ἀπόλειψις

English (LSJ)

ἀπολείψεως, ἡ, (ἀπολείπω)
A abandonment, ἡ ἀπόλειψις τοῦ στρατοπέδου Th.7.75; defection, Id.4.126; desertion of a husband by his wife (cf. ἀπολείπω II.1), D.30.15; ἀπόλειψιν ἀπογράφεσθαι (v. ἀπογράφω ΙΙΙ.2) ib.17 (but also, = ἀπόπεμψις, ἀπόλειψιν γράψασθαι Plu.2.100e); desertion by soldiers, seamen, etc., X.HG4.1.28, D.50.11.
II intr., deficiency, of rivers, failing, Arist.Mete.351a21 (pl.); of the moon, waning, Id.GA767a5; of the sun, departure to southern hemisphere, Jul.Or.4.137d.
2 death, δοιὴ δὲ θνητῶν γένεσις, δοιὴ δ' ἀ. Emp.17.3; ἀπόλειψις τοῦ ζῆν Hyp.Epit.24; ἐκ τοῦ ὄντος Porph.Sent.20.
III in Law, default, Cod.Just. 1.4.18.

Spanish (DGE)

ἀπολείψεως, ἡ
I 1abandono esp. en cont. milit. deserción c. gen. subjet. de pers. τῶν ἡμετέρων Th.4.126, τοῦ Σπιθριδάτου X.HG 4.1.28
c. gen. obj. τοῦ στρατοπέδου Th.7.75
abs. de unos marineros ἀπόλειψίς τε γὰρ πλείστη γίγνεται D.50.11
abandono, separación matrimonial τούτους πεποιῆσθαι τὴν ἀπόλειψιν D.30.15, τὴν ἀπόλειψιν οὗτοι πρὸς τὸν ἄρχοντ' ἀπεγράψαντο D.30.17.
2 ref. a la ‘vida’, la ‘existenciadestrucción, muerte op. γένεσις: δοιὴ δὲ θνητῶν γένεσις, δοιὴ δ' ἀπόλειψις Emp.B 17.3
c. gen. τοῦ ζῆν Hyp.Epit.24, ἐκ τοῦ ὄντος Porph.Sent.20.
3 prosod. falta τοῦ χρόνου del verso acéfalo, D.T.Fr.13.
II legado, herencia, MAMA 8.451.12, 452 (Afrodisias), SEG 32.1537.5 (Gerasa II d.C.).
III cese gener. c. gen. ἡ ἀ. τῶν ἐπιμηνίων la menopausia Hp.Mul.2.137, cf. Arist.HA 638b25
de la luna desaparición cuando es luna nueva, Arist.GA 767a5, del sol, Iul.Or.11.137d
extinción del fuego, Thphr.Ign.10, τοῦ θερμοῦ Arist.Mete.346b30, del caudal de los ríos, Arist.Mete.351a21
carencia, falta τοῦ ἐν φιλοσοφίᾳ φωτός Marin.Procl.37.
IV jur. no comparecencia, rebeldía ὑπὲρ τῆς αὐτοῦ ἀπολείψεως POxy.135.28 (VI d.C.), cf. Cod.Iust.1.4.18.

German (Pape)

[Seite 311] ἡ, das Verlassen, Thuc. 7, 75; bes. von Soldaten, Desertion, Xen. Hell. 4, 1, 28; Dem. 50, 11 u. ff.; Ehescheidung, 30, 15 u. öfter; – das Zurückbleiben, Thuc. 4, 126; σελήνης, Abnehmen des Mondes, Arist. gen. an. 2, 4; Empedocl. 36 Gegensatz γένεσις.

French (Bailly abrégé)

ἀπολείψεως (ἡ) :
I. abandon départ ; particul. abandon d'un poste militaire, désertion;
II. action de rester en arrière, de faire défaut, de manquer.
Étymologie: ἀπολείπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόλειψις: ἀπολείψεως ἡ
1 оставление, уход (τοῦ στρατοπέδου Thuc.);
2 расторжение брака, развод (ἀπὁλειψιν ἀπογράφεσθαι Dem. или γράφειν Plut.);
3 побег из армии, дезертирство Xen., Dem.;
4 убывание (τοῦ ποταμοῦ, τῆς σελήνης Arst.);
5 кончина, смерть (θνητῶν γένεσις καὶ ἀ. Emped.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλειψις: ἀπολείψεως, ἡ, (ἀπολείπω) ἐγκατάλειψις ἐν τῇ ἀπολείψει τοῦ στρατοπέδου Θουκ. 7. 75· ἐγκατάλειψις τοῦ ἀνδρὸς ὑπὸ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ. (πρβλ. ἀπολείπω ΙΙ., ἀπόπεμψις), Δημ 868. 1· ἀπόλειψιν ἀπογράφεσθαι (ἴδε ἀπογράφω ΙΙΙ. 2) αὐτόθι 17· ὡσαύτως ἀπὶ στρατιωτῶν, ναυτῶν κλ., λιποταξία, ἀπόδρασις, Ξεν. Ἑλλην. 4. 1, 28, Δημ. 1209. 26 ΙΙ. ἀμετάβ., ἀνεπάρκεια, ἔλλειψις, Θουκ. 4. 126· ἐπὶ ποταμῶν ἐλάττωσις, κατάπτωσις, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 1· οὕτως ἐπὶ τῆς σελήνης, ἐλάττωσις, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. 2. 4, 9: - θάνατος, δοιὴ δὲ θνητῶν γένεσις, δοιὴ δ’ ἀπόλειψις Ἐμπεδ. 64· οὕτως ἀπ. τοῦ ζῆν Ὑπερείδ. Ἐπιτάφ. 136.

Greek Monolingual

ἀπόλειψις, η (Α) απολείπω
1. εγκαταλειψη
2. στρ. λιποταξία, απόδραση
3. έλλειψη, ανεπάρκεια, μειονεξία
4. (για ποτάμι) ελάττωση των νερών
5. θάνατος.

Greek Monotonic

ἀπόλειψις: ἀπολείψεως, ἡ (ἀπολείπω
I. εγκατάλειψη, παραμέληση, λέγεται για πράγματα, σε Θουκ.· εγκατάλειψη ενός άνδρα από τη σύζυγό του, σε Δημ.· εγκατάλειψη από τους στρατιώτες της θέσης τους, σε Ξεν. κ.λπ.
II. έλλειψη, ανεπάρκεια, μειονεξία, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀπολείπω
I. a forsaking, abandonment, of a thing, Thuc.: desertion of a husband by his wife, Dem.; of their post by soldiers, Xen., etc.
II. intr. a falling short, deficiency, Thuc.

Lexicon Thucydideum

derelictio, desertion, abandonment, 4.126.1,
quod nostri nos deseruerint, because our men deserted us. 7.75.2.

Translations

destruction

Arabic: تَدْمِير‎, هَدْم‎, تَلَف‎; Belarusian: руйнаванне, разбурэнне, знішчэнне; Bulgarian: разрушение, унищожение; Catalan: destrucció; Chinese Mandarin: 毀滅, 毁灭, 破壞, 破坏; Czech: destrukce, zničení; Danish: ødelæggelse; Dutch: vernietiging; Esperanto: detruo; Finnish: tuhoaminen, hävitys, hävittäminen; French: destruction; Galician: destrución; Georgian: განადგურება; German: Zerstörung, Vernichtung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌻𐌿𐍃𐍄𐍃, 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: καταστροφή, συντριβή, αφανισμός, χαλασμός, κατεδάφιση, κατάλυση; Ancient Greek: ἅλωσις, ἀμαύρωσις, ἀναίρεσις, ἀναστασία, ἀνάστασις, ἀναστάτωσις, ἀπόλειψις, ἀποτυμπανισμός, ἀποφθορά, ἀποφθορή, ἀπώλεια, ἄρσις, ἀφάνεια, ἀφανία, ἀφάνισις, ἀφανισμός, δανοτής, δαπάνη, δῄωσις, διακοπή, διάλυσις, διασκέδασις, διαφθορά, διαφθορή, διαφορά, εἴσπτωσις, ἐκρίζωσις, ἐκτριβή, ἔκτριψις, ἐξάλειψις, ἔξαρσις, ἐξαφάνισις, ἐξαφανισμός, ἐξολέθρευμα, ἐξολέθρευσις, ἐξώλεια, ἐπαναίρεσις, ἔπαρσις, ἐπιτριβή, ἐρήμωσις, θραῦμα, θραῦσις, καθαίρεσις, κατακονή, κατακονά, κατάλυσις, καταστροφή, καταφθορά, κοπή, λοιγός, ὀλέθρευσις, ὄλεθρος, σύντριψις, τὸ δαπανητικόν, φθαρσία, φθορά, φθορή, φθόρος; Hausa: ɓarna; Hebrew: הריסה‎, הרס‎, הַשְׁמָדָה‎, חֻרְבָּן‎; Hindi: नाश, विनाश; Icelandic: eyðilegging; Irish: loitiméireacht, líomhadh, eirleach, urbhaidh, argain; Italian: distruzione; Japanese: 破壊, 破棄, 湮滅; Korean: 파괴(破壞), 멸망(滅亡); Kurdish Central Kurdish: ناھێشتن‎, وێرانی‎; Latin: exitium, clades; Macedonian: уништување; Malayalam: സംഹാരം, നശിപ്പിക്കൽ; Maori: whakangaromanga, whakamōtītanga, turakanga; Norwegian Bokmål: ødeleggelse; Pali: atipāta; Persian: تخریب‎; Polish: niszczenie, zniszczenie, destrukcja; Portuguese: destruição; Romanian: distrugere; Russian: разрушение, уничтожение; Sanskrit: नाश, विनाश, भङ्ग, संहार, निधन, ध्वंस, विभङ्ग, विध्वंश, विघटन; Scottish Gaelic: milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: уништење; Roman: uništénje; Slovak: zničenie; Slovene: uničenje; Sorbian Lower Sorbian: pótopjenje, wopusćenje; Spanish: destrucción; Swahili: uharibifu; Swedish: förstörelse, ödeläggelse; Tajik: тахриб; Tocharian B: nkelñe; Turkish: izmihlal, harap etme, tahribat, yıkma, yok etme; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: руйнування, знищення; Welsh: aball; Yiddish: אומקום

contempt

Arabic: ⁧اِحْتِقَار⁩, ⁧اِزْدِرَاء⁩; Belarusian: пагарда; Bulgarian: презрение, пренебрежение; Catalan: menyspreu; Chinese Mandarin: 鄙夷, 鄙薄, 鄙視/鄙视, 輕視/轻视; Czech: opovržení, despekt, pohrdání, přezírání; Danish: foragt; Dutch: verachting, minachting; Finnish: halveksunta, halveksinta, ylenkatse; French: mépris; Galician: desprezo; German: Verachtung; Greek: περιφρόνηση, καταφρόνηση; Ancient Greek: ἀδοξία, ἀδοξίη, ἀλογία, ἀλογίη, ἀπαξίωσις, ἀπόλειψις, ἐξουδενισμός, ἐξουδένωμα, ἐξουδένωσις, ἐξουθένησις, καταφρόνημα, καταφρόνησις, ὀλιγωρία, ὀλιγωρίη, περίνοια, περιφρόνησις, περιφροσύνη, τὸ καταφρονοῦν, ὑπερηφανία, ὑπερόρασις, ὑπεροψία, ὑπερφρόνησις, φαύλισμα; Hebrew: ⁧בוז⁩; Hungarian: megvetés; Icelandic: fyrirlitning; Irish: dímheas, tarcaisne; Italian: disprezzo; Japanese: 軽蔑, 軽侮, 侮蔑; Korean: 경멸; Latin: contemptus, despectio, fastus; Macedonian: презир; Malayalam: പുച്‌ഛം; Old English: forsewennes; Persian: ⁧تحقیر⁩; Plautdietsch: Ve'achtunk; Polish: pogarda, lekceważenie; Portuguese: desprezo, desdém, contempto; Romanian: dispreț; Russian: презрение, пренебрежение; Serbo-Croatian Roman: nadmenost, nadutost, prezrivost, prezir; Spanish: desprecio, desdén; Swedish: missnöje, misshag, förakt, avsmak; Turkish: küçümsemek; Ukrainian: презирство, нехтування; Volapük: nestüm; Yiddish: ⁧פֿאַראַכטונג

desertion

Albanian: dezertim; Arabic: فِرَار, هَجْر, هَرَب, هِجْرَان; Armenian: դասալքություն; Azerbaijani: fərarilik, dezertirlik; Belarusian: дэзерці́рства, дэзэртырства; Bulgarian: изоставяне, напускане, дезертьорство; Catalan: deserció; Chinese Mandarin: 遺棄/遗弃, 開小差/开小差, 逃亡; Czech: dezerce; Danish: faneflugt, desertering, desertion, desertation; Dutch: desertie, vaandelvlucht; Estonian: deserteerimine, väejooks; French: désertion; Georgian: დეზერტირობა; German: Fahnenflucht, Desertion, Desertation; Greek: λιποταξία; Ancient Greek: ἀπόλειψις, αὐτομολία, λειποταξία, λιποστρατία, λιποταξία, λιποτάξιον; Hebrew: עֲרִיקָה; Hindi: परित्याग, अपसरण; Hungarian: szökés; Indonesian: desersi; Italian: diserzione; Japanese: 逃亡, 脱走, 遺棄, 敵前逃亡, 脱営; Kazakh: қашқындық, қашушылық; Korean: 탈영(脫營), 도망(逃亡), 유기(遺棄); Kyrgyz: дезертирдик, качкынчылык, аскерден качуу; Latin: defectio; Latvian: dezertēšana; Lithuanian: dezertyravimas; Macedonian: дезертерство; Norwegian Bokmål: desertering; Pashto: فراريت, فرار; Persian: فرار, فرار; Polish: opuszczenie, dezercja; Portuguese: deserção; Romanian: dezertare; Russian: уход, оставление, дезертирство; Serbo-Croatian Cyrillic: дезертерство, напушта̄ње; Roman: dezertérstvo, napúštānje; Slovak: dezercia; Slovene: dezerterstvo, zapustitev; Spanish: deserción; Swedish: desertering, fanflykt; Tajik: фирор; Turkish: firar, askerden kaçma; Ukrainian: залишення, занедбаність, дезертирство; Urdu: فرار; Uzbek: dezertirlik; Vietnamese: sự đào ngũ; Yiddish: אַוועקוואַרפֿונג; Zazaki: remayış, firar