ὕαλος

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕᾰλος Medium diacritics: ὕαλος Low diacritics: ύαλος Capitals: ΥΑΛΟΣ
Transliteration A: hýalos Transliteration B: hyalos Transliteration C: yalos Beta Code: u(/alos

English (LSJ)

or ὕελος (v. infr.), ἡ, v. Ael.Dion.Fr.217; but in Thphr. Lap.49, ὁ:—the form ὕαλος is said to be Att., ὕελος Hellenic, Phryn.281, Id.PS p.118 B., Moer.p.373 P., Thom.Mag.p.365 R.; in Hdt. codd. vary between ὕελος and ὕαλος; ὕελος is read in Arist.APo. 88a14, Thphr. l.c., Ign.73, PHolm.10.7, but ὕαλος in LXX Jb. 28.17, Anon.Lond.39.18, Apoc.21.18; cf. ὑάλινος:—originally A some kind of crystalline stone, such as that used by the Ethiopians to enclose their mummies in, Hdt.3.24; ὕ. ἀργή Peripl.M.Rubr.49; ὕ. ὀρωρυγμένη rock-crystal, Ach.Tat.2.3. 2 a convex lens of crystal, used as a burning-glass, λίθος διαφανὴς ἀφ' ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι Ar.Nu. 768, cf. Thphr.Ign.73. II glass, first in Pl.Ti.61b, cf. Arist.Mete. 389a8, and ὑαλῖτις; glass-ware, PFay.134.4 (iv A. D.). III ὕαλος χνοώδης, in Paul.Aeg.6.22, is an absorbent of some kind:—ὕαλος is also expld. by βόρβορος in Hsch. and Theognost.Can.18. [ῠᾰλος, as appears from Ar.Nu.768:—but late Poets make ῡ in some derivs. to bring them into dactylic verses, ῡάλεος AP6.33, 12.249; ῡέλινος ib. 14.52; ῡαλόεις ib.5.47; ῡαλοειδής Orph.L.280; in iambic metre, ῡαλόχροα AP6.211.]

Greek (Liddell-Scott)

ὕαλος: ἢ ὕελος (ἴδε κατωτ.), ἡ, ἴδε Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 1390. 52· ἀλλὰ παρὰ Θεοφρ. π. Λίθ. 49· ὁ: - ὁ τύπος ὕαλος λέγεται ὅτι εἶναι Ἀττικός, ὕελος δὲ Ἑλληνικός, Μοῖρ. 73, Θωμ. Μάγ. 862, Φρύν. 309, Α. Β. 68· παρ’ Ἡροδ. τὰ Ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ ὕελος καὶ ὕαλος· ὁ πρῶτος τύπος ἐγένετο δεκτὸς ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Προτ. 1. 31, 4, Θεοφρ. ἔνθ’ ἀνωτ. περὶ Πυρ. 73· πρβλ. πτύαλον, σίαλον. Καθ’ Ἡρόδ. ὕαλος ἐκαλεῖτο λίθος τις διαφανὴς ἐν Αἰγύπτῳ ὀρυσσόμενος, ἐκ τούτου δ’ οἱ Αἰγύπτιοι κατεσκεύαζον στήλην κοίλην ἐν ᾗ ἔκλειον τὸ σῶμα τεταριχευμένου νεκροῦ, Ἡρόδ. 3. 24· περὶ τῆς ὑάλου ταύτης λέγει ὁ Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.· πολλὴ καὶ εὐεργὸς ὀρύσσεται· καὶ πιθανῶς ἦτο ἀλάβαστρος ἀνατολικός, ὅστις εἶναι διαφανὴς τεμνόμενος λεπτός, ἴδε Bähr ἐν τόπῳ, Belzoni’s Researches, σελ. 236· ὕελος ὀρωρυγμένη, κρύσταλλος ὀρυκτός, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 3. 2) ἀμφίκυρτος φακὸς ἐκ κρυστάλλου δι’ οὗ συγκεντροῦσι τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου πρὸς παραγωγὴν πυρὸς καὶ ἀνάφλεξιν εὐφλέκτου ὕλης, λίθος διαφανὴς ἀφ’ ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι Ἀριστοφ. Νεφ. 766, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Πυρ. 73· - ὁ Πλίν. 37. 10, μνημονεύει σφαίρας πλήρεις ὕδατος χρησίμους πρὸς τὸν αὐτὸν σκοπόν, πρβλ. 36. 67· - ἴδε καὶ σκάφιον. ΙΙ. «γυαλί», Λατ. vitrum, πρῶτον πιθαν. παρὰ Πλάτ. Τιμ. 61Β· - ἂν καὶ ἡ τεχνικὴ ὕαλος (μήπω φέρουσα τὸ ὄνομα ὕαλος) ὑπῆρχεν ἤδη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἡροδ., ἐπειδὴ τὰ ἀρτήματα λίθινα χυτὰ ὧν γίνεται μνεία ἐν 2. 69, ἀναμφιβόλως ἦσαν πεποιημένα ἐκ τεχνικῆς ὑάλου· ὡσαύτως εὕρηται σκύφος χυτῆς λίθου παρ’ Ἐπινικ. ἐν «Μνησιπτολέμῳ» 1. - Περὶ τῆς ἱστορίας τῆς παρὰ παλαιοῖς ὑάλου ἴδε Στράβ. 758, Πλίν. ἔνθ’ ἀνωτ., Λεξικ. Ἀρχαιοτ. ἐν λ. ὕαλος. ΙΙΙ. ὕαλος χνοώδης, παρὰ Παύλ. Αἰγ. 6. 22, εἶναι ἀπορροφητική τις ὕλη· - ὕαλος ὡσαύτως ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ βόρβορος παρ’ Ἡσυχ. καὶ ἐν Θεογνώστ. Καν. 18. (Τὸ ὄνομα λέγεται ὅτι εἶναι Αἰγύπτιον (Jablonski Opusc. 1, 250), ὅπερ συνᾴδει πρὸς τὸν τύπον ἔνθα τὸ πρῶτον κατεσκευάσθη, πρβλ. Στράβ. 758. - Οἱ ἰσχυριζόμενοι ὅτι τὸ ὄνομα τοῦτο εἶναι Ἑλληνικῆς ἀρχῆς παράγουσιν αὐτὸ ἐκ τοῦ ῥήμ. ὕω, ὡς εἰ ἡ πρώτη αὐτοῦ σημασία ἦτο: σταγὼν βροχῆς, ἢ διαφανὴς ὡς ὕδωρ, Κούρτ. ἀριθ. 604). [ῠᾰλος, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ῠᾰλίνων, ἐν Ἀριστοφάν. Ἀχ. 74· - ἀλλὰ μεταγεν. ποιηταὶ ἔχουσιν ῡ ἔν τισι τῶν παραγώγων ὅπως προσαρμόσωσιν αὐτὰ εἰς δακτυλικὸν μέτρον ῡάλεος Ἀνθ. Π. 6. 33., 12. 249· ῡέλινος, αὐτόθι 14. 52· ῡαλόεις, αὐτόθι 5. 48· ῡαλοειδής Ὀρφ. Λιθ. 277· ῡαλόχροα Ἀνθ. Π. 6. 211].

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 toute pierre transparente (albâtre, cristal, certaines pierres précieuses);
2 postér. verre, lentille de verre, miroir ardent.
Étymologie: DELG terme techn. (pê déjà myc.) d’origine obscure ; pê rapport avec le mot scythe suali-ternicum désignant l’ambre.

English (Strong)

perhaps from the same as ὑετός (as being transparent like rain); glass: glass.

English (Thayer)

ὑαλου, ὁ (probably allied with ὑει, ὑετός (which see); hence, 'rain-drop', Curtius, 9604; Vanicek, p. 1046; but others make it of Egyptian origin (cf. Liddell and Scott, under the word)), from Herodotus (3,24) who writes ὕελος; (cf. Winer's Grammar, 22)) down;
1. any stone transparent like glass.
2. glass: Revelation 21:18,21.

Greek Monotonic

ὕᾰλος: ή ὕελος, ὁ και ἡ,
I. 1. καθαρός, διαυγής, διαφανής λίθος, που χρησιμοποιούνταν από τους Αιγυπτίους για τον εγκλεισμό ταριχευμένων νεκρών (μούμιες)· αλάβαστρο από την ανατολή, σε Ηρόδ.
2. κυρτός κρυστάλλινος φακός, που χρησιμοποιείται για την συγκέντρωση των ηλιακών ακτίνων με σκοπό την ανάφλεξη, σε Αριστοφ.
II. γυαλί, Λατ. vitrum, σε Πλάτ.· γυαλί που υπήρχε ήδη στα χρόνια του Ηρόδ., αλλά ονομάστηκε ὕαλος στα χρόνια του Πλάτωνα (η λέξη λέγεται πως είναι Αιγυπτιακή. Άλλοι το αποδίδουν στο ὕω, όπως αν η αρχική σημασία ήταν σταγόνα βροχής).

Russian (Dvoretsky)

ὕᾰλος: (ῠ) ἡ
1) прозрачный камень, кристалл Her. etc.;
2) стекло Plat.;
3) зажигательное стекло Arph.

Middle Liddell

ὕᾰλος, ορ ὕελος, ὁ, ἡ,
I. a clear, transparent stone, used by the Egyptians to enclose their mummies in, oriental alabaster, Hdt.
2. a convex lens of crystal, used as a burning-glass, Ar.
II. glass, Lat. vitrum, Plat.: glass itself existed in the time of Hdt., but was not called ὕαλος till Plato's time. [The word is said to be Egyptian. Others refer it to ὕω, as if the orig. sense were raindrop.]

Frisk Etymology German

ὕαλος: {húalos}
Forms: auch ὕελος (s. unten)
Grammar: f. (m.)
Meaning: ‘durchsichtiger Stein, z.B. Alabaster, Kristall, Bernstein’ (ion. att.), Glas (Pl., Arist. u.a.; bei Hdt χυτὴ λίθος).
Composita : Als Vorderglied u.a. in ὑαλουργός (ὑελ-) m. Glasmacher (Str., Pap.) mit -ικός, -εῖον (sp.). Auch ὑάλη ib. (H., Phot., Suid.) wie ψάμμη u.a. (Schw.-Debrunner 32 A. 4).
Derivative: Davon 1. mehrere Adj.: ὑάλ- (ὑέλ-)ινος gläsern (Korinn., Hp., Ar., Inschr. usw.), -εος, -οῦς ‘ds., durchsichtig wie Glas’ (Str., Pap., AP u.a.), -ικός zum Glasmachen dienend (J.), -ῖτις (ἄμμος, γῆ) ib. (Thphr., Str., Redard 109), -όεις glasfarben (AP), -ώδης glasähnlich (Mediz.). 2. Subst. ὑαλᾶς m. Glasmacher (sp. Inschr.); -ωμα n. N. einer Augenkrankheit bei Pferden (Hippiatr.; wie γλαύκωμα u.a.); Demin. ὑέλιον n. Spiegel (Suid.); davon (oder von ὕελος?) ὑ(ε)λιάριος m. (Kleinasien). 3. Verb ὑαλ- (ὑελ-)ίζω glasfarben sein (Dsk., Ph. Byz. u.a.).
Etymology : Zur Sache M. L. Trowbridge Philological studies in ancient glass. Urbana 1928 (Ref. von Kretschmer Glotta 21, 177). Nach den alten Gramm. (Phryn. u.a.) war ὕαλος attisch, ὕελος hellenistisch; Näheres bei Schwyzer 243 Zus. 2. — Technisches Wort ohne sichere Erklärung. Auffallend ist die Ähnlichkeit mit dem Vorderglied (?) des "skythischen" (Plin. HN 37,33), d.h. nordeuropäischen Namens des Bernsteins suali-ternicum (Weise BB 12, 159 f., Schrader-Nehring Reallex. 1, 398). Über das Zusammenfließen von Wörtern für Glas und Bernstein (z.B. altgerm. glēsum [Plin., Tac.] Bernstein und ahd. glas) s. ebd. 97.
Page 2,953

Chinese

原文音譯:Ûaloj 虛阿羅士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:玻璃
字義溯源:玻璃*,水晶;或出自(ὑετός)=雨水),而 (ὑετός)又出自(ὕψωμα)X=下雨*)
同源字:1) (ὑάλινος)玻璃作的 2) (ὕαλος)玻璃
出現次數:總共(2);啓(2)
譯字彙編
1) 玻璃(2) 啓21:18; 啓21:21