στοιχείο

Revision as of 18:43, 29 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "στοιχεῑ" to "στοιχεῖ")

Greek Monolingual

το / στοιχεῖον ΝΜΑ
1. κάθε φυσική δύναμη, όπως είναι ο κεραυνός, η θύελλα, η τρικυμία, ο σεισμός, που ενεργεί αυτόματα (α. «το υγρό στοιχείο» β. «μαίνονται τα στοιχεία της φύσης» γ. «ἀνηλεὲς στοιχεῖον» — ενν. η θάλασσα, Βάβρ.δ. «αἰθὴρ, κόσμου στοιχεῖον ἄριστον», Ορφ. Ύμν.)
2. (στην αρχαία φυσική φιλοσ.) καθένα από τα απλούστατα συστατικά μέρη του φυσικού κόσμου τα οποία ονομάζονταν και ριζώματα, καθεμία από τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων (α. «αέρας, γη, νερό, φωτιά, στοιχεία αχάλαστα και αρχή και τέλος των πραγμάτων», Παλαμ.
β. «τα πρώτα οἱονπερεὶ στοιχεῖα, ἐξ ὧν ἡμεῖς τε συγκείμεθα καὶ τἆλλα», Πλάτ.
γ. «στοιχεῖα τοῦ παντός», Πλάτ.
δ. «τὰ στοιχεῖα ὕλη τῆς οὐσίας», Αριστοτ.)
3. θεμελιώδης αρχή κάθε επιστήμης (α. «στοιχεία Φιλοσοφίας» β. «στοιχεῖα Γεωμετρίας»)
4. βασική αρχή ενός πράγματος (α. «απαραίτητο στοιχείο ευνομούμενης πολιτείας» β. «διδάσκειν ὑμᾱς τίνα τὰ στοιχεῖα τῆς ἀρχῆς τῶν λογίων τοῦ Θεοῡ», ΚΔ
γ. «στοιχεῖα πρῶτα και μέγιστα χρηστῆς πολιτείας», Ισοκρ.)
5. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Στοιχεία
τίτλος του περιώνυμου συγγράμματος του Ευκλείδη
νεοελλ.
1. καθένα από τα απλά μέρη ή συστατικά από τα οποία αποτελείται ένα συγκεκριμένο ή αφηρημένο σύνολο, τμήμα ενός όλου ως οργανική μονάδα (α. «στοιχεία μηχανής» β. «τα ξένα στοιχεία που παρεισέφρησαν στην ελληνική γλώσσα» γ. «δεν υπάρχουν στοιχεία ενοχής»)
2. καθετί που συντελεί στη δημιουργία μιας κατάστασης, ενός αποτελέσματος, ή συμβάλλει στην επίτευξη ενός σκοπού (α. «σημαντικό στοιχείο προόδου» β. «απαραίτητο στοιχείο επιτυχίας»)
3. πρόσωπο, άτομο ως παράγοντας θετικής ή αρνητικής κοινωνικής ή πολιτικής δράσης (α. «στοιχείο μαχητικό και επαναστατικό» β. «κακοποιό στοιχείο» γ. «συντηρητικό στοιχείο»)
4. φυσικό ή ευνοϊκό περιβάλλον για την ύπαρξη, την ευδοκίμηση ή την ελεύθερη δράσημέσα στη βουλή βρίσκεται στο στοιχείο του»)
5. καθένα από τα γράμματα του αλφαβήτου (α. «μικρά ή κεφαλαία στοιχεία» β. «το στοιχείο Κ»)
6. καθένας από τους χρησιμοποιούμενους τυπογραφικούς χαρακτήρες (α. «στοιχεία των 8 στιγμών» β. «πλάγια στοιχεία»)
7. χημ. κάθε απλό σώμα που αποτελείται από όμοια άτομα τα οποία δεν διασπώνται σε άλλα απλούστερα συστατικά με κανένα φυσικό ή χημικό μέσο, όπως είναι ο σίδηρος, ο χρυσός, το οξυγόνο κ.ά. και που μαζί με άλλα απλά σώματα σχηματίζει χημικές ενώσεις
8. μαθ. α) συστατικό ενός γεωμετρικού σχήματος («τα έξι κύρια στοιχεία ενός τριγώνου είναι οι πλευρές και οι γωνίες του»)
β) (στη θεωρία των συνόλων) καθένα από τα αντικείμενα ή τα επινοήματα που αποτελούν το σύνολο (α. «αντίθετο στοιχείο» β. «αντίστροφο στοιχείο» γ. «μηδενικό στοιχείο» δ. «μοναδιαίο στοιχείο»)
9. στρ. α) το μικρότερο οργανικό τμήμα του στρατεύματος και γενικά καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται ένα στρατιωτικό τμήμα, οποιοδήποτε σχηματισμό κι αν έχει
β) το πολυβόλο με το προσωπικό του ή ένα πυροβόλο με το βλητοφόρο του όχημα
10. (ηλεκτρ.) συσκευή που προκαλεί ηλεκτρικό ρεύμα σε ένα κύκλωμα
11. (φιλοσ.) (σύμφωνα με τον Χέγκελ) το υλικό μέσο που περιβάλλει και διαποτίζει μια πραγματική οντότητα (α. «στοιχείο της αναπαράστασης» β. «στοιχείο της καθαρής σκέψης» γ. «στοιχείο της αυτοσυνείδησης»)
12. φρ. α) «ηλιακό στοιχείο»
(ηλεκτρ.) συσκευή που αποτελείται από ένα σύνολο ημιαγωγών συνδεδεμένων έτσι, ώστε η ηλιακή ενέργεια να μετατρέπεται άμεσα σε ηλεκτρική ενέργεια
β) «στοιχείο 106»
(χημ.-φυσ.) ραδιενεργό υπερουράνιο χημικό στοιχείο της ομάδας Vlb του περιοδικού συστήματος το οποίο παράγεται μόνο τεχνητά μέσω κατάλληλων πυρηνικών αντιδράσεων
γ) «στοιχείο 107»
(χημ.-φυσ.) ραδιενεργό υπερουράνιο χημικό στοιχείο της ομάδας Vllb του περιοδικού συστήματος το οποίο παράγεται μόνο τεχνητά μέσω κατάλληλων πυρηνικών αντιδράσεων
δ) «στοιχείο 108»
(χημ.-φυσ.) ραδιενεργό υπερουράνιο χημικό στοιχείο της ομάδας VIII του περιοδικού συστήματος
ε) «στοιχείο 109»
(χημ.-φυσ.) ραδιενεργό υπερουράνιο χημικό στοιχείο της ομάδας VIII του περιοδικού συστήματος του οποίου έχει ανακοινωθεί η τεχνητή παραγωγή
στ) «ηλεκτροχημικό στοιχείο»
(ηλεκτρ.) i) σύνολο ή συγκρότημα δύο ή περισσότερων στοιχείων τα οποία μετατρέπουν τη χημική ενέργεια κατευθείαν σε ηλεκτρική ενέργεια, αλλ. μπαταρία ή συστοιχία ή συσσωρευτής
ii) ένα μόνο στοιχείο το οποίο μετατρέπει χημική ενέργεια κατευθείαν σε ηλεκτρική ενέργεια, όπως είναι η βολταϊκή στήλη, στην οποία συντελούνται χημικές αντιδράσεις που ελευθερώνουν ηλεκτρόνια από τον έναν πόλο του στοιχείου, την άνοδο, τα οποία οδεύουν προς τον άλλο πόλο, την κάθοδο
ζ) «στοιχείο καυσίμου»
(ηλεκτρ.) συσκευή με την οποία παράγεται ηλεκτρικό ρεύμα κατευθείαν από την αντίδραση ενός αερίου ή υγρού καυσίμου με οξυγόνο
η) «στοιχείο τροχιάς»
αστρον. συνοπτική ονομασία των παραμέτρων οι οποίες επιτρέπουν τον καθορισμό της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος και τη θέση του πάνω στην τροχιά του
μσν.
1. στοιχειωμένο μνημείο για φύλαξη τόπου («ὑποκάτω δὲ κίονος τοῦ φόρου ἐτέθη καὶ τὸ Παλλάδιον στοιχεῖον», Κωδιν.)
2. (ιδίως στον πληθ.) τὰ στοιχεῖα
σκοτεινές δυνάμεις, δαιμόνια και υπερφυσικά όντα, στοιχειά
αρχ.
1. ο στύλος, ο γνώμονας ηλιακού ρολογιού που με την σχηματιζόμενη σκιά του έδειχνε την ώρα
2. συνεκδ. η σκιά (α. «στοιχεῖον
σκιά», Φιλήμ.
β. «ὅταν ᾖ δεκάπουν τὸ στοιχεῖον» — όταν η σκιά είναι δέκα ποδών, Αριστοφ.)
3. απλούστατο συστατικό του λόγου, στοιχειώδης ήχος της φωνής που θεωρείται ως στοιχειώδες μέρος της γλώσσας, φθόγγος, σε αντιδιαστολή προς το γράμμα (α. «φωνῆς στοιχεῖα καὶ ἀρχαὶ δοκοῦσιν εἶναι ταῡτ' ἐξ ὦν σύγκεινται αἱ φωναὶ πρῶτον», Αριστοτ.
β. «στοιχεῖόν ἐστι φωνὴ ἀδιαίρετος», Αριστοτ.
γ. «τὰ τῶν γραμμάτων στοιχεῖά τε καὶ συλλαβάς», Πλάτ.)
4. μονάδα
5. σημείο
6. γραμμή
7. επιφάνεια
8. κύκλος
9. αστερισμός του ζωδιακού κύκλου («ἔχων ἐνυφασμένα τὰ δώδεκα στοιχεῖα», Διογ. Λαέρτ.)
10. ουράνιο σώμα και κυρίως πλανήτης («οὐρανίων ἄστρων στοιχεῖα», Μαν.)
11. στον πληθ. α) (λογ.) οι πρώτοι συλλογισμοί
β) (ρητ.) κοινοί τόποι
12. φρ. α) «στοιχεῖα τοῦ λόγου ἤ τῆς λέξεως»
γραμμ. τα μέρη του λόγου
β) «κατὰ στοιχεῖον» — κατά αλφαβητική σειρά (Ανθ. Παλ.)
γ) «ἀκουόμενα στοιχεῖα» — τα προφερόμενα γράμματα (Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος (για τη σημ. της λ. βλ. λ. στείχω)].