πάτος

From LSJ
Revision as of 11:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάτος Medium diacritics: πάτος Low diacritics: πάτος Capitals: ΠΑΤΟΣ
Transliteration A: pátos Transliteration B: patos Transliteration C: patos Beta Code: pa/tos

English (LSJ)

[ᾰ] (A), ὁ,

   A trodden or beaten way, path, κιόντες ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν Il.20.137 ; πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων 6.202 ; οὐ μὲν γὰρ πάτος ἀνθρώπων ἀπερύκει Od.9.119 ; ὅ τις πάτου ἔκτοθεν ἦεν ἀνθρώπων A.R. 3.1201 : metaph., ἔξω πάτου ὀνόματα out-of-the-way words, Luc.Hist. Conscr.44.    2 floor, βαλανείου PFlor.384.27 (pl., V A. D.).    3 treading, prob. cj. in Thphr.HP6.6.10.    II dirt, dung, Nic.Al. 535, Th.933 ; scrapings of oil, etc., Gal.12.116,283.    III πύρινος π. prob. wheat-field, PSI8.883.8 (ii A.D.) : the sense food, Sch.Ar. Pl.1185, invented to explain ἀπόπατος. (Cf. Skt. pánthās, Slav. pąt[icaron] 'path', Lat. pons 'causeway' ; v. πόντος.)
πάτος [ᾰ] (B), εος, τό,

   A robe worn by Hera, Call.Fr.495.

German (Pape)

[Seite 535] ὁ, 1) der betretene Weg, Pfad, Fußsteig, Il. 20, 137. – 2) das Treten, der Tritt, πάτος ἀνθρώπων, Schritt und Tritt der Menschen, Il. 6, 202 Od. 9, 119, u. so sp. D., wie Ap. Rh. χῶρον, ὅτις πάτου ἔκτοθεν ἦεν ἀνθρώπων, 3, 1201; u. übertr., μήτε ἀποῤῥήτοις καὶ ἔξω πάτου ὀνόμασι, μήτε τοῖς ἀγοραίοις, Luc. hist. conscr. 44, vgl. Pseudol. 13. – 3) Koth der Thiere, Nic. Al. 535, Schol. ἀφόδευμα, Ther. 933. – 4) Nach Hesych. auch ἔνδυμα τῆς Ἥρας.

Greek (Liddell-Scott)

πάτος: ὁ, ἡ πεπατημένη ὁδός, κιόντες ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν, «ἐκ πεπατημένης ὁδοῦ εἰς τόπον σκοπιὰν ἔχοντα» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 137· πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων Ζ. 202· οὐ μὲν γὰρ πάτος ἀνθρώπων ἀπερύκει Ὀδ. Ι. 119· ὅ τις πάτου ἔκτοθεν ἦεν ἀνθρώπων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1201· - μεταφορ., ἔξω πάτου ὀνόματα, λέξεις ἔξω τῶν συνήθων, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 44 ΙΙ. ἀφόδευμα, ἀποπάτημα, ἠὲ πάτον στρουθοῖο Νικ. Ἀλεξιφ. 535, Θηρ. 933· - ἡ σημασία τροφὴ ἡ ἀποδιδομένη εἰς τὴν λέξιν ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1185 Σχολίοις εἶναι ἁπλῶς ἐπίνοια πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξ. ἀπόπατος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάτος· ἡ πεπατημένη καὶ λεωφόρος ὁδός. καὶ κόπρος». (Πρβλ. Σανσκρ. pathas καὶ Σλαυ. pati (path)· ὡσαύτως Λατιν. pons (δίοδος, πάροδος, Κικ. πρ. Ἀττ. 1. 14, 5), καὶ ἴσως πόντος (πρβλ. ὑγρὰ κέλευθα)· οὕτω παρεισάγεται τὸ ν εἰς τὰς λέξεις βάθος βένθος, πάθος πένθος).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 pas, marche;
2 chemin battu, route frayée ; fig. τὰ ἔξω πάτου ὀνόματα LUC les mots qui sortent de l’ornière commune.
Étymologie: R. Πατ, fouler ; cf. lat. pons, skr. pathas.

English (Autenrieth)

treading, step, Od. 9.119; meaning ‘the society’ of men, Il. 6.602; trodden way, path, Il. 20.137.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ
η ενέργεια του πατῶ, το πάτημα
νεοελλ.
1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση
2. στον πληθ. οι πάτοι
α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών
β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών
3. μτφ. το τέρμα, η άκρη, το τέλος κάθε εργασίας ή προσπάθειας («τήν έβγαλες τη δουλειά ώς τον πάτο»)
4. μτφ. η έδρα, ο πρωκτός («του βγήκε ο πάτος» — κατεξαντλήθηκε, κατακουράστηκε, δεινοπάθησε)
5. (σχετικά με θάλασσα, λίμνη, δοχείο, σκεύος) ο πυθμένας
6. (με αισχρή σημ.) (για γυναίκα) μανούλι, κόμματος
7. φρ. α) «βρίσκω (τον) πάτο» — αγγίζω τον πυθμένα, φτάνω στο τέλος
β) «η ψυχή του δεν θα βρει πάτο» — θα πάει στον πυθμένα της κόλασης για τα αμαρτήματά του
γ) «από την κορφή ώς τον πάτο» — πατόκορφα, από την κορυφή ώς τα νύχια
δ) «άσπρο πάτο»
(ως προτροπή σε οινοποσία) ας το πιούμε ώς την τελευταία γουλιά μεμιάς
νεοελλ.-μσν.
(για αντικείμενα χωρητικότητας) το κατώτατο μέρος, ο πυθμένας («γυαλόχτιστος φισκίνα, γυαλὶν τὸ πάτος, τὰ πλευρά», Λίβ. Ρόδ.)
αρχ.
1. κοπριά, περίττωμα, ακαθαρσία, βρομιά («πάτον στρουθοῑο», Νίκ.)
2. απορρίμματα, σκουπίδια, αποξέσματα
3. ο πατημένος δρόμος, το μέρος που χαράχθηκε με πατήματα («πάτον ἀνθρώπων», Ομ. Ιλ.)
4. φρ. α. «πύρινος πάτος» — αγρός σπαρμένος με σιτάρι πάπ.
β. «ἔξω πάτου ὀνόματα» — λέξεις γλωσσηματικές ή σπάνιες, ασυνήθιστες
μσν.-αρχ.
το δάπεδο, το πάτωμαπάτος βαλανείου», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πατώ].———————— (II)
ὁ, Α
τροφή (κατά την ερμηνεία του Σχολιαστή του Αριστοφάνη, ερμηνεία που είναι επινόησή του για να ερμηνεύσει τη λ. απόπατος στην κωμωδία Πλούτος.———————— (III)
τὸ, Α
μακρύς πέπλος ή εσθήτα, μακρύ φόρεμα ώς το έδαφος («Ἥρης πάτος», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. πάτος, ουδ. γένους αναλογικά προς τα: εἶμα «ένδυμα, ρούχο», φᾶρος «μεγάλο κομμάτι υφάσματος», αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρ. πατῶ και έχει, επομένως, σημ. «μακρύ φόρεμα που σέρνει κάτω και το οποίο πατά κανείς». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με γερμ. spinnen «γνέθω», γοτθ. spinnan, λιθουαν. pinu «πλέκω»].

Greek Monotonic

πάτος: ὁ, περπατημένος ή ποδοπατημένος δρόμος, μονοπάτι, σε Όμηρ.· μεταφ., ἔξω πάτου, έξω από τον δρόμο, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάτος -ου, ὁ [~ πατέω] het lopen, stap:. πάτος ἀνθρώπων rondlopende mensen Od. 9.119. pad:; ἦ γὰρ ἀπ ’ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστιν want (deze weg) ligt ver weg van het pad der mensen Parm. B 1.27; overdr.. ἔξω πάτου ὀνόματα buitensporige woorden Luc. 59.44.