νήπιος

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήπῐος Medium diacritics: νήπιος Low diacritics: νήπιος Capitals: ΝΗΠΙΟΣ
Transliteration A: nḗpios Transliteration B: nēpios Transliteration C: nipios Beta Code: nh/pios

English (LSJ)

α (Sor.1.7, al.), Ion. η, ον, also ος, ον Lyc.638:—

   A infant, child, freq. in Hom., νήπιον, οὔ πω εἰδόθ' ὁμοιίου πολέμοιο Il.9.440; νήπια τέκνα 2.136, etc.; βρέφος ἔτ' ὄντα ν. E.Ion1399, cf. Andr.755, etc.; νηπίους ἔτι Id.Heracl.956; τὸ ν. Pl.Ax.366d; ἁρμόττουσα τοῖς ν. [πλαταγή] Arist.Pol.1340b30; ἐκ νηπίου from a child, from infancy, [τὸ ἡδὺ] ἐκ ν. ἡμῖν συντέθραπται Id.EN1105a2; ἐκ νηπίων Plb.4.20.8; ἐκ ν. ἡλικίας PFlor.36.5 (iv A.D.); infant in law, minor, ἐφ' ὅσον ὁ κληρονόμος ν. ἐστιν Ep.Gal.4.1; of children up to puberty, αἱ τῶν ν. ἐκλάμψιες Hp.Epid.6.1.4 (cf. Herophil. ap. Gal.17(1).826); but of the foetus in its early stage, Hp.Aph.4.1 (cf. Gal.17(1).653).    2 less freq. of animals, Il.2.311, 11.113; νήπια alone, the young of an animal, 17.134.    3 of plants, Thphr.HP8.1.7.    II metaph.,    1 of the understanding, childish, silly, Od.13.237; μέγα ν. Il.16.46, cf. Od.9.44; simply, without foresight, blind, Il.22.445; ἀνὴρ ν. Heraclit.79, cf. Emp.11.1, Pi.P.3.82, A.Pr.443, Democr.76, etc.; ν. ὃς . . γονέων ἐπιλάθεται S.El.145 (lyr.); οὔτε πρὶν νήπιον, νῦν τ' . . μέγαν no child before and now full-grown (i.e. in mind), Id.OT 652 (lyr.); of words, νήπια βάζεις Pi.Fr.157; ἀντιτείνειν νήπι' ἀντὶ νηπίων E.Med.891; μηδὲν εἴπῃς ν. Ar.Nu.105.    2 of bodily strength, like that of a child, βίη δέ τε ν. αὐτῶν Il.11.561.

German (Pape)

[Seite 253] att. auch 2 Endgn (νη – ἔπος, εἰπεῖν) eigentlich vom ersten Kindesalter, wie infans, vom Kinde, das noch nicht sprechen kann, unmündig, νήπια τέκνα, Il. 2, 136, öfter; aber auch weiter hinausgehend, νήπιον, οὔπω εἰδόθ' ὁμοιΐου πολέμοιο, 9, 440; selten von jungen Thieren, νήπια τέκνα, 2, 311. 11, 113; auch νήπια allein, die Jungen, 17, 134. Dah. βία νηπίη, die schwache Kraft des Kindes, Il. 11, 561. – Häufig übertr. auf den Verstand, kindisch, unerfahren, thöricht, μέγα νήπιος, 16, 46 Od. 9, 44, öfter bei Hes.; auch = ahnungslos, der Zukunft unkundig, Il. 22, 445; νήπια βάζεις, auch Pind. frg. 128; νήπιοι, P. 3, 82; νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους ἔθηκα, Aesch. Prom. 441; vgl. Soph. O. R. 652 El. 142; αἴσθημά τι κἀν νηπίοις γε τῶν κακῶν ἐγγίγνεται, Eur. I. A. 1244, vgl. Med. 891; νήπιον εἰπεῖν τι, Ar. Nubb. 106; νηπίου δίκην, νηπίων φόβητρα, Plat. Ax. 365 c 367 a; und bei Sp., ὡς παιδίῳ νηπίῳ χρήσασθαί τινι, Pol. 5, 29, 2; ἐκ νηπίων, von Jugend auf, 4, 20, 8; Luc. Halc. 5.

Greek (Liddell-Scott)

νήπιος: α, Ἰων. η, ον, καὶ ος, ον Λυκόφρ. 638· - ὁ ἐν μικρᾷ βρεφικῇ ἡλικίᾳ ὤν, συχν. παρ’ Ὁμ., ἰδίως ἐπὶ τοῦ οὔπω δυναμένου φέρειν ὅπλα, τοῦ λίαν νέου, νήπιον, οὔπω εἰδόθ’ ὁμοιίου πολέμοιο Ἰλ. Ι. 440· νήπια τέκνα Β. 136, κτλ.· οὕτω, τὸν οὔτε πρὶν νήπιον, νῦν τ’ ἐν ὅρκῳ καταίδεσαι μέγαν, τὸν οὔτε πρότερον μωρόν, νῦν δὲ μέγαν ἕνεκα τοῦ ὅρκου σεβάσθητι (ἐπὶ μεταφορ. ἐννοίας), Σοφ. Ο. Τ. 652· βρέφος ἔτ’ ὄντα ν. Εὐρ. Ἴων 1399, πρβλ. Ἀνδρ. 755, κτλ.· νηπίους ἔτι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 956· τὸ νήπιον Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D· ἡ τοῖς ν. ἁρμόττουσα [πλαταγὴ] Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 2· ἐκ νηπίου, ἐκ νηπιότητος, ἐκ μικρᾶς ἡλικίας, τὸ ἡδὺ ἐκ ν. ἡμῖν συντέθραπται Ἠθ. Νικ. 2. 3, 8· οὕτως, ἐκ νηπίων Πολύβ. 4. 20, 8· 2) σπανιώτερον ἐπὶ ζῴων, ἔνθα δ’ ἔσαν στρουθοῖο νεοσσοί, νήπια τέκνα Ἰλ. Β. 311, Λ. 113· ὡσαύτως μόνον νήπια, τὰ μικρὰ τέκνα ζῴου, τὰ νεογνά, Ρ. 134· - ὁ Θεόφρ. πρῶτος μετεχειρίσθη τὴν λέξιν, π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 7. ΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ διανοητικῆς καταστάσεως, παιδαριώδης, ἀνόητος, ἄφρων, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.· μέγα νήπιος Ἰλ. Π. 46, Ὀδ. Ι. 44· ὡσαύτως ὁ μὴ προνοῶν, τυφλὸς πρὸς τὸ μέλλον, Ἰλ. Χ. 445, Ὀδ. Ν. 237· οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Π. 3. 146, Αἰσχύλ. Πρ. 443, κτλ.· ν. ὅς... γονέων ἐπιλάθεται Σοφ. Ἠλ. 145: - ἐπὶ λέξεων, νήπια βάζειν Πινδ. Ἀποσπ. 128· νήπι’ ἀντὶ νηπίων Εὐρ. Μήδ. 891· μηδὲν εἴπῃς ν. Ἀριστοφ. Νεφ. 105. 2) ἐπὶ σωματικῆς δυνάμεως, βίη δὲ τε νηπίη αὐτῶν, παιδική, οὐχὶ μεγάλη, Ἰλ. Λ. 561.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
propr. qui ne parle pas, d’où
I. qui est en bas âge;
II. fig. 1 puéril, enfantin, sot ; fou;
2 faible.
Étymologie: νη-, ἔπος.

English (Autenrieth)

epith. of little children or young animals, ‘infant,’ ‘helpless,’ νήπια τέκνα, Il. 9.440, Β 311, Il. 11.113; often fig., indicating the blind unconsciousness on the part of men that suggests an analogy between the relation of men to higher powers and that of infants to adults, ‘helpless,’ ‘unwitting,’ and sometimes disparagingly, ‘simple,’ ‘childish,’ Il. 11.561, Il. 22.445.

English (Slater)

νήπῐος
   1 foolish τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (P. 3.82) “ὦ τάλας ἐφάμερε, νήπια βάζεις” (Kuster: νήπιε codd.) fr. 157.

Spanish

niño pequeño

English (Strong)

from an obsolete particle ne- (implying negation) and ἔπος; not speaking, i.e. an infant (minor); figuratively, a simple-minded person, an immature Christian: babe, child (+ -ish).

English (Thayer)

νήπια, νήπιον (from νή, an insep. neg. prefix (Latin nefas, nequam, nisi, etc. cf. Curtius, § 437), and ἔπος); as in Greek writers from Homer down,
a. an infant, little child: Sept. especially for עולֵל and עולָל.
b. a minor, not of age: Lightfoot at the passage).
c. metaphorically, childish, untaught, unskilled (the Sept. for פְּתִי, τέλειοι, the more advanced in understanding and knowledge, Philo de agric. § 2); νηπίοις ἐν Χριστῷ, in things pertaining to Christ, L WH (cf. the latter's note at the passage) have hastily received νήπιοι for the common reading ἤπιοι.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ νήπιος, -ία, -ον, Α και νήπιος, -ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, -ον, Μ ουδ. και νήφιο)
1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν)
α) παιδί νηπιακής ηλικίας
β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος
γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμοςνήπιος, οὐδὲ τὸ οἶδε κατὰ φρένα», Ομ. Ιλ.)
2. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) άπειρος σε κάτι αμαθής
β) ανόητος, απερίσκεπτος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. (με περιλπτ. σημ.) α) το σύνολο τών μικρών παιδιών μιας οικογένειας ή ομάδας
β) το σύνολο τών μελών μιας οικογένειας
αρχ.
1. (για λόγια) μωρός, ανόητος («νήπια βάζεις», Πίνδ.)
2. ασθενικός, ανίσχυρος
3. αυτός που δεν προνοεί για το μέλλον
4. αυτός που εισέρχεται για πρώτη φορά στα μυστήρια της χριστιανικής ζωής
5. διστακτικός, αναποφάσιστος
6. φρ. α) «νήπια τέκνα» ή απλώς «νήπια»
i) τα νεογνά τών ζώων («ἔνθα δ' ἔσαν στρουθοῑο νεοσσοί, νήπια τέκνα», Ομ. Ιλ.)
ii) (για φυτά) νέο βλάστημα, νέα φύτρα
β) «εκ νηπίου» ή «εκ νηπίων» — από τη νηπιακή ηλικία
γ) «αἱ τῶν νηπίων ἐκλάμψεις» — η πρόωρη ανάπτυξη τών παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < στερ. πρόθημα νη- + (F)ἔπος «λόγος» δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, καθώς μία τέτοια ετυμολ. της λ. θα προϋπέθετε τη σημ. «αυτός που δεν ξέρει να μιλήσει», που παραδίδεται μόνο από τον Ησύχιο: «νηπύτιον
νήπιον, ἄφωνον». Επίσης, η σύνδεση της λ. με το ρ. ἠπύω «φωνάζω, προσκαλώ» (πρβλ. νηπύτιος) δεν φαίνεται πειστική, καθώς προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες σχετικές με την ικανότητα του παιδιού να μιλήσει ή να φωνάξει κατά τη νηπιακή ηλικία. Εξίσου αβέβαιες θεωρούνται η σύνδεση της λ. με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος «ἀνηπελίη
ἀσθένεια» ή η ανάλυσή της στο στερ. πρόθημα νη- + ήπιος ή στο στερ. πρόθημα νη- + ἄπιος (πρβλ. λατ. apiscor «επιτυγχάνω»).
ΠΑΡ. νηπιάζω, νηπιώδης
αρχ.
νηπίαρχος, νηπιέη, νηπιεύομαι, νηπύτιος
αρχ.-μσν.
νηπιότης
μσν.
νηπιόεις
μσν.- νεοελλ.
νηπιόθεν
νεοελλ.
νηπιακός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νηπιοκτόνος
αρχ.
νηπιοτροφώ, νηπιόφρων
αρχ.-μσν.
νηπιοπρεπής
μσν.
νηπιόβουλος, νηπιοδύναμος, νηπιόλεκτος, νηπιοφανής
νεοελλ.
νηπιαγωγός, νηπιοβάπτισμα, νηπιοβαπτισμός, νηπιοκόμος, νυπιολογία].

Greek Monotonic

νήπιος: -α (νη-, ἔπος), Ιων. -η, -ον, και -ος, -ον,
I. αυτός που δεν μιλάει ακόμη, Λατ. infans, σε Όμηρ.· νήπια τέκνα, βρέφος νήπιον, σε Ευρ.· επίσης, νήπια, νεαρά ζώα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταφ., αυτός που σκέφτεται σαν παιδί, παιδιάστικος, ανόητος, άφρων, σε Όμηρ., Ησίοδ.· αυτός που δεν προνοεί, σε Όμηρ., Αισχύλ.