κοντός
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
(A), ὁ,
A pole, punting-pole, Od.9.487, Hdt.2.136, 4.195, E. Alc.254 (lyr.), Th.2.84, Epicr.10, Diocl.Fr.142, IG12(5).647.30 (Ceos). 2 pike, Luc.Tox.55. 3 crutch, Gal.UP3.5 (pl.). 4 goad, PCair.Zen.362r.34 (iii B. C.).
κοντός (B), ή, όν,
A short, Adam.2.20, Palch.in Cat.Cod.Astr.1.95, interpol. in Hippiatr.115:—also written κονδός, Sor.1.16 (interpol.), Aët.16.111 (Comp.), prob. in JRS18.30 (Sup.). Adv. Comp. κονδότερον ἐπιβαίνειν, of a horse, take shorter steps, Hippiatr.30.
German (Pape)
[Seite 1482] ὁ (κέντω), Stange, Staken, deren drei auf jeder Triere waren, Att. Seew., um das Schiff fortzuschieben; αὐτὰρ ἐγὼ χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντὸν ὦσα παρέξ Od. 9, 487; Eur. Alc. 254 I. T. 1350; Her. 2, 136; Folgde. – Uebh. Stange, Plut. Rom. 8. – Auch = Speer, Luc. Tox. 55.
Greek (Liddell-Scott)
κοντός: -οῦ, ὁ, κοντάρι, κοντάριον μετ’ ἀγκίστρου (δι’ ἧς ὤθουν ἢ προσήγγιζον τὸ πλοῖον), Λατ. contus, Ὀδ. Ι. 487, Ἡρόδ. 2. 136., 4. 195, Εὐρ. Ἄλκ. 254, Θουκ. 2. 84· χορηγούμενον ὡς βραβεῖον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, 31. 2) τὸ ξύλον τοῦ δόρατος, Λουκ. Τόξ. 55.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
perche ou gaffe de batelier, javelot, épieu.
Étymologie: cf. κεντέω, κέντρον.
English (Autenrieth)
punting-pole, pole, Od. 9.487†.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό (ΑM κοντός και κονδός, -ή, -όν)
αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο βραχύς στο ανάστημα (α. «ο γιος του είναι κοντός σαν κι αυτόν» β. «τα μανίκια του έρχονται κοντά»)
νεοελλ.
1. φρ. α) «λέει ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του» — ο καθένας λέει τα δικά του, επικρατεί ασυνεννοησία
β) «κοντός ψαλμός αλληλούια»
(για λόγο σύντομο, αλλά αποφασιστικό) είναι καλό να φτάνει κανείς με δύο λόγια στην ουσία
2. παροιμ. «Κυριακή κοντή γιορτή» — λέγεται για υποθέσεις που η έκβασή τους δεν θα καθυστερήσει
νεοελλ.-μσν.
σύντομος στη διάρκεια
μσν.
1. (για συγγενείς) κοντινός, στενός
2. έμπιστος
3. φρ. «στα κοντά» — στα κοντινά μέρη
4. (το ουδ. ως επίρρ.) κοντό(ν)
α) σε μικρό χρονικό διάστημα
β) για λίγο χρόνο
γ) πριν από λίγο χρόνο
δ) κοντολογίς
ε) άραγε
στ) (ως επιφών.) ε! («κοντὸ κ' ἐμέν' ἡ μοίρα μου ἂς εἶναι φυλαμένη», Σαχλ.)
στ) φρ. «εἰς κοντόν» ή «ἐν κοντῷ» i) σε μικρό χρονικό διάστημα
ii) περιληπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» βλ. λ..
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. κοντά (Ι), κονταίνω, κοντεύω
νεοελλ.
κοντακιανός, κόντος, το, κοντούλης, κοντούτσικος.
ΣΥΝΘ. βλ. λ. κοντ(ο)-].
(II)
ο (ΑM κοντός)
κοντάρι, ιστός
νεοελλ.
επιμήκης κυλινδρική ράβδος που αποτελεί γυμναστικό όργανο («άλμα επί κοντώ»)
αρχ.
1. επιμήκης ράβδος με άγκιστρο στη μια άκρη που χρησίμευε για το τράβηγμα μικρού πλοίου («νεκύων δὲ πορθμεὺς ἔχων χέρ' ἐπὶ κοντῷ Χάρων μ' ἤδη καλεῑ», Ευρ.)
2. το ξύλο του δόρατος
3. βακτηρία, μπαστούνι
4. βούκεντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα kont- της ΙΕ ρίζας kent- και είναι παρ. του ρ. κεντώ. Η σημασιολογική εξέλιξη που δημιούργησε το επίθ. κοντός, -ή, -ό με σημασία «βραχύς» άρχισε στο στρατιωτικό λεξιλόγιο από σύνθ. με α' συνθετικό το κοντός (ΙΙ) «κοντάρι», όπως κοντο-βολῶ, κοντο-φόρος, όπου ο βραχύτερος κοντός, αντιδιαστελλόμενος προς το επιμηκέστερο δόρας ταυτίστηκε σημασιολογικά προς το βραχύς και δημιούργησε ήδη στην Αρχαία και Μεσαιωνική Ελληνική νέα σύνθ., δηλώνοντας μάλιστα βραχύτητα όχι μόνο μεγέθους αλλά και αποστάσεως και χρόνου. Τέλος, απέκτησε και μεταφορικές σημασίες, όπως του δισταγμού ή του κατά προσέγγισιν (βλ. λ. κοντο)].
ΠΑΡ. κοντάρι(ον), κοντός (Ι)
μσν.
κοντά (ΙΙ), κόνταξ, κοντεύω (ΙΙ).
ΣΥΝΘ. αρχ. κοντοβολώ, κοντοπαίκτης
αρχ.-μσν.
κοντοφόρος, κοντοφορώ
μσν.
κοντοκυνηγέσιον, κοντομαχώ, κοντομονόβολον, κοντοπαικτική, κοντοφορικόν].
Greek Monotonic
κοντός: -οῦ, ὁ, κοντάρι, κοντάρι με αγκίστρι, σταλίκι, κοντάρι βάρκας, Λατ. contus, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· αιχμή δόρατος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κοντός: ὁ
1) шест, багор, жердь (περιμήκης Hom.; χόρτου ἀγκαλὶς κοντῷ περικειμένη Plut.): κοντοῖς πρῷραν ἔχειν Eur. упираться баграми в носовую часть корабля;
2) древко копья, тж. копье, рогатина (τρῶσαι κοντῷ εἰς τὸν ὦμον Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοντός -οῦ, ὁ [~ κεντέω] paal, boom\n (om een boot voort te bewegen); later ook lans.
Frisk Etymological English
Meaning: pole, puntingpole
See also: s. κεντέω.
Middle Liddell
!κοντός, οῦ,
a pole, punting-pole, boat-hook, Lat. contus, Od., Hdt., attic: the shaft of a pike, Luc.