άντρας
Greek Monolingual
άνδρας και άντρας, ο (Α ἀνήρ)
1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα)
2. ομόκλινος, σύζυγος
3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι
4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος
5. στρατιώτης, οπλίτης
6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας -ένας με τη σειρά
αρχ.
1. άνθρωπος θνητός (σ’ αντίθεση με τους θεούς)
2. ο άρχοντας, ο αρχηγός
3. ο ελεύθερος άνθρωπος, ο πολίτης, σε αντίθεση με τον δούλο
4. φρ. «ἀνὴρ ὅδε ἐγὼ»
«νομεὺς ἀνήρ», βοσκός
«εἷς ἀνὴρ οὐδεὶς ἀνήρ», ένας, ίσον κανένας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ΙΕ ρίζα -ner και -aner (-әner). Το θ. του ελλην. τ. ανήρ εμφανίζεται στο αρχ. ινδ. na (θ. nάr-) «ἄνδρας, ἄνθρωπος», αβ. nā (nar-), ιταλ. ner- (οσκ. γεν. πληθ. ner-um «ανδρών»), λατ. σαβιν. Ner-ō (κύριο όνομα), αλβαν. njer «άνδρας, άνθρωπος» Ως προς το αρχικό α- του ελλην. τ. ανήρ (το οποίο απαντά και στο αρμεν. ayr, γεν. arn «άνδρας, άνθρωπος» καθώς και στο νεοφρυγ. αναρ «άνδρας») δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για προθεματικό φωνήεν ή για μια μεταβολή του φωνήεντος της ρίζας κατά τον σχηματισμό της λέξης. Στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και στον πληθ. το θ. ανερ- μαρτυρείται σπανίως. Συχνότερα απαντά θ. ανδρ-, το οποίο προήλθε από τη μηδενισμένη βαθμίδα του θ. με ανάπτυξη ενός -δ- χάριν ευφωνίας. Τέλος υποστηρίζεται ότι με τον τ. ανήρ (ανδρός) συνδέονται και οι λ. δρώψ (< νρώψ) «άνθρωπος», στον Ησύχιο και άνθρωπος (< άνδρ-ωπος). Η λ. ανήρ έδωσε λαβή στον σχηματισμό πλήθους συνθέτων της Αρχαίας με α' συνθετικό το ανδρο- καί β΄ συνθετικό το -ανδρός, και λιγότερο το -ήνωρ (απ’ όπου και θηλ. -άνειρα). Ιδιαιτέρως παραγωγική υπήρξε η λέξη στον σχηματισμό κυρίων ονομάτων της αρχαίας, πολλά από τα οποία χρησιμοποιούνται και σήμερα].Παράγωγα και σύνθετα του ουσιαστικού άνδρας (ανήρ)
ΠΑΡ. ανδρείος ανδρίζω, ανδρικός
αρχ.
ανδρακάς (Ι), ανδρακάς (II), ανδράριον, ανδρίον, ανδρόμεος, ανδροτής, ανδρώδης, ανδρών, ανδρώος
μσν.
ανδραΐζομαι.
ΣΥΝΘ. Α΄
ΣΥΝΘ. ανδραγαθία, ανδρόγυνο(-ς), ανδρομανής, ανδρόμορφος, ανδρόσαιμον
αρχ.
ανδράγρια, ανδραχθής, ανδρεϊφόντης, ανδρεράστρια, ανδρηλάτης, ανδρόβουλος, ανδρογόνος, ανδροδάικτος, ανδροδάμας, ανδροκοίτης, ανδροκτασία, ανδροκτόνος, ανδρολέτειρα, ανδροληψία, ανδρομήκης, ανδρωνυμικός, ανδροπλήθεια, ανδροποιός, ανδρόπρωρος, ανδρόσπλαγχνος, ανδροσφαγείον, άνδροσφιγξ, ανδροτύχης, ανδροφάγος, ανδροφθόρος, ανδροφόνος
μσν.
ανδρογύναιος, ανδρόλεθρος, ανδρόνους
μσν.- νεοελλ.
ανδραδέλφη, ανδράδελφος, ανδροπρεπής
νεοελλ.
ανδρογυναίκα, ανδροκόρη, ανδροχωρίστρα.
Κύρια ονόματα:
Ανδράγαθος, Ανδραγόρας, Ανδραίμων, Ανδράπομπος, Ανδράρης, Ανδρήρατος, Άνδριππος, Ανδρόβιος, Ανδρόβολος, Ανδρόβουλος, Ανδρογένης, Ανδρογήθης, Ανδροδάμας, Ανδροθάλης, Ανδρόθεμις, Ανδροίτας, Ανδροκάδης, Ανδροκλής, Άνδροκλος, Ανδροκράτης, Ανδρόκριτος, Ανδροκύδης, Ανδρόλοχος, Ανδρόμαχος, Ανδρομένης, Ανδρομήδης, Ανδρόνικος, Ανδροπείθης, Ανδροσθένης, Ανδρόσκυλος, Ανδροτέλης, Ανδρότιμος, Ανδροτίων, Ανδροττίδης, Ανδροφάνης, Ανδρόφιλος, Ανδρόφορβος, Ανδρόχαρις, Ανδρώναξ, Ανδρωφέλης, Ανδρώχος, Ανεροίτας.
ΣΥΝΘ. αρχ. αλέξανδρος, αμύνανδρος, αναρπάξανδρος, άντανδρος, απείρανδρος, αρπάξανδρος, αύτανδρος, γύνανδρος, δαΐξανδρος, δείλανδρος, δέκανδρος, δισμυρίανδρος, εκατόντανδρος, έλανδρος, ένανδρος, έπανδρος, εύανδρος, ημίανδρος, ίσανδρος, κακόανδρος, κάλανδρος, κένανδρος, λείψανδρος, μαίανδρος, μεγάλανδρος, μένανδρος, μισαλέξανδρος, μίσανδρος, μόνανδρος, μυρίανδρος, νέανδρος, ολίγανδρος, πεντεκαιδέκανδρος, πολύανδρος, σάκανδρος, σχιζογύανδρος, τάρανδρος, τρίανδρος, ύπανδρος, φαίδρανδρος, φιλαλέξανδρος, φίλανδρος, χιλίανδρος / αγαπήνωρ, αγήνωρ, ανήνωρ, αντήνωρ, απατήνωρ, δαμασήνωρ, δεισήνωρ, ευήνωρ, λειχήνωρ, λυσήνωρ, μεγαλήνωρ, ολεσήνωρ, ρηξήνωρ, υπερήνωρ, υψήνωρ, φθεισήνωρ, φιλήνωρ / αντιάνειρα, βωτιάνειρα, κυδιάνειρα
νεοελλ.
ασχημάντρας, ομορφάντρας.
Κύρια ονόματα:
Αγάθανδρος, Αγάσανδρος, Αγήσανδρος, Αγόρανδρος, Ακέσανδρος, Αλέξανδρος, Άλκανδρος, Αμύνανδρος, Άμφανδρος, Ανάξανδρος, Άντανδρος, Άξανδρος, Αρέσανδρος, Αρίστανδρος, Άρχανδρος, Άσανδρος, Αύτανδρος, Αψανδρος, Βίανδρος, Δέξανδρος, Δήμανδρος, Δίανδρος, Διώξανδρος, Δόξανδρος, Εθέλανδρος, Είκανδρος, Έπανδρος, Ερμανδρίδας, Έρξανδρος, Ερύμανδρος, ΕτέFανδρος, Εύανδρος, Ευχανδρίδας, Ζόανδρος, Ηγήσανδρος, Ήρανδρος, Ήσανδρος, Θάρρανδρος, Θέανδρος, Θέμανδρος, Θρασύανδρος, Θύμανδρος, Ίσχανδρος, Καφίσανδρος, Κλέανδρος, Κλείνανδρος, Κλείτανδρος, Κτήσανδρος, Λάανδρος, Λαΐανδρος, Λέανδρος, Λύανδρος, Λύσανδρος, Μελήσανδρος, Μένανδρος, Μενέσανδρος, Μυήμανδρος, Μυήσανδρος, Νέανδρος, Νίκανδρος, Νύσσανδρος, Ξένανδρος, Ονάσανδρος, Ονόμανδρος, Οφέλανδρος, Παλάμανδρος, Παντανδρίδας, Πείθανδρος, Πείσανδρος, Περίανδρος, Πίστανδρος, Πλουτάκανδρος, Ποίμανδρος, Πρόανδρος, Πυθανδρίδης, Πύρρανδρος, Σήμανδρος, Σίνανδρος, Σκόπανδρος, Σπεύσανδρος, Σπούδανδρος, Στάσανδρος, Στελλανδρίδης, Στίβανδρος, Σύλανδρος, Σώνδρος, Σώσανδρος, Τείσανδρος, Τελέσανδρος, Τέρπανδρος, Τίμανδρος, Τύχανδρος, Φαίνανδρος, Φάνανδρος, Φίλανδρος, Χαίρανδρος, Χαρίσανδρος, Χάρμανδρος, Αγαθήνωρ, Αλξήνωρ, Αναξήνωρ, Δαμασήνωρ, Εκατήνωρ, Ερξήνωρ, Κυδήνωρ, Μεγήνωρ, Παντήνωρ, Στησήνωρ.
Translations
man
Aasax: hat-uk; Abkhaz: ахаҵа; Abu' Arapesh: aleman; Acehnese: agam; Adyghe: хъулъфыгъ, лӀы; Afrikaans: man; Ahom: 𑜋𑜩; Ainu: オッカヨ; Akkadian: 𒀀𒉿𒈝, 𒍣𒅗𒊒𒌝; Aklanon: eaki; Alabama: naani; Alawa: lilmi; Albanian: burrë, trim; Aleut: tayaĝux̂; Alutor: ӄылавул; Alviri-Vidari: میرده; Ama: noko; Amharic: ወንድ; Arabic: رَجُل; Egyptian Arabic: راجِل; Gulf Arabic: ريل; Hijazi Arabic: رِجَّال, راجل; Moroccan Arabic: راجل; South Levantine Arabic: رِجَّال; Aragonese: hombre; Aramaic: גַּבְרָא; Imperial Aramaic: 𐡂𐡁𐡓𐡀; Assyrian Neo-Aramaic: ܐܘܿܪܙܵܐ, ܓܲܒ݂ܪܵܐ; Classical Syriac: ܓܰܒܪܳܐ; Mandaic: ࡂࡁࡓࡀ; Samaritan Aramaic: ࠂࠁࠓࠀ; Argobba: ወንድ; Armenian: տղամարդ, մարդ; Arosi: noni; Assamese: মতা মানুহ; Asturian: home; Atikamekw: iriniw; Avar: бихьинчи, гӏадан; Aymara: chacha; Azerbaijani: adam, kişi, ər; Bakhtiari: پیا; Balinese: muani, lanang; Baluchi: مرد; Bambara: cɛ; Banjarese: lakian; Bashkir: ир, ир кеше; Basque: gizon, gizaseme, gizonki; Baure: hir; Bavarian: mo, må, môô; Belarusian: мужчына, муж; Bengali: আদমী, মরদ; Berber Tashelhit: argaz; Betoi: humasoi; Blackfoot: ninaa; Breton: gwaz, den; Buginese: burane; Bukiyip: élman; Bulgarian: мъж; Bulu: fam; Burmese: ယောက်ျား; Buryat: эрэ хүн; Catalan: home; Catawba: ye; Cebuano: lalaki; Central Atlas Tamazight: ⴰⵔⴳⴰⵣ; Chamicuro: yelna; Chechen: боьрша стаг, стаг; Cherokee: ᎠᏍᎦᏯ; Cheyenne: hetane; Chickasaw: hattak nakni', hattak, nakni'; Chinese Cantonese: 男人; Dungan: нанжын, нанзыхан; Hakka: 男人; Mandarin: 男人, 男的, 男子, 男子漢, 男子汉; Min Bei: 男人; Min Dong: 男, 唐部儂, 唐部侬, 男界; Min Nan: 查埔人, 男人; Teochew: 查埔人; Wu: 男人; Chiricahua: ndé; Choctaw: hatak; Chuave: yai; Chuvash: ар ҫын, ар; Coptic: ⲣⲱⲙⲉ; Cree: nâpêw; Crimean Tatar: erkek, er kişi, adam; Crow: bacheé; Czech: muž, pán; Dalmatian: jomno; Danish: mand; Dhivehi: ފިރިހެން މީހާ; Dolgan: эр киһи; Dutch: man, heer; East Central German: Moan; Eastern Arrernte: artwe; Eastern Mari: марий, пӧръеҥ; Erzya: аля; Esperanto: viro; Estonian: mees, meesterahvas; Even: няри; Evenki: бэе; Ewe: ŋutsu; Faroese: kallmaður, maður, kallur; Fijian: turaga; Finnish: mies; Franco-Provençal: homo; French: homme; Friulian: omp, om; Fula: gorko; Futuna-Aniwa: taŋata; Fuyug: an; Galician: varón, home; Ge'ez: ዕድ; Georgian: კაცი; German: Mann, Herr; Alemannic German: Maa; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌽𐌰, 𐌲𐌿𐌼𐌰; Greek: άνδρας; Ancient Greek: ἀνήρ, φώς; Greenlandic: angut; Guaraní: ava; Gujarati: પુરુષ; Hausa: mutum; Hawaiian: kāne; Hebrew: אָדָם, גֶּבֶר, אִישׁ; Hiligaynon: lalaki; Hindi: पुरुष, नर, मानुस, मानस, आदमी, मर्द, मानव, मानुष; Hittite: 𒇽𒀸, 𒁉𒌍𒈾𒀸; Hopi: taaqa; Hungarian: férfi, ember; Hunsrik: Mann; Icelandic: karlmaður, karl, maður; Ido: viro; Indo-Portuguese: homm; Indonesian: pria, laki-laki; Ingush: саг; Interlingua: homine, viro, masculo; Inuktitut: ᐊᖑᑦ; Inupiaq: angun; Irish: fear; Old Irish: fer; Isnag: lalaki; Istriot: omo; Istro-Romanian: bărbåt; Italian: uomo; Itawit: lalaki; Japanese: 男性, 男の人, 男; Javanese: lanang, jaler; Jersey Dutch: kääd'l; Jicarilla: didé; Judeo-Tat: мерд; Kabyle: argaz; Kalmyk: залу күн; Kaluli: kalu; Kamta: beṭa saöa; Kannada: ನರ, ಪುರುಷ; Karachay-Balkar: эркиши, эркегырыу; Karelian: ukko; Karipúna Creole French: uóm; Karitiâna: taso; Kashubian: chłop; Kazakh: ер, еркек, еркек, ер адам, ер кісі, жігіт, кісі; Khmer: ប្រុស; Khoekhoe: khoeb; Komi-Permyak: морт, мужичӧй, айморт; Korean: 남자(男子), 사내; Kumyk: эркек; Kunigami: 男; Kurdish Central Kurdish: پیاو, زەلام; Northern Kurdish: mêr, zelam; Kyrgyz: эркек, киши; Ladin: ël; Lakota: wičháša; Lao: ຜູ້ຊາຍ, ຊາຍ; Latgalian: veirs; Latin: vir, mas; Latvian: vīrs; Lavukaleve: ali; Laz: კოჩი; Ledo Kaili: langgai; Lezgi: итим; Lithuanian: vyras; Livonian: mīez; Lombard: omm; Lote: non; Louisiana Creole French: nonm, boug; Low German German Low German: Mann; Luganda: omusajja; Lü: ᦋᦻ; Macedonian: маж, човек; Malagasy: lehilahy, olona; Malay: lelaki; Malayalam: മനുഷ്യൻ, ആണ്; Maltese: raġel; Manchu: ᡥᠠᡥᠠ; Mandar: tommuane; Manx: fer; Maori: tāne; Mapudungun: wentru; Maranao: mama; Watam: namot; Marathi: माणूस, पुरुष; Maricopa: ipa; Mazanderani: مردی; Megleno-Romanian: bărbat; Meänkieli: mies; Mi'kmaq: jinem; Mingrelian: კოჩი; Mirandese: home; Mohawk: rón:kwe; Mohegan-Pequot: in; Moksha: аля; Mongolian Cyrillic: эр хүн, хүн, эрэгтэй хүн, эр, хлопъ; Moroccan Amazigh: ⴰⵔⴳⴰⵣ; Motu: tau; Mòcheno: mònn; Nahuatl Central: tlacatl, oquichtli; Central Huasteca: tlakatl, okixtli; Classical: tlacatl, oquichtli; Navajo: hastiin; Neapolitan: ommo; Nepali: पुरुष, लोग्ने मान्छे; Ngarrindjeri: korni; Nivkh: утку; Norman: haomme, homme, houme, houmme; North Frisian Föhr-Amrum: maan; Halligen: moon; Sylt: Man; North Slavey: deneyu; Northern Ohlone: ṯaares, tá̄ris; Northern Thai: ᨩᩣ᩠ᨿ; Norwegian Bokmål: mann; Nynorsk: mann; Nyunga: man, maaman; O'odham: cheoj; Occitan: òme; Ojibwe: inini; Oki-No-Erabu: 男; Okinawan: 男; Old Church Slavonic Cyrillic: мѫжь, *мѫжьщина; Glagolitic: ⰿⱘⰶⱐ; Old East Slavic: мужь, *мущина; Old English: wer, secg); Old French: hom, homme; Old Lithuanian: žmuõ; Old Norse: maðr; Old Occitan: omne; Old Persian: 𐎶𐎼𐎫𐎡𐎹; Old Portuguese: ome; Old Prussian: wīrs; Old Turkic: 𐰼; Ongota: inta; Oriya: ନର; Oromo: namicha, dhiira, nama; Ossetian: лӕг, нӕл, нӕлгоймаг; Ottoman Turkish: ادم, اركك, ار, رجل, مرد; Pashto: سړی; Pennsylvania German: Mann; Persian: مَرد; Pileni: tangata; Pipil: takat, tacat; Pitjantjatjara: wati; Plautdietsch: Maun; Polish: mężczyzna pers, pan pers, człowiek pers, mąż pers; Portuguese: homem, varão, mane; Powhatan: nimarew; Punjabi: ਆਦਮੀ; Quechua: qhari, gari; Rapa Nui: tangata; Romagnol: òm, òman; Romanian: bărbat, om; Romansch: um; Russian: мужчина, муж, мужик; Rusyn: хлоп, муж; Saanich: SWÍḴE; Sami Inari: almai; Northern: almmái; Skolt: åålm; Southern: ålma; Samogitian: vīrs; Sanskrit: वृषन्, पुरुष, नर; Sardinian: òmine; Saterland Frisian: Mon; Savosavo: tada; Scots: mannie; Scottish Gaelic: fear, duine; Seimat: wawan; Serbo-Croatian Cyrillic: човјек, мушкарац; Roman: čovjek, muškarac; Shan: ၸၢႆး; Sicilian: omu; Silesian: chop; Sindhi: ماڻھو, مرد; Sinhalese: මිනිහා, මිනිසා, පුරුෂයා; Slovak: muž; Slovene: moški, mož; Slovincian: χlʉ̀ɵ̯p; Somali: nin; Sorbian Lower Sorbian: muski, muž; Upper Sorbian: muž; Spanish: hombre, varón; Sranan Tongo: man; Sumerian: 𒇽; Sundanese: pameget, lalaki; Swahili: mwanaume or wa; Swedish: man, karl; Sylheti: ꠛꠦꠐꠣ; Tagalog: lalaki; Tahitian: tāne; Tai Nüa: ᥓᥣᥭᥰ; Tajik: мард, одам; Talysh: مرد; Tamil: ஆண்; Taos: sə́onena; Tatar: ир, ир кеше; Tausug: usug; Telugu: పురుషుడు, మగవాడు; Tetum: mane; Thai: ผู้ชาย, ชาย; Tibetan: ཕོ; Tigrinya: ሰብኣይ; Tocharian A: oṅk; Tocharian B: eṅkwe; Tok Pisin: man; Tswana: monna; Tundra Nenets: хасава; Tupinambá: abá; Turkish: adam, erkek, er, er kişi; Turkmen: erkek, adam, kişi; Tuvaluan: tagata; Tuvan: эр кижи, эр; Udmurt: пиосмурт, воргорон; Ukrainian: чолові́к, муж, мужчина; Urdu: آدمی, مرد, پرش; Uyghur: ئەر, ئەر كىشى; Uzbek: er, kişi, erkak kişi, erkak, kişi; Venetian: omo; Vietnamese: đàn ông; Vilamovian: menś; Volapük: man, himen; Vurës: atm̄ēn; Võro: miis; Walloon: ome; Warlpiri: wati; Welsh: gŵr, dyn; West Frisian: man; Western Apache: nnee, nndee, ndee, indee, ndeeń; Wolof: góor ji, góor; Xhosa: indoda; Yagara: dhan; Yagnobi: мард; Yakut: эр киһи, эр; Yiddish: מאַן; Yoron: 男; Yoruba: o̩kùnrin; Yámana: úa; Zaghawa: boru; Zay: səb; Zazaki: merdek; Zealandic: man, vent; Zhuang: bouxsai, sai; Zulu: indoda, umlisa; ǃXóõ: tâa a̰a