κόγχη
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ἡ, A mussel or (perhaps) cockle, Emp.76.1, Sophr.25, X.An.5.3.8, Arar. 8.2, Posidipp.14.2; including several species, Arist.HA528a22, 547b13, 622b2; ἀνέχασκον ἐμφερέστατα ὀπτωμέναις κόγχαισιν Ar.Fr. 68; κόγχην διελεῖν to open a mussel, prov. of an easy task, Telecl. 19; κόγχης ἄξιον, i.e. worthless, Hsch., Suid. 2 shell-full, a small measure of capacity, Pherecr.143.3, Hp.Nat.Mul.32, Morb.3.15, Thphr.HP9.6.2. II anything like a mussel-shell, esp. shell-like cavity in the body, as, 1 hollow of the ear, Ruf.Onom.44, Poll.2.86. 2 knee-pan, ib.188. III case round a seal attached to documents, Ar.V.585. IV niche for a statue, CIG4556 (Palestine); apse, Epigr.Gr.446.3 (Medjed). V fourth part of a sphere, Hero *Stereom.1.40. (Cf. Skt. śa[ndot ]khás 'conch-shell'.)
German (Pape)
[Seite 1465] ἡ (verwandt mit γογγύλος), 1) die zweischalige Muschel, concha, Ar. frg. 49; neben ἰχθύες in einem Flusse genannt, Xen. An. 5, 3, 8; ὄστρεα καὶ κόγχαι καὶ μ ύες Mnesith. bei Ath. III, 92 b; Arist. H. A. 4, 4 u. Sp.; κόγχην διελεῖν, sprichwörtlich, eine Muschel öffnen, was leicht zu thun ist, VLL.; Teleclid. Ath. XI, 481 a, vgl. III, 87 a; κόγχης ἄξιον, eine Muschelschale werth, von ganz werthlosen Dingen, VLL. – 2) ein Maaß für Flüssigkeiten, eigtl. die Muschelschale, deren man sich ursprünglich, um Schöpfen des Wassers bediente; Hippocr. u. a. Medic.; ποτήρια οὐχὶ χωροῦντ' οὐδὲ κόγχην Phereer. Ath. XI, 481 b. – 3) die Ohrhöhle, Schnecke, poll. 2, 86; auch von anderen Höhlungen des Körpers, wie die obere Wölbung der Hirnschale die Kniescheibe, die Augenhöhle, Medic. – 4) bei Ar. Vesp. 585, τῇ διαθήκ ῃ καὶ τῇ κόγχῃ τῇ πάνυ σεμνῶς τοῖς σημείοισιν ἐπ ούσῃ, wahrscheinlich eine Kapsel um das an Urkunden hängende Siegel, vgl. ἀνακογχυλιάζω. Vgl. auch κόγχος.
Greek (Liddell-Scott)
κόγχη: ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ μετὰ διφυοῦς ὀστράκου κογχύλιον, κοινῶς κογχύλι, ἀχιβάδα, Λατ. concha, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 8, κτλ.· ἀλλὰ τὸ ὄνομα ἐγκλείει διάφορα εἴδη (πρβλ. χήμη), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6., 5. 15, 20., 9. 37, 28, πρβλ. κόγχος· ― ἀνέχασκον ἐμφερέστατα ὀπτωμέναις κόγχαισιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 49· κόγχην διελεῖν, ἐπὶ τοῦ ῥᾳδίως ποιῆσαι, παροιμ., Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 2· κόγχης ἄξιον, δηλ. ἐλαχίστου ἄξιον, εὐτελές, Ἡσύχ., Σουΐδ.· κόγχην προπάροιθεν ἔχειν σωρῶν, παροιμ., προτιμᾶν πενιχρὸν βίον τοῦ σεσωρευμένου πλούτου, Συλλ. Ἐπιγρ. 4582. 2) μέτρον μικρὸν δι’ ὑγρά, ἀνάλογον πρὸς τὸ παρ’ ἡμῖν «κοχλιάριον τοῦ γλυκοῦ», Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 3, Ἱππ. 493. 19., 570. 40, κτλ. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι ὁμοιάζει πρὸς κογχύλιον (ἀχιβάδα), ἰδίως πᾶσα τοιαύτη κοιλότης ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι, ὡς, 1) τὸ κοίλωμα τοῦ ὠτός, Ροῦφ. σ. 26, Πολυδ. Β΄, 86. 2) ἡ ἐπιγονατίς, Πολυδ. Β΄, 188. ΙΙΙ. ἡ θήκη ἡ πέριξ σφραγῖδος προσηρτημένη εἰς ἔγγραφα, Ἀριστοφ. Σφ. 585· ἐντεῦθεν ἀνακογχυλιάζω, ἀποσφραγίζω. ΙV. κόγχη, θέσις δι’ ἄγαλμα, «ἀχιβάδα», ὡς νῦν ἐν τῷ ἱερῷ τῶν ναῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4556· ― ὅμοιον κόγχῃ κάλυμμα (οὐρανὸς) ὑπεράνω τῆς ἱερᾶς τραπέζης, Βυζ.· ἐντεῦθεν, ἡ ἁψίς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 446. 3· ἴδε τρίκογχος. (Πρβλ. κόγχος, κογχύλη, κογχύλιον· Σανσκρ. ←ankhas, Λατ. concha· ὡσαύτως κόχλος, κοχλίας, cochlea, καὶ ἴσως τὸ κάλχη.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Ι. coquillage, coquille, particul.
1 coquille d’huître, de mollusque, etc.
2 coquille ou vase en forme de coquille ; mesure pour les liquides;
II. p. anal. objet de forme concave, particul.
1 conque de l’oreille;
2 boîte en forme de coquille, pour les sceaux servant aux actes publics.
Étymologie: DELG cf. skr. śankhá « coquille ».
Spanish
Greek Monolingual
και κόχη, η (AM κόγχη)
1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.)
2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου του σώματος που μοιάζει με κοχύλι (α. «κόγχη οφθαλμού» β. «τὸ ἔξωθεν ἐπικείμενον πλατὺ καὶ περιφερὲς ὀστοῦν, ὥσπερ φράγμα τοῦ γόνατος κόγχος καὶ κόγχη», Πολυδ.)
νεοελλ.
1. ανατ. α) ονομασία τριών μικρών οστέινων πετάλων του έξω τοιχώματος κάθε ρινικής θαλάμης
β) ονομασία της βαθιάς κοιλότητας του πτερυγίου του αφτιού στην οποία εκβάλλει ο έξω ακουστικός πόρος
2. ζωολ. προεξοχή καμπύλης στα πλάγια και λίγο πιο χαμηλά από την κοιλιά τών ζώων
3. γεωλ. βύθισμα της επιφάνειας του εδάφους με αμφιθεατρικό σχήμα και απόκρημνα τοιχώματα που σχηματίζεται στα ανάντη μιας παγετώδους κοιλάδας και είναι αποτέλεσμα διεργασιών διάβρωσης στη βάση της παγετώδους ρηγμάτωσης ενός παγετώνα, αλλ. χώνη
νεοελλ.-μσν.
1. το προς ανατολάς προεξέχον ημικύκλιο τμήμα του Αγίου Βήματος μέσα ή μπροστά στο οποίο τοποθετείται η Αγία Τράπεζα
2. κοίλωμα τοίχου για τοποθέτηση αγάλματος ή αγγείου για διακοσμητικούς σκοπούς
μσν.
γωνία
αρχ.
1. μικρό μέτρο για υγρά («τοῦ ἀνθέμου τρίψας ὅσον κόγχην», Ιπποκρ.)
2. κάψα ή θήκη γύρω από σφραγίδα προσαρτημένη σε έγγραφο («τῇ κόγχη τῇ πάνυ σεμνῶς τοῖς σημείοισιν ἐπούσῃ», Αριστοφ.)
3. το τεταρτημόριο της σφαίρας
4. παροιμ. α) «κόγχην διελεῖν» — για πολύ εύκολες πράξεις
β) «κόγχης ἄξιον» — λέγεται για πράγματα ανάξια λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μόνη ΙΕ καταγωγής λ. με την οποία συνδέεται είναι το αρχ. ινδ. sańkha «μύδι». Η λατ. δανείστηκε από την ελλ. τα concha (κόγχη), conchylium (κογχύλιον), conchita (κογχίτης), καθώς και το congius (< κόγχος κατά το modius) ως τεχνικό όρο (μέτρο υγρών). Το κοίλωμα του οστράκου του μυδιού προκάλεσε τη γενίκευση της σημασίας από «όστρακο» σε «κοίλωμα». Συνδέεται και με το κόχλος.
ΠΑΡ. κογχίτης, κογχύλη
αρχ.
κογχαλίζω, κογχίζω, κογχίον
αρχ.-μσν.
κογχάριον, κογχωτός
νεοελλ.
κογχαίος, κογχικός.
ΣΥΝΘ. κογχοειδής
αρχ.
κογχογενής, κογχοθήρας
νεοελλ.
κογχοβλεφαρικός, κογχοηθμοειδής, κογχολεπάδα, κογχόμετρο, κογχοστάτης, κογχοτομή, κογχοτομία].
Greek Monotonic
κόγχη: ἡ,
I. μυς ή στρείδι, Λατ. concha, σε Ξεν.
II. θήκη γύρω από τη σφραγίδα που προσαρτάται σε τίτλους και έγγραφα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κόγχη: ἡ
1) моллюск в раковине (ἰχθύες καὶ κόγχαι Xen.; τὰ κρέα τῶν κογχῶν Arst.);
2) раковина (двухстворчатая) Arst.;
3) «раковина» (коробочка, в которой хранилась оттиснутая обычно на воске и привешиваемая к документу печать): ἡ κ. ἡ τοῖς σημείοισιν ἐποῦσα Arph. раковина, находящаяся на печатях (завещания);
4) конха (мера жидкостей, равная 0.02 л).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόγχη -ης, ἡ schelpdier, mossel; schelp. voorwerpen die op een schelp lijken: hoes (om het zegel bij documenten).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.,
Meaning: mussel, cockle, also as measure and metaph. of several shell-like objects, hollow of the ear, knee-cap, brain-pan, case round a seal, knob of a shield etc. (Emp., Epich., Sophr., IA.).
Other forms: also κόγχος m. (f.)
Compounds: Some compp., e. g. κογχο-θήρας m. mussel-fisher (Epich.).
Derivatives: 1. Diminut. κογχίον (Antiph., Str.), κογχάριον (Str., Aret.). 2. κογχωτός provided with a knob (pap. IIIa). 3. κογχίτης (λίθος) shelly marble (Paus.; Redard Les noms grecs en -της 55). 4. κογχαλίζειν πεποίηται ἀπὸ τοῦ ἤχου τῶν κόγχων H. (poss. after κροταλ-ίζειν: κρότ-αλα: κρότος); 5. as backformation κόγξ interjection, of the sound of the sherd falling in the voting urn etc. (H.); cf. v. Wilamowitz Glaube 2, 482. 6. also κογχίζω paint purple-read with κογχιστής painter and κογχιστική trade of purple-dueing (PGrenf. 2, 87); for *κογχυλίζω etc. (cf. on 7.). - Note 7. κογχύλιον n. mussel, animal and shell, also purple-snail (Epich., Sophr., Hdt., Hp., Arist.), from κογχύλη (only as v.l. Ph. 1, 536 and AP 9, 214); from κογχύλιον: κογχυλίας (Ar.) and κογχυλιάτης (X., Philostr.) = κογχίτης (λίθος; Redard 56); κογχυλιώδης κ.-like (Str.), κογχύλιος purple-coloured (pap.), κογχυλιατός, -ιωτός pointed with purple (pap., Gloss.); also κογχυλεύς (for *κογχυλιεύς or from κογχύλη?) purple-worker (Korykos) with κογχυλευτής purple-snail-fisher and κογχυλευτική trade of ... (Just.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: With κόγχος one compares Skt. śaṅkhá- m. mussel. From κόγχη, κογχύλιον, κογχίτης Lat. concha, conchylium, conchīta; from κόγχη, κόγχος as measure also Lat. congius name of a measure (ending after modius); the -g- is unexplained. Schwyzer KZ 57, 262 n.); cf. Sturtevant Lang. 17, 4. - The word is clearly cognate with κόχλος, which shows that the forms are Pre-Greek (Fur. 131 etc.); this is confirmed by κοκάλια (-κκ-), κωκάλια (Fur. 131). If the comparison with Sanskrit is correct, the word may be a common loanword (Fur. 278).
See also: Vgl. κόχλος.
Middle Liddell
κόγχη, ἡ,
I. a mussel or cockle, Lat. concha, Xen.
II. the case round a seal attached to diplomas or documents, Ar.
Frisk Etymology German
κόγχη: {kógkhē}
Forms: auch κόγχος m. (f.)
Grammar: f.
Meaning: Muschel, Muschelschale, auch als Hohlmaß und übertr. von mehreren muschelähnlichen Gegenständen, Ohrenhöhle, Kniescheibe, Hirnschale, Siegelkapsel, Schildbuckel (Emp., Epich., Sophr., ion. att.).
Composita: Einzelne Kompp., z. B. κογχοθήρας m. Muschelfänger (Epich.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen: 1. Deminutiva κογχίον (Antiph., Str. u. a.), κογχάριον (Str., Aret.). 2. κογχωτός mit einem Buckel versehen (Pap. IIIa). 3. κογχίτης (λίθος) Muschelkalkstein (Paus.; Redard Les noms grecs en -της 55). 4. κογχαλίζειν· πεποίηται ἀπὸ τοῦ ἤχου τῶν κόγχων H. (etwa nach κροταλίζειν: κρόταλα: κρότος); 5. dazu als Rückbildung κόγξ Interjektion, vom Laut der in die Stimmurne fallenden Scherbe usw. (H.); vgl. v. Wilamowitz Glaube 2, 482. 6. Auch κογχίζω purpurrot farben mit κογχιστής Färber und κογχιστική Farbengewerbe (PGrenf. 2, 87); für *κογχυλίζω usw. (vgl. zu 7.). — Besonders zu bemerken 7. κογχύ̄λιον n. Muschel, Muscheltier und dessen Schale, auch Purpurschnecke (Epich., Sophr., Hdt., Hp., Arist. usw.), zunächst von κογχύλη (nur als v.l. Ph. 1, 536 und AP 9, 214); von κογχύλιον: κογχυλίας (Ar.) und κογχυλιάτης (X., Philostr.) = κογχίτης (λίθος; Redard 56); κογχυλιώδης ‘κ.-ähnlich’ (Str.), κογχύλιος purpurfarben (Pap.), κογχυλιατός, -ιωτός mit Purpur gefärbt (Pap., Gloss.); auch κογχυλεύς (für *κογχυλιεύς oder von κογχύλη?) Purpurarbeiter (Korykos) mit κογχυλευτής Purpurschneckenfischer und κογχυλευτική Purpurschneckengewerbe (Just.).
Etymology: Mit κόγχος ist aind. śaṅkhá- m. Muschel als Erbwort identisch. Aus κόγχη, κογχύλιον, κογχίτης lat. concha, conchȳlium, conchīta; aus κόγχη, κόγχος als Maßbezeichnungen auch lat. congius N. eines bestimmten Hohlmaßes (Ausgang gewiß nach modius; -g- durch eine vermittelnde Sprache? Schwyzer KZ 57, 262 A.); für Urverwandtschaft Sturtevant Lang. 17, 4. — Vgl. κόχλος.
Page 1,889-890