ὀρφανός

From LSJ
Revision as of 09:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρφᾰνός Medium diacritics: ὀρφανός Low diacritics: ορφανός Capitals: ΟΡΦΑΝΟΣ
Transliteration A: orphanós Transliteration B: orphanos Transliteration C: orfanos Beta Code: o)rfano/s

English (LSJ)

ὀρφανή, ὀρφανόν, also ὀρφανός, όν E.Hec.149 (anap.):—
A orphan, without parents, fatherless, αἱ δ' ἐλίποντο ὀρφαναί Od.20.68; ὀ. τέκνα Hes.Op. 330; παῖδά τ' ὀ. λιπεῖν S.Aj.653 : as substantive, orphan, ἐπίκληροι καὶ ὀ. Lys.26.12; ὀρφανοῖς καὶ ὀρφαναῖς Pl.Lg.926c; ὀρφανῶν κάκωσις Arist. Ath.56.6, cf. IG12.6.124: also in neut., εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔρημα ὑβρίζειν Pl.Lg.927c; of animals, ὄρνις Ar.Av.1361; ὀρφανὸς οἶκος, ὀρφανὸς δόμος, S.Fr.943, E.Alc.657 : metaph., neglected, ἡ δέλτος ὀρφανὴ κεῖται Herod.3.15; ὀρφανὰ κεῖται σκῦλα Epigr. ap. Paus.1.13.3.
II c. gen., bereaved or bereft of,
1 of children, ὀρφανὸς πατρός reft of father, E.El.914, 1010; τοῦ πατρὸς ὀ. D.57.70; γονέων Plu.2.293d, etc.
2 of parents, πότμον ὀρφανὸν γενεᾶς childless, Pi.O.9.61; ὀρφανὸς παιδός, ὀρφανὸς τέκνων, E.Hec.149 (anap.), Fr.332.6; νεοσσῶν ὀρφανὸν λέχος S.Ant.425.
3 generally, ὀ. ἑτάρων Pi.I.7(6).10, cf. Pl.Lg.730d; νύμφας ἔθηκεν ὀρφανὰς ξυναόρων E.Or.1136; ἐπιστήμης Pl.Alc.2.147a; κρατός Sosith.2.20; ὀρφανοὶ ὕβριος free from insolence, Pi.I.4(3).8(26); ψόφον . . Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος Id.Pae.6.9; ὀρφανὸς μαχᾶν, = ἀπόμαχος, Tim.Pers. 154; ὀρφανὴ βίου, i.e. poor, Herod.3.39; ὀρφανὸς ἀγκίστρου κάλαμος AP 12.42 (Diosc.): Com. metaph., ὀρφανὸν ταρίχιον salt-fish without sauce, Pherecr.22 (dub. l.). (A shorter form ὀρφο- appears in ὀρφοβότης (q.v.), ὀρφόω, cf. Lat. orbus, Goth. arbi 'inheritance'.)

German (Pape)

[Seite 388] (orbus), bei den Attikern nach Porson zu Eur. Hec. 150 stets 2 Endgn, verwais't, elternlos, bes. vaterlos; ὀρφαναί, elternlose Töchter, Od. 20, 68; ὀρφανὰ τέκνα, Hes. O. 332; sp. D., παῖς Bass. 11 (VII, 372). – In allgemeiner Bdtg, wie unser verwaif't, beraubt, ermangelnd, entbehrend, τινός, z. B. ἑταίρων, Pind. I. 6, 10; ὕβριος, ohne Übermuth, 3, 26; dah. auch von Eltern, Ol. 9, 65, wie Eur. es auch ohne den Zusatz braucht, Hec. 150, πότμος ὀρφανὸς γενεᾶς, kinderlos; παῖδά τ' ὀρφανὸν λιπεῖν, Soph. Ai. 638; übertr., ὅταν κενῆς εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν βλέψῃ λέχος, Ant. 421; οἶκον ὀρφανὸν λείψω πατρός Eur. Or. 663, u. öfter in dieser Vrbdg, ὀρφανὴν πατρός, El. 914; u. so in Prosa im eigentlichen Sinne, u. übertr.; παίδων ὀρφανὸν αὐτῷ γενέσθαι τὸν βίον, Plat. Legg. V, 730 d; τῶν φιλτάτων, Phaedr. 239 e; τῆς ἐπιστήμης, Alc. II, 147 a; subst., τοῖς ὀρφανοῖς καὶ ὀρφαναῖς, Legg. XI, 926 c, öfter.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
1 privé de son père ou de sa mère, orphelin;
2 privé de ses petits, oiseau;
3 p. ext. privé de, gén..
Étymologie: R. Ὀρφ, priver de ; cf. lat. orbus.

Russian (Dvoretsky)

ὀρφᾰνός: IIсирота Plat.
и
1 осиротевший (τέκνα Hes.; παῖς Soph.; ὄρνις Arph.; δόμος Eur.);
2 лишившийся, потерявший (ἑταίρων Pind.; τοῦ πατρός Dem.; γονέων Plut.): κενῆς εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν λέχος Soph. оставшееся без птенцов гнездо;
3 не имеющий, лишенный: ὀ. ἐπιστήμης Plat. лишенный знания, невежественный; ὀ. ὕβριος Pind. не знающий высокомерия; ὀ. ἀγκίστρου κάλαμος Anth. удилище без крючка.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφᾰνός: -ή, -όν, ὡσαύτως ός, όν Εὐρ. Ἑκ. 151· ― ὀρφανός, ἄνευ γονέων, ὀρφαναί, θυγατέρες ἄνευ γονέων, Ὀδ. Υ. 68· ὀρφανὰ τέκνα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 332· παῖδα τ’ ὀρφ. λιπὼν Σοφ. Αἴ. 653· νύμφας ὀρφανὰς Εὐρ. Ὀρ. 1136· ― ὡς οὐσιαστ., ὀρφανός, ἐπίκληροι καὶ ὀρφ. Λυσ. 176. 21· ὀρφανοῖς καὶ ὀρφαναῖς Πλάτ. Νόμ. 926C· διετέλουν δὲ οὗτοι ὑπὸ τὴν φροντίδα τοῦ Ἄρχοντος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 381· ― ὡσαύτως ἐν τῷ οὐδ., εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔρημα ὑβρίζειν Πλάτ. Νόμ. 927C· γραφαὶ καὶ δίκαι ... ὀρφανῶν κακώσεως Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 82, 14 Βlass: ― ἐπὶ ζῴων, ὄρνις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1361· ἐπὶ πραγμάτων, ὀρφ. οἶκος, δόμος Σοφ. Ἀποσπ. 680, Εὐρ. Ἄλκ. 657. ΙΙ. μετὰ γεν. ἐστερημένος τινός. 1) ἐπὶ τέκνων, ὀρφ. πατρός, ἐστερημένα τοῦ πατρός, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 914, 1010· ὀρφ. τοῦ πατρὸς Δημ. 1320. 20· γονέων Πλούτ., κλ. 2) ἐπὶ γονέων, πότμον ὀρφανὸν γενεᾶς, ἄπαιδα, ἄτεκνον, Πινδ. Ο. 9. 92· ὀρφ. παίδων, τέκνων Εὐρ. Ἑκ. 151, Ἀποσπ. 336. 6, Πλάτ. Νόμ. 730D· νεοσσῶν ὀρφανῶν λέχος Σοφ. Ἀντ. 425. 3) καθόλου, ὀρφ. ἑταίρων Πινδ. Ι. 7. 16· ἐπιστήμης Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147Α· κρατὸς Σωσίθ. ἐν Ἑρμάνν. Πονημάτ. 1. 55· ὀρφ. ὕβριος, ἀπηλλαγμένοι ἀλαζονείας, Πινδ. Ι. 4. 14· ὀρφ. ἀγκίστρου κάλαμος Ἀνθολ. Π. 12. 42, = κενός, ἡ δέλτος ὀρφανὴ (δηλ. γραμμάτων) κεῖται Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 15. ― Κατὰ κωμικὴν μεταφοράν, ὀρφ. ταρίχιον, ἰχθὺς τεταριχευμένος ἄνευ καρυκεύματος, Φερεκράτης ἐν «Αὐτομόλοις» 4· πρβλ. χήρα Ι, ἐν τέλ. (Τύπος τις συντομώτερος ὀρφὸς ἀναφαίνεται ἐν τῷ συνθέτῳ ὀρφοβότης (ὃ ἴδε), ὀρφόω, Λατ. orb- us, orb-are, κτλ., Ἀρχ. Γερμ. arb-ja (erb-e).)

English (Autenrieth)

bereft, orphaned; ὀρφαναί, as ‘orphans,’ Od. 20.68†.

English (Slater)

ὀρφᾰνός bereft of c. gen., i. e. without μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς (O. 9.61) τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοὶ ὕβριος pr. (I. 4.8) Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων pr. (I. 7.10) ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ψόφον αἰὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον (Pae. 6.9)

Spanish

huérfano

English (Strong)

of uncertain affinity; bereaved ("orphan"), i.e. parentless: comfortless, fatherless.

English (Thayer)

ὀρφανη, ὀρφανόν (ὈΡΦΟΣ, Latin orbus; (Curtius, § 404)), from Homer, Odyssey 20,68 down, the Sept. for יָתום; bereft (of a father, of parents), A. V. fatherless); of those bereft of a teacher, guide, guardian, Lamentations 5:3).

Greek Monolingual

και αρφανός, -ή, -ό (ΑΜ ὀρφανός, -ή, -όν)
(ως επίθ. και ως ουσ.)
1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου
2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο
3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός πράγματος («ὅταν κενῆς εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν βλέψῃ λέχος», Σοφ.)
αρχ.
1. περιφρονημένος, παραμελημένος
2. αδαής, άσχετος («ὀρφανὸς ὢν ταύτης τῆς ἐπιστήμης», Πλάτ.)
3. φρ. α) «ὀρφανὸς μαχᾱν» — απόμαχος
β) «ὀρφανὴ βίου» — άπορη, φτωχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὀρφανός αποτελεί παρ. σε -ανός (πρβλ. σφριγ-ανός, τραγανός, χλο-ανός) ενός αμάρτυρου ουσ. ὄρφος, στο οποίο οδηγούν οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὀρφοβότης, ὀρφοβοτία, ὤρφωσεν (< ὀρφῶ). Το ουσ. ὄρφος ανάγεται σε ΙΕ ρίζα orbho- «ορφανός» και αντιστοιχεί με το αρμεν. orb «ορφανός» και το λατ. orbus «άτεκνος, ορφανός, στερημένος από κάτι», το οποίο, με τη σημ. «ορφανός», αντικαταστάθηκε αργότερα από το orphanus, δάνειο από την Ελληνική, που πέρασε αργότερα και στις λατινογενείς γλώσσες (πρβλ. αγγλ. orphan, γαλλ. orphelin). Η μαρτυρία, ωστόσο στη Χεττιτική του ρ. harp-zi «χωρίζω, αφαιρώ, αποκόπτω» οδήγησε στην υπόθεση ότι όλοι αυτοί οι τ. ανάγονται σε ΙΕ ρίζα ρηματικού χαρακτήρα με λαρυγγικό φθόγγο (ә3er-bh-) και με τη γενικότερη σημ. «χωρισμός, στέρηση». Στην Ελληνική η λ. ὀρφανός έπαψε νωρίς να χρησιμοποιείται με τη γενικότερη αυτή σημ. και περιορίστηκε στην έννοια της στέρησης, της απώλειας τών γονέων, δηλ. της ορφάνιας, ενώ οποιαδήποτε άλλη χρήση της λ. (πρβλ. τη σημ. «αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη κάποιου πράγματος»)θεωρείται μεταφορική. Τέλος, ο νεοελλ. τ. αρφανός είναι ιδιωματικός και έχει προέλθει με προληπτική αφομοίωση του -ο- σε -α-.
ΠΑΡ. ορφανεύω, ορφάνια / ορφανία, ορφανίζω, ορφανικός
αρχ.
ορφάνιος, ορφανότης, ορφανούμαι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ορφανοτρόφος
αρχ.
ορφανοδικασταί, ορφανοπάτωρ, ορφανοφύλαξ (Β' συνθετικό) νεοελλ. κοιλάρφανος, κοιλιάρφανος, πεντάρφανος].

Greek Monotonic

ὀρφᾰνός: -ή, -όν και -ός, -όν, Λατ. orbus,
I. ορφανός, αυτός που δεν έχει γονείς, που δεν έχει πατέρα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αττ.· ως ουσ., το ορφανό, σε Πλάτ.
II. με γεν., στερούμενος ή στερημένος.
1. λέγεται για παιδιά, ὀρφανὸς πατρός, αυτό που στερείται πατέρα.
2. λέγεται για γονείς, ὀρφανὸς παίδων, στον ίδ.· νεοσσῶν ὀρφανὸν λέχος, σε Σοφ.
3. γενικά, ὀρφανῶν ἑταίρων, σε Πίνδ.· ἐπιστήμης, σε Πλάτ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: orphaned, orphan, metaph. bereft, abandoned (υ 68).
Compounds: As 1. member a.o. in ὀρφανο-δικασταί m.pl. "orphan-judge" (Leg. Gort.; Fraenkel Nom. ag. 1, 185).
Derivatives: 1. Adj. ὀρφαν-ικός belonging to ὀρφανοι (Il., Pl., Arist.; Fraenkel 1, 211 f., Chantraine Études 101 f.), -ιος abandoned, lonely (AP). 2. Subst. ὀρφαν-ία f. orphanhood, bereavement (Pi., ætt.), -ότης f. id. (Cappadocia). 3. Verbs. a) ὀρφαν-ίζω (ἀπ- ὀρφανός) to make an orphan, to bereave (Pi.); from it formally -ιστής m., but as guardian (S. Aj. 512), name of an official (Selymbria); b) -εύω to bring up orphans, midd. to be orphaned (E.) with -ευμα n. orphanhood (E.), -εία f. (if not itacistic for -ία) id. (pap.); c) -όομαι to be bereft (AP, sch.).
Origin: IE [Indo-European] [781] *h₃erbh- or *h₂orbh- orphaned, bereft
Etymology: From the H.glosses ὀρφοβόται ἐπίτροποι ὀρφανῶν with ὀρφο-βοτία ἐπιτροπή and ὤρφωσεν (: ὀρφόω) ὠρφάνισεν we get a noun *ὀρφος, of which ὀρφανός, with the same meaning, seems to be a purely formal enlargement after other adj. in -ανός. With *ὀρφος agree exactly Arm. orb, -oy orphan and Lat. orbus orphaned, bereft, IE *orbho-s. A i̯o-deriv. is supposed in Celt. and (a loan from there?) the Germ. word for heritage (so prop. *"orphans possessions" ?; diff., not convincing, Porzig Gliederung 121f.), e.g. OIr. orb(b)e, orpe n., Goth. arbi, OHG arbi, erbi n.; from there der Erbe, e.g. OIr. orb(b)e m., Goth. arbja, OHG arpeo, erbo m. Further, quite hypothetical connections in WP. 1, 183 f., Pok. 781 f., W.-Hofmann s. orbus (w. rich lit.); further Benveniste Hitt. et indoeur. 11 f., who finds in Hitt. ḫarp-zi separate, keep s. the relevant primary verb and at the same time reminds (after Collinder) of comparable Fi.-Ugr. words, e.g. Fi. orbo, orvo orphan.

Middle Liddell

ὀρφᾰνός, ή, όν
I. Lat. orbus, orphan, without parents, fatherless, Od., Hes., attic:—as substantive, an orphan, Plat.
II. c. gen. bereaved or bereft,
1. of children, ὀρφ. πατρός reft of father, Eur.
2. of parents, ὀρφ. παίδων Eur.; νεοσσῶν ὀρφανὸν λέχος Soph.
3. generally, ὀρφ. ἑταίρων Pind.; ἐπιστήμης Plat., etc.

Frisk Etymology German

ὀρφανός: {orphanós}
Meaning: verwaist, Waise, übertr. beraubt, verlassen (seit υ 68).
Composita : Als Vorderglied u.a. in ὀρφανοδικασταί m.pl. "Waisenrichter" (Leg. Gort.; Fraenkel Nom. ag. 1, 185).
Derivative: Davon 1. Adj. ὀρφανικός zu den ὀρφανοί gehörig (Il., Pl., Arist. u.a.; Fraenkel 1, 211 f., Chantraine Études 101 f.), -ιος verlassen, einsam (AP). 2. Subst. ὀρφανία f. Waisenstand, Beraubung (Pi., att.), -ότης f. ib. (Kappadokien). 3. Verba. a) ὀρφανίζω (ἀπ- ~) ‘verwaisen (tr.), zur Waise machen, berauben’ (vorw. poet. seit Pi.); davon formal -ιστής m., aber im Sinn von ‘Vor- mund’ (S. Aj. 512), N. einer Behörde (Selymbria); b) -εύω Waisen erziehen, Med. verwaist sein (E.) mit -ευμα n. Verwaisung (E.), -εία f. (wenn nicht itazistisch für -ία) ib. (Pap.); c) -όομαι beraubt werden (AP, Sch.).
Etymology : Aus den H.glossen ὀρφοβόται· ἐπίτροποι ὀρφανῶν mit ὀρφοβοτία· ἐπιτροπή und ὤρφωσεν (: ὀρφόω)· ὠρφάνισεν ergibt sich ein Nomen *ὀρφος, von dem das gleichbedeutende ὀρφανός eine rein formale Erweiterung nach anderen Adj. auf -ανός zu sein scheint. Zu *ὀρφος stimmen genau arm. orb, -oy Waise und lat. orbus verwaist, beraubt, idg. *orbho-s. Eine i̯o-Ableitung wird in dem kelt. und (daraus entlehnten?) germ. Wort für das Erbe (somit eig. *"Waisengut" ?; anders, nicht überzeugend, Porzig Gliederung 121f.) vermutet, z.B. air. orb(b)e, orpe n., got. arbi, ahd. arbi, erbi n.; davon der Erbe, z.B. air. orb(b)e m., got. arbja, ahd. arpeo, erbo m. Weitere, ganz hypothetische Anknüpfungen bei WP. 1, 183 f., Pok. 781 f., W.-Hofmann s. orbus (m. reicher Lit.); dazu noch Benveniste Hitt. et indoeur. 11 f., der in heth. ḫarp-zi etwa ‘ab-, aussondern, gesondert hinstellen’ das zugehörige primäre Verb erkennen will und gleichzeitig (nach Collinder) an anklingende fi.-ugr. Wörter, z.B. fi. orbo, orvo Waise erinnert.
Page 2,431

Chinese

原文音譯:ÑrfanÒj 哦而法挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:喪失 相當於: (יָתֹום‎)
字義溯源:喪失雙親的,孤兒*,無父的,不幸的
同源字:1) (ἀπορφανίζω)全然奪去 2) (ὀρφανός)孤兒
出現次數:總共(2);約(1);雅(1)
譯字彙編
1) 孤兒(2) 約14:18; 雅1:27

English (Woodhouse)

one left without parents

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως συγγενεύει μέ τή ρίζα ορφο-. Ἀπό αὐτό βγαίνει τό ὀρφόω (=ὀρφανίζω) καί ὀρφοβότης (=ὀρφανοτρόφος), λατ. orbus.
Παράγωγα: ὀρφανεύω (=ἀνατρέφω ὀρφανά), ὀρφανία, ὀρφανίζω, ὀρφανικός, ὀρφανιστής (=ἐπίτροπος ὀρφανοῦ).

Léxico de magia

huérfano ref. a Horus ποίησον τὸ δεῖνα πρᾶγμα ἐμοὶ, τῷ τῆς χήρας ὀρφανῷ κατατετιμημένη<ς> haz tal asunto para mí, el huérfano de la viuda despreciada P III 542

Translations

childless

Azerbaijani: sonsuz, övladsız, oğul-uşaqsız; Belarusian: бяздзетны; Bulgarian: бездетен; Catalan: sense fills; Chinese Mandarin: 沒有兒女的, 没有儿女的, 無子女的, 无子女的, 無兒無女的, 无儿无女的; Czech: bezdětný; Danish: barnløs; Dutch: kinderloos; Esperanto: seninfana; Finnish: lapseton; French: sans enfants; German: kinderlos; Gothic: 𐌿𐌽𐌱𐌰𐍂𐌽𐌰𐌷𐍃; Ancient Greek: ἀγενής, ἄγονος, ἄπαις, ἀτέκμων, ἄτεκνος, ὀρφανός; Hungarian: gyermektelen; Interlingua: sin infantes; Irish: gan chlann, gan chúram, gan leanbh; Japanese: 子供のいない; Kurdish Northern Kurdish: bêzarok; Lithuanian: bevaikis; Macedonian: бездетен; Maori: huatea, huamutu; Middle English: childles, barnles; Norwegian Bokmål: barnløs, barnlaus; Nynorsk: barnlaus; Old English: bearnlēas; Polish: bezdzietny, bezpotomny; Portuguese: sem filhos; Russian: бездетный; Slovak: bezdetný; Spanish: sin hijos; Swedish: barnlös; Turkish: çocuksuz; Ukrainian: безді́тний

orphan

Afrikaans: weeskind; Albanian: jetim, jetime, bonjak, bonjake; Arabic: يَتِيم‎; Egyptian Arabic: يتيم‎; Armenian: որբ; Old Armenian: որբ; Asturian: güérfanu; Azerbaijani: yetim; Bashkir: етем, йәтим; Basque: umezurtz; Belarusian: сірата; Bengali: এতিম; Bulgarian: сирак, сирота; Burmese: မိဘမဲ့; Cahuilla: 'aminat; Catalan: orfe, òrfena; Cebuano: ilo; Chamicuro: wakcha; Chechen: бо; Cherokee: ᎤᏓᏂᏯᏛ; Chinese Mandarin: 孤兒, 孤儿, 遺孤, 遗孤; Chukchi: ейвэл; Chuvash: тӑлӑх; Classical Syriac: ܝܬܡܐ‎; Czech: sirotek, sirota; Danish: forældreløst barn, hittebarn; Dongxiang: oliechin; Dupaningan Agta: golang; Dutch: wees, weeskind, weesjongen, weesmeisje; Esperanto: orfo; Estonian: orb, vaeslaps; Faroese: foreldraloysingur; Finnish: orpo; French: orphelin, orpheline; Old French: orfelin; Galician: orfo, orfa; Georgian: ობოლი; German: Waise, Vollwaise, Halbwaise, Waisenkind, Waisenknabe, Waisenjunge, Waisenmädchen, Elternloser, Elternlose; Gothic: 𐍅𐌹𐌳𐌿𐍅𐌰𐌹𐍂𐌽𐌰; Greek: ορφανός, πεντάρφανος; Haitian Creole: òfelen; Hebrew: יָתוֹם‎, יְתוֹמָה‎; Higaonon: ilo; Hiligaynon: ilo; Hindi: अनाथ, यतीम, लावारिस; Hungarian: árva; Icelandic: munaðarleysingi; Ido: orfano; Indonesian: yatim, anak yatim, anak piatu, anak yatim piatu; Ingush: бо; Irish: dílleachta, tachrán, aindílleachta; Italian: orfano, orfana; Japanese: 孤児; Javanese: lola; Kazakh: жетім; Khmer: ក្មេងកំព្រា; Korean: 고아(孤兒); Kurdish Central Kurdish: ھەتیو‎; Northern Kurdish: sêwî, êtîm; Kyrgyz: жетим; Lao: ກຳພອຽ, ກຳພ້າກຳພອຽ, ກຳພ້າ, ອະນາຖາ; Latin: orbus, orba; Latvian: bārenis; Lezgi: етим; Lithuanian: našlaitis; Livonian: joutõmläpš, bōr; Luhya: omufubi; Lü: ᦂᧄᧈᦘᦱᧉ; Macedonian: сираче; Malay: anak yatim; Maltese: orfni; Manchu: ᡠᠮᡠᡩᡠ, ᡠᠮᡠᡩᡠ; ᠵᡠᡳ; Manx: treoghan; Maori: pani; Maranao: ilo; Middle English: stepchild, stepbarn; Mongolian Cyrillic: өнчин; Navajo: bąąh ádahasdįįdígíí; Ngazidja Comorian: yatima; Nogai: етим; Northern Sami: oarbbis; Norwegian Bokmål: foreldreløst barn; Nynorsk: foreldrelaust barn; Occitan: orfanèl, orfanèla; Old English: stēopċild, stēopbearn; Old Turkic: 𐰖𐰃𐱃𐰀‎, 𐰖𐱃𐰀‎; Ossetian: сидзӕр; Ottoman Turkish: یتیم‎; Papiamentu: wérfano; Persian: یتیم‎; Plautdietsch: Weis; Polish: sierota, sierotka; Portuguese: órfão, órfã; Punjabi: ਅਨਾਥ, ਯਤੀਮ; Quechua: wakcha; Romanian: orfan, orfană; Russian: сирота, сиротка; Saho: xeewo; Samoan: matuaoti; Sanskrit: अनाथ; Scottish Gaelic: dìlleachd, dìlleachdan, tàcharan; Serbo-Croatian Cyrillic: сиро̀че, сиро̀та̄н, сиро̀та, сѝра̄к, сиротанче, сиро̀тица; Roman: siròče, siròtān, siròta, sìrāk, sirotánče, siròtica; Sicilian: prujettu, prujetta; Sinhalese: අනාථ; Slovak: sirota; Slovene: sirota; Sorbian Upper Sorbian: syrota; Southern Altai: ӧскӱс; Spanish: huérfano, huérfana; Swahili: mfiwa, yatima, mtoto yatima; Sundanese: yatim piatu; Swedish: föräldralöst barn; Tabasaran: йитим; Tagalog: ulila; Tajik: ятим, сағир; Taos: pènku'úna; Tatar: ятим; Telugu: అనాధ; Thai: เด็กกำพร้า; Tlingit: kuhaankée; Turkish: yetim, öksüz; Turkmen: ýetim; Ugaritic: 𐎊𐎚𐎎; Ukrainian: сирота; Urdu: اناتھ‎, یتیم‎; Uyghur: يېتىم‎; Uzbek: yetim; Vietnamese: trẻ mồ côi; Volapük: nenpalan; Welsh: amddifad; Yiddish: יתום‎, יתומה‎; Yup'ik: elliraq