μιμνήσκω
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
(not μιμν-ήσκω, v. infr.), fut. μνήσω: aor. ἔμνησα: causal Verb, formed in pres. and impf. from μέμνημαι as πιπράσκω from πέπραμαι:—
A remind, put in mind, μνήσει δέ σε καὶ θεὸς αὐτός Od.12.38; τινος of a thing, ἐπεί μ' ἔμνησας ὀϊζύος 3.103; τῶν σ' αὖτις μνήσω Il.15.31, cf. 1.407; μηδέ με τούτων μίμνησκ' Od.14.169, cf. Thgn.1123, Theoc.15.36. II ἔμνασεν ἑστίαν πατρῴαν . . νικῶν recalled it to memory, made it famous, Pi.P.11.13.—Act. is mostly Ep., used once in Trag. (lyr.), E.Alc.878: compds. with ἀνα- or ὑπο- were preferred in Prose. B Med. and Pass. μιμνήσκομαι, imper. -ήσκεο Il.22.268: Ep. impf. μιμνήσκοντο 13.722 (the pres. only in later Prose, Pl.Ax.368a, D.H.1.13, Plu.2.653b; μέμνημαι serving as pres. in early writers): other tenses are formed from the stem μνη- (v. μνάομαι): fut. μνήσομαι Od.7.192, Sapph.32; μνησθήσομαι Hdt.6.19, E.Med.933, etc.; also μεμνήσομαι Il.22.390, Od.19.581, Hdt.8.62, E.Hipp.1461, Pl.Phlb. 31b, etc.: aor. ἐμνησάμην, inf. μνήσασθαι Od.4.331, Tyrt.12.1, Hdt. 7.39; rare in Trag., as S.OT564; Ep. μνησάσκετο Il.11.566; Trag. also ἐμνήσθην (used by Hom. only in Od.4.118), S.El.373, etc.; Aeol. ἐμνάσθην Sapph.Supp.4.11: pf. μέμνημαι, Aeol. μέμναιμαι Alc. Supp.28.6, in Att. always in pres. sense, as also freq. in Hom.; 2sg. μέμνηαι Il.21.442, μέμνῃ 15.18; imper. μέμνησο, Dor. μέμνᾱσο Epich. 250, etc., Ion. μέμνεο Hdt.5.105; subj. μέμνωμαι -ώμεθα Od.14.168, S.OT49; Ion. -εώμεθα Archil.(?) in PLit.Lond.54.4; opt. μεμνῄμην Il.24.745, -ῇτο Ar.Pl.991 (μεμνῇο, -ῇτο shd. prob. be read for -ῷο or -οῖο, -ῷτο in X.An.1.7.5, Cyr.1.6.3, and μεμνοῖτο is dub. in Crates Com.50); Ep. 3sg. μεμνέῳτο Il.23.361; Dor. 3pl. μεμναίατο Pi. Fr.94; inf. μεμνῆσθαι; Aeol. imper. μέμναισο Sapph.Supp.23.8; part. μεμνημένος: plpf. ἐμεμνήμην Isoc. 12.35; Ion. 3pl. ἐμεμνέατο Hdt.2.104:—remind oneself of a thing, call to mind:—Constr.: sts. c. acc., remember, Τυδέα δ' οὐ μέμνημαι Il.6.222, cf. 9.527, Od.14.168, S.OT1057, Pl.Lg.633d, D.44.7; esp. with relat. clause following, μ. τὸν στόλον ὡς ἔπρηξε Hdt.7.18; μέμνησο δ' ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισας A.Ch.492; μ. τὸν Εὐφραῖον, οἷ' ἔπαθεν D.9.61; also μέμνησο ἐκεῖνο, ὅτι . . X.Cyr.2.4.25; μεμνώμεθα ταῦτα περὶ ἀμφοῖν, ὅτι . . Pl. Phlb.31a: more freq. c. gen., φίλου μεμνήσομ' ἑταίρου Il.22.390; τοῦ ποτε μεμνήσεσθαι ὀΐομαι Od.19.581; οὐδὲ παῖδος οὐδὲ φίλων τοκήων οὐδὲν ἐμνάσθη Sapph.Supp. l. c., cf. Hdt.8.62, E.Hipp.1461, etc.; also μεμνημένος ἀμφ' Ὀδυσῆϊ Od.4.151; ἀμφὶ Διώνυσον . . μνήσομαι h.Hom. 7.2; περὶ πομπῆς μνησόμεθα Od.7.192:—Pass., to be remembered (not in early Prose), τὰ παραπτώματα οὐ μνησθήσεται LXX Ez.18.22; αἱ ἐλεημοσύναι σου ἐμνήσθησαν Act.Ap.10.31, cf. Apoc.16.19. 2 c. inf., μέμνηντο γὰρ αἰεὶ ἀλλήλοις . . ἀλεξέμεναι Il.17.364; μέμνησο δ' εἴκειν A.Supp.202; μέμνησο δάκνειν, διαβάλλειν Ar.Eq.495; μεμνήσθω ἀγαθὸς ἀνὴρ εἶναι X.An.3.2.39; μέμνησθέ μοι μὴ θορυβεῖν Pl.Ap. 27b. 3 after Hom., c. part., θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη let him remember that he clothes, Pi.N.11.15; μέμνημαι κλύων I remember hearing, A.Ag.830; μεμνήμεθα ἐλθόντες E.Hec.244; μ. ἀκούσας X.Cyr.1.6.3, etc.: folld. by a relat., μέμνησ', ὅπως εὖ μοι στομώσεις αὐτόν Ar.Nu.1107. 4 abs., ἀφ' οὗ Ἕλληνες μέμνηνται Th.2.8, cf. 5.66: pf. part. μεμνημένος in commands, ὧδέ τις . . μεμνημένος ἀνδρὶ μαχέσθω let him fight with good heed, let him remember to fight, Il.19.153, cf. 5.263, Hes.Op.422, etc. II make mention of, c. gen., τῶν νῦν μοι μνῆσαι Od.4.331; Μοῦσαι, μνησαίαθ' ὅσοι ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον (i. e. τῶν, ὅσοι) Il.2.492; also μνήσασθαι περί τινος Hdt.7.39: freq. in aor. Pass. μνησθῆναι, Od.4.118, S.Ph.310; μνησθῆναι περί τινος Hdt. 1.36, cf. 9.45; περί τινος ἔς τινα Th.8.47, cf. 1.10, 37, etc.; μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης D.18.21; μ. τινὸς πρός τινα Lys.1.19: later c. dat. pers., recall to one's memory, remind, ἐμνήσθην σοι καὶ παρόντι περί . . PLille12.1 (iii B. C.), cf. PCair.Zen.122.7, al. (iii B. C.): rarely c. acc., ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί Pi.I.8(7).29: abs., μευ μεμναμένω εἰ φιλέεις με mentioning your name to see if... Theoc.3.28. III give heed to, πατρὸς καὶ μητέρος Od.18.267; μ. βρώμης give heed to food, 10.177; ὡς μεμνέῳτο δρόμου (v.l. δρόμους) that he might give heed to the running, Il.23.361; μ. χάρμης, δαιτός, σίτου, 4.222, Od.20.246, Il.24.129; μεμνᾶσθαι πολέμου τε καὶ μάχας B.17.58; ἀοιδᾶς Pi.Fr.94. (Aeol. μιμναίσκω (not μιμνᾴσκω) Hdn.Gr.2.79,178; but Ep., Ion., Att. μιμνήσκω without ι, PCair.Zen.15v.35 (iii B. C., ὑπο-), Inscr.Magn.16.27 (early ii B. C., [ἀνα-]), SIG704E18 (Delph., late ii B. C., ὑπο-), Did.in An.Ox.1.196; cogn. with Lat. memini, etc.)
German (Pape)
[Seite 187] (μνα), fut. μνήσω, aor. ἔμνησα, erinnern, mahnen; μνήσει δέ σε καὶ θεὸς αὐτός, Od. 12, 38; τινά τινος, Einen woran, μηδέ με τούτων μίμνησκε, 14, 169, ἐπεί μ' ἔμνησας ὀϊζύος, 3, 103, wie τῶν νῦν μιν μνήσασα Il. 1, 407; Theogn. 1119; ἔμνασε, Pind. P. 11, 13; ἔμνησας ὅ μου φρένας ἥλκωσεν, Eur. Alc. 889. – Häufig im med. u. pass. (vgl. auch μνάομαι), sich erinnern, gedenken, τινός, τοῦ γὰρ μιμνήσκεται ἤματα πάντα, Od. 15, 54, οὐδέ τι Τρῶες χάρμης μιμνήσκοντο, sie dachten nicht an den Kampf, kämpften nicht, Il. 13, 722; so κοίτοιο καὶ ὕπνου, Ruhe und Schlaf genießen, Od. 20, 138, νόστου, 3, 142, öfter; in Prosa, καὶ ἑτέρων μιμνησκόμενος, Plat. Ax. 368 a; dazu gehört der aor. ἐμνησάμην u. fut. μνήσομαι, ὁππότ' ἐκείνων μνήσομαι, Il. 9, 647, βρώμης, Od. 10, 277, χάρμης, Il. 4, 222 u. ä.; Αἴας μνησάσκετο θούριδος ἀλκῆς, 11, 566, der Stärke gedenken, sich ihrer bedienen, sich wehren; ὅτε μνησαίατο κοίτου, Od. 7, 138; auch μνήσατο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀμύμονος Αἰγίσθοιο, 1, 29. Hom. vrbdt auch περὶ πομπῆς μνησόμεθα, Od. 7, 191. – Perf. μέμνημαι, ich habe mich erinnert, ich bin eingedenk, als praes. gebraucht, mit dem opt. μεμνῄμην, Il. 24, 745, u. μεμνῴμεθα, Soph. O. R. 49, μεμνῷο, Xen. An. 1, 7, 5; bei Ar. Plut. 991 schwankt die Lesart zwischen μεμνῇτο u. μεμνῷτο; auch μεμνέῳτο, Il. 23, 361; μεμνώμεθα, conj., Od. 14, 168, wie Plat. Phil. 31 a u. A.; μεμνεώμεθα, Her. 7, 47 (μέμνῃ, = μέμνησαι, Il. 15, 18. 20, 188 Od. 24, 115; auch μέμνηαι, Il. 21, 442; μέμνεο, = μέμνησο, imper., Her. 5, 105; ἐμεμνέατο, = ἐμέμνηντο, plusqpf., Her. 2, 104); dazu gehört als eigenes fut. μεμνήσομαι, ich werde eingedenk sein, Il. 22, 390 Od. 21, 79; Xen. Cyn. 8, 6, 6 u. sonst; von Hom. an überall, gew. c. gen., ἀλλ' ἔτι σῶν μέμνημαι ἐφετμέων, Il. 5, 818, öfter; Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται, Pind. P. 9, 88; Διὸς μεμναμένος, N. 7, 80; μέμνησθ' Ἀθηνῶν, Aesch. Ag. 804; a. Tragg.; Ar. u. in Prosa, μέμνεο τῶν Ἀθηναίων, Her. 5, 105; σὺ οὖν τῶν εἰρημένων μέμνησο, Plat. Phaedr. 234 b; Folgde. – Auch c. accus., Τυδέα οὐ μέμνημαι, ἐπεί μ' ἔτι τυτθὸν ἐόντα κάλλιπε, Il. 6, 222; μέμνημαι τόδε ἔργον, 9, 527, vgl. Od. 24, 122; μέμνησθ' ἃ ἐγὼ προλέγω, Aesch. Prom. 1073, vgl. Ch. 485 Suppl. 202; Soph. O. R. 1057; in Prosa häufig; Her. 7, 18; εἴπερ μεμνήμεθα τὰ κατ' ἀρχὰς λεχθέντα, Plat. Soph. 265 b; τοὺς λόγους, Legg. I, 633 d, öfter, wie Folgde; absolut, ἀφ' οὗ Ἕλληνες μέμνηνται, seit Menschengedenken, Thuc. 2, 8. – Andere Verbindungen sind ἀμφί τινι, Od. 4, 151, H. h. 6, 1, περί τινος, Od. 7, 192, s. unten; – c. inf., Il. 17, 364; μέμνησο δ' εἴκειν, Aesch. Suppl. 199; μέμνησθέ μοι μὴ θορυβεῖν, Plat. Apol. 27 b; μεμνήσθω ἀνὴρ ἀγαθὸς εἶναι, er denke daran, sich als braven Mann zu zeigen, Xen. An. 3, 2, 39; – auch mit ὅτι, Plat. Prot. 323 e u. sonst; – häufig c. partic.; Eur. Hec. 244; μέμνημαι δ' ἔγωγε καὶ παῖς ὢν Κριτίᾳ τῷδε ξυνόντα σε, Plat. Charmid. 156 a; μέμνημαι ἀκούσας σου, ich erinnere mich gehört zu haben, Xen. Cyr. 1, 6, 3; ἐμέμνητο εἰπών, 3, 1, 31; Folgde; ἄνθρωπος ὢν μέμνησ' ἀεί, Men., denke immer daran, daß du ein Mensch bist. – Wörtlich gedenken, erwähnen, Erwähnung thun; im aor. med., τῶν νῦν μοι μνῆσαι καί μοι νημερτὲς ἐνίσπες, Od. 4, 331. 765 Il. 2, 492, wie Soph. O. R. 564; häufiger im aor. pass., ἠέ μιν αὐτὸν πατρὸς ἐάσειε μνησθῆναι, Od. 4, 118; οὐδ' ἂν ἐμνήσθην ποτέ, Soph. El. 365; Phil. 310; Eur. El. 745; auch μνησθήσομαι, Med. 933; τούτου μηκέτι μνησθῇς, Her. 7, 159; Phot. oft u. Folgde; auch c. accus., Her. 2, 20; ἐὰν μνησθῶ τὰ ἔπη, Plat. Ion 537 a; häufig περί τινος μνησθῆναι, Her. 2, 36, ἐπειδὰν δέ τις περὶ Ὁμήρου μνησθῇ, Plat. Ion 532 c, οἴομαί σέ που μνησθήσεσθαι παιδοποιΐας πέρι, Rep. V, 449 d; vgl. Lys. 3, 45; Dem. 33, 6; μεμνῆσθαι περί τινος ὀνομαστί, 24, 132. – Vgl. übrigens μνάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μιμνήσκω: μέλλ. μνήσω: ἀόρ. ἔμνησα· - μεταβ. ἐνεργείας τοῦ μνάομαι, σχηματισθὲν κατ’ ἀναδιπλασιασμόν· (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. *μάω)· - ἀναμιμνήσκω, ὑπενθυμίζω, μνήσει δέ τε καὶ θεὸς αὐτὸς Ὀδ. Μ. 38· τινός, περί τινος πράγματος, ἐπεί μ’ ἔμνησας ὀϊζύος Γ. 103· τῶν σ’ αὖτις μνήσω Ἰλ. Ο. 31, πρβλ. Α. 407· μηδέ με τούτων μίμνησκ’ Ὀδ. Ξ. 169, πρβλ. Θέογν. 1123, Θεόκρ. 15. 36. ΙΙ. ἐν Πινδ. Π. 11. 21, ἐν τῷ Θρασυδαῖος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἐπὶ στέφανον βαλὼν πατρῴαν, ἔνθα ὁ Θρασυδαῖος κατέστησε τὸν πατρικὸν οἶκον ἀξιομνημόνευτον (ἔνδοξον) ῥίψας ἐπ’ αὐτοῦ καὶ τρίτον στέφανον, ἴδε Dissen. Τὸ ἐνεργ. εἶναι τὸ πλεῖστον Ἐπικ., μόνον ἅπαξ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ τοῦτο ἐν λυρικῷ χωρίῳ, Εὐρ. Ἄλκ. 878· παρὰ τοῖς πεζογράφ. προετιμῶντο τὰ σύνθετα μετὰ τῶν προθέσ. ἀνα- ἢ ὑπο-. Β. Μέσ. καὶ Παθ. μιμνήσκομαι: προστ. -ήσκεο: παρατατ. μιμνήσκοντο Ὅμ. (Ὁ ἐνεστ. μόνον παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, ὡς Ψευδο-Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Α, Διον. Ἁλ.: τὸ μέμνημαι χρησιμεύει ὡς ἐνεστὼς παρ’ ἅπασι τοῖς δοκίμοις): οἱ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ μνάομαι (ὅπερ καὶ αὐτὸ εἶναι ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ ἰδιαιτέρων τινῶν σημασιῶν): μέλλ. μνήσομαι Ὀδ. Ζ. 192, Εὐρ. Ι. Α. 667· μνησθήσομαι Ἡρόδ. 6. 19, Εὐρ. Μήδ. 933, κτλ.· ὡσαύτως μεμνήσομαι Ἰλ. Χ. 390, Ὀδ. Τ. 581, Ἡρόδ., Εὐρ., καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ· - ἀόρ. ἐμνησάμην: ἀπαρ. μνήσασθαι, Ὅμ., Τυρταῖ. 9. 1, Ἡρόδ. 7. 39, ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττ., ὡς Σοφ. Ο. Τ. 564· παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως ἐμνήσθην (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 118), Σοφ. Ἠλ. 373, 1252, κτλ.· - πρκμ. μέμνημαι, παρ’ Ἀττ. ἀείποτε μετὰ σημ. ἐνεστ., ὡς τὸ Λατ. memini, ὡς καὶ παρ’ Ὁμ. συχνάκις: β΄ ἑνικ. μέμνηαι Ἰλ. Φ. 442, ἢ μέμνῃ Ο. 18, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐμεμνέατο Ἡρόδ. 2. 104· προστ. μέμνησο, συχν. παρ’ Ἀττ., Ἰων. μέμνεο Ἡρόδ. 5. 105· ὑποτακτ. μέμνωμαι, -ώμεθα Ὀδ. Ξ. 168, Σοφ. Ο. Τ. 49· Ἰων. -εώμεθα Ἡρόδ. 7. 47· εὐκτ. μεμνῄμην Ἰλ. Ω. 745, -ῇτο Ἀριστοφ. Πλ. 991 (ἴσως διορθωτέον μεμνῇο, -ῇτο ἀντὶ τῶν -ῷο ἢ -οῖο, -ῷτο ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 7, 5, Κύρ. 1. 6, 3· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. μεμνέῳτο Ἰλ. Ψ. 361, Δωρ. γ΄ πληθ. μεμναίατο (ἢ μᾶλλον -ᾴατο) παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 277: ἀπαρ. μεμνῆσθαι: μετοχ. μεμνημένος: ὑπερσ. ἐμεμνήμην Ἰσοκρ. 240Α, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐμεμνέατο Ἡρόδ. 2. 104. - Πρβλ. ἀνα-, ἀπο-, ἐπι- ὑπο-μιμνήσκω. [μέμνημαι, Gaisf. εἰς Ἡφαιστ. σ. 218]. Ἀναμιμνήσκομαί τι, ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, ἐνθυμοῦμαι. Συντάσσεται, ἐνίοτε μετ’ αἰτ., Τυδέα δ’ οὐ μέμνημαι Ἰλ. Ζ. 222, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 168, Ἡρόδ. 7. 18, Αἰσχύλ. Χο. 492, Σοφ. Ο. Τ. 1057· - κοινότερον μετὰ γεν., ἀλκῆς μιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι τὴν (ἐν πολέμῳ) ἀνδρείαν μου, ἀνέρες ἔστε, φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς, φάνητε ἄνδρες, ὦ φίλοι, καὶ ἐνθυμήθητε τὴν πολεμικήν σας ἀνδρείαν, Ἰλ. Ζ. 112· μεμνημένος ἀμφ’ Ὀδυσῆϊ Ὀδ. Δ. 151· ἀμφὶ Διώνυσον... μνήσομαι Ὁμ. Ὕμν. 6. 1· περὶ πομπῆς μνησόμεθα Ὀδ. Η. 192, πρβλ. 1. 36., 9. 45, καὶ Πλάτ. Φίληβ. 31Α. 2) μετ’ ἀπαρ., μέμνηντο γὰρ αἰεὶ ἀλλήλοις... ἀλεξέμεναι Ἰλ. Ρ. 364· μέμνησο δ’ εἴκειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 202· μέμνησο δάκνειν, διαβάλλειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 496· μεμνήσθω ἀγαθὸς ἀνὴρ εἶναι Ξεν. Ἀνάβ. 3. 2, 39· μέμνησθέ μοι μὴ θορυβεῖν Πλάτ. Ἀπολ. 27Β. 3) μεθ’ Ὅμ., μετὰ μετοχ., θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη, ἂς φέρῃ εἰς τὸν νοῦν του ὅτι τὰ μέλη (τοῦ σώματός του) ἅπερ καλύπτει δι’ ἐνδυμάτων εἶναι θνητά, Πινδ. Ν. 11. 20· μέμνημαι κλύων Αἰσχύλ. Ἀγ. 830· μ. ἐλθών, ἐνθυμοῦμαι ὅτι ἔχω ἐλθεῖ, Εὐρ. Ἑκ. 244· μ. ἀκούσας Ξεν. Κύρ. 1. 6, 3, κτλ.· - οὕτω καὶ ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, μέμνησ’, ὅπως εὖ μοι στομώσεις αὐτὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 1107· μν. ὅτι δεῖ Ξεν. Κύρ. 2. 4, 25. 4) ἀπολ., μεμνήσομαι, θὰ ἐνθυμῶμαι, δὲν θὰ λησμονήσω, Ἰλ. Χ. 390, Ὀδ. Τ. 581· ἀφ’ οὗ Ἕλληνες μέμνηνται Θουκ. 2. 8, πρβλ. 5. 66· οὕτως ἡ μετοχ. τοῦ πρκμ. μεμνημένος ἐν προσταγῇ, ὧδέ τις ὑμείων μεμνημένος ἀνδρὶ μαχέσθω, οὕτως ἕκαστος ὑμῶν μεμνημένος τῆς ἀλκῆς ἢ τῆς ἀρετῆς μαχέσθω, Ἰλ. Τ. 153, πρβλ. Ε. 263, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 420, κτλ. ΙΙ. ἐνθυμοῦμαί τι καὶ λέγω αὐτὸ εἴς τινα, μετὰ γεν., τῶν νῦν μοι μνῆσαι Ὀδ. Δ. 331· Μοῦσαι, μνησαίαθ’ ὅσοι ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον (ὅ ἐστι τῶν, ὅσοι) Ἰλ. Β. 492· ἐν τῷ παθ., ἀορ. μνησθῆναι, Ὀδ. Δ. 118, Σοφ. Φιλ. 310· μνησθῆναι περί τινος Ἡρόδ. 1. 36, πρβλ. 9. 45· περί τινος εἴς τινα Θουκ. 8. 47, πρβλ. 1. 10, 37, κτλ.· μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης Δημ. 232. 9· μν. τινος πρός τινα Λυσ. 93. 28· - σπαν. μετ’ αἰτ., Πινδ. Ι. 8 (7). 59. ΙΙΙ. ἐπιμελοῦμαι, μεμνῆσθαι πατρὸς καὶ μητέρος ἐν μεγάροισιν Ὀδ. Σ. 267· ἀλλ’ ἄγετ’... μνησόμεθα βρώμης, ἀλλ’ ἂς φροντίσωμεν περὶ βρώσεως, δηλ. ἂς φάγωμεν, Ι. 177· ὡς μεμνέῳτο δρόμους (ἢ δρόμου), ὅπως ἐπισκοπῇ καὶ κρίνῃ περὶ τῶν δρόμων, Ἰλ. Ψ. 361· χάρμης, δαιτός, σίτου, μν., Ὅμηρ. - Ὑπάρχει καὶ γραφὴ μιμνῄσκω ἐν ἐπιγραφαῖς ἴδε Meisterh 2 139.
English (Autenrieth)
and μνάομαι, act. pres. imp. μίμνησκ, fut. μνήσω, aor. ἔμνησας, subj. μνήσῃ, part. μνήσᾶσα, mid. μιμνήσκομαι, part. μνωομένω, ipf. μνώοντο, fut. μνήσομαι, aor. ἐμνήσατο, μνήσαντο, imp. μνῆσαι, perf. μέμνημαι, μέμνηαι and μέμνῃ, subj. μεμνώμεθα, opt. μεμνῄμην, μεμνέῳτο, fut. perf. μεμνήσομαι, inf. -εσθαι, pass. aor. inf. μνησθῆναι: act., remind, τινά (τινος), Od. 12.38, Il. 1.407; mid., call to mind, remember, and in words, mention, τινός, also τινά or τὶ, περί τινος, Od. 7.192; φύγαδε, ‘think on flight,’ Il. 16.697; the perf. has pres. signif., ‘remember,’ implying solicitude, mindfulness, Od. 18.267.
English (Strong)
a prolonged form of μνάομαι (from which some of the tenses are borrowed); to remind, i.e. (middle voice) to recall to mind: be mindful, remember.
English (Thayer)
(ΜΝΑΩ (allied with μένω, μανθάνω; cf. Latin maneo, moneo, mentio, etc.; cf. Curtius, § 429)); to remind: Homer, Pindar, Theognis, Euripides, others; passive and middle, present μιμνῄσκομαι (ἐμνήσθην; perfect μέμνημαι; 1future passive in a middle sense, μνησθήσομαι (L T Tr WH); the Sept. for זָכַר; to be recalled or to return to one's mind, to remind oneself of, to remember; ἐμνήσθην, with a passive significance (cf. Buttmann, 52 (46)), to be recalled to mind, to be remembered, had in remembrance: ἐνώπιον τίνος, before, i. e., in the mind of one (see ἐνώπιον, 1c.), ); and ἀναμνησθῆναι, Winer s Grammar, § 30,10c.), to remember a thing: μνησθῆναι ἐλέους, to call to remembrance former love, τῆς διαθήκης, μή μνησθῆναι τῶν ἁμαρτιῶν τίνος (A. V. to remember no more) i. e. to forgive, to remember the sins of anyone is said of one about to punish them, ὅτι, ὡς, μέμνημαι, in the sense of a present (cf. Winer s Grammar, 274 (257)), to be mindful of: with the genitive of the thing, πάντα μου μέμνησθε, in all things ye are mindful of me, μιμνῄσκομαι, with the genitive of the person, to remember one in order to care for him, ἀναμιμνῄσκω, ἐπαναμιμνῄσκω, ὑπομιμνῄσκω.)