Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γοργός

From LSJ
Revision as of 16:03, 8 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοργός Medium diacritics: γοργός Low diacritics: γοργός Capitals: ΓΟΡΓΟΣ
Transliteration A: gorgós Transliteration B: gorgos Transliteration C: gorgos Beta Code: gorgo/s

English (LSJ)

ή, όν,
A grim, fierce, terrible, γ. ὄμμ' ἔχων, of Parthenopaeus, A.Th.537; ὄμμασι γοργός E.Ph.146 (lyr.); τοῖς κερτομοῦσι γοργὸν ὡς ἀναβλέπει = looks fiercely at... dub. l. in Id.Supp.322; γοργότεροι ἰδεῖν, γοργότεροι ὁρᾶσθαι, terrible to behold, X.Cyr.4.4.3, Smp.1.10; γοργὸν βλέπειν = look terrible, Ael.VH2.44; of horses, γ. ἰδεῖν X.Eq.10.17; ἵππου γ. βλέμμα Poll.1.192; in Ephebic Inscrr., φίλοι, γοργοί, γνήσιοι, IG3.1079.
2 spirited, vigorous, of persons, Luc.DDeor.7.3, Asin.8; of animals, PRyl.238.9 (iii A. D.); quick, c. inf., γ. ἐπινοεῖν Procop. Arc.16. Adv. γοργῶς, τρέχειν Choerob.Rh.p.247 S.
3 of literary style, vehement, vigorous, v.l. in D.H.Comp.19 (Comp.), Hermog. Id.1.11,2.1 (Comp.). Adv. γοργῶς Syrian. in Metaph.130.6, Eust.1082.5, etc.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1 fiero, bravo, arrogante, gallardo ὄμμα = mirada fiera A.Th.537, E.Supp.322, Anacreont.17.12, Aristaenet.1.4.2, X.Eph.1.2.6, de Ares y guerreros γ. ὁπλίτης E.Andr.458, cf. 1123, de Atenea, Artem.2.44, en inscr. efébicas φίλοι γοργοὶ γνήσιοι = caros, bravos, nobles, IG 22.1969.6 (I d.C.), cf. Luc.Asin.8, παγκράτιον AP 9.588 (Alc.Mess.), en juego de palabras comparando un ejército con comidaὡς καλὸν τὸ στῖφος αὐτῶν φαίνεται ... γοργὸν ὥσπερ μᾶζα καὶ πανδαισία Ar.Pax 565, εἰ οὖν γ. εἶ = si de veras eres un valiente M.Ant.12.16, cf. Arr.Epict.3.12.10, ἐν ... τῇ σχολῇ γοργοὶ καὶ κατάγλωσσοι = en la escuela arrogantes y locuaces Arr.Epict.2.16.20, del águila de Zeus ἔστας γ. ὑπὲρ ... τύμβον erguida con aspecto terrible sobre la tumba, AP 7.161 (Antip.Sid.)
c. inf. ὄμμασι γ. εἰσιδεῖν νεανίας E.Ph.146, μείζους φαίνεσθε καὶ καλλίους καὶ γοργότεροι ἢ πρόσθεν ἰδεῖν = parecéis más altos y gallardos y se os ve más bravos en una arenga a soldados, X.Cyr.4.4.3, cf. 5.2.37, Smp.1.10, Lac.11.3, Eq.Mag.3.11
de anim. brioso, vigoroso de caballos, X.Eq.10.17, de su trote, X.Eq.1.14, βλέμμα ἵππου γοργόν Poll.1.192, de bestias de carga κτηνύδριον PRyl.238.9 (III d.C.), cf. Hsch.
neutr. como adv. ἀναβλέψαι D.Chr.4.14, προσιδεῖν Aristid.Quint.67.2, cf. D.Chr.2.29, Ael.VH 2.44
subst. τὸ γοργόν = fiereza ὀφθαλμοὶ ... τὸ γοργὸν ... ἐπιφαίνοντες Luc.Alex.3, τὸ βλέμμα κεκίνητο πρὸς τὸ γοργότερον Hld.1.21.3.
2 ret. vivo, rápido op. βραδύς de la frase, D.H.Comp.19.10, del estilo conciso y cortado, Hermog.Id.1.11, 2.1, ἐρώτησις Eust.1740.5, en cont. gram. γοργότερος como ejemplo de compar., A.D.190.2, γοργοτάτω como ej. de dual, Hsch.
3 vivo de inteligencia, listo, alerta γ. παῖς = chico listo de Hermes recién nacido, Luc.DDeor.11.3 (cód.), ἀνθρωπάριον Vit.Aesop.G 32 (aunque quizá I 1), γ. ἦν ἀκροατὴς τῆς φωνῆς Hsch.H.Hom.12.2.3, c. inf. γ. ἐπινοεῖν = listo Procop.Arc.16.1, γ.· εὐκίνητος, ταχύς Hsch.
II subst. τὸ γοργόν = túnica blanca, EM 238.47G.
III adv. γοργῶς, sup. γοργοτάτω = diligente, rápidamente ἀναστρέψασθαι SB 10557.7 (III d.C.), τρέχειν Choerob.Rh.247
del estilo literario vehementemente Syrian.in Metaph.130.6, Eust.1082.6, como ej. de adv. sup. γοργοτάτω A.D.Adu.168.5.
• Etimología: Gener. rel. Γοργώ, aunque tb. se ha supuesto un hipocorístico de γόργυρα.

German (Pape)

[Seite 502] (vgl. Γοργώ, Nom. pr.), Furcht erregend, furchtbar; Ἄρης Antp. Sid. 84 (VII, 495); vom Adler, id. 92 (VII, 161); ὁπλίτης Eur. Andr. 458; γοργὸς ἰδεῖν, furchtbar anzusehen, Xen. Cyr. 4, 4, 3; de re equ. 10, 17, wo es in die Bdtg des lebhaften, rollenden Auges übergeht; ὄμμα Aesch. Spt. 534; Anacr. 16, 12; γοργὸν ἀναβλέπειν Eur. Suppl. 322; γοργὸν βλέπουσιν οἱ ὀφθαλμοί Ael. V. H. 2, 44; γοργὸν ἀποβλέπειν εἴς τι, mit fürchterlichem Blick auf etwas hinsehen, Luc. Hermot. 1. Uebh. lebhaft, rasch, bes. von Pferden, Xen.; Plut. vrbdt es z. B. mit θυμικός, Sympos. 2, 8. – Vom Ausdruck, rauh, kurz, Dion. Hal.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 véhément, impétueux, ardent;
2 en parl. du regard, de l'aspect effrayant, terrible : γοργὸν βλέπειν ÉL regarder d'un air terrible.
Étymologie: apparenté avec ὀργή ; cf. Γοργώ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοργός -ή -όν Γοργώ?] comp. -ότερος, heftig, vurig, wild:. γοργὸν δ’ ὄμμ’ ἔχων met woeste blik Aeschl. Sept. 537; γοργότεροι ἢ πρόσθεν ἰδεῖν woester om te zien dan tevoren Xen. Cyr. 4.4.3.

Russian (Dvoretsky)

γοργός:
1) страшный, грозный (ὄμμα Aesch. и ὄμμασι Eur.; Διὸς διάκτορος = ἀετός Anth.): γ. ἰδεῖν или ὁρᾶσθαι Xen. грозный на вид;
2) ретивый, буйный (ἵππος Xen., Plut.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: grim, fierce, terrible of look, gaze (A.), later also vigorous
Other forms: Γοργώ, acc. pl. Γοργούς (Hes.)
Compounds: γοργώψ. γοργωπός.
Derivatives: γοργότης rapidity (Hermog.), γοργία = agilitas (Gloss.), denom. γοργόομαι be spirited, of horses (X.), γοργεύω (pap., Sm., H.). - Γοργώ, -οῦς f. (Il.) name of a female monster with petrifying look, with Γοργ-είη κεφαλή (Il.; form. s. Schulze Q. 254); pl. mostly. Γοργόνες (Hes.), with new singulars Γοργόνα (acc.) etc. (E.), with Γοργόνειος (A. Pr. 793 etc.), Γοργόνη (Hdn.), Γοργονώδης (Sch.) and the plant names Γοργόνειον and Γοργονιάς (Ps.-Dsc.; s. Strömberg Pflanzennamen 101). - Also Γοργάδες (S. Fr. 163), by H. explained as ἁλιάδες; and Γοργίδες αἱ Ώκεανίδες H. - PN Γοργυθίων Θ 302 (form.?) and Γοργίας with Γοργίειος Gorgias-like (X.) and γοργιάζω speak like G. (Philostr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Osthoff Etym. parerga 1, 44ff. connected OIr. garg(g) raw, wild, OCS groza shiver) and Pedersen KZ 39, 379 (Arm. karcr hard). Leumann Hom. Wörter 154f. thinks it is a backformation from γοργώψ (γοργῶπις), γοργωπός (A.); so Γοργὡ would be the basis, which like Μορμώ seems a popular reduplicated formation; accepted by DELG.

Middle Liddell


grim, fierce, terrible, Aesch., Eur.; γοργὸς ἰδεῖν terrible to behold, Xen.; of horses, hot, spirited, Xen.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γοργός, -ή, -όν)
γρήγορος, ευκίνητος
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το γοργό(ν)
ταχύτητα, ορμητικότητα
2. φρ. «τὸ γοργὸν καὶ χάριν ἔχει» — πρέπει να ενεργεί κανείς γρήγορα και την κατάλληλη στιγμή
αρχ.
1. άγριος, φοβερός
2. ζωηρός, ρωμαλέος
3. (για το ύφος) νευρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γοργός προήλθε πιθ. από το κύριο όνομα Γοργώ (γυναικείο τέρας της μυθολογίας), το οποίο μαρτυρείται προγενέστερα (Όμηρος) και του οποίου η ετυμολογία είναι άγνωστη. Πρόκειται για τ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. Μορμώ), που σχημάτισε πληθ. Γοργόνες, απ' όπου και ο ενικός Γοργόνα, Γοργών. Κατ' άλλους το επίθ. γοργός αποσπάστηκε από τα σύνθετα γοργώψ (γοργώπις), γοργωπός κι αυτά με τη σειρά τους από το Γοργώ.

Greek Monotonic

γοργός: -ή, -όν, αυστηρός, άγριος, φοβερός, βλοσυρός, σε Αισχύλ., Ευρ.· γοργὸς ἰδεῖν, τρομερός στην όψη, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα, αφηνιασμένος, θερμός, θυμοειδής, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

γοργός: -ή, -όν, αὐστηρός, ἄγριος, φοβερός, βλοσυρός, γ. ὄμμ᾿ ἔχων, ἐπὶ τοῦ Παρθενοπαίου, Αἰσχύλ. Θήβ. 537· οὕτως, ὄμμασι γοργὸς Εὐρ. Φοιν. 145 (ἴδε Valck. 149)· τοῖς κερτομοῦσι γοργὸν ὡς ἀναβλέπει, πῶς ἀγρίως βλέπει πρὸς τοὺς…, ὁ αὐτ. Ἱκετ. 322· γοργὸς ἰδεῖν, ὁρᾶσθαι, φοβερὸς νὰ τὸν ἴδῃ τις, Ξεν. Κύρ. 4. 4, 3, Συμπ. 1, 10· γοργὸν βλέπειν, φαίνομαι φοβερός, Αἰλ. Π. Ἱστ. 2. 44· ἐν μεταγεν. ἀττικ. ἐπιγραφ., φίλοι, γοργοί, γνήσιοι, ἐπὶ τῶν ἀθλητῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 282, πρβλ. 264·― ὡσαύτως ἐπὶ ἵππων, θυμοειδεῖς, θερμοί, Ξεν. Ἱππ. 10, 17, κτλ., πρβλ. Πολυδ. Α΄, 192·― ἐπὶ γλώσσης, τραχεῖα, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 19. σ. 133.― Ἐπιρρ.– γῶς, ἐπὶ ὕφους, ἰσχυρῶς, ἀκριβῶς, Εὐστ. 1082. 5.

Frisk Etymology German

γοργός: {gorgós}
Meaning: furchtbar, schrecklich vom Blick oder Anblick (A., E., X. usw.), später auch kräftig, lebhaft, behende (auch als Stilbegriff).
Derivative: Davon γοργότης Kraft, Lebhaftigkeit (Hermog. u. a.), γοργία = agilitas (Gloss.) und die Denominativa γοργόομαι unbändig sein, vom Pferde (X.), γοργεύω sich lebhaft benehmen, sich emsig bemühen (Pap., Sm., H.). — Schon bei Homer Γοργώ, -οῦς f. N. eines weiblichen Ungetüms mit versteinerndem Blick, wovon Γοργείη κεφαλή (Hom.; zur Bildung Schulze Q. 254 m. A. 4); pl. gew. Γοργόνες (seit Hes.), wozu neue Singularformen Γοργόνα (Akk.) usw. (E.); davon Γοργόνειος (A. Pr. 793 usw.), Γοργόνη (Hdn.), Γοργονώδης (Sch.) und die Pflanzennamen Γοργόνειον und Γοργονιάς (Ps.-Dsk. u. a.; vgl. Strömberg Pflanzennamen 101). — Nach den Fem. auf -άς, -ίς: Γοργάδες (S. Fr. 163), von H. mit ἁλιάδες erklärt; daneben Γοργίδες· αἱ Ὠκεανίδες H. — PN Γοργυθίων Θ 302 (Bildung unklar) und Γοργίας mit Γοργίειος ‘Gorgias-ähnlich’ (X. u. a.) und γοργιάζω ‘wie G. reden’ (Philostr.).
Etymology: Unbefriedigende Erklärungen bei Osthoff Etym. parerga 1, 44ff. (air. garg(g) rauh, wild, aksl. groza Graus, Schauder) und Pedersen KZ 39, 379 (arm. karcr hart). Nach Leumann Hom. Wörter 154f., wo weitere Einzelheiten, vielmehr Rückbildung aus γοργώψ (γοργῶπις), γοργωπός (A. usw.); somit wäre von Γοργὡ auszugehen, das jedenfalls ebenso wie Μορμώ den Eindruck einer volkstümlichen Reduplikationsbildung macht.
Page 1,321-322