ἄνωθεν

From LSJ
Revision as of 13:42, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓́νωθεν Medium diacritics: ἄνωθεν Low diacritics: άνωθεν Capitals: ΑΝΩΘΕΝ
Transliteration A: ánōthen Transliteration B: anōthen Transliteration C: anothen Beta Code: a)/nwqen

English (LSJ)

and ἄνωθε (Ar.Ec.698), Dor. ἄνωθα Tab.Heracl.1.17: (ἄνω):—Adv. of place,
A from above, from on high, θεοὺς ἄνωθεν γῆς ἐποπτεύειν ἄχη A.Ag.1579; ὕδατος ἄνωθεν γενομένου Th.4.75; βάλλειν ἄνωθεν Id.7.84; from the interior of a country, Id.1.59, X.An.7.7.2; esp. from inner Asia, Plu.Dem.14; from the north, Hdt.4.105.
2 like ἄνω, above, on high, opp. κάτωθεν or κάτω, A.Ag.871 (dub.): of the gods, Id.Supp.597 (lyr.), Pl.Lg.717b; of men on earth, οἱ ἄνωθεν the living, A.Ch.834 (lyr.), E.Hel.1014; those on deck (in a ship), Th.7.63; of birds of the air, S.El.1058 (lyr.); ἡ ἄνωθεν Φρυγία = upper Phrygia, D.23.155.
b rarely c. gen., ἄνωθεν τοῦ στρατοπέδου Hdt.1.75; τοῦ καρποῦ Hp.Art.80; τῆς νεώς Plu. Them.12.
II in narrative or in quiry, from the beginning, from farther back, ἄνωθεν ἄρχεσθαι, ἄνωθεν ἐπιχειρεῖν, Pl.Phlb. 44d, Lg.781d; ἄνωθεν ἐξετάζειν τὸ γένος D.44.69, cf. Men.Epit.23; in quotations, above, earlier, Sch.E.Ph.249, etc.: οἱ ἔμπροσθεν καὶ ἄνωθεν γονεῖς ancestors, Pl.Ti.18d; Κορίνθιαι εἰμὲς ἄνωθεν by descent, Theoc.15.91, cf. 22.164, Call.Aet.3.1.32; πονηρὸς ἄνωθεν a born rogue, D.45.80; ἐκ προγόνων ἄνωθεν τετιμημένος IG22.1072; ἄνωθεν ἀναμάρτητον from early life, Phld. Sto.Herc.339.17.16; ἐν τοῖς ἄνωθεν χρόνοις D.9.41.
2 τὰ ἄνωθεν higher, more universal principles, Pl.Phd.101d, cf. Arist.AP0.97a33.
3 over again, anew, afresh, φιλίαν ἄνωθεν ποιεῖται J.AJ1.18.3, Artem.1.14, cf. Ev.Jo.3.3; πάλιν ἄνωθεν Ep.Gal.4.9, cf. Harp. s.v. ἀνάδικοι κρίσεις; κτίστης ἄνωθε γενόμενος IG7.2712.58.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἄνωθε Ar.Ec.698; dór. ἄνωθα TEracl.1.17; ἄνοθεν PHib.110.66 (III a.C.); arcad. ἄνωδα SMSR 13.58.17 (Mantinea V a.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv.
A local
I c. verb. de mov. o asimilados
1 en gener. desde arriba, por arriba, arriba πολλὰς ἄνωθεν ἀρτάνας ... ἔλυσαν A.A.875, ἄνωθεν πέτρην ἐπιτιθεῖσιν σῆμα Acus.22, ἔβαλλον ἄνωθεν τοὺς Ἀθηναίους Th.7.84, πέτρος ἄνωθεν ἠνέχθη X.An.4.7.12, ἄνωθα ἀπὸ τᾶν ἀποροᾶν TEracl.1.17, ἄνωθ' ἐξ ὑπερῴου Ar.Ec.698, cf. Men.Sam.233.
2 desde el Norte ἄνωθέν σφιν ... ἐπέπεσον Hdt.4.105.
3 desde el cielo θεοὺς ἄνωθεν γῆς ἐποπτεύειν ἄχη A.A.1579, εὐλόγησέν σε εὐλογίαν οὐρανοῦ ἄνωθεν LXX Ge.49.25, ὁ ἄνωθεν ἐρχόμενος Eu.Io.3.31
(sc. οἱ θεοί) ἄνωθεν ... ὕοντες ... ἄνωθεν δὲ φῶς παρέχουσιν X.Smp.6.7.
4 de países desde el interior ἐπολέμουν μετὰ ... τῶν Δέρδου ἀδελφῶν ἄνωθεν στρατιᾷ ἐσβεβληκότων Th.1.59, cf. X.An.7.7.2, ὕδατος ἄνωθεν γενομένου καὶ κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος por el agua caída en la parte alta (del país) bajaba el río con una súbita crecida Th.4.75, ἐκ τῆς ἄνωθεν Φρυγίας desde la Frigia interior D.23.155, ἄνωθεν ἐκ Σούσων (el oro que venía) de allá arriba, de Susa Plu.Dem.14.
II c. verb. de reposo o sin verb.
1 en gener. arriba οὔτινος ἄνωθεν ἡμένου no habiendo nadie sentado arriba A.Supp.597, πολλὴν ἄνωθεν, τὴν κάτω γὰρ οὐ λέγω de la tierra que cubre a Agamenón muerto, A.A.871
subst. en una nave οἱ ἄνωθεν los soldados del puente Th.7.63, de Pan τὰ μὲν ἄνωθεν λεῖος sin vello por arriba Pl.Cra.408d.
2 en el cielo τοὺς ἄνωθεν ... οἰωνούς S.El.1058, de los ángeles αἱ πτέρυγες ... ἐκτεταμέναι ἄνωθεν las alas extendidas en el cielo LXX Ez.1.11.
3 en la tierra οἱ ἄνωθεν los vivos A.Ch.834, τοῖς ἄνωθεν πᾶσιν ἀνθρώποις E.Hel.1014.
4 en citas más arriba Sch.E.Ph.249.
B temp.
1 desde antes, desde antiguo ἄρχεσθαι ... ἄνωθεν comenzar desde el principio Pl.Phlb.44d, ἐξετάζειν τὸ γένος D.44.5
Κορίνθιαι εἰμὲς ἄνωθεν somos corintias de origen Theoc.15.91, Κοδρείδης σύ γ' ἄνωθεν ὁ πενθερός Call.Fr.75.32, ἄνωθεν ἀναμάρτητόν τινα γενέσθαι Phld.Sto.p.57
ἄνωθεν γονεῖς antepasados Pl.Ti.18d, ἄνωθεν ... πατρώιον αἷμα Theoc.22.164, ἐκ προγόνων ἄνωθεν ... τετιμημένος IG 22.1072.9 (II d.C.), ἐν τοῖς ἄνωθεν χρόνοις en tiempos anteriores D.9.41
hace tiempo ἣν ἔχετε πρὸς ἡμᾶς ἄνωθεν πατρικὴν φιλίαν PTeb.59.7.
2 un poco más arriba, un poco antes ἄνωθέν ποθεν ἐπιχειρεῖν Pl.Lg.781d, ἔτι δὲ ἄνωθεν ἔγωγε ἀξιῶ Hp.VM 3, cf. PCair.Isidor.94.6 (IV d.C.), μικρόν γ' ἄνωθεν (λέγω) Men.Epit.240.
3 de nuevo φιλίαν ἄνωθεν ποιεῖται I.AI 1.263, οἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεῦσαι θέλετε Ep.Gal.4.9, κτίστης ἄνωθε γενόμενος IG 7.2712.58, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν Eu.Io.3.3, cf. Artem.1.31.
C nocional, subst., de categorías abstractas elevado, general τὰ ἄνωθεν los principios universales Pl.Phd.101d, ἀφαιρεθέντος γὰρ τοῦ ἄνωθεν τὸ ἐχόμενον ... πρῶτον ἔσται Arist.APo.97a33.
D prep. de gen. encima de τοῦ στρατοπέδου Hdt.1.75, τοῦ καρποῦ Hp.Art.80, τῶν Θυεστείων ῥακῶν Ar.Ach.433, ὑμῶν Ar.Au.1526, οὐλὴ ἄνωθεν ποδὸς δεξιοῦ SB 9917.4 (IV d.C.)
c. dat. οὐλὴ ἄνοθεν (sic) ἀντικνημίῳ δεξιῷ PCair.Isidor.128.14 (IV d.C.)
subst. τὰ δὲ τούτων ἄνωθεν las (ofrendas) superiores a estas Pl.Lg.717b.

German (Pape)

[Seite 268] (ἄνω), dor. ἄνωθα, von obenher, herab, von einem höher gelegenen Orte, πέτρος ἄνωθεν ἠνέχθη Xen. An. 4, 7, 13; aus dem Binnenlande, Thuc. 1, 59; vom Himmel, ὁ κεραυνὸς ἄνωθεν ἀφίεται Xen. Mem. 4, 3. 14; vgl. Thuc. 4, 75; von der Zeit, von Alters her, οἱ ἄνωθεν, die Vorfahren, Plat. Tim. 18 d; ἄνωθεν ἄρχεσθαι, weit ausholen, Dem. 21, 77; vgl. Plat. Phil. 44 d; ἄν. ἐπιχειρεῖν Legg. VI, 781 d; ἐν τοῖς ἄν. χρόνοις Dem. 9, 41; denuo, Dio Chrys. 1, 604. Bisweilen scheinbar für ἄνω, z. B. θεοὶ ἄνωθεν ὄντες ὠφελοῦσιν, d. i. ἄνω ὄντες ἄνωθεν ὠφ. Xen. Symp. 6, 7; οἱ ἄνωθεν, die auf dem Verdeck, die vom V. herab kämpfen, Thuc. 7, 63.

French (Bailly abrégé)

adv.
A. d'en haut :
I. avec idée de lieu βάλλειν ἄνωθεν THC lancer ou frapper d'en haut ; particul. :
1 du ciel : ὕδατος ἄνωθεν γενομένου THC une pluie étant survenue;
2 de l'intérieur d'un pays, particul. de la haute Asie;
II. avec idée de temps dès le commencement : οἱ ἄνωθεν χρόνοι DÉM les temps anciens ; τὰ ἄνωθεν PLAT les premiers principes;
B. en haut ; avec un gén. : en haut de ; particul. :
1 dans les airs, dans l'espace;
2 au ciel;
3 sur terre (p. opp. aux enfers) : οἱ ἄνωθεν ESCHL les vivants;
4 dans l'intérieur des terres;
NT: depuis longtemps ; de nouveau.
Étymologie: ἄνω, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄνωθεν:
I редко ἄνωθε adv.
1 сверху, с высоты (ἄνωθεν κάτω Eur.): ὕδωρ ἄνωθεν γενόμενος Thuc. дождь; οἱ ἄνωθεν Thuc. (ведущие бой) с палубы;
2 из глубины страны (καταβαίνειν Xen.);
3 издалека, с (самого) начала (ἄρχεσθαι Plat., Dem., Plut.);
4 в глубине страны: ἡ ἄνωθεν Φρυγία Dem. центральная Фригия;
5 наверху (οἱ ἄνωθεν οἰωνοί Soph.; θεοὶ ἄνωθεν ὄντες Xen.): οἱ ἄνωθεν Aesch., Eur. живущие;
6 издавна, исстари, встарь (οἱ ἄνωθεν χρόνοι Dem.): οἱ ἄνωθεν Plat. древние, предки; Κορίνθιαι ἄνωθεν Theocr. природные коринфяне; πονηρὸς ἄνωθεν Dem. закоренелый негодяй;
7 первоначально, в основе: τὰ ἄνωθεν Plat. первоначала;
8 заново, сызнова (ἄνωθεν γεννηθείς NT).
II в знач. praep. cum gen.
1 повыше, выше (τοῦ στρατοπέδου Her.; τῆς κεφαλῆς Xen.);
2 с (высоты) (ἄνωθεν τῆς νεώς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄνωθεν: καὶ χάριν τοῦ μέτρου ἄνωθε (Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 698), Δωρ. ἄνωθα, Ἡρακλεωτ. Πίνδ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 87 (ἄνω): - Ἐπίρρ. τόπου, ἐκ τῶν ἄνω, ἐξ ὕψους, Ἡρόδ. 4. 105, Πινδ. Ἀποσπ. 87, Τραγ., κτλ.· ὕδατος ἄνωθεν γενομένου, ὅ ἐ. βροχῆς, Θουκ. 4. 75· βάλλειν ἄνωθεν ὁ αὐτ. 7. 84: - εἰ δὲ μὴ θεὸς ἔστρεψ’ ἄνωθεν περιβαλὼν κάτω χθονὸς (κατὰ τὸν Paley «εἰ δ’ ἡμᾶς θεὸς ἔστρεψε τἄνω» κτλ.) Εὐρ. Τρῳ. 1243· ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ χώρας τινός, Θουκ. 1. 59, Ξεν. Ἀν. 7.7, 2. 2) κατά τι κοινὸν ἑλληνικὸν ἰδίωμα (ἴδε Jelf. Ἑλλ. Γραμμ. § 647), συχνάκις τίθεται ἀντὶ τοῦ ἄνω, ἐπάνω, ὑψηλά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κάτωθενκάτω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 871, καὶ συχνάκις παρὰ τοῖς ἄλλοις Τραγ.: ἐπὶ τῶν θεῶν, ὁ αὐτ. Ἱκ. 597, Πλάτ. Νόμ. 717Β· ἐπὶ τῶν ἐπὶ γῆς ἀνθρώπων, οἱ ἄνωθεν (καθ’ Ἕρμαννον οἱ ἄνω), οἱ ζῶντες, Αἰσχύλ. Χο. 834, Εὐρ. Ἑλ. 1014· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ καταστρώματος πλοίου, Θουκ. 7. 63· ἐπὶ τῶν ἐν τῷ ἀέρι πτηνῶν, Σοφ. Ἠλ. 1058· ἡ ἄνωθεν Φρυγία, ἡ ἄνω Φρυγία, Δημ. 671.19. β) σπαν. μετὰ γεν., ἄνωθεν τοῦ στρατοπέδου Ἡρόδ. 1. 75· τῆς νεὼς Πλουτ. Θεμιστ. 12· ἐν Αίσχύλ. Ἀγ. 1579, τὸ γῆς πιθανῶς ἀνήκει εἰς τὸ ἄχη. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐξ ἀρχῆς, ἀπ’ ἀρχῆς, ἄνωθεν ἄρχεσθαι ἐπιχειρεῖν Πλάτ. Φίληβ. 44D, Νόμ. 781D· ἐξετάζειν, Λατ. ex alto repetere, Δημ. 1082. 7· ἐπὶ ἀναφορῶν, εἰς τὰ προηγουμένως γραφέντα, ἀνωτέρω, προηγουμένως, Ἀθανάσ., Γραμμ.: - οἱ ἄνωθεν, οἱ προπάτορες, Πλάτ. Τίμ. 18D· Κορίνθιαι εἰμὲς ἄν., ἐκ καταγωγῆς, Θεόκρ. 15. 91, πρβλ. 22. 164· πονηρὸς ἄνωθεν, ἐκ γενετῆς, Δημ. 1125. 23· ἐν τοῖς ἄν. χρόνοις ὁ αὐτ. 121. 19: - τὰ ἄνωθεν, αἱ πρῶται ἀρχαί, Πλάτ. Φαίδ. 101D. 2) πάλιν ἐκ νέου, πάλιν ἐξ ἀρχῆς, φιλίαν ἀν. ποιεῖται Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 1. 18, 3, Ἀρτεμ. Ὀνειρ. 1. 14, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. γ΄ 3, Ἐπιστ. π. Γαλ. δ΄, 9· πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν ταῖς λέξ. ἀναθέσθαι, ἀναποδιζόμενα, ἀνασυντάξας.

English (Strong)

from ἄνω; from above; by analogy, from the first; by implication, anew: from above, again, from the beginning (very first), the top.

English (Thayer)

(ἄνω), adverb;
a. from above, from a higher place: ἀπό ἄνωθεν (Winer's Grammar, § 50,7 N. 1), Tdf. omits ἀπό); ἐκ τῶν ἄνωθεν from the upper part, from the top, from heaven, or from God as dwelling in heaven: from the first: from the beginning on, from the very first: anew, over again, indicating repetition (a use somewhat rare, but wrongly denied by many (Meyer among them; cf. his commentary on John and Galatians as below)): ἄνωθεν γεννηθῆναι, where others explain it from above, i. e. from heaven. But, according to this explanation, Nicodemus ought to have wondered how it was possible for anyone to be born from heaven; but this he did not say; (cf. Westcott, Commentary on John, p. 63). Of the repetition of physical birth, we read in Artemidorus Daldianus, oneir. 1,13 (14), p. 18 (i., p. 26, Reiff edition) (ἀνδρί) ἔτι τῷ ἔχοντι ἐγκυον γυναῖκα σημαίνει παῖδα αὐτῷ γεννήσεσθαι ὅμοιον κατά πάντα. οὕτω γάρ ἄνωθεν αὐτός δοξειε γέννασθαι; cf. Josephus, Antiquities 1,18, 3 φιλίαν ἄνωθεν ποιεῖσθαι, where a little before stands πρότερα φιλία; add, Martyr. Polycarp, 1,1 [ET]; (also Socrates in Stobaeus, flor. cxxiv. 41, iv. 135, Meineke edition (iii. 438, Gaisf. edition); Harpocration, Lex., see under the words, ἀναδικάσασθαι, ἀναθέσθαι, ἀναποδιζομενα, ἀνασυνταξις; Canon. apost. 46 (others 39, Coteler. patr. apost. works, i. 444); Pseudo-Basil, de bapt. 1,2, 7 (iii. 1537); Origen in Joann. t. xx. c. 12 (works, iv. 322c. DelaRue). See Abbot, Authorship of the Fourth Gospel, etc. (Boston 1880), p. 34 f). πάλιν ἄνωθεν, (on this combination of synonymous words cf. Kühner, § 534,1; (Jelf, § 777,1); Grimm on Sap. xix. 5 (6)): Galatians 4:9 (again, since ye were in bondage once before).

Greek Monolingual

κ. -θε (Α ἄνωθεν κ. -θε) επίρρ. άνω
από επάνω, από ψηλά
νεοελλ.
φρ. «η διαταγή εδόθη άνωθεν» — από ψηλά, από την κορυφή της ιεραρχίας ή από κάποιον με πολύ υψηλό αξίωμα
μσν.
από τον ουρανό («ἄνωθεν καταπέμψας»)
αρχ.
1. από το εσωτερικό ενός τόπου
2. από τον βορρά
3. από την αρχή, εξαρχής
ἄνωθεν ἄρχεσθαι ἐξετάζειν»)
4. εκ γενετής («πονηρὸς ἄνωθεν»)
5. εκ καταγωγής, ως προς την καταγωγή («Κορίνθιαι εἰμὲς ἄνωθεν»)
6. άνω («ἡ ἄνωθεν Φρυγία» — η άνω Φρυγία, «οἱ ἄνωθεν»)
7. οι ζωντανοί
8. οι προπάτορες
9. αυτοί που βρίσκονται στο κατάστρωμα του πλοίου
10. (ενν. οἱωνοὶ) τα πουλιά που πετούν
11. «τὰ ἄνωθεν» — οι πρώτες, οι γενικότατες αρχές.

Greek Monotonic

ἄνωθεν: -θε (ἄνω),
I. 1. επίρρ. του τόπου, από ψηλά, από ύψος, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· ὕδατος ἄνωθεν γενομένου, δηλ. η βροχή, σε Θουκ.· από το υψηλότερο σημείο της χώρας, από την ενδοχώρα, στον ίδ.
2. ἄνω, ψηλά, πάνω, σε Τραγ.· οἱ ἄν., οι ζωντανοί, αντίθ. προς το οἱ κάτω, σε Αισχύλ.· με γεν., σε Ηρόδ.
II. λέγεται για χρόνο,
1. από την αρχή, εξαρχής, σε Πλάτ., Δημ.· εκ καταγωγής, εκ γενετής, σε Θεόκρ.· τὰ ἄν., οι πρώτες αρχές, σε Πλάτ.
2. εκ νέου, ξανά από την αρχή, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[ἄνω]
I. adv. of place from above, from on high, Hdt., Trag., etc.; ὕδατος ἄνωθεν γενομένου, i. e. rain, Thuc.: from the upper country, from inland, Thuc.
2. = ἄνω, above, on high, Trag.; οἱ ἄν. the living, opp. to οἱ κάτω, Aesch.:—c. gen., Hdt.
II. of time, from the beginning, Plat., Dem.:— by descent, Theocr.; τὰ ἄν. first principles, Plat.
2. over again, anew, NTest.

Chinese

原文音譯:¥nwqen 安挪田
詞類次數:副詞(13)
原文字根:向上 安置 處 相當於: (מַעַל‎ / מַעְלָה‎) (עַל‎)
字義溯源:從上頭,再,重,重新,從上面,從起初,從起初,上;源自(ἄνω / ἀνεγκλησία)=上面);而 (ἄνω / ἀνεγκλησία)出自(ἀντί)*=相對,代替,交換)。比較: (ἀναγεννάω)=重生。主對尼哥底母說,重生乃是從靈生,也就是從上頭生(約叄牽)。主耶穌對猶太人說,他們是從下頭來的,主是從上頭來的( 約8:23)。保羅說到現在的耶路撒冷和在上的耶路撒冷( 加4:22,23)。保羅也說到要思念上面的事( 西3:2)。神的城乃是從天上降下來的新耶路撒冷( 啓3:12)
出現次數:總共(13);太(1);可(1);路(1);約(5);徒(1);加(1);雅(3)
譯字彙編
1) 從上頭(4) 約3:31; 約19:11; 雅3:15; 雅3:17;
2) 上(3) 太27:51; 可15:38; 約19:23;
3) 重(2) 約3:3; 約3:7;
4) 從上頭、(1) 雅1:17;
5) 重新(1) 加4:9;
6) 從起初(1) 徒26:5;
7) 從起頭(1) 路1:3

English (Woodhouse)

above ground, from above, from aloft, from inland, from on high, from the beginning, in this world, on earth, over head

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

desuper, from above, 2.49.7, 3.23.1, 7.44.8, 7.84.4, qui in superiori loco versantur, those situated on high ground, 6.102.4, 7.63.2, (de militibus in foris navium collocatis concerning soldiers stationed on the decks of ships) 7.79.2,
superne, from above, 2.52.4, 3.21.4, 3.68.3,
de locis mediterraneis, concerning inland places 1.59.2, 2.99.4, 2.102.2, 3.115.1, 4.75.2, [nisi potius unless rather coelitus, from heaven valet; cf. Popp. adn. means; compare Poppo's note] 4.108.1,
de urbe, opp. portui, concerning the city, opposed to the harbor 4.107.1, (ex Amphipoli Eionem from Amphipolis to Eion).

Lexicon Thucydideum

desuper, from above, 2.49.7, 3.23.1, 7.44.8, 7.84.4, qui in superiori loco versantur, those situated on high ground, 6.102.4, 7.63.2, (de militibus in foris navium collocatis concerning soldiers stationed on the decks of ships) 7.79.2,
superne, from above, 2.52.4, 3.21.4, 3.68.3,
de locis mediterraneis, concerning inland places 1.59.2, 2.99.4, 2.102.2, 3.115.1, 4.75.2, [nisi potius unless rather coelitus, from heaven valet; cf. Popp. adn. means; compare Poppo's note] 4.108.1,
de urbe, opp. portui, concerning the city, opposed to the harbor 4.107.1, (ex Amphipoli Eionem from Amphipolis to Eion).