φύομαι

From LSJ
Revision as of 16:55, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α
1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω
2. μέσ. φύομαι
(κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι
αρχ.
1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ' ὄχθαισιν ποταμοῑο», Θεόκρ.)
β) έχω απογόνους («ὧς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ' ἀπολήγει», Ομ. Ιλ.)
2. (για τη γη) αναδίδω, παράγω
3. (για πρόσ. και σχετικά με την ανάπτυξη διαφόρων μερών του σώματος) εμφανίζω στην επιφάνεια, βγάζω («φύει πώγωνα», Ηρόδ.)
4. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρα) γεννώ («Διὸς... τοῦ με φύσαντος», Σοφ.)
5. εκκλ. (για τον Θεό) δημιουργώ
6. μτφ. παρέχω κάτι ή επιφέρω σε κάποιον κάτι (α. «θεὸς.. αἰτίαν φύει βροτοῖς, ὅταν κακῶσαι δῶμα... θέλῃ», Αισχύλ.
β. «αὑτῷ πόνους φῦσαι», Σοφ.)
7. (κυρίως το παθ.) α) αναφύομαι («τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκειν», Ομ. Ιλ.)
β) (για πρόσ.) γεννώμαι
γ) έχω από τη φύση μια ιδιότητα («κακὸς πέφυκα», Σοφ.)
δ) (με απρμφ.) έχω από τη φύση την κλίση και, κυρίως, την ικανότητα να κάνω κάτι, είμαι γεννημένος για κάτι («φύσει σε μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν», Σοφ.)
ε) είμαι επιρρεπής σε κάτι («καὶ οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασιν ἱκανῶς», Αριστοτ.)
στ) γίνομαι («πιστοὺς φύσει φύεσθαι», Ξεν.)
ζ) είμαι από τη φύση προορισμένος να τύχω σε κάποιον, είμαι η μοίρα κάποιου
η) μτφ. προκόβω («Φίλιππος... κατὰ πάντων ἐφύετο», Δημοσθ.)
8. (ως τριτοπρόσ.) πέφυκεν ή ὡς πέφυκε
είναι φυσικό
9. (το αρσ. μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ φύσας
ο πατέρας
10. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) οἱ φύσαντες
οι γονείς
11. φρ. α) «φρένας φύω» — βάζω μυαλό (Σοφ.)
β) «δόξαν φύω» — αποκτώ δόξα ή έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου (Ηρόδ.)
γ) «ἔν τ' ἄρα οἱ φῡ χειρί»
μτφ. (σχετικά με εγκάρδιο χαιρετισμό) έπιασε δυνατά το χέρι του (Ομ. Ιλ. και Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φύω / φύομαι και η οικογένειά του ανάγονται σε ΙΕ ρίζα με σημ. «μεγαλώνω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι», η οποία απαντά και με τη μονοσύλλαβη μορφή bheu- αλλά και με δισύλλαβη μορφή bhew-ә / bhw-eә- / bhu-ә- με λαρυγγικό φθόγγο στη δεύτερη συλλαβή, ο οποίος, όμως, δεν είναι εύκολο να καθοριστεί με ακρίβεια. Ο ενεστ. φῠω / φῠομαι, με βραχύ - μπορεί να ερμηνευθεί ικανοποιητικά με την αναγωγή του στη μηδενισμένη βαθμίδα bhῠ- της μονοσύλλαβης ρίζας bheu- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhavati «αυτός είναι» από την απαθή βαθμίδα), ενώ και ο αιολ. τ. φυίω έχει σχηματιστεί από την ίδια ρίζα με ρηματ. κατάλ. - (πρβλ. και λατ. fio «γίνομαι», αρχ. αγγλ. beo «είμαι»). Ωστόσο, αρχαιότερος τ. του ρηματ. αυτού συστήματος θα πρέπει να θεωρηθεί ο τ. του αορ. ἔφυν, με μακρό --, ο οποίος έχει σχηματιστεί από μορφή ρίζας bhū- / bhuә- (πρβλ. αρχ. ινδ. abhũt, λατ. fuit), από την οποία έχει προέλθει και ο παρακμ. πέφῡκα (ο οποίος, όμως, μπορεί να έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση του ἔφῡν), καθώς και οι τ. φῡμα (πρβλ. αρχ. ινδ. bhuman- «γη»), φῡλή / φῡλον, φῡσί-ζοος. Το μεγάλο, όμως, μέρος τους τα παρ. του ρ. φύω / φύομαι εμφανίζουν θ. φῠ-, με βραχύ --, το οποίο αρχικά έχει προέλθει με βράχυνση του -- προ άλλου φωνήεντος, πρβλ. ἰχθῡς: ἰχθῠος (πρβλ. φῠή, τα σύνθ. σε -φυής και -φυάς), στη συνέχεια, όμως, γενικεύθηκε και απαντά κατ' αναλογία, αντί του αναμενόμενου --, και σε τ. όπου ακολουθεί σύμφωνο: φῠτός (πρβλ. αρχ. ινδ. bhūta-), φύσις (πρβλ. αρχ. ινδ. bhuti- «ευημερία, λιθουαν. būtis «ύπαρξη»), φῠταλιά, φύτλη, φύτρον. Το ρ. φύω / φύομαι εντάσσεται σε μια σημαντική οικογένεια της ΙΕ η οποία διατηρείται και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είτε με την αρχική σημ. «μεγαλώνω, αυξάνομαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhumī- «γη, έδαφος», αρχ. σλαβ. bylĭje «φυτά», αλβαν. bime «φυτό», αρμεν. busanim «παράγω, αναπτύσσω») είτε, κατ' επέκταση, με τη σημ. «γίνομαι, υπάρχω» (πρβλ. αρχ. ινδ. abhūt «υπήρξε», λατ. fui, παρακμ. του ρ. sum «είμαι»).
ΠΑΡ. φυή, φύμα, φύση, φύτρα
αρχ.
φύος, φυταλιά, φυτάλιος, φυτήρ, φύτλη, φύτλον, φυτός, φύτωρ
νεοελλ.
φύτρο.
ΣΥΝΘ. αναφύω, εκφύω, επιφύω(-ομαι), προσφύω(-ομαί), συμφύω, υποφύω(-ομαι)
αρχ.
αντεκφύομαι, αντεμφύομαι, αντιφύω, αποφύω, διαφύομαι, διεκφύω, διεμφύομαι, εγκαταφύω, εμφύω, εξαναφύομαι, επαναφύω, καταφύω, κατεπιφύω, μεταφύομαι, παραναφύω, παραφύω, παρεμφύομαι, περιφύω, προσεμφύω, προσπαραφύομαι, προφύομαι, συμπαραφύομαι, συναποφύω, συνεκφύομαι, συνεμφύω, συνεπιφύομαι, συνυποφύομαι, υπαναφύομαι, υπεκφύομαι, υπερφύομαι].

Frisk Etymology German

φύομαι: {phúomai}
Forms: φύω (ἐμφύνω Hdn. Gr.), Aor.intr. φῦναι, sp. φυῆναι, trans. φῦσαι (seit Il.), Fut. φύσομαι, sp. φυήσομαι, φύσω, Perf. intr. πέφυκα, ep. auch 3. pl. πεφύασι, Ptz. πεφυῶτας usw.,
Grammar: v.
Meaning: intr.-med. wachsen, entstehen, werden, Perf. (u. Aor.) ‘vor Natur geschaffen od. beschaffen sein, da sein’, trans.(faktitiv)-akt. wachsen lassen, erzeugen, hervorbringen (seit Il.).
Composita : sehr oft m. Präfix, z.B. ἐκ-, ἐκ-, ἐπι-, περι-, προσ-, συν-,
Derivative: Zahlreiche Ableitungen (gedrängte Übersicht) : 1. φυή, dor. -ά f. Wuchs, Gestalt, Natur, Wesen (ep. poet. seit Il., auch sp. Prosa; zur Bildung unten); auch von den präfigierten Verba, z.B. διαφυή f. Gelenk, Zwischenraum, Schicht (Pl., X., Thphr. usw.); als Hinterglied (mit Anschluss an die adj σ- Stämme) -φυής, unbeschränkt produktiv, z.B. μεγαλοφυής ‘von großer, edler Natur (hell. u. sp.) mit -φυΐα f. (Iamb. u.a.); auch von den präfig. Verba, z.B. προσφυής daran gewachsen, befestigt, angemessen (seit Od.); als Subst. f. -φυάς, z.B. ἀποφυάς, -άδος Auswuchs, Anhängsel (Hp., Arist., Thphr.); dazu das Simplex φύος· φύτευμα, γέννημα H. — 2. φῦμα (ἔκ-, παρά-, πρόσ- ~ von ἐκφῦναι usw.) n. Gewächs, Wucherung, Geschwulst (ion. att. usw.) mit -μάτιον, -ματίας, -ματώδης, -ματόομαι (Hp.). 3. φύτλη, dor -α f. Geschlecht, Rasse (Pi., AP, Orph.), -τλον n. Pflanze (Epigr. Nikomedia); wohl für -θλη, -θλον (vgl. z.B. γενέθλη und Schwyzer 533); daneben φύτρα· φύσις, οἱ δὲ φυτήρια H. (vgl. Georgacas Glotta 36, 188). — 4. φύσις (ἀπό-, ἔκ-, σύμ- ~ usw. usw. von ἀποφῦναι usw.) f. Wuchs, Beschaffenheit, Abstammung, Natur, Wesen usw (seit κ 303); als Vorderglied z.B. in φυσιο-λόγος m. ‘Naturforscher, -philosoph’ mit -λογία, -λογέω, -λογικός (Arist. usw. Davon φυσικός zur Natur gehörig, Naturforscher, physisch, Physiker (X. Mem. 3, 9, 1, Arist. usw.; Chantraine Études 131 f.), -ιμος zum Wachsen, zum Zeugen geschickt (Thphr.; Arbenz 88), -ιόομαι in πεφυσιωμένος eingewurzelt (Arist.) mit -ίωμα, -ίωσις natürliche Neigung, Veranlagung (hell. u. sp.; auch ἐμφυσιόω einpflanzen, einflößen, einhauchen (Hp., X., LXX u. a.) ?; von φυσιόω jedenfalls semantisch beeinflußt (s. zu φῦσα). — 5. φυτός naturgewachsen (Pi.), gepflanzt (LXX), als Hinterglied in Univerbierungen unbeschränkt produktiv, z.B. νεόφυτος neugepflanzt (Ar. Fr. 828, LXX, hell. u. sp. Pap. usw.); auch akt. in ἐλαιόφυτος u.a. (A. u.a.; Böhme Sprache 7, 206 A. 29); von den präfig. Verba, z.B. σύμφυτος ‘mit-, angewachsen, bewachsen, angeboren’ (Pi., ion. att.). —6. φυτόν n. Gewächs, Pflanze (seit Il.), myk. pu-ta. Davon mehrere Ableitungen: φυτάς f. = -όν (Plu.), -άριον n. Demin. (Ar. Byz., Ath. u.a.), -ιος erzeugend (sp.), -ικός zu den Pflanzen gehörig (Arist. u.a.), -ιαῖοι ὄρχοι (Inschr. IVa), -ώδης pflanzenähnlich (Erot.), -ών, -ῶνος m. Anpflanzung (Hdn.), -εύω (δια-, ἐπι-, κατα-, παρα- usw. usw.) pflanzen, planen (seit Od.) mit -εία, -ευμα, -ευσις, -εύσιμος, -ευτός, -ευτής, -ευτήριον, -ευτικός. — Dazu mit λ-Erweiterung: φυταλιά, ion. -ιή f. ‘An- pflanzung, Obst-, Weingarten’ (Il., hell.), myk. pu-ta-ri-ja?, Zeit des Anpflanzens (Hp., Gal.), woneben Φυτάλιος Beiw. des Poseidon, des Zeus usw. (Corn., Orph., Poll.), Φυταλίδαι m. pl. att. Geschlecht mit dem Eponym Φύταλος. Mit Suffixkombination φυτάλμιος Bein. der Eltern, des Poseidon, des Zeus u.a. erzeugend, nährend, von Geburt (Trag., hell. u. sp.); zur nicht ganz klaren Bildung s. Scheller Oxytonierung 88f. m. A. 3 u. Lit.; jedenfalls nicht mit Fick u.a. (s. Bechtel Lex. s. φυταλιή und Schwyzer 494) zu lat. almus. — 7. φυλή, -ον, 8. φῖτυ s. bes. — 9. Als Vorderglied in φυσίζοος, s. bes. —Zu φύω nebst Ableitungen s. A. Burger Les mots de la famille φύω en grec ancien, Paris 1925. D. Holwerda Commentatio de vocis quae est φύσις vi atque usu praesertim in graecitate Aristotele anteriore, Groningen 1955.
Etymology : Das obige Formensystem ist im großen und ganzen auf dem primären intransitiven Aorist φῦναι, ἔφυν aufgebaut. Dazu entstand als Neubildung der faktitive sigmatische Aorist φῦσαι, ἔφυσα nach Muster von ἔστην : ἔστησα, ἔβην : ἔβησα, ἔδυν : ἔδυσα u.a.m. Es folgten die Präsens- und Futurformen φύομαι, φύω, φύσομαι, φύσω. Die transitivfaktitiven Formen sind immer hinter den alten intransitiven stark zurückgetreten. Auch das Perfektum, obwohl im Prinzip alt (s. unten) wurde vom Aorist beeinflußt. Unter den Nomina können ebenso mehrere ihre Wurzeln in der idg. Vergangenheit haben, aber sie paßten sich durchgehend dem griechischen System an. Auch φυή ist als griechische Neuschöpfung leicht verständlich und scheidet somit als Vertreter eines uralten zweisilbigen Wurzelnomens aus (idg. *bhuu̯ā-: Risch ̨ 3d, Schwyzer 425). — Zum Aorist ἔφυ stimmt ganz aind. á-bhū-t er wurde : idg. *é-bhū-t. Dazu noch aksl. Aor. 2. u. 3. sg. by, alit. bu, lat. fuī (alat. fūī) usw. Zu πέφυκα, πεφύασι stimmt auch aind. babhū́va, aber in beiden Fällen handelt es sich wahrscheinlich um Neubildungen gegenüber dem älteren aw. bvāva = bubāva (Benveniste Symb. Kuryɫowicz 25 ff.). Die Nomina steuern mehrere Gleichungen bei, die aber wegen der abweichenden Bedeutun- gen in mehreren Fällen eher als Parallelbildungen denn als Vertreter indogermanischer Grundwörter zu betrachten sind : φῦμα Gewächs, Geschwulst = aind. bhū́ma n. Erde, Welt, Wesen, alb. bimë Pflanze (Mann Lang. 26, 386); φυτόν Gewächs, Pflanze = lit. bùtas Haus, air. both Hütte, alle mit kurzem ŭ gegenüber den langvokalischen aind. bhūtám n. Wesen, Geschöpf, die vergangene Zeit, slav., z.B. russ. byt Wesen, Lebensart; φύσις (-υ-) Wuchs, Beschaffenheit, Natur : aind. bhūtí-, bhū́ti- Wohlergehen, Wohlfahrt, Kraft, Reichtum (vgl. Porzig Satzinhalte 333 f.); φύτλη Geschlecht, Rasse, -ον Pflanze, wenn aus *φύθλη, -ον (s. oben) = slav. z.B. čech. bydlo Wohnung, sonst = lit. būklà (< -tlā) ‘Wohn- sitz’. — Weitere Formen m. sehr reicher Lit. bei WP. 2, 140ff., Pok. 146ff. und in den Spezialwörterbüchern, z.B. W.-Hofmann s. fuī, Fraenkel s. bū́ti, Mayrhofer s. bhávati, bhūtíḥ und bhū́ma.
Page 2,1051-1054