προδίδωμι

Revision as of 14:39, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A give beforehand, pay in advance, X.HG1.5.7, IG22.1304.34; προεδίδου cj. for προσ- in Plb.8.15.7; προδιδούς, opp. ἐπιδιδούς, Gal.12.174; give first, Ep.Rom.11.35:—Pass., Arist.Oec.1350a36; τῶν προδιδεδομένων τιμῶν Inscr.Prien.107.17, cf. GDI5181.34 (Crete); of a menu-tablet, Ath.2.49d.
II give up, (κλῆρον) PPetr.3p.96(iii B.C.); deliver up, τοὺς ὁμοκωμήτας ἡμῖν PThead.17.16(iv A.D.): most freq., give up to the enemy, betray, τοὺς λοιποὺς τοῖσι Σαμίοισι Hdt.6.23; τὸ σὸν θνητοῖσι π. γέρας A.Pr.38, etc.; π. τὴν Ποτείδαιαν Hdt.8.128; τὰν φυγάδα A.Supp.420(lyr.); ἱκέτας E.Heracl.246; πυργώματα A.Th.251; τὰς πύλας, φρούριον, Ar.Av.766, Ra.362; of a woman, π. τὸ σῶμα Lys.Fr.90: c. inf., ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν E.Or.1588, cf. Alc.659:—Pass., προδοθέντες ὑπὸ Σιτάλκεω ἥλωσαν Hdt.7.137; ἀπόλωλα τλήμων, προδέδομαι S.Ph.923.
2 forsake, abandon, οἵ με φίλοι προὔδωκαν Thgn.813; π. τὴν Ἑλλάδα Hdt.9.7.β, Ar.Pax408; μηδαμῶς… προδῷς με Id.Th.229; τὴν μητέρα π. Antipho 1.5; τὴν πολιτείαν Pl.Lg.762c; σαυτόν Id.Cri.45c:—Pass., προδεδόμεθα ὑπὸ τῶν συμμάχων Hdt.9.60, cf. Vett.Val.78.19.
3 abs., play false, desert, Hdt.5.113, 6.15, etc.; οὔτοι προδώσει χρησμός will not prove traitor, A.Ch.269; χάρις… προδοῦσ' ἁλίσκεται S.Aj.1267; ἢν προδιδῶσι πρὸς τοὺς κατιόντας treat treasonably with them, Hdt.3.45: c. acc. cogn., προδοσίαν π. to be guilty of treachery, Din.1.10.
4 with a thing as subject, betray, fail one, [αἱ κάτω πλίνθοι] π. τὰς ἄνω X.HG5.2.5; ὁ ὀφθαλμὸς π. τινά D.52.13: intr., fail, of wine, Xenoph. 1.5; of a river, run dry, Hdt.7.187; of a barricade that has proved useless, Id.8.52.
5 with a thing as object, surrender, give up, προδέδοται τὰ κρυπτά E.IA1140; χάριν π. to be thankless, Id.Heracl. 1036; τὰ πράγματα Ar.Eq.241; τὸ δοκοῦν ἀληθὲς οὐχ ὅσιον προδιδόναι Pl.R. 607c; τὸ δίκαιον Id.Lg.907a; ἑτέροισι τὴν νίκην ib.906e; καιρὸν τοῖς ἐναντίοις D.19.6; to be false to, fail to uphold, ὅρκους X.Cyr.5.1.22; τὴν καταχειροτονίαν D.21.120; give up as lost, bid adieu to, ἡδονάς S.Ant.1166; τὰς ἐλπίδας Ar.Nu.1500; τὴν ἐκείνου προαίρεσιν D. 60.28; τὸν ἀγῶνα Aeschin.1.115.

German (Pape)

[Seite 716] (s. δίδωμι), 1) vorher od. vorausgeben, vorausbezahlen, Pol. 8, 17, 7. – 2) bes. herausgeben, dem Feinde ausliefern, verrathen; ὅστις τὸ σὸν θνητοῖσι προὔδωκεν γέρας, Aesch. Prom. 38; μὴ προδῷς πυργώματα, Spt. 233; τὸν φυγάδα μὴ προδῷς, Suppl. 415, u. öfter; ἀπόλωλα τλήμων, προδέδομαι, Soph. Phil. 911; μήποτε προδώσειν τάσδε ἑκών, O. C. 1630, u. oft; auch ἐπ' ἀργύρῳ γε τὴν ψυχὴν προδούς, Ant. 322; ἄνδρ' ἀπόντ' ἐκ δωμάτων προὔδωκε, Eur. Or. 574, u. öfter; auch c. int., ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν, 1588; τὰς πύλας, φρούριον, Ar. Av. 766 Ran. 362; τὰ πράγματα, Equ. 241; u. in Prosa: τινί τι, Her. 6, 23. 8, 128; u. pass., 7, 137; auch = in der Noth verlassen, im Stiche lassen, bes. in der Schlacht, 5, 113. 6, 15; πρός τινα, 3, 45; τὸ δοκοῦν ἀληθὲς οὐχ ὅσιον προδιδόναι, Plat. Rep. X, 607 c; οἳ τὸ δίκαιον οὐκ ἄν ποτε προδοῖεν ἕνεκα δώρων, Legg. X, 907 a, u. öfter, wie Xen., z. B. Cyr. 6, 3, 27; προδοσίαν ἣν προδέδωκε, Din. 1, 10; – aufgeben, τὰς ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, Soph. Ant. 1165; ἀγῶνα, Aesch. 1, 115. – Auch scheinbar intr., wie deficere, abnehmen, ausgehen, z. B. von einem Flusse, der austrocknet und nicht mehr für das Bedürfniß der Trinkenden hinreicht, sie gleichsam verräth oder im Stiche läßt, Her. 7, 187; von einem Walle, der nachgiebt, seine Dienste versagt, 8, 52; vgl. Xen. Hell. 5, 2, 5; ἐπεὶ ᾔσθετο τὸν ὀφθαλμὸν αὐτὸν προδιδόντα, daß seine Augen ihn verließen, Dem. 52, 13.

French (Bailly abrégé)

f. προδώσω, ao. προέδωκα, p. contr. προὔδωκα, ao.2 προέδων, p. contr. προὔδων, etc.
I. donner d'avance, payer d'avance, faire l'avance de, avancer, acc.;
II. livrer :
1 livrer par trahison : τινά ou τί τινι une personne ou une chose à qqn;
2 trahir, déserter, abandonner lâchement : τινά qqn ; Pass. être trahi, être abandonné : ὑπό τινος par qqn ; πρός τινα passer par trahison dans le parti de qqn ; fig. ὅρκους XÉN trahir des serments ; avec un suj. de chose faire défaut à, acc.;
3 renoncer à : τὸν ἀγῶνα ESCHN à la lutte ; ἡδονάς SOPH aux plaisirs.
Étymologie: πρό, δίδωμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-δίδωμι, imperf. 3 plur. προυδίδοσαν, προεδίδοσαν en later προεδίδουν; ptc. aor. προδούς en later προδώσας; overgeven, prijsgeven, uitleveren: met acc. (en dat.); ὅστις τὸ σὸν θνητοῖσι προύδωκεν γέρας die jouw kostbare bezit aan stervelingen heeft prijsgegeven Aeschl. PV 38; met fin. inf..; ὃν σὺ προύδωκας θανεῖν die jij hebt uitgeleverd om te sterven Eur. Or. 1588; overdr..; ἑτέροισι τὴν νίκην ζεύγεσι προδοῦναι de overwinning aan een ander tweespan prijsgeven Plat. Lg. 906e; καιρὸν... τοῖς ἐναντίοις... π. het gunstige moment aan de tegenstanders prijsgeven Dem. 19.6; verraden:; τὸ δίκαιον π. verraad plegen aan het rechtvaardige Plat. Lg. 907a; pass..; προδοθέντες... ὑπὸ Σιτάλκεω... ἥλωσαν na verraden te zijn door Sitalces, werden ze gevangengenomen Hdt. 7.137.3; προδέδοται τὰ κρυπτά μου mijn geheim is verraden Eur. IA 1140; abs. verraad plegen, vals spelen:; οὔτοι προδώσει Λοξίου... χρησμός het orakel van Loxias zal zeker geen vals spel spelen Aeschl. Ch. 269; overdr.. ἄλλος δ’ οἶνος ἑτοῖμος, ὅς οὔποτέ φησι προδώσειν een andere wijn staat klaar, die zegt nooit te zullen verzaken Xenoph. B 1.5. opgeven, in de steek laten: met acc..; μὴ προδῷς τὰ πράγματα laat onze zaak niet in de steek Aristoph. Eq. 241; ἢν ἡ σμινύη μοι μὴ προδῷ τὰς ἐλπίδας als mijn houweel mijn verwachtingen niet beschaamt Aristoph. Nub. 1500; abs. (het) opgeven, het begeven, onvoldoende zijn, verzaken: van zaken. προδοῦναι τὰ ῥέεθρα τῶν ποταμῶν rivieren hadden te weinig water Hdt. 7.187.1; τοῦ φράγματος προδεδωκότος de versperring had het begeven Hdt. 8.52.1; ἡδοναὶ ὅταν προδῶσιν ἀνδρός wanneer de genoegens van een man ophouden Soph. Ant. 1166. van tevoren geven, vooruit betalen:. καὶ ἔτι μηνὸς προέδωκεν en hij betaalde nog een maand vooruit Xen. Hell. 1.5.7.

Russian (Dvoretsky)

προδίδωμι:
1 (вы)давать вперед (sc. τὸν μισθόν Xen.);
2 вероломно выдавать (τὰν φυγάδα Aesch.; ἱκέτας Eur.): προδέδοται τὰ κρυπτά μου Eur. мои тайны выданы; π. τινὰ θανεῖν Eur. выдавать кого-л. на смерть;
3 сдавать на капитуляцию (πόλιν Her.);
4 оставлять в беде, (изменнически) покидать (τὴν Ἑλλάδα Her.);
5 совершать измену, изменять: π. ὅρκους Xen. изменнически нарушать клятвы; τινὶ τὴν νίκην π. Plat. (за взятку) устроить кому-л. победу (на состязании); π. πρός τινα Her. изменнически перейти на чью-л. сторону;
6 оказываться неверным, обманывать: οὔτοι προδώσει χρησμός Aesch. прорицание (Аполлона) не обманет;
7 оказываться негодным или недостаточным: τοῦ φράγματος προδεδωκότος Her. когда стена пришла в негодность; προδοῦναι τὰ ῥέεθρα τῶν ποταμῶν Her. (неудивительно, что) воды рек иссякли; χάριν προδόντες Eur. забыв о благодарности; τῶν κάτω πλίνθων προδιδουσῶν τὰς ἄνω Xen. когда нижние кирпичи стали подаваться под тяжестью верхних;
8 отказываться, оставлять, бросать (ἡδονάς Soph.; τὰς ἐλπίδας Arph.; τὸν ἀγῶνα Aeschin.).

English (Strong)

from πρό and δίδωμι; to give before the other party has given: first give.

English (Thayer)

1st aorist 3rd person singular προέδωκεν;
1. to give before, give first: Xenophon, Polybius, Aristotle).
2. to betray: Aeschylus, Herodotus, Euripides, Plato, others; τήν πατρίδα, 4 Maccabees 4:1.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. (κυρίως για χρήματα) δίνω εκ τών προτέρων, προπληρώνω («προδίδου τῶν χρημάτων εἰς τὸ μηδὲν ἐλλείπειν», Ξεν.)
2. απονέμω, παρέχω προηγουμένως («τῶν προδεδομένων τιμῶν», επιγρ.)
3. παραδίδω κάτι σε κάποιον προηγουμένως («τῶ ἐστιάτορι... προδίδοσθαι γραμματείδιόν τι περιέχον ἀναγραφὴν τῶν παρεσκευασμένων», Αθήν.)
4. παραδίδω στον εχθρό, στον αντίπαλο («τὸν φυγάδα μὴ προδῷς», Ηρόδ.)
5. δεν εκπληρώνω ηθική υποχρέωση που έχω σε κάποιον, εγκαταλείπω κάποιον, συνήθως σε ώρα ανάγκης («οἵ με φίλοι προύδωκαν», Θέογν.)
6. αποδεικνύομαι άπιστος, προδότης, προδίδω («ὁρεόντες δὲ τοὺς πολλοὺς τῶν συμμάχων προδιδὸντας», Ηρόδ.)
7. καταδίδω, αποκαλύπτω κάποιον ή κάτι («ἀλλὰ γὰρ τὸ δοκοῦν ἀληθὲς οὐχ ὅσιον προδιδόναι», Πλάτ.)
8. παραιτούμαι από κάτι («μὴ προδῷ τὰς ἐλπίδας», Αριστοφ.)
9. είμαι ανεπαρκής ή άχρηστος («τοῦ πράγματος προδεδωκότος», Ηρόδ.)
10. δεν είμαι ικανός να βοηθήσω, να υποστηρίξω («καὶ τὸν ὀφθαλμὸν αὐτῷ προδιδόντα», Δημοσθ.)
11. εκλείπω.

Greek Monotonic

προδίδωμι: μέλ. -δώσω,
I. δίνω εκ των προτέρων, πληρώνω από πριν, σε Ξεν.
II. 1. παραδίδω στον εχθρό, επιδίδω, προδίδω, Λατ. prodere, σε Ηρόδ.· με απαρ., ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν, σε Ευρ. — Παθ., σε Ηρόδ., Σοφ.
2. αποδεικνύομαι προδότης, φαίνομαι άπιστος, εγκαταλείπω, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., σε Ηρόδ.
3. απόλ., προδίδω, αφήνω, εγκαταλείπω, στον ίδ. κ.λπ.· προδοῦσ' ἁλίσκεται, είναι ένοχη προδοσίας, σε Σοφ.· προδίδωμι πρὸς τοὺς κατιόντας, φέρομαι προδοτικά σε αυτούς, σε Ηρόδ.
4. με πράγμα ως υποκείμενο, προδίδω ή αφήνω κάποιον, σε Ξεν.· αμτβ. εκλείπω, Λατ. deficere, λέγεται για ποταμό που αποξηράθηκε, σε Ηρόδ.· λέγεται για ετοιμόρροπο τοίχο, στον ίδ.
5. με πράγμα ως αντικείμενο, προδίδω ή φανερώνω, σε Ευρ.· χάριν προδίδωμι, είμαι αχάριστος, στον ίδ.· απ' όπου, αφήνω, αποχαιρετώ, εγκαταλείπω, ἡδονάς, σε Σοφ.· τὰς ἐλπίδας, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προδίδωμι: μέλλ. -δώσω, δίδωμι ἐκ τῶν προτέρων, προπληρώνω, Ξεν. Ἑλλ. 1. 5. 5, 7, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 24, 2, Πολύβ. 8. 17, 7· ― παρέχω, ἐγχειρίζω, παραδίδωμι, τινί τι Ἀθήν. 49D. ΙΙ. συνηθέστατα, παραδίδω εἰς τὸν ἐχθρόν, προδίδω, τοὺς λοιποὺς τοῖσι Σαμίοισι Ἡρόδ. 6. 23, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 38, κτλ.· πρ. τὴν Ποτίδαιαν Ἡρόδ. 8. 128· τὰν φυγάδα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 420· ἱκέτας Εὐρ. Ἡρακλ. 246· πόλιν, πυργώματα, γῆν, κτλ. Ἡρόδ. 8. 128, Αἰσχύλ. Θήβ. 251, κτλ.· τὰς πύλας, τὰ φρούριον Ἀριστοφ. Ὄρν. 766, Βάτρ. 362· ἐπὶ γυναικός, πρ. τὸ σῶμα Λυσ. παρὰ Στοβ. 421. 36· ― μετ’ ἀπαρ., ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν Εὐρ. Ὀρ. 1588. ― Παθ., προδοθέντες ὑπὸ Σιτάλκεω ἥλωσαν Ἡρόδ. 7. 137· ἀπόλωλα τλήμων, προδέδομαι Σοφ. Φιλ. 922. 2) δείκνυμαι προδότης, προδίδω, ἐγκαταλείπω εἰς δυστυχίαν, ἐγκαταλείπω, ἀφίνω, οἵ με φίλοι προὔδωκαν Θέογν. 813· πρ. τὴν Ἑλλάδα Ἡρόδ. 9. 7, Ἀριστοφ. Εἰρ. 408· μηδαμῶς... προδῷς με ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 229· πρ. τὴν μητέρα Ἀντιφῶν 112. 8· τὴν πολιτείαν Πλάτ. Νόμ. 762C· ἑαυτὸν ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45C· τὸ δοκοῦν ἀληθὲς οὐχ ὃσιον προδοῦναι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 507C. ― Παθ., προδεδόμεθα ὑπὸ τῶν συμμάχων Ἡρόδ. 9. 60· πρβλ. προδότης. 3) ἀπολ., ἀποδείκνυμαι ἄπιστος, ἐγκαταλείπω, ὁ αὐτ. 5. 113., 6. 15, κτλ.· οὕτως, οὔτοι προδώσει χρησμός, δὲν θὰ φανῇ προδοτικός, Αἰσχύλ. Χο. 269· ἡ χάρις προδοῦσ’ ἁλίσκεται Σοφ. Αἴ. 1267· πρ. πρὸς τοὺς κατιόντας, φέρομαι προδοτικῶς πρὸς αὐτούς, Ἡρόδ. 3. 45· μετὰ συστοίχ. αἰτ., προδοσίαν πρ., εἶμαι ἔνοχος προδοσίας, Δείναρχ. 91. 27. 4) μετὰ πράγματος ὡς ὑποκειμένου, βρεχομένων δὲ τῶν κάτω πλίνθων καὶ προδιδουσῶν τὰς ἄνω, τὸ μὲν πρῶτον ἐρρήγνυτο τὸ τεῖχος, ἔπειτα δὲ ἐκλίνετο Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἀδυνάτως ἤδη ἔχοντα τὸν πατέρα καὶ μόλις εἰς ἄστυ ἀναβαίνοντα, καὶ τὸν ὀφθαλμὸν αὐτὸν προδιδόντα, λαγχάνει αὐτῷ δίκην Δημ· 1239 ἐν τέλ.· ― ἐντεῦθεν ἀμεταβ., ἐλλείπω, ἐκλείπω, Λατ. deficere, ἐπὶ οἴνου, Ξενοφάν. 1. 5· ἐπὶ ποταμοῦ ξηρανθέντος, Ἡρόδ. 7. 187· ἐπὶ ἑτοιμορρόπου τείχους ἀχρήστου πρὸς ἄμυναν, ὁ αὐτ. 8. 52. 5) μετὰ πράγματος ὡς ἀντικειμένου, «προδίδω», φανερώνω, τὰ κρυπτὰ Εὐρ. Ι. Α. 1140· χάριν πρ., εἶμαι ἀχάριστος, ἀγνώμων, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 1036· τὰ πράγματα Ἀριστ. Ἱππ. 241· τὸ δίκαιον Πλάτ. Νόμ. 907Α· ἑτέροισι τὴν νίκην αὐτόθι 906Ε· ὅρκους Ξεν. Κύρ. 5. 1, 22· καιρὸν τοῖς ἐναντίοις Δημ. 343. 3· τὴν καταχειροτονίαν ὁ αὐτ. 553 ἐν τέλ.· ― ἐντεῦθεν, ἀφίνω, ἀποχαιρετίζω τι, ἐγκαταλείπω αὐτό, ἡδονὰς Σοφ. Ἀντ. 1166· τὰς ἐλπίδας Ἀριστοφ. Νεφ. 1500· τὴν προαίρεσιν Δημ. 1397. 25· τὸν ἀγῶνα Αἰσχίν. 16. 19. ― Ἴδε Κόντου Γωσσ. Παρατηρησ. σ. 383.

Middle Liddell

fut. -δώσω
I. to give beforehand, pay in advance, Xen.
II. to give up to the enemy, deliver up, betray, Lat. prodere, Hdt.:—c. inf., ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν Eur.:—Pass., Hdt., Soph.
2. to forsake in distress, abandon, Hdt., Attic:—Pass., Hdt.
3. absol. to play false, desert, Hdt., etc.; προδοῦσ' ἁλίσκεται is convicted of treachery, Soph.; πρ. πρὸς τοὺς κατιόντας to treat treasonably with them, Hdt.
4. with a thing as subject, to betray or fail one, Xen.:—intr. to fail, Lat. deficere, of a river that has run dry, Hdt.; of a tottering wall, Hdt.
5. with a thing as object, to betray, give up, Eur.; χάριν πρ. to be thankless, Eur.:—hence, to give up as lost, bid adieu to, ἡδονάς Soph.; τὰς ἐλπίδας Ar.

Chinese

原文音譯:prod⋯dwmi 普羅-笛多米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:先-給
字義溯源:(在對方交付前就交給)先給,預先給,出賣;由(πρό)*=前)與(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 先給了(1) 羅11:35

Lexicon Thucydideum

prodere, to betray, reveal, 4.68.2, 4.76.3, 4.125.1. 5.17.2. 8.33.4, 8.54.3.
proditores, betrayers, 2.5.7. 4.67.3. 4.68.2. 4.103.2. 4.104.4.
b) deserere, destituere, to desert, abandon, 2.74.1, 3.55.3. 3.63.3, 4.123.2. 5.30.2. 5.30.3. 5.106.1.
c) dedere, tradere, to surrender, hand over, 6.4.1,
Transl. translate proiicere, to cast forth, 6.69.1, 6.86.5, 7.69.2,
PASS. prodi, to be betrayed, 3.18.1, 4.7.1. 4.25.7. 4.77.1, 5.65.5. 6.61.2. 6.74.1. 8.51.2 [ubi vulgo where commonly παραδίδοται].
deseri, to be deserted, 6.80.1. 6.3.1.