γελάω
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
Ep. γελόω Od.21.105, Aeol. γέλαιμι Hdn.Gr.2.463, al.; Ep. part.
A γελόωντες Od.18.40, γελώοντες, -ώωντες, or -οίωντες ib. 111, cf. 20.390; Ep. impf. γελώων or -οίων 20.347; Dor. part. γελᾶσα, 3pl. γελᾶντι, Theoc.1.36,90; Aeol. γελαίσας Sapph.2.5: Att. fut. γελάσομαι Pl.Phdr.252b, X.Smp.1.16, etc.; later γελάσω AP2.178 (Mel.), 11.29 (Autom.), Anacreont.38.8, etc.: aor. ἐγέλᾰσα E.IT276, etc.; Ep. ἐγέλασσα Il.15.101; Dor. ἐγέλαξα Theoc.20. <*>, v.l.ib.7.42; 3pl. γέλαν for ἐγέλασαν Poet. ap. EM255.6:—Pass., fut.-ασθήσομαι D.L.1.78, Luc.Am.2: aor. ἐγελάσθην D.2.10, (κατ-) Th.3.83, Pl. Euthphr.3c, etc.: pf. γεγέλασται (κατα-) Luc.DMort.1.1. I abs., laugh, ἁπαλὸν γελάσαι Od.14.465; ἀχρεῖον γ. 18.163; γναθμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν 20.347; δακρυόεν γ. Il.6.484; μηδὲν ἵλεων γ. S.Aj. 1011; ἡ δ' ἐγέλασσε χείλεσιν, of feigned laughter, Il.15.101; ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ his heart laughed within him, 21.389; γελῶ ὁρῶν Hdt.4.36:—Pass., εἵνεκα τοῦ γελασθῆι αι for the sake of a laugh being raised, D.2.19. 2 of things, γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθών Il. 19.362; γαῖά τε πᾶσ' ἐγέλασσε h.Cer.14; γελᾷ δέ τε δό ματα πατρός Hes.Th.40; γελῶντα ὑδάτη Lyr.Alex.Adesp.32.4. II laugh at, ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν Il.2.270, 23.784; ἐπ' ἀλλήλοισι γελῶσιν Thgn. 1113; γελᾷ δὲ δαίμων ἐπ' ἀνδρὶ θερμῷ laughs scornfully at... A.Eu. 560 (lyr.); ἐπί τινι at a thing, X.Mem.4.2.5, Pl.Phlb.50a: freq. c. dat., γελᾷ δὲ τοῖσδε… ἄχεσιν πολὺν γέλωτα S.Aj.957 (lyr.), cf. 1043, Ar. Nu.560; ἐγέλασα ψολοκομπίαις was amused at them, Id.Eq.696; ὅταν ποτ' ἀνθρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ Philem.110; εἰς ἐχθροὺς γ. S. Aj.79; ἐν κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς A.Ch.222: rarely c. gen. pers., γελᾷ μου S.Ph.1125 (lyr.), cf. Pl.Tht.175b, Luc.Dem.Enc.16, Procop.Goth.4.28 (v.l.). 2 c. acc., deride, τινά Theoc.20.1; ἢ τόδε γελᾶτε, εἰ… ; X.Smp.2.19; τί δὲ τοῦτ' ἐγέλασας ἐτεόν; what is this you are laughing at? Ar.Nu.820:—Pass., to be derided, A.Eu.789 (lyr.), S.Ant. 839 (lyr.); πρός τινος Id.Ph.1023; παρά τινος Id.OC1423.
German (Pape)
[Seite 479] lachen; fut. γελάσομαι; nur Sp., wie Liban. Anacr. 38 a Automed. 3 (XI, 29) γελάσω; aor. ἐγέλασα, p. ἐγέλασσα, ἐγέλαξε Theocr. 20, 1; vgl. καταγελάω. Bei Hom. außer aorist. act. nur zerdehnte Formen des praes. und imperfect. act. und adject. verbale γελαστός, welches besonders, oben, die anderen Formen s. weiter unten. – Das Wort bezeichnet sowohl das Lachen als Ausdruck der Freude wie als Ausdruck der Verachtung, des Spottes. Hom. Iliad. 11, 378 μάλα ἡδὺ γελάσσας; Odyss. 14, 465 ἁπαλὸν γελάσαι; 18, 163 ἀχρεῖον δ' ἐγέλασσεν; Iliad. 6. 484 δακρυόεν γελάσασα, durch Thränen lächelnd; 15, 101 ἡ δ' ἐγέλασσεν χείλεσιν, οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη; γναθμοῖσι ἀλλοτρίοισιν, s. unten; ἐπί τινι, über Jemand, über Etwas lachen: Iliad. 2, 270 οἱ δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν; Odyss. 20, 358 οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν; übertragen, Iliad. 21, 389 ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ γηθοσύνῃ, ihm lachte das Herz im Leibe; Odyss. 9, 413 ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ; Iliad. 19, 362 αἴγλη δ' οὐρανὸν ἷκε, γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθὼν χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς, Zerdehnte Formen: Od. 21, 105 αὐτὰρ ἐγὼ γελόω καὶ τέρπομαι ἄφρονι θυμῷ; 18, 40 ἃς ἔφαθ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἀνήιξαν γελόωντες; 20, 374 μνηστῆρες δ' ἄρα πάντες ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες Τηλέμαχον ἐρέθιζον, ἐπὶ ξείνοις γελόωντες; 18, 111 τοὶ δ' ἴσαν εἴσω ἡδὺ γελώοντες, καὶ δεικανόωντ' ἐπέεσσιν; 20, 390 δεῖπνον μὲν γὰρ τοί γε γελοίωντες τετύκοντο, v. l. γελοιῶντες, von γελοιάω; 20, 347 οἱ δ' ἤδη γναθμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν, v. l. γελώων; wan kann übrigens auch γελοίων von γελοιάω herleiten. – Auch in Prosa ἐπί τινι die gewöhnlichste Construction: ἐπί τινος Xen. Conv. 2, 18; τινί, nur von Sachen, Ar. Nubb. 552 Equ. 693; anders οὐδεὶς γελᾷ μοι, lacht mich an, Eur. I. A. 912, wie ὅταν ποτ' ἀνθρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ Philem. in Comp. Men. et Phil. p. 357; τινός Soph. Phil. 1110; mit gen. absol. Plat. Theaet. 175 b; τί τοῦτο γελᾷς Gorg. 473 e; vgl. Luc. Sacrif. 1; Ocyp. 5; anders γέλωτα Soph. Ai. 954; ἔς τινα 79; ἔν τινι Luc. Nigr. 21; ἢ τόδε γελᾶτε, εἰ βούλομαι, oder lacht ihr darüber, daß ich, Xen. Conv. 2, 19; τί τοῦτο γελᾷς ἐτεόν; was lachst du eigentlich? Ar. Nub. 820. – Bei Dichtern von leblosen Gegenständen; δώματα Hes. Th. 40; vgl. H. h. Cer. 14; Ap. Rh. 4, 1171; Qu. Sm. 6, 3; vom ruhigen Meere, Alciphr. 3, 1; p. bei B. A. 6. – Pass. γελᾶσθαι Alex. Ath. VI, 241 d Men. Stob. fl. 113, 9.
Greek (Liddell-Scott)
γελάω: Ἐπ. γελόω, Ὀδ. Φ. 105, Αἰολ. γέλαιμι, Ἡρῳδιαν. π. μον. λεξ. σ. 23· Ἐπ. μετοχ. γελόωντες Ὀδ. Σ. 40, γελώοντες –ώωντες ἢ -οίωντες αὐτόθι 110., Υ. 390· Ἐπ. παρατ. γελοίων ἢ -ώων Υ. 347 (πρβλ. γελοιάω)· Δωρ. μετοχ. γελᾶσα, γ΄ πληθ. γελᾶντι (κοιν. –εῦσα, -εῦντι) Θεόκρ. 1. 36, 90 (ἴδε Ahrens Δωρ. Δ. σ. 197)· Αἰολ. γελαίσας (ἀντὶ -άσας) Σαπφ. 2. 5· ― Ἀττ. μέλλ. γελάσομαι, Πλάτ., Ξεν., κτλ.· μεταγεν. γελάσω, Ἀνθ. Π. 5. 179., 11. 29, Ἀνακρεόντ. 41. 8, κτλ.· ― ἀόρ. ἐγέλᾰσα, Εὐρ., κτλ.· Ἐπ. ἐγέλασσα, Δωρ. ἐγέλαξα, Θεόκρ. 7. 42., 20. 1· γ΄ πληθ. γέλαν ἀντὶ ἐγέλασαν (ὡς βρόντας ἀντὶ βροντήσας) Ε. Μ. 255. 6, ἐξ ἀρχαίου τινὸς ποιητοῦ. ― Παθ. μέλλ. –ασθήσομαι Διογ. Λ. 1. 78, Λουκ.· ἀόρ. ἐγελάσθην Δημ. 23. 22 (κατα-), Θουκ., Πλάτ., κτλ.· πρκμ. γεγέλασται (κατα-), Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 1. (√ΓΕΛ φαίνεται ὅτι ἐδήλου μᾶλλον λαμπρότητα προσώπου καὶ μειδιῶσαν εὐθυμίαν ἢ θορυβώδη γέλωτα, ἄν, ἐννοεῖται, αἱ λέξεις γqλήνη, γαληνός παράγονται ἐξ αὐτῆς). Ι. ἀπολ., γελῶ, ἁπαλὸν ἢ ἡδὺ γελᾶν, ἀχρεῖον γ., ἀλλοτρίοις γναθμοῖς γ., Σαρδόνιον γ. Ὅμ. (ἴδε τὰ ἐπίθετα ταῦτα)· δακρυόεν γ. Ἰλ. Ζ. 484· πρβπ. Σοφ. Αἴ. 1011· ἡ δ’ ἐγέλασσεν χείλεσιν, ἐπὶ προσπεποιημένου γέλωτος, Ἰλ. Ο. 101· ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ, ἡ καρδία του ἐντός του ἐγέλασεν, Φ. 389. ― Παθ., ἕνεκα τοῦ γελασθῆναι, διὰ νὰ γείνῃ γέλως, Δημ. 23. 22. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐγέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθὼν Ἰλ. Τ. 362· ὀδμῇ πᾶς τ’ οὐρανὸς..., γαῖά τε πᾶσ’ ἐγέλασσε Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 14· γελᾷ δέ τε δώματα... θεᾶν ὀπὶ λειριοέσσῃ Ἡσ. Θ. 40. ΙΙ. γελῶ πρός τινα, διά τινα, ἐπ’ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν Ἰλ. Β. 270, Ψ. 784· ἐπ’ ἀλλήλοισι γελῶσιν Θέογν. 1113· γελᾷ δὲ δαίμων ἐπ’ ἀνδρὶ θερμῷ, ἐμπαικτικῶς ἢ περιφρονητικῶς γελᾷ πρὸς..., Αἰσχύλ. Εὐμ. 560· ὡσαύτως, ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 5, Συμπ. 2, 18· συχνάκις ὁμοίως μετὰ δοτ., γελᾷ δὲ τοῖσδε... ἄχεσιν πολὺν γέλωτα Σοφ. Αἴ. 957, πρβλ. 1043, Ἀριστοφ. Νεφ. 560· ἐγέλασα ψολοκομπίαις, ἀστεῖα μοὶ ἐφάνησαν, ὁ αὐτ. Ἱππ. 696· ὡσαύτως, εἰς ἐχθροὺς γ. Σοφ. Αἴ. 79· ἐν κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς Αἰσχύλ. Χο. 222· ― σπανίως, ὡς τὸ καταγελάω, μ. γεν. προσ., γελᾷ μου Σοφ. Φ. 1125, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 16. 2) μ. αἰτ., καταγελῶ, περιγελῶ, τινὰ Θεόκρ. 20. 1· ἢ τόδε γελᾶτε, εἰ... Ξεν. Συμπ. 2, 19· τί δὲ τοῦτ’ ἐγέλασας ἐτεόν; τί εἶναι τοῦτο διὰ τὸ ὁποῖο γελᾷς; Ἀριστοφ. Νεφ. 820· μὴ γελάσῃς... μοῖραν Ἐπιγρ. Ἑλλ. 284· ― ἐντεῦθεν κατὰ παθ., περιπαίζομαι, περιγελῶμαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 789, Σοφ. Ἀντ. 838· πρός τινος ὁ αὐτ. Φ. 1023· παρά τινος ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1423.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐγέλων, f. γελάσομαι, postér. γελάσω, ao. ἐγέλασα, pf. inus.
Pass. f. γελασθήσομαι, ao. ἐγελάσθην, pf. seul. en compos.
I. primit. briller ; γέλασσε poét. δὲ πᾶσα περὶ χθὼν χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς IL toute la terre alentour resplendit de l’éclat étincelant de l’airain;
II. p. suite, à cause de la joie qui illumine le visage, rire : γ. χείλεσιν IL rire des lèvres, càd d’un rire contraint ; avec un suj. de chose : ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ IL et son cœur se réjouit litt. fut riant ; γ. ἐπί τινι, τινά, τινός, ἐπί τινος rire de qqn ; γ. ἐπί τινι, τινί, τι rire de qch ; Pass. être un objet de dérision, être l’objet des railleries : πρός τινος, παρά τινος, de qqn.
Étymologie: pour *γελάσθω de la R. Γαλ, être clair, briller.
English (Autenrieth)
part. γελόωντες, γελώοντες, ipf. 3 pl. γελώων, aor. (ἐ)γέλα(ς)σεν, 3 pl. γέλα(ς)σαν, part. γελά(ς)σᾶς: laugh, ἡδύ, ‘heartily;’ ἁπαλόν, ἀχρεῖον, δακρυόεν, χείλεσιν, only ‘with the lips,’ i. e. not from the heart, Il. 15.101; fig., γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθὼν | χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς, Il. 19.362; ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ, ‘laughed within me,’ Od. 9.413.
English (Slater)
γελάω
1 smile ἀγανᾷ χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρύι sc. Cheiron (P. 9.38) γελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων (P. 10.36) c. part., εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ delights (I. 1.68)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): eol. γέλαιμι Sapph.31.5, Theoc.1.36, Hdn.Gr.2.463; γέλᾱμι Alc.349c
• Morfología: [pres. ép. c. diéct. γελόω Od.21.105, dór. 3a plu. γελᾶντι Theoc.1.90, part. γελώωντες Od.20.390, γελοίωντες ib. (var.); ép. impf. 3a plu. γελώων Od.20.347; aor. ind. γέλασσε Il.6.471, 15.101, dór. ἐγέλαξε Theoc.20.1, 3a plu. γέλασσαν Il.2.270, γέλαν Alc.349c]
I c. suj. de pers.
1 abs. sonreir, reir γέλασσε Παλλὰς Ἀθήνη Il.21.408, ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ de Zeus Il.21.389, γέλαν δ' ἀθάνατοι θέοι Alc.l.c., Αβρααμ ἐγέλασε LXX Ge.17.17, ἐγὼ δὲ γελάσας Luc.Dem.Enc.16, γελᾶτε ἕως ἔξεστιν ὑμῖν D.C.39.8, μὴ γελασάτω τις Numen.6.6, ἔφη γελόωσα Pamprepius 3.106, fig. πενίαν ... οἴσει σοφία γελῶσα Synes.Hymn.9.38, como propio del hombre frente a los animales, Arist.PA 673a8, γελᾶν ... καὶ φιλοσοφεῖν Epicur.Sent.Val.[6] 41, op. ‘llorar’ μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε Eu.Luc.6.21, γελᾶτε δὲ ὑμεῖς, ὡς καὶ κλαύσοντες Tat.Orat.3
•c. ac. int. γελᾷ δὲ τοῖσι μαινομένοις ἄχεσιν πολὺν γέλωτα S.Ai.957, o adverb. δακρυόεν γελάσασα riendo entre lágrimas, Il.6.484, ἁπαλὸν γελάσαι reir suavemente, Od.14.465, γελαίσας ἰμέροεν Sapph.l.c., μηδὲν ἥδιον γελᾶν no dirigir una sonrisa más dulce S.Ai.1011
•c. dat. instrum. γέλασε χείλεσιν rió con los labios, e.e. con risa fingida, Il.15.101, γναθμοῖσι γελώων ἀλλοτρίοισιν riendo con mandíbulas ajenas, e.e. sin ganas, con risa forzada, Od.20.347.
2 c. dif. constr. reírse de c. prep. y dat. ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν Il.2.270, ἐπ' ἀλλήλοισι Thgn.1113, γελᾷ δὲ δαίμων ἐπ' ἀνδρὶ θερμῷ A.Eu.560, ἐπὶ τοῖς τῶν φίλων γελοίοις Pl.Phlb.50a, ἐπὶ τῷ προοιμίῳ X.Mem.4.2.5, ἐν κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς A.Ch.222, ἐν τοῖς γιγνομένοις Luc.Nigr.21
•c. prep. y ac. de pers. οὔκουν γέλως ἥδιστος εἰς ἐχθροὺς γελᾶν; S.Ai.79
•c. ac. τί δὲ τοῦτ' ἐγέλασας ἐτεόν; Ar.Nu.820, τόδε γελᾶτε X.Smp.2.19, τὴν Φερεκύδους γραολογίαν Tat.Orat.3, μ' ἐγέλαξε θελόντά μιν ... φιλάσαι Theoc.20.1, τοὺς μέχρι νῦν τοῖς δόγμασιν αὐτοῦ καταχρωμένους Tat.Orat.2
•c. gen. de pers. γελᾷ μου S.Ph.1125, cf. LXX La.1.7, γελᾷ οὐ δυναμένων λογίζεσθαι Pl.Tht.175b
•c. dat. κακοῖς S.Ai.1043, ψολοκομπίαις Ar.Eq.696, τούτοισι Ar.Nu.560, ἀνθρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ Men.Comp.2.19
•c. part. pred. γελῶ ὁρῶν me río de ver Hdt.4.36, ἰδόντες δίκαιοι ἐγέλασαν LXX Ib.22.19.
3 en v. med.-pas. ser objeto de risa γελῶμαι ¡se ríen de mí! A.Eu.789, εἵνεκα τοῦ γελασθῆναι de unos poemas, D.2.19, γελώμενος πρὸς σοῦ S.Ph.1023, ἐμὲ οὕτω γελᾶσθαι τοῦ κασιγνήτου πάρα S.OC 1423
•hacerse el gracioso, hacer reir βούλομαι οὗτος γελᾶσθαι καὶ γέλοι' ἀεὶ λέγειν Alex.188, cf. Ath.241d.
II c. suj. no de pers. reir, fig. resplandecer, exultar γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθὼν χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς en torno resplandeció de broncíneo esplendor la tierra entera, Il.19.362, γελᾷ ... δώματα ... Ζηνὸς ... θεᾶν ὀπί Hes.Th.40, γαῖά τε πᾶσ' ἐγέλασσε h.Cer.14, cf. Nonn.D.22.7, Q.S.2.210, ἐγέλασσε γαῖα πελώρη Thgn.9, ἐγενόμην ὡς ἡ γῆ θάλλουσα καὶ γελῶσα τοῖς καρποῖς αὐτῆς me quedé como una tierra floreciente y exultante con sus frutos, Od.XI Salom.12, ἐγέλων οἱ καρποί Od.XI Salom.16.b.
• Etimología: Denom. de un neutr. *γέλας de *gelHu̯3- en grado P/ø; c. otros vocalismos cf. arm. gału ‘carcajada’ (<*galo-), gr. ἀγλαός q.u., etc.
English (Strong)
of uncertain affinity; to laugh (as a sign of joy or satisfaction): laugh.
English (Thayer)
γελῶ; future γελάσω (in Greek writings more common γελάσομαι (Buttmann, 53 (46); Winer s Grammar, 84 (80))); (from Homer down); to laugh: κλαίω), 25. (Compare: καταγελάω.)
Greek Monotonic
γελάω: Επικ. γελόω, Επικ. μτχ. πληθ. γελόωντες, γελώοντες, -ώωντες ή -οίωντες, Επικ. παρατ. γελοίων ή -ώων, Δωρ. γʹ πληθ. γελᾶντι, θηλ. μτχ. γελᾶσα· μέλ. γελάσομαι [ᾰ], μεταγεν. γελάσω· αόρ. αʹ ἐγέλᾰσα, Επικ. ἐγέλασσα, Δωρ. ἐγέλαξα· Παθ. αόρ. αʹ ἐγελάσθην.
I. ως απόλ., γελώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐγέλασσεν χείλεσιν, λέγεται για το προσποιητό, το επίπλαστο γέλιο, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ἕνεκα τοῦ γελασθῆναι, χάριν της πρόκλησης γέλιου, σε Δημ.
II. 1. γελώ εις βάρος κάποιου, Λατ. irrideo· ἐπί τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· επίσης, εις βάρος κάποιου πράγματος, σε Ξεν.· ομοίως με δοτ., σε Σοφ. κ.λπ.· σπανίως, όπως το καταγελάω, με γεν. προσ., στον ίδ.
2. με αιτ., ειρωνεύομαι, χλευάζω, περιπαίζω· τινά ή τι, σε Θεόκρ., Αριστοφ. — Παθ., εμπαίζομαι, περιγελώμαι, χλευάζομαι, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
γελάω: эп. тж. γελόω и γελοιάω (aor. ἐγέλασα - эп. (ἐ)γέλασ(σ)α, дор. ἐγέλαξα)
1) смеяться (τί τοῦτ᾽ ἐγέλασας ἐτεόν; Arph.): δακρυόεν γελάσασα Hom. смеясь сквозь слезы; γ. χείλεσιν Hom. смеяться (одними) губами, т. е. принужденно;
2) веселиться, ликовать (ἐγελασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ Hom.);
3) сиять, блистать, сверкать (χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς Hom.; ὀπὶ λειριοέσσῃ Hes.);
4) насмехаться (ἐπί τινι Hom., Aesch., τινος и τινι Soph. Arph., ἐπί τινος и ἐπί τινι Xen. и τι Arph., Xen.): ἕνεκα τοῦ γελασθῆναι Dem. для посмеяния; γελᾶσθαι πρός и παρά τινος Soph. быть предметом чьих-л. насмешек.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: laugh (Il.)
Other forms: Aor. γελάσ(σ)αι, with γελάσομαι, ἐγελάσθην, γεγέλασμαι (Att. etc.)
Derivatives: γέλασμα laughing (A., s. below), γελαστύς id. (Call.), γελαστής laugher, sneerer (S.), ἐγγελαστής (E.), γέλασις (EM). - γελασῖνος the laugher (Ael.), in plur. the front teeth (Poll.). - Also γελάσκω (AP) and γελασείω (Pl.). - Beside γελάω γέλως, -ωτος (ep. acc. γέλω for γέλων, γέλον, Att. gen. γέλω) m. laughter (Il.), with γελώω (Od., s. Chantr. Gramm. hom. 1, 365f.) and γελοῖος (Β 215, where γελοίϊος m.c., cf. Schwyzer 467 and Chantraine 1, 168) with denomin. γελοιάω, γελοιάζω (LXX). - γελασ- in ἀ-γέλασ-τος (θ 307), also in γελανής (Pi.) < *γελασ-νής? Also in γελαρής γαλήνη. Λάκωνες H. < *γελασ-ρής; also in γελάω, γελάσ-σαι <*γελασ-ι̯ω. - Aeolic o-Stamm γέλος m. (cf. ἔρως : ἔρος : ἐραστός).
Origin: IE [Indo-European] *gelh₂- laugh
Etymology: Beside γέλως (*gelh₂-os) Arm. caɫr, gen. caɫu laughter (with ci-caɫim laugh); for the ablaut cf. γαλ- < *glh₂- in γαλήνη. - The physical meaning is preserved in γελεῖν λάμπειν, ἀνθεῖν H. - Cf. γαλήνη, γλήνη, γλῆνος, and Γελέοντες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γελάω, praes. contr. γελῶ, ep. praes. γελόω, Aeol. γέλαιμι, ep. ptc. γελοω - γελωο - γελωω - γελοιω -, Aeol. gen. fem. γελαίσας,\n Dor. dat. γελᾶντι, Ion. inf. γελῆν ; aor. ἐγέλασα, ep. (ἐ)γέλασσα, Dor. (ἐ)γέλαξα ; perf. med.-pass. 3 sing. γεγέλασται ; aor. pass. ἐγελάσθην ; fut. Att. med. γελάσομαι, later γελάσω.
1. lachen:; ἡ δὲ γέλασσε χείλεσιν zij lachte met haar lippen (d.w.z. ze trok een grijns) Il. 15.101; ἐμὸν δ ’ ἐγέλασσε φίλον κῆρ mijn hart was blij Od. 9.413; γ. κατ ’ ἐμαυτόν in mezelf lachen Luc. 33.39; met adv. acc.:; ἁπαλὸν γελάσαι zachtjes lachen Od. 14.465; van zaken stralen :. γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθὼν χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς heel het land rondom straalde door de schittering van het brons Il. 19.362.
2. lachen om, lachen over, met acc.:; τί δὲ τοῦτ ’ ἐγέλασας ; waarom moest je daarom lachen? Aristoph. Nub. 820; met prep.:; ἐπ ’ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν zij lachten smakelijk om hem Il. 2.270; met dat. en acc. v. h. inw. obj. : γελᾷ... τοῖσδε... ἄχεσιν πολὺν γέλωτα hij lacht hard om dit verdriet Soph. Ai. 957 (lyr.); met gen.. γελᾷ μου hij lacht om mij Soph. Ph. 1125 (lyr.).
3. bespotten, uitlachen, met acc.:; Εὐνίκα μ ’ ἐγέλαξε Eunika lachte mij uit Theocr. 20.1; pass.:; γελῶμαι ik word uitgelachen Aeschl. Eum. 789; met prep.. εἰς ἐχθροὺς γ. je vijanden in hun gezicht uitlachen Soph. Ai. 79.
Middle Liddell
I. absol. to laugh, Hom., etc.; ἐγέλασσεν χείλεσιν, of feigned laughter, Il.:—Pass., ἕνεκα τοῦ γελασθῆναι for the sake of a laugh being raised, Dem.
II. to laugh at a person, Lat. irrideo, ἐπί τινι Il., Aesch.; also at a thing, Xen.; so c. dat., Soph., etc.; rarely, like καταγελάω, c. gen. pers., Soph.
2. c. acc. to deride, τινά or τι Theocr., Ar.:—Pass. to be derided, Aesch., Soph.
Frisk Etymology German
γελάω: {geláō}
Forms: Aor. γελάσ(σ)αι (seit Il.), dazu γελάσομαι, ἐγελάσθην, γεγέλασμαι (att. usw.)
Grammar: v.
Meaning: lachen.
Derivative: Ableitungen: γέλασμα das Lachen (A., vgl. unten), γελαστύς ib. (Kall.), γελαστής Lacher, Spötter (S.) mit γελάστρια (Sch.), ἐγγελαστής (E., vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 35), γέλασις (EM), woneben γελάσιμος (Stratt., Luk., wahrscheinlich direkt von γελάω; etwas abweichend Arbenz Die Adj. auf -ιμος 82 und 84). — γελασῖνος der Lacher (Ael., Anaxandr.), im Plur. Vorderzähne, Backengrübchen (Poll., Alkiphr. usw.), kaum von *γελασ-, s. u. — Erweiterte Verbformen γελάσκω (AP) und γελασείω (Pl.). — Neben γελάω steht γέλως, -ωτος (ep. Akk. γέλω als Variante von γέλων, γέλον, att. Gen. γέλω) m. das Lachen, Gelächter (seit Il.), wozu, wahrscheinlich als denominativ, γελώω (Od., vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 365f.) und das Adjektiv γελοῖος (seit Β 215, wo γελοίϊος, wohl metrisch, vgl. Schwyzer 467 und Chantraine 1, 168) mit γελοιότης (Ath.) und den Denominativa γελοιάω (sicher h. Ven. 49) und γελοιάζω (LXX, Plu. u. a.) mit γελοιασμός, γελοιαστής, γελοιαστικός (hell. und spät). — Wie αἰδοῖος neben αἰδώς, ἠοῖος neben ἠώς steht γελοῖος neben γέλως; dem daraus erschlossenen Stamm γελωσ- tritt an die Seite γελασ- in ἀγέλαστος ohne Gelächter, finster (seit θ 307; vgl. ἀγέραστος zu γέρας und Frisk Adj. priv. 18 A. 1), vielleicht auch in γελανής (Pi.), wenn aus *γελασνής (für *-νός? Schwyzer 513; davon γελανόω B.), vgl. Benveniste Or. 125, und in γελαρής· γαλήνη. Λάκωνες H., falls aus *γελασρής; vgl. auch unten; — somit auch in γελάω, γελάσσαι aus *γελασ-i̯ω (anders Specht KZ 63, 221: für *γέλαμι, *γελάω, zweisilbiges primäres Verb; ebenso γέλασμα für *γέλαμα). — Endlich bietet das Äolische den o-Stamm γέλος m. (vgl. ἔρως : ἔρος : ἐραστός).
Etymology : Von γέλως unterscheidet sich das synonyme arm. caɫr, Gen. caɫu Gelächter (woneben ci-caɫim lachen) hinsichtlich des Ablauts (cal- = gr. γαλ-, vgl. γαλήνη; somit γέλως für *γαλώς nach γελάω, γελασ- ?); arm. -u könnte an und für sich zu -ω(σ)- in γέλως stimmen, ist aber mehrdeutig. Der Nom.-Akk. auf -r kann zur Not in γελαρής und γαληρός (s. γαλήνη) vorliegen. Wenn somit die morphologischen Einzelheiten etwas unklar bleiben, besteht kein Zweifel über die sehr nahe Zusammengehörigkeit der griechischen und armenischen Wörter. — Die ursprüngliche anschauliche Bedeutung ist in γελεῖν· λάμπειν, ἀνθεῖν H. bewahrt. — Vgl. γλήνη, γλῆνος, γαλήνη, auch Γελέοντες.
Page 1,294-295
Chinese
原文音譯:gel£w 給拉哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:笑
字義溯源:笑*,喜笑。路加兩次使用這字:( 路6:21)是正面的,而( 路6:25)是反面的描寫
同源字:1) (γελάω)笑 2) (γέλως)笑聲
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 喜笑的人(1) 路6:25;
2) 你們將要喜笑(1) 路6:21