τοιοῦτος

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιοῦτος Medium diacritics: τοιοῦτος Low diacritics: τοιούτος Capitals: ΤΟΙΟΥΤΟΣ
Transliteration A: toioûtos Transliteration B: toioutos Transliteration C: toioytos Beta Code: toiou=tos

English (LSJ)

αύτη, οῦτο, Att. also

   A -οῦτον Th.7.21, Pl.Hp.Ma.281b, etc., which is the Ep. form (v. Od.7.309, 13.330), and seems to prevail in Hdt. (2.5, 150, 3.27, 85, 5.106 (v. l.), 7.103), Gem. (2.20, al.), etc., while we find τοιοῦτο in A.Pr.801, Ag.315, Ar.Ra.1399 cod. Rav., Men.Sam.160, Pk.236, v. l. in Th.7.86: both forms occur in Pap., τοιοῦτον PAmh.2.29.17 (iii B. C.), UPZ146.8,32 (ii B. C.), Phld. Rh.1.249, 2.270 S., Ir.p.33 W.; τοιοῦτο PEnteux.27.8 (iii B. C.), PCair.Zen.379.8, 482.13 (iii B. C.), Phld.Ir.p.42 W., Rh.2.243 S. (citing Metrod.):—Aeol. τέουτος Lyr.Adesp.51 (cod. A Heph.); fem. τεαύτα Sapph. Supp.13.4, Alc.Supp.8.5, 25.10:—a stronger form of τοῖος, bearing the same relation to τοιόσδε as οὗτος to ὅδε, such as this, in Hom. not so common as τοῖος, but in Att. the most common of the three forms; anteced. to οἷος, Od.4.269, Pl.Smp.199d, etc.; to ὡς, Il.21.428; to ὅς, ὅς, ὅσπερ, S.Ant.691, Th.1.21, Lys.13.1, 30.14, X. Lac.7.5, Pl.R.349d, etc.; to οἷόσπερ, v. l. in X.Cyr.6.2.2; less freq. to a Conj., as ὥστε, A.Ag.1075, Pl.Smp.175d: freq. also abs., Pi. O.6.16, Hdt.2.2, etc.; freq. with implications, so good, so noble, so bad, etc., Il.7.242, etc.; τοιοῦτον . . ἐστὶ τὸ . . τέλειον ἄνδρα εἶναι so great a thing is it... Pl.Hp.Ma.281b; τοιοῦτος ὤν being such a wretch, S.Aj.1298, cf. Ph.1049; εἴς τι τοιοῦτον ἐμπίπτειν οὗ . . into such a condition in which... Pl.Grg.511c; freq. coupled with τοσοῦτος, Th.5.63, X.Cyr.2.4.6, etc.; with οὗτος, Pl.R.461e, X.Cyr. 8.2.26, etc. (so in the expression οὗτος τοιοῦτος, αὕτη τοιαύτη, just as he (she, it) is, of slaves or animals for sale, POxy.95.19 (ii A. D.), etc.); εἰς σὲ τοιοῦτος ἐγένετο, τ. γίγνου περὶ τοὺς γονεῖς, so disposed towards... X.Cyr.5.2.27, Isoc.1.14: c. dat., τ. ἦσθα τοῖς λόγοισι such in thy words, S.Ph.1271: τ. ἕτερος such another, Hdt.3.47; ἕτερα τοιαῦτα, ἕτερον τοιοῦτον, Id.1.120, 2.5; referring to what precedes, Id.3.82, Pl.Lg.904d; used instead of repeating an Adj., ἀθάνατος εἶναι καὶ στρατιῆς τ. ἄρχειν Hdt.1.207, cf. 3.82, 7.10. έ, Th.3.58: with the Art., οἱ τοιοῦτοι A.Pr.952, Ch.291, S.OC642, Hp.Art.42; τὰ τ. Pi. O.9.40; ὀνόματι ὁ τοιοῦτος ἐμὲ προσαγορεύων Antipho 6.40 cod.A.    2 the sense is made more indef. in τοιοῦτός τις or τις τοιοῦτος such a one, Pi.O.6.16, Th.1.132, etc.; τοιαῦτ' ἄττα Pl.R.386a; in this case it may freq. be rendered by an Adv., ἡ διάρριψις τοιαύτη τις ἐγένετο took place in this wise, X.An.5.8.7; ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις Plb.3.45.6.    3 τὸτ. such a proceeding, Th.1.76, etc.; διὰ τὸ τ. for such a reason, Id.7.21; ἐκ τοῦ τ. Id.3.37; ἐν τῷ τ. in such a case, ib.81, etc. (but also ἐν τῷ τ. in such a place, X.Ages.6.7; ἐν τ. τῆς οἰκίας Id.Eq.4.1); also ἐν τ. εἶναι τοῦ κινδύνου to be in such a state of peril, Id.An.1.7.5.    4 in narrative, τοιαῦτα prop. refers to what goes before, τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα A.Pr.500; καὶ ταῦτα μὲν τ. S.El. 696, cf. X.An.2.5.12, etc.; cf. τοιόσδε fin.    b after a question, τοιαῦτα affirms like ταῦτα (v. οὗτος c. VII. 1), just so, even so, E.Hec. 776, El.645.    5 τοιαῦτα abs., τἂ πλοῖα, τὰ τοιαῦτα ships and suchlike, D.8.25.    6 τοιαῦτα as Adv., in such wise, S.OT1327: regul. Adv. τοιούτως only late, EM650.42.—Cf. τοσοῦτος. [τοῐ- freq. in Trag. and Com., e.g. A.Ag.593, Eu.194,197,424, S.OT406, Ar. Ra.1399, etc.; cf. τοιόσδε fin.]

Greek (Liddell-Scott)

τοιοῦτος: -αύτη, οῦτο Ἀττ. ὡσαύτος -οῦτον, ὅπερ εἶναι ὁ Ἐπικ. τύπος (οὔ μοι τοιοῦτον ἐν στήθεσσι φίλον κῆρ Ὀδ. Η. 309., Ν. 330), καὶ φαίνεται ὅτι ἐπικρατεῖ παρ’ Ἡροδ., ἐν ᾧ εὑρίσκομεν τοιοῦτο ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 801, Ἀγ. 315, Ἀριστοφάν. Βατρ. 1399, Πλ. 361, Θουκ. 7. 86· ― ἰσχυρότερος τύπος τοῦ τοῖος, ἔχων τὴν αὐτὴν σχέσιν πρὸς τὸ τοιόσδε, οἵαν τὸ οὗτος πρὸς τὸ ὅδε, παρ’ Ὁμήρ. ἧττον σύνηθες τοῦ τοῖος, ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ συνηθέστατος τῶν τριῶν τύπων· ὡς δεικτικὸν τοῦ οἷος, οἷον ἐν Ὀδ. Δ. 269, Πλάτ. Συμπ. 199D, κλπ.· τοῦ ὅσος, Ἰλ. Φ. 428· τοῦ ὅς, Σοφ. Ἀντ. 691, Θουκ. 1. 21, Ξεν., κλπ.· σπανιώτερον ὡς δεικτικὸν ἡγούμενον συνδέσμου, οἷον τοῦ ὥστε, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1075, Πλάτ. Συμπ. 175D· ― ὡσαύτως συχν. ἀπολ., Πινδ. Ο. 6. 24, Ἡρόδ., κλπ.· πολλάκις δὲ μετὰ ἐπιτακτικῆς ἐννοίας, τόσον μέγας, τόσον εὐγενής, τόσον κακός, κτλ., Ἰλ. Η. 242, καὶ Ἀττ.· τοιοῦτον... ἐστὶ τό... τέλειον ἄνδρα εἶναι, τόσον μέγα πρᾶγμα εἶναι τὸ νά..., Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 281Β· τοιοῦτος ὤν, τόσον ἄθλιος, ἐλεεινός, Σοφοκλ. Αἴ. 1298, πρβλ. Φιλ. 1049· ἐμπίπτειν εἰς τοιοῦτον οὖ..., εἰς τοιαύτην κατάστασιν, ἐν ᾗ..., Πλάτ. Γοργ. 511C· ― μετὰ γενικ., τοιοῦτος Ἀχαιῶν, τοιοῦτος ἀνὴρ μεταξὺ τῶν Ἀχαιῶν, Ἰλ. Ρ. 643· ― συχνάκις συνάπτεται μετὰ τοῦ τοσοῦτος, Θουκ. 5. 63, Ξεν., κλπ.· μετὰ τοῦ οὗτος, Πλάτ. Πολ. 461Ε, Ξεν., κλπ.· ― τοιοῦτός ἐστι ἢ γίγνεται εἴς ἢ περί τινα, οὕτως εἶναι διατεθειμένος πρός τινα, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 27, Ἰσοκρ. 4D· μετὰ δοτικ., τοιοῦτός τινι, ἔν τινι πράγματι, Σοφ. Φιλ. 1271· ― ἐπιτεταμ., τ. ἕτερος, «ἄλλος τέτοιος», Ἡρόδ. 1, 207., 3. 47· ἄλλους τοσούτους ὁ αὐτ. 7. 50, 2· οὕτως ἐν τῷ οὐδ., ἕτερον τοιοῦτον, ἕτερα τοιαῦτα ὁ αὐτ. 1, 120., 2. 5· ― μετὰ τοῦ ἄρθρου, οἱ τοιοῦτοι Αἰσχύλ. Πρ. 962. Χο. 291, Σοφ.· τὰ τ. Πινδ. Ο. 9. 60 ὀνόματι ὁ τοιοῦτος ἐμὲ προσαγορεύων Ἀντιφῶν 146. 8. 2) ἡ ἔννοια γίνεται ἔτι μᾶλλον ἀόριστ. ἐν τῷ τοιοῦτός τις ἤ τις τοιοῦτος, Πινδ. Ο. 6. 25, Θουκ. 1. 132, κλπ.· τοιαῦτ’ ἄττα Πλάτ. Πολ. 386Α· ἐν τοιάυτῃ περιπτώσει πολλάκις δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ δι’ ἐπιρρήματος, ἡ διάρριψις τοιαύτη τις ἐγένετο, οὕτω πως ἐγένετο, Ξενοφ. Ἀνάβ. 5. 8, 7· ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις Πολύβ. 3. 45, 6. 3) τοῦ τοιούτου, τοῦ τοιούτου δηλ. νόμου, τῆς τοιαύτης διαγωγῆς, Θουκ. 1, 76 ἐν τῷ τοιούτῳ, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὁ αὐτ. 3. 81, κλπ.· (ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐν τῷ τ., ἐν τοιούτῳ τόπῳ, ἐν τοιαύτῃ θέσει, Ξεν. Ἀγησ. 6, 7· ἐν τ. τῆς οἰκίας ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 4, 1)· ὡσαύτως, ἐν τ. εἶναι τοῦ κινδύνου, ἐν τοιαύτῃ καταστάσει, ἐν τοιούτῳ σημείῳ κινδύνου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 7, 5. 4) ἐν πεζῇ διηγήσει τὸ τοιαῦτα κυρίως ἀναφέρεται εἰς τὰ προηγούμενα, τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα Αἰσχύλ. Πρ. 500· καὶ ταῦτα μὲν τ. Σοφ. Ἠλ. 691, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 5, 12, κλπ.· πρβλ. τοιόσδε ἐν τέλ. ― Προηγουμένης ἐρωτήσεως τὸ τοιαῦτα βεβαιοῖ ὡς τὸ ταῦτα (ἴδε οὗτος VIII), ἀκριβῶς οὕτω, βεβαίως οὕτω, Εὐρ. Ἑκ. 776, Ἠλ. 945. 5) τοιαῦτα, ἀπολ., ὡς τὸ Λατιν. et sic poiro, τὰ πλοῖα, τὰ τοιαῦτα, πλοῖα καὶ τὰ ὅμοια, Δημ. 96. 10. 6) τοιαῦτα ὡς ἐπίρρ., κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, Σοφ. Ο. Τ. 1327· τὸ ὁμαλὸν ἐπίρρ. τοιούτως μόνον παρὰ τοῖς Ἐκκλ. καὶ τοῖς Γραμμ.· διότι ἐν Ἀντιφῶντι 143. 7· ἐπεί τοι οὕτως, εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή. ― Πρβλ. τοσοῦτος. (τοιοῦτος δὲν εἶναι σύνθετον ἐκ τοῦ τοῖος, οὗτος, ἀλλ’ ἐκτεταμένος τύπος τοῦ τοῖος, ὡς τὸ τοσοῦτος, τηλικοῦτος, τῶν τόσος, τηλίκος· ἴδε οὗτος Γ.) [τοῐ-συχν. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, οἷον Αἰσχύλ. Ἀγ. 593, Εὐμ. 194, 197, 424, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1399, κλπ.· πρβλ. τοιόσδε ἐν τέλ.].

French (Bailly abrégé)

τοιαύτη, τοιοῦτο et τοιοῦτον ; gén. pl. τοιούτων pour les trois genres;
adj. démonstr. : κἀγὼ τοιοῦτός εἰμι ESCHL moi aussi je suis de cet avis ; τοιοῦτον εἶναι XÉN se conduire ou se comporter ainsi, agir de cette façon ; τοιοῦτος ὤν XÉN avec de tels sentiments, avec de telles qualités ; avec le gén. : τοιοῦτον Ἀχαιῶν IL un tel homme parmi les Achéens ; en corrél. avec οἷος : οὔπω τοιοῦτον ἐγὼν ἴδον οἷον OD je n’en ai pas encore vu de tel que ; avec ὅς : λόγοις τοιούτοις οἷς σὺ μὴ τέρψει SOPH des paroles telles que tu n’auras pas lieu d’en être charmé ; avec ὥστε : οὐ γὰρ τοιοῦτος ὥστε avec l’inf. ESCHL car il n’est pas homme à ; en un sens emphat. si excellent, si puissant, si important ; τοιοῦτον εἶναι εἴς τινα, περί τινα, τινι avoir de tels sentiments à l’égard de qqn ; ταῦτα καὶ τοιαῦτα πολλά XÉN ces choses et beaucoup d’autres semblables ; τοιαῦτα, τὰ τοιαῦτα et autres choses pareilles ; dans les réponses : τοιαῦτα EUR c’est cela ; avec l’article : ὁ τοιοῦτος ATT celui qui est ainsi fait, qui a de tels sentiments ; τὸ τοιοῦτον THC une telle conduite ; διὰ τὸ τοιοῦτον THC pour un tel motif ; οἱ τοιοῦτοι ESCHL de telles gens ; ἐν τῷ τοιούτῳ en un tel lieu, dans de telles circonstances ; ἐν τοῖς τοιούτοις m. sign. ; ἡ διάρριψις τοιαύτη τις ἐγένετο XÉN voici à peu près comment on jeta les bagages de côté et d’autre ; adv. • τοιαῦτα SOPH de cette manière.
Étymologie: τοῖος, οὗτος.

English (Autenrieth)

τοιαύτη, τοιοῦτο(ν): of such a kind, such, like τοῖος, but a stronger demonstrative; ‘so excellent,’ Il. 2.372, Il. 16.847; ‘so heinous’ things, Il. 23.494, Od. 22.315.

English (Slater)

τοιοῡτος
   a such (as has been indicated) αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (i. e. such as the Dorians v. 65) (P. 1.67) εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος (sc. οἷον φθονεροῖς) (N. 8.35) pro subs., μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ (O. 9.40) τοὶ μὲν γάρυον τοιαῦτ (P. 4.94) τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος (τοᾰαῦτα metro flagitatur) (P. 8.55)
   b such as follows εἶπεν ἐν Θήβαισι τοιοῦτόν τι ἔπος (O. 6.16) αὔδασε τοιοῦτο̄ν ἔπος (Heyne: τοιοῦτόν τι codd.: τοιοῦτόν γ Pauw) (I. 6.42)
   c ἄν]θεα τοια[ύτ ]ὑμνήσιος δρέπῃ (Pae. 12.4)

English (Strong)

(including the other inflections); from τοί and οὗτος; truly this, i.e. of this sort (to denote character or individuality): like, such (an one).

English (Thayer)

τοιαύτη, τοιοῦτο and τοιοῦτον (only this second form of the neuter occurs in the N. T., and twice (but in T WH have τοιοῦτο)) (from τοῖος and οὗτος (others say lengthened from τοῖος or connected with αὐτός; cf. τηλικοῦτος)) (from Homer down), such as this, of this kind or sort;
a. joined to nouns: T WH omit; Tr brackets the clause),Tdf. τούτων); οἷος ... τοιοῦτος: τοιοῦτος ... ὁποῖος, τοιοῦτος ὤν ὡς etc. Lightfoot).
c. used substantively, α. without an article: μηδέν τοιοῦτον, plural, T Tr text WH ταῦτα). β. with the article, ὁ τοιοῦτος one who is of such a character, such a one (Buttmann, § 124,5; Winer s Grammar, 111 (106); Krüger, § 50,4, 6; Kühner, on Xenophon, mem. 1,5, 2; Ellicott on L marginal reading); Hebrews 11:14.

Greek Monolingual

-αύτη, -ο / τοιοῡτος, -αύτη, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, -αύτα, -ον, και επιτεταμένος τ. του ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α
(δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο τοιούτος
κίναιδος, ομοφυλόφιλος
2. φρ. «εν τοιαύτῃ περιπτώσει»
(λόγιος τ.) σε αυτήν την περίπτωση, σε τέτοια περίπτωση, τότε
αρχ.
1. (συχνά με επιτ. σημ.) α) τόσο μεγάλος, τόσο ευγενής, τόσο καλός («τοιοῡτον...ἐστὶ τὸ...τέλειον ἄνδρα εἶναι», Πλάτ.)
β) τόσο άθλιος, τόσο ελεεινός
2. (σε συνεκφορά με την αντων. τις) περίπου τέτοιος («ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις», Πολ.)
3. (με άρθρ.) όμοιος («παραπέμπεσθαι τὰ πλοῑα τὰ αὑτῶν, τὰ τοιαῡτα», Δημοσθ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τοιοῡτον
α) η τέτοια διαγωγή («οὐδ' αὖ πρῶτοι τοῡ τοιούτου ὑπάρξαντες», Θουκ.)
β) τέτοιος λόγος, τέτοια αιτίαπλέον τι διὰ τὸ τοιοῡτον ἐκπλαγέντων», Θουκ.)
γ) τέτοια περίπτωση
δ) τέτοια θέση («νομίζων ἐν τῷ τοιούτῳ το τε ἀτρεμὲς καὶ ἀνεκπληκτότατον εἶναι», Ξεν.)
ε) αυτό το σημείο («διὰ τὸ ἐν τοιούτῳ εἶναι τοῡ κινδύνου προσιόντος», Ξεν.)
5. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) τοιαῡτα
α) (μετά από ερώτηση) βεβαίως έτσι, ακριβώς έτσι
β) κατ' αυτόν τον τρόπο
6. φρ. α) «τοιοῡτος εἰμι [ή γίγνομαι] εἴς [ή περί] τινα [ή τινι]» — έχω τέτοιες διαθέσεις απέναντι σε κάποιον
β) «εἰς τοιοῡτον» — σε τέτοια κατάσταση (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖος, κατά τη δεικτ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῦτο (πρβλ. τηλικ-οῦτος). Ο τ. του ουδ. πληθ. τοιαυτί < ουδ. πληθ. τοιαῦτα + επιτ. μόριο -ί (πρβλ. οὑτοσ-ί)].