.S.10.135; λύκοι 1G 42(1).131.12 (Epid.); but,    2 most freq. of human hair, grey from age, κάρη, κεφαλή, Il.22.74, Od.24.317, etc.; π. στῆθος Alc.Supp.20.2; γῆρας π. Pi.I.6(5).15, E.Ba.258; πολιοί greyhaired men, Od.24.499; π. ματέρες S.OT182 (lyr.), cf. E.Supp. 35, Ar.Ach.600, 610, 692, Pl.Prm.127b (rare in Att. Prose), Call.Fr. 473; Τραῖαι, ἐκ γενετῆς πολιαί Hes. Th.271: Comp. -ώτεροι Arist.Fr. 235: abs., πολιαί (sc. τρίχες) Pi.O.4.28, Arist.GA722a7, Pr.898a31; πολιῶν ἔσχηκας τὸν πώγωνα μεστόν Thphr.Char.2.3; ἅμα ταῖς π. κατιούσαις as the grey hairs come down (i. e. from the temples to the beard), Ar.Eq.520, cf. 908; ἕως τὸ δὴ λεγόμενον πολιὰς σχῇ PMich.Zen.77 (iii B.C.), cf. LXXIs.47.2, al., Phld.Vit.p.32J.    3 τίς σε πολιᾶς ἐξανῆκε γαστρός; what old woman's womb bare thee? as a sarcasm, Pi.P.4.98; π. δάκρυον ἐκβάλλων an old man's tear, E.HF1209 (lyr.).    b metaph., hoary, venerable, ὃς πολιῷ νόμῳ αἶσαν ὀρθοῖ A.Supp.673 (lyr.); κληδὼν ἐν πολιαῖσι μένει φήμαις E.El.701 (lyr.); μάθημα χρόνῳ π. Pl.Ti.22b; πλοῦτος . . χρόνῳ π. Jul.Or.2.82b.    II bright, clear, serene, ἔαρ Hes.Op.477, 492; αἰθήρ E.Or.1376 (lyr.); ἠήρ A.R.3.275, Q.S.2.554.

German (Pape)

[Seite 655] grau, weißlich; – a) vom Haupthaare der Greise; Il. 22, 74. 24, 516; κεφαλή, Od. 24, 317; Hes. Th. 271; πολιᾶς ἄμυγμα χαίτης, Soph. Ai. 621; πολιὸν ἐπὶ κρᾶτα, Eur. Hec. 653, u. öfter; ἔθειρα, Anacr. 49, 2; γῆρας, 51, 7; ἄχρι πολιῆς φίλης, Rufin. 34 (V, 22); daher ἡ πολιά = das Greisenalter, Ruhnk. Rut. Lup. 268; αἱ πολιαί, sc. τρίχες, die weißen, grauen Haare, Pind. Ol. 4, 29; ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις, mit dem Herabwallen greiser Haare, Ar. Equ. 518, vgl. 905; a. D., wie Anacr. 50, 9; τοσαυτασὶ πολιὰς ἔχω, Aesch. 1, 49; auch ὁ πολιός, der grauhaarige Alte, Od. 24, 499; auch πολιὰ γαστήρ, Pind. P. 4, 98, der Schooß einer Greisinn, vgl. Böckh explic. p. 272; πολιαὶ ματέρες, Soph. O. R. 183; σφόδρα πολιόν, Plat. Parmen. 127 b; übh. alt, νόμος, Aesch. Suppl. 658; ἐν πολιαῖσι φήμαις, Eur. El. 701; οὔτε μάθημα χρόνῳ πολιὸν οὐδὲν ἔχετε, Plat. Tim. 22 b. – b) bei Hom. noch Beiwort des Wolfes, Il. 10, 334, des Eisens, 9, 366 u. öfter, wie Eur. Suppl. 758; auch χαλκός, Pind. P. 3, 48; und des schäumenden Meeres, in welcher Vrbdg Homer das Wort auch 2 Endgn braucht, ἁλὸς πολιοῖο, Il. 20, 229 Od. 5, 410, neben πολιῆς ἁλός, Il. 12, 284, oft, wie πολιᾶς ἁλός, Pind. Ol. 1, 71; θάλασσα, 7, 61; Soph. Ant. 334; πέλαγος, Ar. Av. 350. – c) übh. weiß, hell, heiter; ἔαρ, Hes. O. 479. 496; αἰθήρ, Eur. Or. 1376; ἀήρ, Ap. Rh. 3, 275; Qu. Sm. 6, 229.

Greek (Liddell-Scott)

πολιός: -ά, -όν, καὶ ός, όν, (ὁσάκις τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ), ἁλὸς πολιοῖο Ἰλ. Υ. 229, Ὀδ. Ε. 410, κτλ· χήραν πολιὸν Εὐρ. Ἀνδρ. 348· (ἴδε ἐν λ. πελός)· ― ὑπόλευκος, ἀσπρόμαυρος, «ἀσπρουδερός», φαιός, ἐπίθ. τῶν λύκων, Ἰλ. Κ. 334, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 967· τοῦ σιδήρου, Ι. 366 κ. ἀλλ., Εὐρ.· τῆς ἀφροέσσης θαλάσσης, πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης Ἰλ. Δ. 248· πολιὴν ἅλα ναιέμεν Ο. 190· ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς πολιοῖο, ἴδε ἀνωτ.· π. πέλαγος Ἀριστοφ. Ὄρν. 350· ― ἀλλά, 2) συνηθέστατα ἐπὶ τῆς κόμης, ὑπόλευκος, ψαρός, ἢ κάτασπρος, πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον Ἰλ. Χ. 74, Ὀδ. Ω. 316, κτλ· πολιοί, ἔχοντες πολιὰς τὰς τρίχας, γέροντες, καὶ πολιοί περ ἐόντες Ὀδ. Ω. 498, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 183, Ἀριστοφ. Ἀχ. 600, 610, 692, Πλάτ. Παρμ. 127Β (ἀλλὰ σπανιώτατον)· Γραῖαι ἐκ γενετῆς πολιαὶ Ἡσ. Θ. 271· κτλ.· ― ἀπολ., αἱ πολιαὶ (ἐξυπ. τρίχες), ὡς παρὰ Κικέρωνι canae, Πινδ. Ο. 4. 40· ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις (δηλ. ἀπὸ τῶν κροτάφων πρὸς τὸν πώγωνα, πρβλ. πολιοκρόταφος, πολιόομαι), Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 520, 908˙ ὡσαύτως πολιαί, ἄνευ τοῦ ἄρθρ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 2., 5. 4, 1· πρβλ. πολιά, πολιότης· ― ὁ Πίνδ. Π. 4. 175 ἔχει παράδοξόν τινα φράσιν, τίς σε πολιᾶς ἐξανῆκε γαστρός; τίνος γραίας ἡ κοιλία σὲ ἐγέννησεν; ὡς σκῶμμα· οὕτω π. δάκρυον ἐμβαλών, γέροντος δάκρυον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1209, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 220. β) μεταφ., πολιός, σεβάσμιος ἐκ τῆς ἡλικίας, ὃς πολιῷ νόμῳ αἶσαν ὀρθοῖ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 658· κληδὼν ἐν πολιαῖσι μένει φήμαις Εὐρ. Ἠλ. 701· μάθημα π. χρόνῳ Πλάτ. Τίμ. 22Β. ΙΙ. ὡς τὸ λευκός, λαμπρός, καθαρός, γαλήνιος, ἔαρ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 475, 490· αἰθὴρ Εὐρ. Ὀρ. 1376· ἀὴρ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 275.

French (Bailly abrégé)

ά ou poét. ός, όν :
I. gris :
1 en parl. de cheveux αἱ πολιαί (s.e. τρίχες) les cheveux gris, blancs;
2 p. ext. qui commence à vieillir, qui vieillit ; fig. antique, ancien;
II. blanc ; brillant.
Étymologie: apparenté à πελιός, πελλός ou πέλλος, lat. pullus.

English (Autenrieth)

gray, hoary; of hair, iron, the sea, Il. 9.366, Il. 1.350.

English (Slater)

πολῐός
   a of things, white flecked, grey ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς (O. 1.71) πολιᾶς ἔνδον θαλάσσας (O. 7.61) ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς (P. 2.68) πολιῷ χαλκῷ (P. 3.48), (P. 11.20) πολιᾶς ἁλὸς (I. 4.56)
   b as a sign of age, hoary “φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ (sc. τρίχες) (O. 4.26) “τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” Pelias addresses Jason abusively (P. 4.98) Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν (I. 6.15)

Greek Monolingual

-ά, -ό / πολιός, -ά, -όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και -ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, -άδος, Α
1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ' ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές τρίχες («τὸν μὲν οὖν Παρμενίδην εὖ μάλα δὴ πρεσβύτην εἶναι σφόδρα πολιόν», Πλάτ.)
αρχ.
1. (ιδίως για την αφρίζουσα θάλασσα) τελείως λευκός, ολόλευκος, κάτασπρος
2. σεβάσμιος λόγω ηλικίας
3. παλαιός, αρχαίος («κληδὼν ἐν πολιαῑσι μένει φάμαις», Ευρ.)
4. λαμπρός, φωτεινός
5. (για την ατμόσφαιρα) διαυγής, καθαρός («πᾷ φύγω, ξέναι, πολιὸν αἰθέρ' ἀμπτάμενος», Ευρ.)
6. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ πολιαί
οι άσπρες τρίχες
7. φρ. α) «πολιὰ γαστήρ»
(ως σαρκασμός) γεροντική κοιλιά
β) «πολιὸν δάκρυον» — τα δάκρυα τών γερόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πολιός (< πολιFος) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας pel- «γκρίζος, φαιός» (πρβλ. πελιός, πελιδνός) και εμφανίζει επίθημα -ιFoς, όπως και άλλα επίθ. που δηλώνουν χρώμα (πρβλ. βαλιός, πελιός). Την ύπαρξη -F- στο επίθ. πολιός αποδεικνύουν και οι μυκηναϊκοί τ. poriwa, poriwo.
ΠΑΡ. πολιότητα(-της)
αρχ.
πολιά, πολιάζω, πολιαίνομαι, πόλιον, πολιώ, πολιώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πολιόθριξ
αρχ.
πολιοειδής, πολιόκρανος, πολιοκρόταφος, πολιοπλόκαμος, πολιόσφυρος, πολιότριχος, πολιούχος, πολιοφάγος, πολιόχρως
μσν.
πολιοκόρσης, πολιοπώγων, πολιοφανής
νεοελλ.
πολιοεγκεφαλίτιδα
(Β' συνθετικό) αρχ. επιπόλιος, μεσοπόλιος, μιξοπόλιος, ολιγοπόλιος, προπόλιος, σπαρτοπόλιος, υποπόλιος].