μωρός

From LSJ
Revision as of 05:04, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωρός Medium diacritics: μωρός Low diacritics: μωρός Capitals: ΜΩΡΟΣ
Transliteration A: mōrós Transliteration B: mōros Transliteration C: moros Beta Code: mwro/s

English (LSJ)

ά, όν, Att. μῶρος Hdn.Gr.1.192: μῶρος as fem., E.Med.61, but acc.

   A μῶραν Herod.5.17 (s. v.l.):—dull, sluggish, of the nerves, Hp.Genit.2; χειμῶνος ἀρχομένου μ. γίνονται οἱ ἐργάται [τῶν σφηκῶν] Arist.HA628a6.    2 of persons, dull, stupid, μωροῦ φωτὸς ἅδε βουλά Simon.57.6, cf. S.Ant.220, 470, Isoc.5.94, LXXSi.18.18, al., Ev.Matt.7.26, etc.: Comp. in prov., μωρότερος Μορύχου Sophr.74: Sup., X.An.3.2.22.    b in a religious sense, λαὸς μ. καὶ ἀκάρδιος LXXJe.5.21,al.    3 of things, δέδοικα μῶρον πυραύστου μόρον A.Fr.288; μῶρόν ἐστι τοὐγχείρημά σου S.OT540; τὸ μ. folly, E.Hipp. 966; τὸ μ. τοῦ θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί 1 Ep.Cor.1.25; μῶρα φρονεῖν, φωνεῖν, δρᾶν, S.Aj.594, OT433, Ant.469; μῶρα . . μῶρος λέγει E.Ba.369, cf. LXXIs.32.6; μ. βουλεύεσθαι Ar.Ec.474.    b μ. ἀνάγκη blind necessity, Epicur.Nat.101 G.    4 of taste, insipid, flat, Com. Adesp.596, Diocl.Fr.138, Dsc.4.19.    II Adv. -ρως X.An.7.6.21. (Cf. Skt. mūrás 'idiot'.)

German (Pape)

[Seite 226] att. μῶρος, vgl. Arcad. 96, 13, Eust. u. A., eigtl. stumpf, träge, stumpfsinnig, daher übh. dumm, thöricht, einfältig; Aesch. frg. 298; οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος, ὃς θανεῖν ἐρᾷ, Soph. Ant. 220, u. öfter von Menschen; aber auch von Sachen, οὐχὶ μῶρόν ἐστι τοὐγχείρημά σου, O. R. 540; μῶρά μοι δοκεῖς φρονεῖν, Ai. 591; τὸ μῶρον, die Thorheit, Eur. Hipp. 966 u. öfter; Plat. Lach. 197 a Legg. IX, 857 d; τοῦτο μωρότατον πεποιήκασιν, Xen. An. 3, 2, 13; N. T.; im Ggstz von φρόνιμος, Luc. u. Plut.; auch von Sinneneindrücken, bes. fade von Geschmack, Diosc. – Das adv. tadelt Poll. 5, 121; Xen. An. 7, 6, 21 schreibt Krüger οὕτω μωρὸς ἐξαπατώμενος. (Die Ableitung der Alten von μὴ ὁρᾶν ist unwahrscheinlich.)

Greek (Liddell-Scott)

μωρός: -ά, -όν, Ἀττ. μῶρος (Ἀρκάδ. 69. 13), μῶρος ὡς θηλ., Εὐρ. Μήδ. 60· ― κυρίως νωθρός, ἀμβλύς, ἄτονος, ἐπὶ τῶν νεύρων, Ἱππ. 232. 25· χειμῶνος ἀρχομένου μ. γίνονται οἱ ἐργάται τῶν σφηκῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 4. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἀμβλύς, νωθρός, ἀνόητος, ἄφρων, Σιμωνίδ. 6. 7, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 303· ἐπὶ προσώπων, Σοφ. Ἀντ. 220, 470, κτλ.· ― τὸ μωρόν, μωρία, ἀνοησία, Εὐρ. Ἱππ. 966. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, Σοφ. Ο. Τ. 540, κτλ.· μῶρα φρονεῖν, φωνεῖν, δρᾶν, λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 594, ἐν Ο. Τ. 433, ἐν Ἀντ. 469, Εὐρ. Βάκχ. 369· βουλεύεσθαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 474. 2) ἐπὶ γεύσεως, ἀνούσιος, ἄνοστος, Λατ. fatuus, Κωμικ. Ἀνών. 220, Διοσκ. 4. 19. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. μώρως καὶ -ρῶς, ἀσυνέτως, ἀνοήτως, εὐήθως, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 21, Πολυδ. Ε΄, 121, κλ. (Ἐντεῦθεν: μωρία, μωραίνω, μωρόομαι· πρβλ. Λατιν. morus, morio, morosus· ὁ Pictet παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὸ τῶν Βεδῶν mûras (stultus)).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
att. μῶρος, α ou ος, ον :
émoussé, hébété ; au mor. sot, fou, insensé ; τὸ μῶρον EUR les désirs impurs;
Sp. μωρότατος.
Étymologie: cf. μῶλυς.

English (Strong)

probably from the base of μυστήριον; dull or stupid (as if shut up), i.e. heedless, (morally) blockhead, (apparently) absurd: fool(-ish, X -ishness).

English (Thayer)

μωρά, μωρόν (on the accent cf. Winer s Grammar, 52 (51); Chandler §§ 404,405), foolish: with τυφλός, T Tr WH text omit; L brackets μωροί); τό μωρόν τοῦ Θεοῦ, an act or appointment of God deemed foolish by men, Wisdom of Solomon , ζητήσεις, נָבָל (cf. impious, godless (because such a man neglects and despises what relates to salvation), מורֶה, rebel) expressive of condemnation; cf. מורום). (the Sept. for נָבָל, כְּסִיל, Aeschylus, Sophocles, others.))

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ μωρός, -ά, -όν, Α αττ. τ. μῶρος, -ον, Μ και ἄμωρος, -ον)
1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος
2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μωρό
(μτφ) (για ενήλικο) α) πνευματικά ανώριμος ή εύπιστος, αφελής
β) θωπευτικός χαρακτηρισμός αγαπημένου προσώπου
(νεοελλ.-μσν.)
1. το θηλ. ως ουσ. η μωρή
χρησιμοποιείται ως επιφων. έκφραση, συνήθως με επιτιμητική ή προσβλητική χροιά («τί θέλεις, μωρή Άννα;»)
2. το ουδ. ως ουσ. βρέφος, νήπιο
μσν.
1. διανοητικά καθυστερημένος
2. (για τη σοφία του Θεού) αυτή που εμφανίζεται ανόητη ή πολύ απλοϊκή στα μάτια τών απίστων
(μσν. -αρχ.) θρησκ. αυτός που δεν έχει επίγνωση του αληθινού Θεού («λαὸς μωρὸς καὶ ἀκάρδιος», ΠΔ)
αρχ.
1. (για τα νεύρα) άτονος, νωθρός, χαλαρός
2. (για γεύση) ανούσιος, άνοστος
3. (το ουδ. ως ουσ) τὸ μῶρον
η ανοησία (α. «μῶρα φρονεῑν», Σοφ.
β. «μῶρα δρᾱν», Σοφ.
γ. «μῶρα βουλεύεσθαι», Αριστοφ.)
4. φρ. «μωρὰ ἀνάγκη» — αναπόδραστη ανάγκη (Επίκ.)
5. παροιμ. «μωρότερος Μορύχου» — λεγόταν για πολύ ανόητο άνθρωπο.
επίρρ...
μωρώς και μωρά (ΑΜ μωρῶς Α αττ. τ. μώρως, Μ και μωρά)
με τρόπο που αρμόζει σε μωρό, ανόητα, απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η παλαιότερη άποψη, κατά την οποία η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. mūra- «ανόητος» πιθ. < ΙΕ mō(u)- / mū- (για τη μετάπτωση ō: ū πρβλ. ζωμός: ζύμη), έχει εγκαταλειφθεί. Για τον τονισμό του αττ. τ. μῶρος πρβλ. μοχθηρός - μόχθηρος, πονηρός - πόνηρος. Την λ. μωρός δανείστηκε η λατ. με τη μορφή morus, -a, -um και morio, -ionis. Ο τ. -μωρος με προθετικό φωνήεν α- (πρβλ. -πάρθενος, -ρηχος). Η μετάβαση της λ. μωρός από τη σημ. «ανόητος» στη σημ. «βρέφος, νήπιο» για το ουδ. μωρό(ν) ήταν εύκολη και αναμενόμενη. Ο χαρακτηρισμός του «ανόητου», καθώς και ετυμολογικά δηλώνει τον «άνουν, τον στερούμενο νου, λογικής, ορθής κρίσης», μπορεί εύκολα να μεταφερθεί στα βρέφη. Έτσι, από τις φράσεις μωρόν βρέφος, μωρόν νήπιον
, μωρόν παιδίον, μωρόν τέκνον, κατά παράλειψη του ουσιαστικού, προσέλαβε η λ. μωρόν τη σημ. «βρέφος, νήπιο» (πρβλ. και τη σημασιολογική εξέλιξη του νήπιος). Για τη χρήση της κλητικής μωρέ, ως επιφώνημα, βλ. λ. βρε. Για τη σημ. που έλαβαν οι τ. μωρός / μωρόν ως α' συνθετικά βλ. λ. μωρ(ο)-.
ΠΑΡ. μωραίνω, μωρία
αρχ.
μωρεύω, μωρίζω, μώρως, μωρούμαι
μσν.
μωρικός
νεοελλ.
μώρα, μωρότητα.
ΣΥΝΘ. (Για συνθ. με α' συνθετικό μωρός βλ. λ. μωρο-). (Β' συνθετικό) οξύμωρος
αρχ.
δριμύμωρος, παντόμωρος, παράμωρος, υπόμωρος].

Greek Monotonic

μωρός: -ά, -όν, σπανίως -ος, -ον, νωθρός, οκνηρός, ανόητος, ηλίθιος, σε Σοφ. κ.λπ.· τὸ μωρόν, ανοησία, σε Ευρ.· μῶρα φρονεῖν, δρᾶν, λέγειν, σε Σοφ., Ευρ.· επίρρ. -ρως, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μωρός: атт. μῶρος 3, редко 2 неразумный, безрассудный, глупый (οὐκ ἔστιν οὕτω μ. ὃς θανεῖν ἐρᾷ Soph.): ἆρ᾽ οὐχὶ μῶρόν ἐστι τοὐγχείρημά σου; Soph. разве не безрассуден твой замысел?

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: adj.
Meaning: stupid, obtuse, foolish (IA.).
Other forms: Att. μῶρος (prob. from the voc.; Schwyzer 380 and 383)
Compounds: Compp., most late, e.g. μωρο-λόγος who speaks stupidities with -λογία, -λογέω, -λόγημα (Arist.), ὑπό-μωρος rather stupid (Luc.).
Derivatives: μωρία, Ion. -ίη f. stupidity (IA.), μωρίαι ἵπποι καὶ βοῦς ὑπὸ Ἀρκάδων H. (sg. μωρίας m. like ἐρυθ-ρίας a.o.; meaning as NGr. ἄλογο = ἵππος), Μωρίων (Arc. Gramm.; to be rejected Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 1, 281: to Μυρίνη etc.). Denominat. : 1. μωραίνω be stupid, foolish (A., E., X., Arist.), play the fool, make foolish, pass. become insipid (LXX, NT) with μώραν-σις = μωρία (Sch.). -- 2. μωρόομαι become insipid (Hp.). -- 3. μωρεύω = μωραίνω (LXX). -- 4. μωρίζω be stupid (Gal.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not well explained. Since Pictet (s. Curtius 338) usually connected with Skt. mūrá- foolish (?; rather erschütterlich = invalid after Thumb -Hauschild Hb. des Sanskrit I : 1, 271 n.) connected with ablaut ō(u) : ū . Brugmann Festschr. Thomsen 6 connects mūrá- with Skt. mū́ka-'dumb' (s. μυκός). With words of this meaning we must reckon with deviations and crosses, which makes the comparison more difficult. -- Lat. LW [loanword] mōrus mad, silly, s. W. -Hofmann s.v. Ngr. μωρό nursling (Andriotis Glotta 25, 17).
2.
Grammatical information: adj.
Meaning: ὀξύ, μάταιον, ἀμβλύ H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On the gloss ὀξύ Leumann, Hom. Wörter 272 n. 18.