ίππος

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἵππος, ό, ή)
το άλογο, γένος περιττοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας equidae
νεοελλ.
1. μονάδα μέτρησης της ισχύος τών μηχανών («μηχανή πέντε ίππων»)
2. (γυμν.) όργανο γυμναστικής που χρησιμεύει για υπερπηδήσεις
3. ιατρ.
ταχεία εναλλαγή συστολών και διαστολών της κόρης του ματιού, που παράγονται με ρυθμικό τρόπο
μσν.
ομάδα αλόγων
αρχ.
1. το θηλ.ἵππος
η φοράδα
οι αρχ. ποιητές χρησιμοποιούν συνηθέστερα το θηλ., γιατί η φοράδα ήταν πιο χρήσιμη, επειδή οι αρχαίοι δεν ευνούχιζαν τους ίππους. Επίσης χρησιμοποιούν το επίθ. θήλυς και άρρην για σαφέστερη δήλωση του φύλου (α. «θήλεες ἵπποι» β. «ἄρσενες ἵπποι» γ. «θήλειαι ἵπποι»)
2. στον πληθ. οἱ ἵπποι
άρμα συρόμενο από ίππους και οι ίδιοι οι ίπποι που το σύρουν (α. «ἵππων ἐπιβησόμενος» — έχοντας την πρόθεση να ανέβει στο άρμα του, Ομ. Ιλ.) β. «ἀφ' ἵππων» ή «ἐξ ἵππων» ή «ἀφ' ἵπποιιν» ή «καθ' ἵππων» — από το άρμα)
3. αντίθ. του πεζοί («ἵπποι και ἀνέρες» ή «λαός τε καὶ ἵπποι» — πεζοί και πάνω σε άρμα μαχόμενοι άνδρες)
4. το θηλ.ἵππος
α) οι ιππείς, το ιππικό («ἡ τῶν Θεσσαλῶν ἵππος», Ηρόδ.)
β) άσεμνη, ασελγής γυναίκα
5. (περιφρ.) «ἁλὸς ἵπποι» πλοία, Ομ. Οδ.
6. ο αστερισμός Πήγασος
7. το θηλ.
τίτλος της Εκάτης στη λατρεία του Μίθρα
8. όργανο για βασανιστήρια
9. ένα θαλάσσιο ψάρι
10. (κατά τον Ησύχ.) το μόριο του άνδρα και της γυναίκας
11. πάθηση τών οφθαλμών κατά την οποία αυτά ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα
12. επιγρ. τίτλος λειτουργών σε μερικές ιεροτελεστίες
13. φρ. «ἵππος ποτάμιος» ή «ἵππος τοῦ Νείλου» — ο ιπποπόταμος
14. πιθ. όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ανάγεται σε ΙΕ τ. ekwo «ἱππος» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. aśva-, το λατ. equus, το αρχ. ιρλ. ech, το αγγλοσαξ. eoh., όλα με την ίδια σημασία, το αρχ. λιθ. ešva «φοράδα» κ.ά. Το διπλό -ππ- της Ελληνικής αποτελεί ένδειξη ότι ο ΙΕ τ. δεν εμφάνιζε τον λεγόμενο χειλοϋπερωικό φθόγγο -kw-, που αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική με -π- (πρβλ. sekwo- > ἕπομαι), αλλά σύμπλεγμα υπερωικού και χειλικού φθόγγου -kω, το οποίο έδωσε μεταξύ φωνηέντων στην Ελληνική -ππ- ή -κκ- που μαρτυρείται στον τ. ἴκκος καθώς και στο κύριο όν. Ἴκκος. Με την άποψη αυτή συνηγορεί και η μυκηναϊκή γραφή i-qo, η οποία αποδίδει πιθανώς στην προφορά ενός διπλού συμφώνου. Η δασύτητα του ἵππος θα πρέπει να είναι μεταγενέστερη. Το αρχικό ψιλό ἰ- διατηρείται πιθ. στο συνθ. κύριο όν. Λεύκ-ιππος (αντί Λεύχ-ιππος). Ίσως όμως το τελευταίο να απέβαλε την αρχική δασύτητά του αναλογικά προς άλλα συνθ. του λευκός (πρβλ. λευκ-ηπατίας «αυτός που έχει λευκό συκώτι» και μεταφορικά «δειλός» εκ παραλλήλου προς το αναμενόμενο λευχ-ηπατίας, με αποβολή της δασύτητας αναλογικά προς τα λευκ-έρυθρος, λευκ-ήρετμος «αυτός που έχει λευκά κουπιά» κ.λπ.). Δυσερμήνευτο, τέλος, παραμένει το αρκτικό φωνήεν i αντί του αναμενομένου e από τους συγγενείς τ. τών άλλων ΙΕ γλωσσών και τον επανασυντεθειμένο ΙΕ τ. ekwo-. Στη Νέα Ελληνική τη λ. ίππος αντικατέστησε η λ. άλογο.
ΠΑΡ. ιππάριον, ίππειος, ιππεύς, ιποπεύω, ιππίδιον, ιππικός, ιπποσύνη, ιππότης (Ι)
αρχ.
ιππάζομαι ιππαΐς, ιππάκη, ιππαλέος, ιππάς, ιππηδόν, ιππίας, ίππιος, ιππίσκος, ιππιστί, ιππόθεν, ιππότης (ΙΙ), ιππούμαι, ιππών
αρχ.-μσν.
ιππώδης
νεοελλ.
ιππισμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. ίππο-. (Β' συνθετικό) έφιππος, μόνιππος, τέθριππος, φίλιππος
αρχ.
άγριππος, άμιππος, άμφιππος, ανάγχιππος, άνιππος, άστιππος, αυτόιππος, άφιππος, δαμάσιππος, δάμνιππος, διώξιππος, δύσιππος, ελάσιππος, εξάιππος, εύιππος, ζεύξιππος, ημίιππος, ίχνιππος, κρατήσιππος, κρύψιππος, Κρόνιππος, κτήσιππος, λεύκιππος, μελάνιππος, μίσιππος, μισοφίλιππος, πάριππος, πλήξιππος, πολύιππος, πτερόιππος, σύνιππος, ταράξιππος, ταχύιππος, τρίιππος, τρύσιππος, χερσάνιππος, χερσέφιππος
νεοελλ.
ηώιππος, μεσόιππος, πρωτόιππος].

Translations

Abkhaz: аҽы; Acehnese: guda; Adyghe: шы; Afrikaans: perd; Ainu: ウンマ; Alabama: chichoba; Albanian: kalë; Alcozauca Mixtec: kuái̱; Amharic: ፈረስ; Apache Chiricahua: chelee; Jicarilla: chelee; Western Apache: łį́į́ʼ; Lipan: chelee; Plains Apache: chelee; Western Apache: chelee; Apalaí: kawaru; Arabic: حِصَان‎, فَرَس‎, خَيْل‎; Egyptian Arabic: خيل‎, حيلة‎; Gulf Arabic: حْصَان‎; Hijazi Arabic: حُصَان‎, خيل‎; Moroccan Arabic: عود‎, حصان‎, خيل‎; Aragonese: caballo; Aramaic Hebrew: סוסיא‎; Syriac: ܣܘܣܝܐ‎; Armenian: ձի, նժույգ, երիվար; Aromanian: cal; Assamese: ঘোঁৰা; Asturian: caballu; Avar: чу; Aymara: kawallu; Azerbaijani: at; Arabic: آت‎; Roman: at; Baagandji: kaangkaru; Baluchi: اسپ‎, اپس‎; Bambara: so; Bandjalang: yaramaŋ, yaraman; Banjarese: kuda; Bashkir: ат, йылҡы; Basque: zaldi; Bats: დოჼ; Bau Bidayuh: kuda; Belarusian: конь; Bengali: ঘোড়া; Bouyei: duezmax, max; Breton: marc'h; Brunei Malay: kuda; Bulgarian: кон; Burmese: မြင်း; Buryat: адуу; Cahuilla: kaváayu; Catalan: cavall; Cebuano: kabayo; Central Melanau: kudak; Chamicuro: kawali; Chechen: говр, айгІар, кхела; Cherokee: ᏐᏈᎵ; Cheyenne: mo'éhno'ha; Chichewa: hatchi, kavalo; Chickasaw: issoba, soba; Chinese Cantonese: 馬, 马; Dungan: ма; Gan: 馬, 马; Hakka: 馬, 马; Jin: 馬, 马; Mandarin: 馬, 马; Min Bei: 馬, 马; Min Dong: 馬, 马; Min Nan: 馬, 马; Wu: 馬, 马; Xiang: 馬, 马; Choctaw: issuba; Chol: cawayuʼ; Chukchi: конэкон, конэт, ӈавконэкон, ӈавконэт; Chuukese: arus; Chuvash: лаша; Classical Nahuatl: cahuayo, cahuāllo; Comanche: puuku; Coptic: ϩⲧⲟ; Cornish: margh; Corsican: cavaddu, cavallu; Cree: ᑳᐸᓚᑲᔅᑴᐤ, ᒥᐢᑕᑎᒼ; Crimean Tatar: at; Czech: kůň; Dalmatian: cavul; Danish: hest, hingst, hoppe; Dharug: wanyuwa; Dhivehi: އަސް‎; Dieri: nhantu; Dogrib: tłı̨cho; Drung: mvgeu, ta; Dutch: paard, ros; East Futuna: ōsi; East Yugur: mörë; Emilian: cavàl; Erzya: лишме, алаша; Esperanto: ĉevalo; Estonian: hobune, hobu; Even: му̣ри̣н; Evenki: мурин; Ewe: sɔ; Faroese: hestur, ross; Fiji Hindi: ghorra; Fijian: ose; Finnish: hevonen, heppa, kopukka, luuska, polle, hepo, humma, karva-Opel, koni, kaakki, ravuri, ratsu, ruuna, ori, tamma; Franco-Provençal: cheval; French: cheval, étalon, jument, poulain, pouliche; Middle French: cheval; Old French: cheval; Friulian: cjaval, čhaval; Fula: puccu; Gagauz: beygir; Galician: cabalo, egua, egoa, besta, faco, griñón, cartao, barrufeiro; Gallo: ch'fa; Gallurese: cabaddu, caddu, acchettu, ebba; Gamilaraay: yarraaman; Garifuna: xuval; Gaulish: epos; Georgian: ცხენი, ჰუნე; German: Pferd, Ross, Roß, Gaul, Hengst, Pferdehengst, Stute, Pferdestute, Hengstfohlen, Hengstfüllen, Stutenfohlen, Stutfohlen, Stutenfüllen, Stutfüllen, Rössel, Rössl, Rössle; Alemannic German: Ross; Bavarian: Roß; Pennsylvania German: Gaul; Gooniyandi: dimana, yawarda; Gorontalo: wadala; Greek: άλογο, ίππος; Ancient Greek: ἄλα, ἴκκος, ἵππος, καβάλλης, πῶλος; Mycenaean: 𐀂𐀦; Greenlandic: hiisti; Guaraní: kavaju; Guerrero Amuzgo: kísò; Gujarati: ઘોડો; Gurani: ئەسپ‎; Guugu Yimidhirr: yarraman, guguur; Haitian Creole: chwal; Hausa: doki; Hawaiian: lio; Hebrew: סוּס‎; Hindi: घोड़ा, अश्व, तुरग; Hittite: 𒀲𒆳𒊏𒍑; Hopi: kawayo; Hungarian: ló; Hunsrik: Gaul, kaul; Icelandic: hestur, hross, jálkur, bikkja; Ido: kavalo; Ilocano: kabalio; Indonesian: kuda; Ingush: ды, говр; Interlingua: cavallo; Inupiaq: tuttuqpak; Irish: capall, each; Old Irish: capall, ech; Isthmus Zapotec: maniʼ; Mecayapan Nahuatl: cahua̱yoj; Istriot: caval; Istro-Romanian: co; Italian: cavallo; Iu Mien: maaz; Japanese: 馬, ウマ; Javanese: jaran, kapal, titihan, kuda, turangga; Jingpho: gumra, gumrang; Judeo-Tat: гӀэсб; Jurchen: muri; Kabardian: шы; Kaki Ae: wos; Kalmyk: мөрн; Kannada: ಕುದುರೆ; Kapampangan: kabayu; Karakhanid: اَتْ‎; Karelian: hebo; Karitiâna: ʼiriwity; Kashmiri: گُر‎; Kashubian: kóń; Kaurna: pindi nanto; Kazakh: жылқы, ат; Khakas: ат; Khanty: лʼов; Khinalug: пши; Khmer: សេះ; Komi Komi-Permyak: вӧв; Komi-Zyrian: вӧв; Konkani: tokli; Korean: 말; Kriol: os, yarraman, yawarda; Kuna: moli; Kurdish Central Kurdish: ئەسپ‎; Northern Kurdish: hesp; Kwanyama: onghambe; Kyrgyz: ат, жылкы; Ladin: ciaval; Ladino: kavayo; Lak: чву; Lake Miwok: kawáj; Lakota: tȟašúŋke, šúŋkawakȟáŋ; Lao: ມ້າ; Latgalian: zyrgs; Latin: equus, caballus; Latvian: zirgs; Laz: ცხენი; Ligurian: cavallo; Limburgish: paerd; Lithuanian: arklys, žirgas; Lombard: càal; Low German Dutch Low Saxon: peerd, peard; German Low German: Peerd, Peer; Luganda: embalaasi; Luhya: efarasi; Luxembourgish: Päerd; Lü: ᦙᦱᧉ; Macedonian: коњ; Malagasy: soavaly, farasy; Malay: kuda; Malayalam: കുതിര; Maltese: żiemel; Manchu: ᠮᠣᡵᡳᠨ; Manx: cabbyl; Maori: hōiho, kamia; Marathi: घोडा; Mari Eastern Mari: имне; Western Mari: имни; Maricopa: qwayu, qwaqt; Marquesan North Marquesan: puaka piki ènana, ihovare, hovare; puaka piki kenana; South Marquesan: puaa pii ènata, sovare, soare; Martuthunira: nyingkurluwinparri; Mazanderani: اسو‎; Mbyá Guaraní: kavaju; Mi'kmaq: te'sipow; Minangkabau: kudo; Mingrelian: ცხენი; Miyako: ヌーマ; Moksha: алаша, лишме; Mon: ချေံ; Mongolian: адуу, морь; Murrinh-Patha: nintu; Nahuatl: cahuāyoh; Nama: hab; Nanai: morị̃; Nanticoke Piscataway: misatimwa; Navajo: łį́į́ʼ; Ndonga: okakambe; Negidal: моји̣н; Nepali: घोडा; Ngiyambaa: yarraaman; Nivkh: мурӈ, мур̌; Norman: j'va, ch'fa, queva; North Frisian: hingst, Hingst; Northern Sami: heasta; Northern Yukaghir: йоходилэ; Norwegian: hest; Nyunga: ngort; O'odham: kaviyu, kawiyu; Occitan: caval, èga; Ojibwe: ᐯᐯᔑᑰᑲᓐᔒ; Old Church Slavonic Cyrillic: конь; Glagolitic: ⰽⱁⱀⱐ; Old East Slavic: конь; Old English: hors; Old Persian: 𐎠𐎿𐎱, 𐎠𐎿; Old Tamil: 𑀫𑀸; Old Turkic: 𐱃‎, 𐰖𐰆𐰣𐱃‎; Oriya: ଘୋଡ଼ା; Oroch: мури; Orok: му̣ри̣; Oromo: farda; Oroqen: mʊrɪn; Ossetian: бӕх; Pacoh: axéh; Palauan: uos; Pali: assa; Papiamentu: cabai; Pashto: آس‎; Persian: اسب‎; Phoenician: 𐤎𐤎‎; Picard: kvau; Pipil: kawayu; Plautdietsch: Pieet; Polabian: ťün; Polish: koń, klacz; Portuguese: cavalo, égua; Punjabi: ਘੋੜਾ; Quechua: kawallu; Romani: grast, harmasari, grasni; Romanian: cal; Romansch: chaval; Russian: лошадь, конь; Rusyn: кінь; Rwanda-Rundi: ifarashi; S'gaw Karen: ကသ့ၣ်; Salar: ate; Samo: hosi; Samoan: solofanua; Samogitian: arklīs; Sango: mbârâtâ; Sanskrit: अश्व, घोटक, तुरग, अर्वन्, हय, वातायन; Santali: ᱥᱚᱫᱳᱢ; Sardinian Campidanese: cuaddu, egua; Sassarese: cabaddu, caddu, acchettu, ebba; Saterland Frisian: Hoangst; Sayula Popoluca: cawa̱yu; Scots: horse; Scottish Gaelic: each; Serbo-Croatian Cyrillic: коњ; Roman: konj; Seri: caay; Shan: မႃႉ; Shona: bhiza; Shor: ат; Sichuan Yi: ꃅ; Sicilian: cavaddu; Silesian: kůń; Sinhalese: අශ්වය; Skolt Sami: heävaš; Slovak: kôň; Slovene: konj; Solon: moring; Somali: faras; Sorbian Lower Sorbian: kóń; Upper Sorbian: kóń; Sotho: pere; Southern Bai: maix; Spanish: caballo; Sranan Tongo: asi; Sumerian: 𒀲, 𒀲𒆳𒊏; Sundanese: kuda; Svan: ჩა̈̄ჟ; Swahili: farasi; Swedish: häst, russ, fåle; Sylheti: ꠊꠥꠠꠣ; Tagalog: kabayo; Tahitian: pua'ahorofenua, pua'arehenua; Tai Nüa: ᥛᥣᥳ; Tajik: асп; Talysh: اسب‎; Tamil: குதிரை, புரவி; Taos: kówena; Tatar: ат; Telugu: గుర్రము, గుర్రం; Tetum: kuda; Thai: ม้า; Tibetan: རྟ, རྨང; Tigrinya: ፈረስ; Tocharian A: yuk; Tocharian B: yakwe; Tok Pisin: hos; Tongan: hoosi; Tswana: pitsi; Turkish: at; Turkmen: at; Tuvan: аът, чылгы; Tzotzil: k'a; Udi: еък; Udihe: муи; Udmurt: вал; Ugaritic: 𐎒𐎒𐎆; Ukrainian: кінь; Urdu: گھوڑا‎; Uyghur: ئات‎; Uzbek: ot; Venetian: cavało, caval; Vietnamese: ngựa; Vilamovian: faod; Volapük: jevod; Votic: opõnõ; Võro: hopõn'; Wallisian: hosi; Walloon: tchivå; Waray-Waray: kabayo; Wardaman: nendo, dimana; Welsh: ceffyl; Wemba-Wemba: yareman; West Frisian: hynder, hoppe, happe, hoars; White Hmong: nees; Wiradhuri: yarraman; Wolof: fas wi, fas; Xavante: awaru; Xhosa: ihashe; Yagnobi: асп; Yakkha: ओन्‍पा, ओन; Yakut: ат, сылгы; Yanyuwa: yarraman; Yatzachi Zapotec: cabey; Yiddish: פֿערד‎; Yindjibarndi: yawarda; Yoruba: ẹṣin; Yosondúa Mixtec: kuayu; Zazaki: osthor, estor, istor, aspa; Zealandic: paerd; Zhuang: max; Zoogocho Zapotec: cabayw; Zulu: ihhashi;

ace: guda; af: perd; als: hauspferd; alt: ат; am: ፈረስ; ang: hors; an: equus caballus; arc: ܣܘܣܝܐ; ar: خيل; ary: لعاود; arz: حصان; ast: equus ferus caballus; as: ঘোঁৰা; avk: okol; av: чу; ay: kawallu; azb: آت; az: ev atı; bar: roß; bat_smg: arklīs; ba: йорт аты; bcl: kabayo; be_x_old: конь свойскі; be: конь свойскі; bg: кон; bi: horse; bjn: kuda; bn: ঘোড়া; bo: རྟ།; br: marc'h; bs: konj; bxr: адуу; ca: cavall; cdo: mā; ceb: equus caballus; chr: ᏐᏈᎵ; chy: mo'éhno'ha; ckb: ئەسپ; co: cavaddu; csb: domôcy kóń; cs: kůň; cv: килти лаша; cy: ceffyl; da: hest; de: Hauspferd; diq: estor; el: άλογο; eml: cavàl; en: horse; eo: ĉevalo; es: equus ferus caballus; et: hobune; eu: zaldi; ext: equus ferus caballus; fa: اسب; fiu_vro: hopõn; fi: hevonen; fj: ose; fo: ross; frr: hingst; fr: cheval; fy: hynder; gan: 馬; ga: capall; gd: each; glk: اسب; gl: cabalo; gn: kavaju; gor: wadala; gu: ઘોડો; gv: cabbyl; hak: mâ; haw: lio; he: סוס הבית; hif: ghorra; hi: घोड़ा; hr: domaći konj; ht: cheval; hu: ló; hy: ձի; hyw: ձի; ia: cavallo; id: kuda; ik: tuttuqpak; ilo: kabalio; io: kavalo; is: hestur; it: equus ferus caballus; jam: aas; ja: ウマ; jbo: xirma; jv: jaran; kab: ayis; ka: შინაური ცხენი; kbd: шы; kbp: kpaŋnɔ; kk: жылқы; kn: ಕುದುರೆ; koi: вӧв; ko: 말; ks: گُر; ku: hesp; kv: вӧв; kw: margh; ky: жылкы; lad: kavayo; la: equus ferus caballus; lbe: чу; lfn: cavalo; lij: cavallo; li: taam peerd; lld: ciaval; lmo: equus ferus caballus; ln: farása; lo: ມ້າ; lt: naminis arklys; lv: mājas zirgs; mai: घोड़ा; map_bms: jaran; mdf: лишме; mg: soavaly; mhr: имне; min: kudo; mk: коњ; ml: കുതിര; mn: адуу; mrj: имни; mr: घोडा; ms: kuda; mt: żiemel; myv: лишме; my: မြင်း; mzn: اسپ; nah: cahuayoh; nds_nl: peerd; nds: peerd; ne: घोडा; new: सल; nl: paard; nn: hest; no: hest; nrm: j'va; nv: łį́į́ʼ; oc: equus caballus; olo: hebo; or: ଘୋଡ଼ା; os: бæх; pam: kabayu; pa: ਘੋੜਾ; pcd: cvau; pdc: gaul; pfl: pferd; pih: hoss;: koń domowy; pms: caval; pnb: گھوڑا; ps: آس; pt: cavalo; qu: kawallu; rm: chaval; rmy: gray; roa_rup: calu; ro: cal; rue: кінь; ru: домашняя лошадь; rw: ifarashi; sah: ат; sat: ᱥᱟᱫᱚᱢ; sa: अश्वः; scn: cavaddu; sco: horse; sc: caddu; sd: گهوڙو; se: heabuš; sg: mbarata; sh: domaći konj; simple: horse; sk: kôň; sl: domači konj; sm: solofanua; sn: bhiza; so: faras; sq: kali; srn: asi; sr: домаћи коњ; stq: hoangst; su: kuda; sv: häst; sw: farasi; szl: kůń; ta: குதிரை; tcy: ಕುದುರೆ; te: గుర్రం; tg: асп; th: ม้า; tl: kabayo; tr: at; tt: йорт аты; tyv: чылгы; udm: вал; ug: ئات; uk: кінь свійський; ur: گھوڑا; uz: ot; vec: caval; vep: hebo; vi: ngựa; vls: peird; vo: jevod; war: kabayo; wa: tchivå; wo: fas w; wuu: 马; xal: мөрн; yi: פערד; yo: ẹṣin; za: max; zea: paerd; zh_min_nan: bé; zh_yue: 馬; zh: 马