ἐπίφθονος
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ἐπίφθονον,
A liable to envy or liable to jealousy, looked on with jealousy, odious, αἱ λίην ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐ. γίνονται Hdt.4.205; γνώμη πρὸς ἀνθρώπων ἐ. Id.7.139; μηδ'..ἐ. πόρον τίθει A.Ag.921; τινι by one, E.Med.303, Supp.893; εἴ τῳ θεῶν ἐ. ἐστρατεύσαμεν Th.7.77; [πενία] ἥκιστα ἐ. X.Smp.3.9; ἐπιφθονώτεραι (sc. αἱ ἐμαὶ διατριβαί) Pl.Ap. 37d, cf. R.502d; ἐπίφθονόν ἐστι c. inf., it is invidious, it is hateful to.., Ar.Eq.1274; εἴ τῳ μακαρίως ἐπιφθονώτερον εἰπεῖν Arist.EE1215a10; τὸ ἐπίφθονον = envy, ἐπὶ μεγίστοις τὸ ἐπίφθονον λαμβάνειν Th.2.64.
2 Act., bearing a grudge against, τινι A.Ag.133 (lyr.): abs., malignant, hostile, Id.Eu. 376 (lyr.), Sammelb.3924.35 (i A. D.); τὸ δαιμόνιον..ἐ. App.Pun.59; ἐπίφθονον ἔχων τὸ βλέμμα = malicious in his look Hld.4.5.
II Adv. ἐπιφθόνως διακεῖσθαί τινι to be liable to one's hatred, Th.1.75; ἐπιφθόνως διαπράξασθαί τι in an invidious manner, Id.3.82; ἥκιστα ἐπιφθόνως = with least invidiousness, X.Cyr.7.5.37.
2 ἐπιφθόνως ἔχειν πρός τινα to be at enmity with him, ib.3.3.10,8.2.28.
German (Pape)
[Seite 1000] 1) akt., hassend, feindlich gesinnt, οἴκῳ γὰρ ἐπ. Ἄρτεμις Aesch. Ag. 133; Suppl. 198; Eur. Suppl. 893; neidisch, mißgönnend, τὸ θεῖον ἀνώμαλον καὶ ἐπίφθονον App. B. C. 8, 59. Gew. – 2) pass., verhaßt, πόρος Aesch. Ag. 895; Eur. Med. 303; Her. 4, 205; hassens-, tadelnswert, λοιδορῆσαι τοὺς πονηροὺς οὐδέν ἐστ' ἐπίφθονον Ar. Equ. 1274; γνώμην ἀποδέξασθαι ἐπίφθονον πρὸς τῶν πλεόνων ἀνθρώπων Her. 7, 139, eine Meinung, die von der Mehrzahl übel aufgenommen wird; ἐπίφθονος γὰρ ἡ προσποίησις τῆς τοιαύτης ἐπιστήμης Plat. Lach. 184 b, gehässig, ὑμῖν βαρύτεραι καὶ ἐπιφθονώτεραι αἱ ἐμαὶ διατριβαὶ γεγόνασιν Apol. 37 d; ἐπίφθονον πρᾶγμα καὶ οὐ δίκαιον ποιεῖν Is. 2, 23; Sp.; der Mißgunst ausgesetzt, ἐπίφθονον κτῆμα χρυσός Plat. Legg. XII, 956 a; εἴ τῳ θεῶν ἐπίφθονοι ἐστρατεύσαμεν, das Mißfallen eines Gottes erregend, Thuc. 7, 77, ἐπὶ μεγίστοις τὸ ἐπίφθονον λαμβάνειν, sich Neid zuziehen, 2, 64; Sp. – Adv. ἐπιφθόνως, z. B. διακεῖσθαί τινι, bei Jem. rerhaßt sein, Thuc. 1, 75; τὶ διαπράξασθαι, so daß man sich Haß zuzieht, 3, 82; ἔχειν πρὸς ἀλλήλους, mißgünstig gegen einander sein, Xen. Cyr. 8, 2, 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 haï : τινι de qqn;
2 haïssable, odieux ; blâmable : πενία ἥκιστα ἐπίφθονος XÉN la pauvreté n'a rien de blâmable;
3 exposé à l'envie;
II. envieux : τινι jaloux de qqn, qui a de mauvais entiments pour qqn ; τὸ ἐπίφθονον THC l'envie;
Cp. ἐπιφθονώτερος, Sp. ἐπιφθονώτατος.
Étymologie: ἐπί, φθόνος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίφθονος:
1 возбуждающий ненависть, ненавистный: ἐ. πρός τινος Her. и ἐ. τινι Plat. ненавистный кому-л.; εἴ τῳ θεῶν ἐπίφθονοι ἐστρατεύσαμεν Thuc. если мы повели (эту) войну вопреки воле кого-л. из богов;
2 невыносимый, неприятный (λόγοι Plat.);
3 достойный порицания, плохой (αἰτία Plut.): οὐδέν ἐστ᾽ ἐπίφθονον Arph. (в этом) нет ничего дурного;
4 питающий ненависть, ненавидящий, враждебный (τινι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίφθονος: -ον, ὑποκείμενος εἰς φθόνον, μισητός, πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται, μισοῦνται ὑπὸ τῶν θεῶν, Ἡρόδ. 4. 205· ὁ διεγείρων τὸν φθόνον, μηδ’ εἵμασι στρώσασ’ ἐπίφθονον πόρον τίθει, μηδὲ καθίστα τὴν διάβασίν μου ἐπίφθονον στρώσασα τὴν ὁδὸν διὰ πέπλων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 921· τινι Εὐρ. Μήδ. 304, Ἱκέτ. 893· εἴ τῳ θεῶν ἐπίφθονοι ἐστρατεύσαμεν Θουκ. 7. 77· πενία ἥκιστα ἐπ. Ξεν. Συμπ. 3, 9· ἐπιφθονώτεραι (ἐνν. αἱ ἐμαὶ διατριβαὶ) Πλάτ. Ἀπολ. 37D, πρβλ. Πολ. 502D· ἐπίφθονόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι ἄξιον φθόνου, ἀξιομίσητον, Ἡρόδ. 7. 139, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1274: ― τὸ ἐπίφθονον, φθόνος, τὸ ἐπ. λαμβάνειν ἐπὶ μεγίστοις Θουκ. 2. 64. 2) ἐνεργ., ὁ ἔχων μῖσος ἢ φθόνον ἐναντίον τινός, οἴκῳ γὰρ ἐπίφθονος Ἄρτεμις ἁγνὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 135· ἀπολ., ἐπιβλαβής, ὁ αὐτ. Εὐμ. 376· τὸ θεῖον... ἐπίφθονον = φθονερὸν (παρ’ Ἡροδ.) Ἀππ. Ἐμφυλ. 8. 59. ΙΙ. Ἐπίρρ., ἐπιφθόνως διακεῖσθαί τινι, φθονεῖσθαι ὑπό τινος, Θουκ. 1. 75· ἐπ. διαπράξασθαί τι, κατὰ τρόπον μισητόν, ἢ (ἐνεργ.) μὲ τρόπον ἱκανοποιοῦντα τὸν φθόνον του, ὁ αὐτ. 3. 82 ἐν τέλ.· ἥκιστα ἐπ., μετ’ ἐλαχίστου φθόνου, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 37. 2) ἐπ. ἔχειν πρός τινα, διατελεῖν ἐν καταστάσει ἔχθρας πρός τινα, αὐτόθι 3. 3, 10., 8. 2, 28.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίφθονος, -ον) φθόνος
1. αυτός που προκαλεί φθόνο, ο μισητός («αἱ λίην ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται», Ηρόδ.)
2. άξιος να φθονείται, επίζηλος («είναι η ζωή θαυμαστή και επίφθονη», Παπαντ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει φθόνο ή μίσος εναντίον κάποιου, φθονερός («οἴκῳ γὰρ ἐπίφθονος Ἄρεμις... πτανοῖσιν κυσὶ πατρός», Αισχύλ.)
2. βλαβερός («ὀρχησμοῖς τ’ ἐπιφθόνοις ποδός», Αισχύλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίφθονον
ο φθόνος («ὅστις δ’ ἐπὶ μεγίστοις τὸ ἐπίφθονον λαμβάνει, ὀρθῶς βουλεύεται», Θουκ.).
επίρρ...
επιφθόνως (Α ἐπιφθόνως)
κατά τρόπο επίφθονο, φθονερό, μισητό
αρχ.
φρ. α) «ἐπιφθόνως ἔχω πρός τινα» — διάκειμαι εχθρικά προς κάποιον
β) «ἐπιφθόνως διάκειμαί τινι» — φθονούμαι από κάποιον
γ) «ἐπιφθόνως διαπράττομαί τινι» — κάνω κάτι με τρόπο που ικανοποιεί τον φθόνο μου.
Greek Monotonic
ἐπίφθονος: -ον,
I. 1. υποκείμενος σε φθόνο ή ζήλια, σχετικός με τη ζήλια, απεχθής, αηδιαστικός, μισητός, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐπίφθονόν ἐστι, με απαρ., είναι απεχθές, είναι αξιομίσητο, σε Ηρόδ., σε Αριστοφ.· τὸ ἐπίφθονον, ζηλοφθονία, μίσος, φθόνος, αντιπάθεια, απέχθεια, σε Θουκ.
2. Ενεργ., αυτός που κρατά κακία έναντι, τινι, σε Αισχύλ.· απόλ., επιζήμιος, επιβλαβής, στον ίδ.
II. επίρρ., ἐπιφθόνως διακεῖσθαί τινι, υποκείμενος στην έχθρα κάποιου, σε Θουκ.· ἐπιφθόνως ἔχεινπρός τινα, σε Ξεν.· ἐπ. διαπράξασθαί τι, με απεχθή τρόπο, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπί-φθονος, ον
I. liable to envy or jealousy, regarded with jealousy, odious, Hdt., Attic:— ἐπίφθονόν ἐστι, c. inf. 'tis invidious, hateful to . ., Hdt., Ar.:— τὸ ἐπίφθονον jealousy, odium, Thuc.
2. act. bearing a grudge against, τινι Aesch.: absol. injurious, Aesch.
II. adv., ἐπιφθόνως διακεῖσθαί τινι to be liable to his hatred, Thuc.; ἐπ. ἔχειν πρός τινα Xen.; ἐπ. διαπράξασθαί τι in an odious manner, Thuc.
English (Woodhouse)
envious, odious, spiteful, unpleasant, causing jealousy, looked on with jealousy, viewed with dislike
Lexicon Thucydideum
invidiae obnoxious, liable to odium, 7.77.3,
invidia, jealousy, envy, 2.64.5.
Translations
hateful
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز, هودر; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний
jealous
Albanian: zili; Arabic: غَيُور; Egyptian Arabic: غيار; Armenian: խանդոտ; Azerbaijani: qısqanc; Belarusian: раўні́вы; Bulgarian: ревнив; Catalan: gelós; Chickasaw: hopoo; Chinese Mandarin: 妒忌, 吃醋; Cantonese: 呷醋; Hokkien: 食醋; Czech: žárlivý; Danish: jaloux; Dutch: jaloers; Estonian: armukade; Faroese: øvundsjúkur; Finnish: mustasukkainen; French: jaloux, jalouse; Galician: ciumento; Georgian: ეჭვიანი; German: eifersüchtig; Greek: ζηλιάρης; Ancient Greek: ἐπίφθονος, ζηλαῖος, ζηλήμων, ζηλότυπος, ζηλωτής, κοτήεις, ὑπόπτης, φθονερός; Hungarian: féltékeny; Icelandic: afbrýðisamur; Indonesian: cemburu; Irish: éadmhar, éad a bheith agat/ort; Italian: geloso, gelosa; Japanese: 妬ましい, 嫉妬, 嫉妬深い, やきもちをやく; Khmer: ប្រច័ណ្ឌ, ច្រណែន; Latvian: greizsirdīgs; Lithuanian: įtarus; Louisiana Creole French: jalou; Macedonian: љубоморен; Norwegian: sjalu; Persian: رشکین; Polish: zazdrosny; Portuguese: ciumento; Romanian: gelos; Russian: ревнивый, ревнующий; Scottish Gaelic: eudmhor; Serbo-Croatian Cyrillic: љубоморан; Roman: ljubomoran; Slovak: žiarlivý; Slovene: ljubosumen; Spanish: celoso, encelado; Swedish: svartsjuk; Tagalog: selos; Tajik: рашкин; Turkish: kıskanç; Ukrainian: ревнивий; Vietnamese: ghen; Walloon: djalot; Welsh: eiddigus