σχολάζω

Revision as of 08:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3, $4:")

English (LSJ)

Boeot. σχολάδδω IG7.2849.6 (Haliartus):—A to have leisure time or have spare time, to be at leisure, have nothing to do, σὺ δ' ἢν σχολάσῃς Ar. Lys.412, cf. Th.4.4, etc.; διὰ τὸ μὴ σχολάζειν ὑπὸ πολέμων because they have no leisure left by the wars, Pl.Lg.694e; ἀσχολούμεθα ἵνα σχολάζωμεν Arist.EN1177b5; σχολάζω καλῶς = spend one's leisure well, Id.Pol.1337b31; σχολάζω ἐλευθερίως καὶ σωφρόνως ib.1326b31: c. inf., have leisure or have time to do a thing, X.Cyr.2.1.9, 8.1.18, Pl.Lg.763d, etc. 2 loiter, linger, A.Supp.207, 883, E.Hec.730, D.3.35. II σχολάζω ἀπό τινος have rest or have respite from a thing, cease from doing, X.Cyr. 7.5.52; ἀπὸ τοῦ Κρώμνου were set free from the operations at Kromnos, Id.HG7.4.28; also σχολάζω ἔργων Plu.Nic.28. III c. dat., have leisure, have time, or have opportunity for a thing, devote one's time to a thing, πάντα τὸν βίον ἐσχόλακεν [ἐν] τούτῳ D.22.4; σχολάζω φιλοσοφίᾳ, σχολάζω μουσικῇ, etc., Luc.Macr.4, VH2.15; μόνῃ σχολάζω ὑγιείᾳ Gal.6.168; τῇ γῇ, i.e. agriculture, Sammelb. 4284.15 (iii A.D.); so πρὸς ταῦτα X.Mem.3.6.6; πρὸς τοῖς ἰδίοις Arist. Pol.1308b36; ἐπί τινος Id.PA682a34; περὶ λόγους Plu.Brut.22; πρὸς ἐννοίᾳ . . πρὸς αὑτόν Id.Num.14. 2 c. dat. pers., devote oneself to . ., τοῖς φίλοις X.Cyr.7.5.39; ἑαυτοῖς Gal.6.810; ὁ στρατηγὸς . . τοῖς διαφέρουσιν ἐσχόλασεν Wilcken Chr.41 i8 (iii A.D.); especially of students, study, attend lectures, ἐπὶ Παλλαδίῳ Phld.Acad.Ind.p.88 M.; σχολάζω τινί devote oneself to a master, attend his lectures, σχολάζω Καρνεάδῃ, Ἰσοκράτει, ib.p.89 M., Plu.2.844b; τοῖς φιλοσόφοις IG22.1028.34 (ii/i B.C.); μετ' Ἐπικούρου Phylarch.24J.; παρά τισι Alciphr.1.34. 3 abs., devote oneself to learning: hence, give lectures (cf. σχολή ΙΙ), Apollon.Perg. Con. 1 Praef.; σχολάζω Ἀθήνησιν Phld.Rh.1.95 S.; ἐν Λυκείῳ D.H.Amm.1.5, cf. Plu.Dem.5:c.acc.neut., ἅπερ ἐσχολάσαμεν Demetr.Lac.Herc.1013.18; τὰ περὶ τοῦ τέλους σχολασθέντα lectures upon... S.E.M.11.167; of a gladiator, to be master of a school (ludus), εἰς Ἔφεσον Rev.Arch.30 (1929).24 (Gortyn). IV of a place, to be vacant, be unoccupied, Plu.CG 12, Jul.Caes.316c: c. dat., to be reserved for, τὸ ἀπ' οὐρανοῦ κορυφῆς μέχρι σελήνης θεοῖς καὶ ἄστροις . . σχολάζει Herm. ap. Stob.1.49.68.

German (Pape)

[Seite 1057] 1) Muße, Zeit haben, gewinnen, sich Muße, Zeit nehmen, müßig sein, zaudern; Aesch. Suppl. 204. 860; Eur. Hec. 730; absol., Thuc. 4, 4; Plat. Phaed. 58, d, διὰ τὸ μὴ σχολάζειν; Sp.; übertr., καθέδρα σχολάζουσα, ein leerstehender Sitz, wie τόπος, Plut. C. Graech. 12; von Ankern, = ἀργεῖν, Timol. 22; c. inf., Xen. σχολάζω μένειν, ich kann bleiden, Cyr. 2, 1, 9, vgl. 8, 1, 18; auch im tadelnden Sinne, καὶ ῥᾳθυμεῖν, Pol. 11, 25, 7. – 2) σχολάζειν τινός u. ἀπό τινος, wovon Muße, Zeit haben, nicht mehr womit beschäftigt sein; Xen. Cyr. 7, 1, 52 Hell. 7, 4, 28; σχολάζοντες ἔργων, Plut. Nic. 18. – 3) σχολάζειν τινί, wozu Muße, Zeit haben, seine Muße einer Sache, einer Person widmen, vacare rei; bes. sich einer Kunst, einer Wissenschaft widmen; auch sich einem Lehrer widmen, d. i. Jemandes Schüler, Zuhörer sein, alle Muße auf seinen Unterricht verwenden; Xen. Cyr. 7, 5, 39 Mem. 3, 9, 9. Auch abs., Schule halten, Unterricht ertheilen, Plut. Dem. 5 u. a. Sp.; πρός τι σχολάζειν, seine Muße worauf richten, es bedenken, überlegen, Xen. Mem. 3, 6, 6.

Greek (Liddell-Scott)

σχολάζω: μέλλ. -άσω, σχολὴν ἄγω, δὲν ἔχω ἀσχολίαν τινά, ἀναπαύομαι, οὐδεμίαν ἔχω ἐργασίαν, εὐκαιρῶ, ἔχω ὥραν σχολῆς, σὺ δ’ ἢν σχολάσῃς Ἀριστοφ. Λυσ. 212, πρβλ. Θουκ. 4. 4, Πλάτ., κλπ.· διὰ τὸ μὴ σχολάζειν ὑπὸ τῶν πολέμων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 694Ε, ἀσχολούμεθα ἵνα σχολάζωμεν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 7, 6· σχ. καλῶς, δαπανῶ καλῶς τὸν χρόνον, τὰς ὥρας τῆς σχολῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 3, 2· σχ. ἐλευθερίως καὶ σωφρόνως αὐτόθι 7. 5, 1· - μετ’ ἀπαρ., εὐκαιρῶ, μοὶ περισσεύει ὥρα να πράξω τι, Ξενοφ. Κύρ. 2. 1, 9., 8. 1, 18, Πλάτ. Νόμ. 763D, κλπ. 2) χρονοτριβῶ, βραδυπορῶ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 207, 883, Εὐρ. Ἑκ. 730, Δημ. 38. 20. ΙΙ. σχ. ἀπό τινος, Λατ. vacare a re, ἀναπαύομαι ἀπό τινος, παύομαι ποιών τι, Ξενοφ. Κύρ. 7. 5, 52, πρβλ. Ἑλλ. 7. 4, 28· οὕτω, σχ. τινὸς Πλουτ. Νικ. 28. ΙΙ. σχολάζειν τινί, Λατ. vacarrei, ἔχω εὐκαιρίαν διὰ τὶ πρᾶγμα, ἀφιερῶ τὸν καιρόν μου εἴς τι πρᾶγμα, καταγίνομαι, ἐσχόλακεν ἑνὶ τούτῳ πάντα τὸν βίον Δημ. 594. 16· σχ. φιλοσοφίᾳ, μουσικῇ Λουκ. π. Μακροβ. 4, π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 15, κτλ.· οὕτω, σχ. πρός τι Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 6. πρός τινι Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 16· ἐπί τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 61· περὶ τι Πλουτ. Βροῦτ. 22. 2) ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., ἀφοσιοῦμαι εἴς τινα, τοῖς φίλοις Ξεν. Κύρ. 7. 5, 39· μάλιστα ἐπὶ μαθητῶν, σχ. τινι, ἀφιεροῦμαι εἴς τινα διδάσκαλον, γίνομαι ὀπαδός του, συχνάζω εἰς τὴν διδασκαλίαν του, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 44, Πλούτ. 2. 844Α. Β. σχ. μετά τινος Φύλαρχ. 53· παρά τινι Ἀλκίφρων 1. 34. πρός τινα Πλουτ. Νουμ. 14. 3) ἀπολ., ἀφοσιοῦμαι εἰς τὴν μάθησιν· ἀκολούθως, διδάσκω, παραδίδω μαθήματα (πρβλ. σχολή), σχ. ἐν Λυκείῳ Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμ. 1. 5, πρβλ. Πλουτ. Δημοσθ. 5· τὰ περὶ τοῦ τέλους σχολασθέντα, μαθήματα περί..., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 167. IV. εἶμαι ἐνησχολημένος, ἐπί τινος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 61. V. ἐπὶ θέσεως, εἶμαι κενή, δεν κατέχομαι ὑπό τινος, καταλαβὼν σχολάζουσαν καθέδραν Ἰουλιαν. Συμπ. ἢ Κρόνια 316C.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐσχόλασα, pf. ἐσχόλακα;
I. avoir ou prendre du loisir, être oisif, inoccupé :
1 abs.
2 avec un inf. : avoir le loisir de;
3 avec un rég. d’éloignement τινος, ἀπό τινος se reposer de qqe occupation;
4 avec un rég. de tendance consacrer son loisir à : πρός τι, τινι, περί τι à qch ; avec un rég. de pers. : τινι, πρός τινα à qqn, càd fréquenter qqn, entretenir des relations amicales avec qqn ; particul. être auditeur ou disciple de qqn ; ou au contr. être le maître de qqn, tenir école, faire des cours, des conférences;
II. en parl. de choses être vacant : τόπος σχολάζων PLUT lieu vide.
Étymologie: σχολή.

English (Strong)

from σχολή; to take a holiday, i.e. be at leisure for (by implication, devote oneself wholly to); figuratively, to be vacant (of a house): empty, give self.

English (Thayer)

1st aorist subjunctive σχολάσω, G L T Tr WH; (σχολή, which see);
1. to cease from labor; to loiter.
2. to be free from labor, to be at leisure, to be idle; τίνι, to have leisure for a thing, i. e. to give oneself to a thing: ἵνα σχολάσητε ( σχολάζητε) τῇ προσευχή, Passow, under the word; (Liddell and Scott, under the word, III.)).
3. of things; e. g. of places, to be unoccupied, empty: οἶκος σχολαζων, WH brackets Tr marginal reading brackets) (τόπος, Plutarch, Gai. Grac. 12; of a centurion's vacant office, Eus. h. e. 7,15; in ecclesiastical writings of vacant ecclesiastical offices (also of officers without charge; cf. Sophocles' Lexicon, under the word)).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α
σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το σχολείο γιατί ο δάσκαλος έφυγε για το υπουργείο» γ. «σχολάζοντας ἔργων», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αργώ
2. (μτβ.) α) παύω κάποιον από την εργασία του, απολύω («τον σχόλασε χθες το αφεντικό χωρίς καμιά προειδοποίηση»)
β) αφήνω ελεύθερους τους μαθητές μετά το μάθημαδασκάλισσα, δασκάλισσα σκόλασε την Ελένη / γιατί 'ναι Σαββατόβραδο και η ψυχή μου βγαίνει», δημ. τραγούδι)
3. μτφ. παύω να έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον («τον σχόλασα» — τον άφησα)
4. φρ. α) «σχολάζουσα κληρονομία»
(αστ. δίκ.) κληρονομία κατά την οποία το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση εκείνου που έχει έννομο συμφέρον, διορίζει κηδεμόνα της κληρονομίας, η οποία θεωρείται ότι σχολάζει, επειδή ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή δεν είναι βέβαιο ότι αποδέχθηκε την κληρονομία
β) «σχολάζων επίσκοπος»
(καν. δίκ.) καθένας από τους αρχιερείς οι οποίοι δεν ποιμαίνουν τοπική Εκκλησία, όχι όμως επειδή έχουν τιμωρηθεί για συγκεκριμένα κανονικά παραπτώματα, αλλά για άλλους λόγους, όπως είναι η παραίτηση, η μη αποδοχή τους στην επισκοπή ή η απομάκρυνσή τους από την επισκοπή κ.ά.
μσν.-αρχ.
1. έχω ελεύθερο χρόνο, αναπαύομαι
2. (με απρμφ.) μού περισσεύει χρόνος να κάνω κάτι
3. (με δοτ.) καταγίνομαι με κάτι («σχολάζειν φιλοσοφία», Λουκιαν.)
4. (με δοτ. προσ.) αφοσιώνομαι σε κάποιον («πρὶν τοῖς φίλοις αὐτὸν σχολάσαι καὶ συγγενέσθαι», Ξεν.)
5. προορίζομαι για κάποιον
6. ακούω τις παραδόσεις κάποιου, είμαι μαθητής ή και οπαδός κάποιου (α. «σχολάζειν τοῖς φιλοσόφοις», επιγρ.
β. «σχολάζειν μετ' Ἐπικούρου», Φύλαρχ.)
7. (γενικά) παίρνω μαθήματα, σπουδάζω («σχολάζειν ἐπὶ Παλλαδίω», Φιλόδ.)
8. παραδίδω μαθήματα, («σχολάζειν Ἀθήνησιν», Φιλόδ.)
9. χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ
10. μτφ. α) (για πράγμ.) είμαι σε αχρησία
β) (για θέση, καθέδρα) είμαι κενή, δεν έχω κάτοχο
γ) είμαι ανεπιτυχής
δ) (για τόπο) είμαι τελείως άδειος, κενόςοἶκος σχολάζων», ΚΔ)
ε) (για γυναίκα) είμαι ανύπαντρη
11. φρ. «σχολάζω καλῶς» — δαπανώ τον ελεύθερο χρόνο μου εποικοδομητικά (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή / σκόλη (για τη σημ. του ρ. βλ. λ. σχολή). Οι νεοελλ. τ. σχολνώ/ σχολώ σχηματίστηκαν από τον αόρ. ἐσχόλασα κατά το σχήμα (ε)πείνασα: πεινώ].

Greek Monotonic

σχολάζω: μέλ. -άσω (σχολή
I. 1. βρίσκομαι σε αργία ή έχω ελεύθερο χρόνο, αναπαύομαι, δεν εκτελώ καμία εργασία, είμαι σε σχόλη, αργώ, απρακτώ, σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., έχω διαθέσιμο χρόνο, είμαι εύκαιρος να κάνω κάτι, σε Ξεν.
2. χρονοτριβώ, βραδυπορώ, καθυστερώ, σε Ευρ., Δημ.
II. σχολάζω ἀπό τινος, Λατ. vacare a re, αναπαύομαι από κάτι, σταματώ, παύω να κάνω κάτι, σε Ξεν.
III. 1. σχολάζειν τινί, Λατ. vacare rei, έχω διαθέσιμο χρόνο ή την ευκαιρία για κάτι, αφιερώνω τον χρόνο μου σε κάτι, καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, σε Δημ.· πρός τι, σε Ξεν.
2. επίσης, με δοτ. προσ., αφιερώνω τον εαυτό μου, αφοσιώνομαι σε κάτι· τοῖς φίλοις, στον ίδ.· ιδίως λέγεται για μαθητές, σχολάζω τινί, φοιτώ κοντά σε κάποιον δάσκαλο, είμαι αφοσιωμένος οπαδός του, συχνάζω στις παραδόσεις, στις διαλέξεις του, στον ίδ.· απολ., διδάσκω, παραδίδω μαθήματα, σε Πλούτ.
IV. λέγεται για θέση, είμαι κενή, δεν κατέχομαι ή δεν έχω καταληφθεί από κάποιον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σχολάζω:
1) быть незанятым, иметь досуг Thuc., Arph., Plat.: σ. καλῶς Arst. хорошо проводить свои досуги; τὸ μὴ σ. ὑπό τινος Plat. занятость чем-л.;
2) (о месте) быть свободным, пустым, пустовать (ὁ τόπος σχολάζων Plut.; οἶκος σχολάζων NT);
3) освобождаться, отделываться, получать отдых (ἀπό τινος Xen. и τινός Plut.);
4) медлить, мешкать (ἀργεῖν καὶ σ. Dem.);
5) посвящать свои досуги, отдавать свое время (πρός τι Xen. и πρός τινα Plut., τινί Xen., Dem., Luc., NT, πρός τινι и ἐπί τινος Arst. и περί τι Plut.): πάντα τὸν βίον ἐσχόλακεν ἑνὶ τούτῳ Dem. тому одному он посвятил всю свою жизнь;
6) слушать (посещать) лекции: σ. τινί Xen. и πρός τινα Plut. слушать кого-л., быть чьим-л. слушателем (учеником);
7) читать лекции, преподавать, учить: καίπερ Ἰσοκράτους τότε σχολάζοντος Plut. (Демосфен учился у Исея), хотя тогда читал лекции (сам) Исократ; τὰ περί τινος σχολασθέντα Sext. лекции о чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχολάζω [σχολή] vrije tijd hebben:; ἢν σχολάσῃς als je tijd hebt Aristoph. Lys. 412; πρὶν τοῖς φίλοις αὐτὸν σχολάσαι voordat hij tijd kreeg voor zijn vrienden Xen. Cyr. 7.5.39; met inf.. σ. τῶν κοινῶν ἐπιμελεῖσθαι de tijd hebben om zich met publieke zaken bezig te houden Plat. Lg. 763d. niet bezet zijn (door), klaar zijn (met); met gen. of ἀπό + gen..; ἐπεὶ ἀπὸ τούτου σχολάσαις zodra je daarmee klaar zou zijn Xen. Cyr. 7.5.52; σ. ἔργων vrij zijn van werk Plut. Nic. 28.1; abs. ook van zaken:. σχολάζοντα... ἀπέδειξε τὸν τόπον hij leverde de plaats leeg op Plut. TG et CG 33(12).6. de tijd nemen, treuzelen:. μηδέ τις σχολαζέτω en niemand moet treuzelen Aeschl. Suppl. 883. tijd hebben voor iets, zich wijden aan, met dat.:; σ. φιλοσοφίᾳ zich aan filosofie wijden [Luc.] 12.4; met prep.:; οὐδὲ πρὸς ταῦτά πω ἐσχόλασα en daarvoor had ik nog geen tijd Xen. Mem. 3.6.6; πρὸς τοῖς ἰδίοις σ. zich op zijn eigen zaken richten Aristot. Pol. 1308b36; σ. περὶ λόγους zich bezig houden met studie Plut. Brut. 22.2; doceren:. καίπερ Ἰσοκράτους τότε σχολάζοντος hoewel Isocrates in die tijd een school had Plut. Demosth. 5.6.

Middle Liddell

σχολάζω, fut. -άσω σχολή
I. to have leisure or spare time, to be at leisure, Thuc., etc.:—c. inf. to have leisure or time to do a thing, Xen.
2. to loiter, linger, delay, Eur., Dem.
II. σχ. ἀπό τινος, Lat. vacare a re, to have rest or respite from a thing, cease from doing, Xen.
III. σχολάζειν τινί, Lat. vacare rei, to have leisure or opportunity for a thing, to devote one's time to it, Dem.; πρός τι Xen.
2. also c. dat. pers. to devote himself to, τοῖς φίλοις Xen.: especially of scholars, σχ. τινί to devote oneself to a master, attend his lectures, Xen.; and absol. to give lectures, Plut.
IV. of a place, to be vacant or unoccupied, Plut.

Chinese

原文音譯:scol£zw 士何拉索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:空閒 相當於: (רָפָה‎)
字義溯源:在休假,空閒,閒蕩,空的,專心;源自(σχολή)*=閒蕩,空閒)
出現次數:總共(2);太(1);林前(1)
譯字彙編
1) 專心(1) 林前7:5;
2) 空閒著(1) 太12:44