μόλυβδος
English (LSJ)
ὁ (ἡ, v. infr. III. 2),
A lead, Simon.64 (dub.), Hdt.3.56, Th. 1.93, IG12.371.12,22.1666.30,al., PCair.Zen.386r (iii B.C.), etc.; τηκτὸς μόλυβδος = molten lead E.Andr.267, etc.
II plumbago, used as a test of gold, Thgn.417,1105,Arist.Mete.349a2.
2 circular piece of lead for drawing ruled lines, AP6.67 (Jul. Aeg.).
III = μολύβδιον II (sound for the uterus), Hp.Mul. 2.132,al.
2 μόλυβδος, ἡ, = μολυβδίς 3 (plummet), Ammon.Diff.p.120 V.—Acc. to EM590.8, μόλυβδος and μόλιβος, with their respective derivs., are the correct forms, and this is corroborated by the earlier Inscrr. and Pap.; but later Inscrr., Pap., and codd. show much variation in spelling in derivs.; cf. βόλιμος, περιβολιβόω. (Prob. a foreign word like the cogn. Lat. plumbum.)
German (Pape)
[Seite 200] ὁ, so richtiger als μόλιβδος, welche Form von E. M. p. 590, 8 gänzlich verworfen wird, während μόλιβος u. Ableitungen der Überlieferung nach mit ι und erst spät fälschlich mit υ geschr. wurden, vgl. Eust. Il. p. 1340, 30 u. Jacobs A. P. p. 137; – Blei; τηκτός, Eur. Andr. 266; Ar. Nubb. 903 u. öfter; νόμισμα κόψας μολύβδου, Her. 3, 56; Tim. Locr. 99 c; Xen. An. 3, 4, 17; Folgde.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. plomb, métal;
II. tout objet en plomb;
1 lingot de plomb pour éprouver l'or;
2 c. μολυβδίς.
Étymologie: pê de μῶλυς, émoussé, le métal qui, au lieu de pénétrer, s'émousse et se plie ; sel. d'autres de la R. Μλυβ, être pâle.
Russian (Dvoretsky)
μόλυβδος: ὁ (слова на μολυβδ- имеют v.l. μολιβδ-)
1 свинец Her., Thuc., Eur. etc.;
2 свинцовый грифель Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μόλυβδος: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «μολίβι», Ἡρόδ. 3. 55, Σιμων. 64· τηκτὸς μ. Εὐρ. Ἀνδρ. 267, κτλ· πρβλ. μολυβδοκόπος. ΙΙ. plumbago, κοινῶς μέλας μόλυβδος, χρησιμεύων πρὸς δοκιμὴν τοῦ χρυσοῦ, Θέογν. 417. 1101, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 12, 16· -μολυβδοκόνδυλον, Ἀνθ. Π. 6, 67. ΙΙΙ. = μολυβδίς, Αἰλ. π. Ζ. 14. 25, Ἀμμών. 124. - Κατὰ τοὺς Γραμμ. μόλυβδος καὶ μόλιβος, μετὰ τῶν οἰκείων παραγώγων εἶναι οἱ μόνοι ὀρθοὶ τύποι, Ἐτυμολ. Μέγ. ἐν λέξ., Εὐστ. 1340. 30, Ζωναρ. Λεξ. 1366· τινὲς ὅμως τῶν ἐκδοτῶν, ὡς ὁ Βεκκῆρ. ἐν τῷ Ἀριστ., διατηροῦσι τὴν γραφὴν μόλιβδ-, ὅπου τὰ Ἀντίγραφ. εὐνοοῦσιν αὐτήν. (Ὁ ἀρχαιότατος τύπος εἶναι μόλιβος (ὃ ἴδε), ἐξ οὗ μόλυβδος, μολύβδαινα, μολυβ-διάω, μολυβρός, κτλ.· μόλιβος μεταβάλλεται ἐν τῇ Λατ. εἰς plumb-um, πρβλ. μολεῖν, βλώσκω· Ἀρχ. Γερμ. plîw (blei)· - ὥστε ἡ ῥίζα ἦν πιθ. mlub ἢ mluv· - liv-eo, liv-or, εἶναι ἴσως συγγενῆ). - Πρβλ. Meisterh. Gr. 2, σ. 23 Ζηκ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μόλυβδος, ό, (Α μόλυβδος, ό, ή)
κυανόλευκο μεταλλικό χημικό στοιχείο εξαιρετικά βαρύ, του οποίου η πρόσφατη τομή παρουσιάζει χαρακτηριστική μεταλλική λάμψη και το οποίο συμπεριλαμβάνεται στα επτά μέταλλα που ήταν γνωστά κατά την αρχαιότητα και έχει σύμβολο Pb και ατομικό αριθμό 82
αρχ.
1. μαύρος μόλυβδος, γραφίτης χρήσιμος για τη δοκιμή του χρυσού
2. κυκλικό τεμάχιο μολύβδου που χρησίμευε για χάραξη γραμμών
3. μήλη για εξέταξη της μήτρας
4. το θηλ. η στάθμη τών κτιστών, η μολυβδίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μόλυβδος προήλθε πιθ. από τον τ. μόλιβος, οπότε το -ι- τράπηκε σε -υ- μπροστά από το χειλικό -β-, ενώ εμφανίζει επίθημα -δος(πρβλ. τις παρεμφερείς σημασιολογικά λ. κιβ-δος, λύγ-δος). Κατ' άλλους, ο τ. μόλυβδος < μόλυβyος. Η λ. είναι πιθ. παράλληλο δάνειο με το λατ. plumbum από μια κοινή πηγή, πιθ. ιβηρικής προελεύσεως, λόγω τών πλούσιων κοιτασμάτων μολύβδου της Ιβηρικής Χερσονήσου. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι οι Μυκηναίοι διατηρούσαν σχέσεις με τη δυτική Μεσόγειο (πρβλ. μυκην. τ. mo-ri-wo-do «μόλυβδος»). Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τα μέλας, μολύνω.
ΠΑΡ. μολύβδαινα, μολυβδίς (-ίδα), μολύβ(δ)ινος, μολυβδίτις, μολυβδώνω, μολύβ(δ)ι(ον)
αρχ.
μολιβίσκος, μολυβάς, μολύβδεος, μολυβδίζω, μόλιβδικός, μολυβδιώ, μολυβδώδης, μολυβίς, μολυβούς, μολυβρός
μσν.
μολύβα, μολυβδαίος, μολυβός
νεοελλ.
μολυβδίτης.
ΣΥΝΘ. (Α'συνθετικό) μολυβδοειδής, μολυβ(δ)ουργός, μολυβδοχόος, μολυβδόχρους
αρχ.
μολιβαχθής, μολιβοσφιγγής, μολυβδάνθρωπος, μολυβδόγεον, μολυβδόδετος, μολυβδοκόπος, μολυβδοφανής, μολυβδόχαλκος
αρχ.-μσν.
μολυβδοτήξ
μσν.
μολυβδοβόλον, μολυβδοβούλλα, μολυβδοσκεπασμένος
μσν.- νεοελλ.
μολυβ(δ)οσκέπαστος, μολυβδοχύτης
νεοελλ.
μολυβδασφάλεια, μολυβδοθάλαμος, μολυβ(δ)οκόνδυλο, μολυβδομαντεία, μολυβ(δ)όνερο, μολυβδοξύστης, μολυβδοσκωρία, μολυβδοσωλήνας, μολυβδούχος, μολυβδοφυλλίτης, μολυβδύαλος. (Β' συνθετικό) αρχ. ακρομόλυβδος, κυκλομόλυβδος, χαλκομόλυβδος
νεοελλ.
αμόλυβδος, ραδιομόλυβδος].
Greek Monotonic
μόλυβδος: -ου, ὁ,
I. = μόλιβος, το μέταλλο μόλυβδος, μολύβι, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. plumbago (μολύβδινος), που κοινώς λέγεται μαύρος μόλυβδος και χρησιμοποιείται στις δοκιμές για την καθαρότητα του χρυσού, σε Θέογν.· μολύβι (το εργαλείο γραφής) με μαύρη μύτη από μόλυβδο, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: lead (IA.)
Other forms: μόλιβος (Λ 237, also hell. prose), also μόλυβος (LXX), μόλιβδος (Plu.), βόλυβδος (Att. defixion-tablet), βόλιμος (Delph., Epid.), βόλιβος (Rhod. in περι-βολιβῶσαι)
Dialectal forms: Myc. moriwodo.
Compounds: Compp., e.g. μολυβδο-χοέω melt lead, soldier with lead (Ar., inscr.).
Derivatives: A. Subst.: μολύβδ-αινα f. weight of lead, plummet, ball of lead. (Ω 80, Hp., Arist.), a plant, Plumbago europaea (Plin.; Strömberg Pflanzennamen 26); as ἄκαινα a.o. (Schwyzer 475, Chantraine Form. 109); -ίς f. id. (Att., hell.); -ιον n. lead weight (Hp.), μολίβ-ιον n. leaden pipe (Antyll. ap. Orib.), -ίδιον (Hero); μολυβδ-ῖτις f. lead-sand (Dsc., Plin.; Redard 57 f.); -ωμα lead-work (Moschio ap.Ath.); μολυβᾶς, -ᾶτος m. leadworker (pap.). -- B. Adj.: μολύβδ-ινος (μολίβ-) of lead (IA, Paul. Aeg.), -οῦς (μολιβ-, μολυβ-) id. (Att., hell.); -ώδης lead-like (Dsc., Gal.), -ικός of lead (gloss.), μολυβ-ρόν τὸ μολυβοειδές H. -- C. Verbs: μολυβδόομαι (μολιβ-) be fitted out with lead weights etc. (Arist.) with -ωσις (gloss.); περι-βολιβῶσαι frame with lead (Rhod.); μολυβδ-ιάω have the colour of lead of the face, as symptom of disease (Com. Adesp.). -- Here also μολβίς στάθ-μιόν τι ἑπταμναῖον H. with loss of an inner ι or υ (Solmsen Wortforsch. 60 n. 2).
Origin: IE [Indo-European] [not in Pok.] *mergʷ- dark
Etymology: Because of its variants the word was generally considered an Anatalian loan. βολιμος will be due to metathesis, βολιβος to assimilation in this form. The oldest forms are clearly μόλιβος and μόλυβδος. It is known that -ιβ- occurred against -υβδ-. Beside μόλυβδος and μόλιβος (-υ-) we have now Myc. /moliwdos/; μολιβδος is now also found in Olbia about 500 B.C. The Mycenaean form can easily be the oldest: i changed to u before w(d). -- Connection with Lat. plumbum cannot be explained. The word can also not come from the West, as lead was much older in Greece. Nor can Bask. berún lead be connected with Myc. moliwdos. - The word has been compared with Lydian marivda-, of which we now know that it meant dark (as in E. murk(y)); its Hitt. equivalant is mark(u)waya-; it would be an IE word from the root *mergʷ-, *morgʷiyo- giving *marwida-, which may have become *marwda- with syncope, which again might have become *marwida- by anaptyxis; for lead as dark cf. Lat. plumbum nigrum. Thus Melchert in Hittites, Greeks and their neighborrs in Ancient Anatolia, ed. Bachvarova, Collins and Rutherford (2005?).
Middle Liddell
μόλυβδος, ου, = μόλιβος
I. lead, Hdt., Eur.
II. plumbago, vulgarly called black lead, used as a test of gold, Theogn.:— a black-lead pencil, Anth.
Frisk Etymology German
μόλυβδος: (ion. att. usw.),
{mólubdos}
Forms: μόλιβος (ep. poet. seit Λ 237, auch hell. u. sp. Prosa), auch μόλυβος (LXX u.a.), μόλιβδος (Plu. u.a.), βόλυβδος (att. Defixionstafel), βόλιμος (delph., epid.), βόλιβος (rhod. in περιβολιβῶσαι); myk. mo-ri-wo-do ?
Grammar: m.
Meaning: Blei
Composita: Kompp., z.B. μολυβδοχοέω Blei schmelzen, mit Blei anlöten (Ar., Inschr. u.a.).
Derivative: Davon A. Subst.: μολύβδαινα f. Bleigewicht, Senkblei, Bleikugel (Ω 80, Hp., Arist. u.a.), Bleikraut (Plin.; Strömberg Pflanzennamen 26); wie ἄκαινα u.a. (Schwyzer 475, Chantraine Form. 109); -ίς f. ib. (att., hell.); -ιον n. ‘Bleigewicht, -sonde’ (Hp.), μολίβιον n. Bleiröhre (Antyll. ap. Orib.), -ίδιον (Hero); μολυβδῖτις f. Bleiasche (Dsk., Plin.; Redard 57 f.); -ωμα Bleiarbeit (Moschio ap.Ath.); μολυβᾶς, -ᾶτος m. Bleiarbeiter (Pap.). — B. Adj.: μολύβδινος (μολίβ-) aus Blei (ion. att., Paul. Aeg.), -οῦς (μολιβ-, μολυβ-) ib. (att., hell. u. sp.); -ώδης bleiartig (Dsk., Gal.), -ικός aus Blei (Gloss.), μολυβρόν· τὸ μολυβοειδές H. — C. Verba: μολυβδόομαι (μολιβ-) mit Bleigewichten versehen werden (Arist. u.a.) mit -ωσις (Gloss.); περιβολιβῶσαι mit Blei einfassen (rhod.); μολυβδιάω bleifarben sein vom Gesicht, als Krankheitssymptom (Kom. Adesp.). — Hierher noch μολβίς· στάθμιόν τι ἑπταμναῖον H. mit Schwund eines inneren ι oder υ (Solmsen Wortforsch. 60 A. 2).
Etymology: Fremdwort mit schwankender Orthographie. Fragliche Versuche, μόλυβδος aus μόλιβος (-υ-) herzuleiten, von Solmsen Wortforsch. 59 f. (δ suffixal; ι zu υ vor Labial in geschlossener Silbe, von Schwyzer 275 m. Lit. abgelehnt); von Haas Μνήμης χάριν 1, 132 (aus *μόλυβι̯ος mit βδ aus βι̯). Metathese bzw. Assimilation können in βόλιμος, βόλυβδος und βόλιβος eingetreten sein, Der Wechsel lebt noch im Neugr. weiter: μολίβι, βολίμι, μολύδι (< -βδιον), s. Hatzidakis Glotta 3, 77. — Die allgemeine Lautähnlichkeit mit lat. plumbum läßt auf gemeinsame nichtidg. Herkunft schließen. Wegen des Bleireichtums westlicher Länder, besonders Spaniens, ist iberischer Ursprung vermutet worden; vgl. noch den lusitanischen VN Plumbārii, den Inselnamen Πλουμαρία und die Stadt Μολυβδίνη (bei den Säulen des Herkules). Für kelt. Ursprung (und gleichzeitige Urverwandtschaft mit μολύνω, μέλας) Pisani Rev. ét. anc. 37, 152ff.; dazu Kretschmer Glotta 27, 36. — Strittig ist die Zugehörigkeit von bask. berún Blei, noch mehr die von germ., z.B. ahd. blīo, blīwes. Ein anderes Wort hat sich vom Westen her über das nördliche Europa verbreitet: mir. luaide zu germ., ags. lēad, mnd. lod(e), wovon lit. liū́dė Bleilot, Senkblei (Fraenkel s.v.). — Pelasgische Etymologie von μόλυβδος, plumbum und Blei bei v. Windekens Le Pelasgique 122f. Weitere Einzelheiten m. Lit. bei W.-Hofmann s. plumbum.
Page 2,251-252
Mantoulidis Etymological
(=μολύβι). Ἀρχαιότερος τύπος εἶναι τό μόλιβος καί μόλυβος.
Παράγωγα: μολύβδαινα (=κομμάτι μολυβιοῦ), μολύβδινος, μολυβδίς (=τό μολυβένιος βάρος πού βυθίζει το δίχτυ), μολυβδοῦμαι (=λιώνω σά μολύβι), μολύβδωσις, μολυβδωτός, μολυβρός (=πού ἔχει τό χρῶμα τοῦ μολυβιοῦ).
Lexicon Thucydideum
Translations
lead
Afrikaans: lood; Alabama: ɬaki; Albanian: plumb; Arabic: رَصَاص; Egyptian Arabic: رصاص; Armenian: կապար; Middle Armenian: արճիճ; Aromanian: pliumbu, pljumbu, plumbu; Assamese: সীহ; Asturian: plomu; Azerbaijani: qurğuşun; Baluchi: سرف, سرپ; Bashkir: ҡурғаш; Basque: berun; Belarusian: свінец; Bengali: সীসা; Berber Tashelhit: aldun; Breton: plom, plomoù; Bulgarian: олово; Burmese: နာ, သလွဲ; Catalan: plom; Central Melanau: timah bilem; Chechen: даш; Cherokee: ᎦᏂ; Chinese Cantonese: 鉛, 铅; Mandarin: 鉛, 铅; Cornish: plom; Crimean Tatar: qurşun; Czech: olovo; Danish: bly; Dhivehi: މަގުދިލުން; Dutch: lood; Esperanto: plumbo; Estonian: plii, seatina; Farefare: nõŋɔ; Faroese: blýggj; Finnish: lyijy; French: plomb; Friulian: plomp, plomb; Galician: chumbo; Georgian: ტყვია; German: Blei; Gilaki: سۊرب; Greek: μόλυβδος; Ancient Greek: μόλυβδος; Greenlandic: aqerloq; Hausa: darma; Hebrew: עוֹפֶרֶת; Hindi: सीसा; Hungarian: ólom; Icelandic: blý; Ido: plombo; Indonesian: timbel; Ingush: даш; Interlingua: plumbo; Irish: luaidhe; Italian: piombo; Iwaidja: ladung; Japanese: 鉛; Kalmyk: хорһлҗн; Kashubian: òłów; Kazakh: қорғасын; Khmer: សំណ, សំណភក់; Korean: 납, 연(鉛); Kurdish Central Kurdish: سرفت, زرفت, سرپ, قورقوشم; Northern Kurdish: sirb, zirêç; Kyrgyz: коргошун; Lao: ກົ່ວ, ສີສະ; Latin: plumbum; Latvian: svins; Lithuanian: švinas; Luxembourgish: Bläi; Macedonian: олово; Malay: plumbum, timah hitam, timbel; Malayalam: കറുത്തീയം, ഈയം; Maltese: ċomb; Manchu: ᡨᠠᡵᠴᠠᠨ; Manx: leoaie; Maori: matā; Maranao: timbega'; Middle Persian Mongolian: хар тугалга; Nahuatl: temetztli; Nanai: тодя; Navajo: dilyį́hí; Neapolitan: cchiummo; Norwegian: bly; Occitan: plomb; Ojibwe: ashkikomaan; Old Church Slavonic Cyrillic: олово; Old East Slavic: свиньць; Old English: lēad; Ottoman Turkish: قورشون, اسرب; Pashto: سېسه; Persian: سرب; Plautdietsch: Blie; Polish: ołów; Portuguese: chumbo; Quechua: titi, uqi; Romanian: plumb; Romansch: plum, plùn, plùm, plom; Russian: свинец, плюмбум; Sanskrit: सीस; Sardinian: peumu, piumbu, piumu, plumbu; Scots: leid; Scottish Gaelic: luaidhe; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏лово; Roman: ȍlovo; Sicilian: chiummu, ghiummu; Slovak: olovo; Slovene: svinec; Spanish: plomo; Sumerian: 𒀭𒈾; Swahili: risasi; Swedish: bly; Tagalog: tingga, barha, plomo; Tajik: сурб; Tatar: кургаш; Telugu: సీసము; Thai: ตะกั่ว; Tibetan: ཞ་ཉེ; Turkish: kurşun; Turkmen: gurşun; Ukrainian: свинець; Urdu: سیسہ; Uyghur: قوغۇشۇن; Uzbek: qoʻrgʻoshin; Venetian: piònbo; Vietnamese: chì; Vilamovian: błȧj; Volapük: plumbin; Welsh: plwm; West Frisian: lead; Yiddish: בלײַ; Zazaki: qersun; Zulu: umthofu
leadwort
Bulgarian: саркофай, зъбна трева; Czech: olověnec; Danish: blyrod or; Dutch: loodkruid; Finnish: lyijykukka; French: dentelaire, plumbago; German: Bleiwurz; Ido: plumbago; Italian: piombaggine; Polish: ołownica; Romansch: plombina; Spanish: belesa; Swedish: blyblomma
graphite
Bengali: কৃষ্ণসীস; Bulgarian: графит; Bulgarian: графит; Catalan: grafit; Chinese Mandarin: 石墨; Czech: grafit, tuha; Danish: grafit; Dutch: grafiet; Esperanto: grafito; Estonian: grafiit, metaantratsiidiks; Finnish: grafiitti; French: graphite; French: plombagine, mine de plomb, graphite; German: Graphit; Greek: γραφίτης; Greenlandic: torsummiutaq, aqerluusassaq; Hindi: लिखिज; Hungarian: grafit; Icelandic: grafít, ritblý; Ido: grafito; Italian: grafite; Japanese: 石墨, 黒鉛; Korean: 석묵, 흑연; Latin: plumbago; Maori: matāpango; Mongolian: бал чулуу; Norwegian Bokmål: grafitt; Norwegian Nynorsk: grafitt; Persian: گرافیت; Plautdietsch: Blie; Polish: grafit; Portuguese: grafite, grafita; Romanian: grafit; Russian: графит; Serbo-Croatian: grafit; Slovak: tuha; Spanish: grafito; Swedish: grafit, blyerts; Tagalog: hitam, grapito; Tamil: கடுங்கரி; Thai: ถ่านดำใช้ทำดินสอ; Vietnamese: than chì; Yiddish: גראַפֿיט
plummet
Arabic: مِطْمَار, مِطْمَر, شَاقُول, تُرّ; Aramaic Jewish: מַשְׁקוּלְתָּא, מַתְקוּלְתָּא; Syriac: ܡܰܫܩܠܳܐ, ܡܰܬܩܳܠܴܐ; Bulgarian: отвес; Chinese Mandarin: 鉛垂線, 铅垂线; Czech: olovnice; Dutch: schietlood; Finnish: koho, luotilanka; French: fil à plomb; German: Lot, Blei, Senker, Senklot, Senkblei; Greek: αλφάδι; Ancient Greek: στάθμη, μολύβδαινα; Hebrew: אֲנָךְ; Irish: aigeach, luaidhe; Italian: filo a piombo, piombino; Latin: perpendiculum; Maori: paramu; Norwegian: lodd; Persian: شاغول; Polish: ciężarek, pion; Portuguese: prumo; Russian: лот, отвес; Serbo-Croatian Cyrillic: висак; Latin: visak; Spanish: plomada; Swedish: lod, lodlina; Thai: ลูกดิ่ง