Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψεύδω

From LSJ
Revision as of 11:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεύδω Medium diacritics: ψεύδω Low diacritics: ψεύδω Capitals: ΨΕΥΔΩ
Transliteration A: pseúdō Transliteration B: pseudō Transliteration C: pseydo Beta Code: yeu/dw

English (LSJ)

S.Ant.389, etc.: fut.    A ψεύσω Id.OC628, X.Cyr.1.5.13: aor. ἔψευσα A.Pers.472, Plb.18.11.11, etc.:—Pass., fut. ψευσθήσομαι S.Tr.712, Gal.15.143: aor. ἐψεύσθην Hdt.1.141, etc.: pf. ἔψευσμαι (v. infr.); imper. ἐψεύσθω Aeschin.1.162:—cheat by lies, beguile, τινα S.OC628, etc.:—Pass., to be cheated, deceived, A.Ch.759, etc.; εἰ μὴ πολύ γε ἔψευσμαι unless I am much deceived, Antipho 3.2.1.    2 c. gen., cheat, balk, disappoint one of a thing, ψεύσει σ' ὁδοῦ τῆσδ' ἐλπίς E.Hec.1031; ἔψευσας φρενῶν Πέρσας A.Pers.472; μὴ ψεῦσον Ζεῦ τῆς ἐπιούσης ἐλπίδος Ar.Th.870; πιστεύω . . μὴ ψεύσειν με . . τὰς ἐλπίδας X.Cyr.1.5.13; πόλλ' ἐλπίδες ψεύδουσι καὶ λόγοι βροτούς E.Fr. 650:—Pass., to be cheated balked, disappointed, τινος of a thing, ψευσθῆναι ἐλπίδος, γάμου, Hdt.1.141, 5.47; ἐνάρων S.Aj.178(lyr.); δείπνου Ar.Nu.618 (troch.); ψευσθέντες τῶν σκοπῶν disappointed of receiving tidings from the scouts, Th.8.103.    3 in Pass., also, to be deceived, mistaken in or about a thing, ἐψευσμένοι γνώμης deceived in their judgement, mistaken in opinion, Hdt.8.40, cf. S.Tr. 712 (also ψευσθῆναι γνώμῃ Hdt.7.9.γ) ; ἐψευσμένοι τῆς Ἀθηναίων δυνάμεως deceived or mistaken in their notions of the Athenian power, Th.4.108; πολλῶν ἐψεύσθητε τῆς οὐσίας you have often had a mistaken idea of a man's wealth, Lys.19.45; τούτου οὐκ ἐψεύσθην Pl.Ap.22d; ἐψεῦσθαι τῆς ἀληθείας Id.R.413a; τῆς ὥρας And.1.38; ἐψευσμένοι τῶν ὄντων Pl.Tht.195a; ἐψεῦσθαι ἑαυτῶν, opp. εἰδέναι ἑαυτούς, X.Mem.4.2.26; also ψευσθῆναι ἔν τισι Hdt.9.48; περί τινος X.An.2.6.28, Pl.Prt.358c: also c. acc., ἐψεύσθη τοῦτο X.An.1.8.11, etc.; αὐτοὺς ἐψευσμένη ἡ Ἑλλάς deceived in its estimate of them, Th.6.17 (where αὐτοὺς is prob. corrupt, and shd. perh. be omitted): c. acc. cogn., εὐτυχέστατον ψεῦσμα ἐψευσμένος most happily deceived or mistaken, Pl.Men.71d: more rarely in Act., καί μ' ἔψευσας ἐλπίδος πολύ thou hast much belied my expectation, i.e. turned out better than I feared, S.Aj.1382.    4 of statements, to be untrue, ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται the third mode of explanation is most untrue, most mistaken, Hdt.2.22.    II c. acc. rei, like ψευδοποιέω 11, represent a thing as a lie, falsify, ψεύδοντες οὐδὲν σῆμα τῶν προκειμένων S.OC1512 (prob. for σημάτων) ; ψεύδει ἡ πίνοια τὴν γνώμην afterthought gives opinion the lie, Id.Ant.389:— Pass., ἢν τάδε ψευσθῇ λέγων if his word prove (lit. be proved) false, Id.Ph.1342; ἡ ψευσθεῖσα ὑπόσχεσις the promise broken, Th.3.66; πάντα πρὸς ὑμᾶς ἔψευσται have been falsely reported, D.52.23; in E.Andr.346 for ἀλλὰ ψεύσεται it will be falsely said, Porson's correction ἐψεύσεται is probable (πεύσεται Kiehl).    B earlier and more common ψεύδομαι, imper. ψεύδεο Il.4.404 (the Act. is very rare in Att. Prose): fut. ψεύσομαι Hom., Pi., Att.: aor ἐψευσάμην, v. infr.: fut. 2 ἐψεύσομαι (will have made a false statement) Gal.15.137(s. v.l.): pf. ἔψευσμαι X.An.1.3.10.    I abs., lie, speak false, play false, ψεύσομαι ἦ ἔτυμον ἐρέω; Il.10.534, Od.4.140; οὐκ οἶδα ψεύδεσθαι h.Merc.369; οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ Pi.O.13.52; περί τινος Pl.Prt.347a; ψ. κατά τινος, opp. λέγειν τἀληθῆ κατά τινος, Id.Euthd.284a, Lys.22.7; ψ. πρός τινα X.An.1.3.5; ψ. τινι Act.Ap. 5.4 and εἴς τινα Ep.Col.3.9.    2 c. inf., say falsely, pretend that... Plu.2.506d.    3 c. acc. rei, say that which is untrue, whether intentionally or not, τοῦτό γ' οὐκ ἐψεύσατο Ar.Ec.445; οὐδὲν αὐτῶν ψεύδεται Id.Ach.561; κἂν λάβῃς ἐψευσμένον, φάσκειν ἔμ' ἤδη μαντικῇ μηδὲν φρονεῖν S.OT461; ἐάν τι μὴ ἀληθὲς λέγω... εἰπὲ ὅτι τοῦτο ψεύδομαι· ἑκὼν γὰρ εἶναι οὐδὲν ψεύσομαι Pl.Smp.214e, cf. X.Mem.4.2.19; περὶ ὧν ἔψευσται διδάσκειν ὑμᾶς Lys.3.21.    4 to be false or faithless, to be perjured or forsworn, Hes.Op.283.    5 ὁ ψευδόμενος, the Liar, name of a fallacy or logical puzzle invented by Eubulides, a disciple of Euclides of Megara, Thphr. ap. D.L.2.108, cf. Chrysipp.Stoic.2.92 (ψευδόμενος is an interpolation in ὁ σοφιστικὸς λόγος ψ. Arist.EN1146a22).    II like Act. 11, belie, falsify, ὅρκια ψεύσασθαι break them, Il.7.352; so συνθήκας ψ. X.Ages.1.12; γάμους E.Ba. 31,245; so in plpf., ἔψευστο τὴν ξυμμαχίαν Th.5.83; so also οὐκ ἐψεύσαντο τὰς ἀπειλάς they did not belie, i.e. they made good, their threats, Hdt.6.32; τὰ χρήματα . . ἐψευσμένοι ἦσαν had broken their word about the money, X.An.5.6.35.    III like Act. 1, deceive by lies, cheat, Αοξίαν ἐψευσάμην A.Ag.1208, cf. X.HG3.1.25; also ψ. τινά τι deceive one in a thing, S.OC1145, E.Alc.808; ἅπερ αὐτὸν οὐ ψεύσομαι and therein I will not disappoint him (ironical), i.e. I will carry out my threat, And.1.123; τῶν ἔργων ὧν ἂν τὸν ἐκδόντα ψεύσηται (ὧν being in gen. by attraction) Pl.Lg.921a.    IV of combinations of words, make a false statement, Arist.Int.16a3.

German (Pape)

[Seite 1395] 1 ) Act., belügen, betrügen, täuschen; τινά, θεοὶ ψεύσουσί με Soph. O. C. 634, vgl. 1505; τινά τινος, Einen betrügerisch einer Sache berauben, ihn um Etwas betrügen, ἔψευσας φρενῶν Πέρσας Aesch. Pers. 464; ἔψευσάς με ἐλπίδος, du hast mich in meiner Erwartung getäuscht, Soph. Ai. 1361; ψεύσει σ' ὁδοῦ τῆσδ' ἐλπίς Eur. Hec. 1052; so auch Ar. Thesm. 870; in Prosa seltener; τὰς ἐλπίδας Xen. Cyr. 1, 5,13; Hell. 4, 4,10; Sp., wie Pol. 17, 11, 11. – Pass. belogen, betrogen werden, dah. sich täuschen, irren, τί od. τινός, in Etwas; ψευσθήσομαι γνώμης Soph. Ant. 708; ἐψευσμένοι γνώμης Her. 8, 40; πολλὰ ψευσθεῖσα Aesch. Ch. 748; ἡνίκ' ἂν ψευσθῶσι δείπνου Ar. Nub. 608; τῆς ἐλπίδος ἐψεύσθη Her. 9, 61; ἐψευσμένοι τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως, d. i. in ihrer Ansicht von der Macht, Thuc. 4, 108; ὡς εἰδὼς διακείσεται περὶ ὧν ἔψευσται Plat. Theaet. 200 a, wie Prot. 358 c; τὸ ἐψεῦσθαι τῆς ἀληθείας Rep. III, 413 a; ἐψεῦσθαι u. ἀμαθεῖς εἶναι entspricht einander II, 382 b ῖδιὰ τὸ ἐψεῦσθαι ἑαυτῶν ist Ggstz von είδέναι Xen. Mem. 4, 2,261; Theaet. 195 a; Pol. 4, 51, 9 u. Sp.; selten mit dem dat., ψευσθῆναι γνώμῃ, Schweigh. Her. 7, 9,3; ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται, die dritte Erklärungsart ist die unrichtigste von allen, Her. 2, 22. – Etwas als Lüge oder Täuschung darstellen, τί, Soph. Ant. 385, ψεύδει ἡ 'πίνοια τὴν γνώμην, Nachdenken straft die Meinung Lügen; vgl. ἡ ψευσθεῖσα ὑπόσχεσις, das gebrochene Versprechen, Thuc. 3, 66. – 2) Med. ψεύδομαι, ψεύσομαι, ἐψευσάμην, die Unwahrheit reden, lügen, täuschen; μὴ ψεύδε' ἐπιστάμενος σάφα εἰπεῖν Il. 4, 404; μαψιδίως Od. 14, 365; ψεύσομαι ἤ ἔτυμον ἐρέω Il. 13, 534 Od. 4, 140; auch Ggstz von νημερτής εἰμι, h. Merc. 369; auch = meineidig sein, einen Eid verletzen, Hes. O. 285, wie ὅρκια ψεύσασθαι, den Eid brechen, Il. 7, 352; συνθήκας ψεύδεσθαι, einen Vertrag nicht halten, Xen. Ages. 1, 12; womit man noch vergleichen kann οὐκ ἐψεύσαντο τὰς ἀπειλάς, sie ließen ihre Drohungen nicht zu Lügen werden, sie machten sie wahr, Her. 6, 32; ψεύσομαι ἀμφί τινι Pind. Ol. 13, 50; ἐψευοάμην ξυναινέσασα Aesch. Ag. 1181; μάντις ὢν οὐ ψεύσομαι Eum. 585; τοῦτό γ' οὐκ ἐψεύσατο Ar. Eccl. 445; u. in Prosa oft bei Plat.: οὐδὲν κατὰ σοῦ ψεύδεται Euthyd. 284 a; Ggstz ἀληθεύειν Crat. 431 b; ἔστιν ὅ τι τούτου ψεῦδος λυσιτελέστερον ἂν ἐψεύσατό ποτε Legg. II, 663 d; τινά τι, Xen. An. 1, 3,10 u. öfter. – Auch ψεύδεσθαί τινα = Einen betrügen, täuschen, οὔποτ' ἄλλον ἄνδρα ψεύσεται μαντεύμασιν Eur. Hel. 1642; Xen. Hell. 3, 1,25, u. bes. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 765 Arat. 35.

Greek (Liddell-Scott)

ψεύδω: μέλλ. ψεύσω, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 628, Ξεν.· ἀόρ. ἔψευσα, Τραγ., Ἀριστοφ., Πολύβ. ― Παθ., μέλλ. ψευσθήσομαι Σοφ. Τραχ. 712, Γαλην· ἀόρ. ἐψεύσθην Ἡρόδ., Ἀττ.· πρκμ. ἔψευσμαι ἴδε κατωτ., προστ. ἐψεύσθω, Αἰσχίνης 23. 19. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι ΨΥΔ ἢ ΨΥΘ, πρβλ. ψυδρός, ψυδνός, ψύδραξ, ψύθος, ψυθών, ἡ δὲ πρώτη σημασία ἦν ἴσως ἡ τοῦ ψιθυρίζω, πρβλ. ψυθίζω, ψιθυρίζω, ψίθος). Διὰ ψευδολογιῶν ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, τινα Σοφ. Οἰδ. Κολ. 628, κλτ.· ― Παθ., ἐξαπατῶ, Αἰσχύλ. Χο. 759, κλπ.· εἰ μὴ ἔψευσμαι, ἐκτὸς ἂν εἶμαι ἠπατημένος, Ἀντιφῶν 121. 14· ἂν λάβῃς μ’ ἐψευσμένον Σοφ. Οἰδ. Τυρ. 462. 2) ψ. τινά τινος, διαψεύδω τινὸς τὰς ἐλπίδας, ἔψευσας φρενῶν Πέρσας, «ψευσθῆναι ἐποίησας τῶν φρενῶν τοὺς Πέρσας καὶ ἀποτυχεῖν ὧν ἤλπιζον» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 472· ἔψευσάς με ἐλπίδος Σοφ. Αἴ. 1382· Ἀριστοφ. Θεσμ. 870· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., ψ. τινὰ ἐλπίδος Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 5, 13, πρβλ. Ἀν. 1. 3, 10, Εὐρ. Ἀποσπ. 652, Elms. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 385· ὡσαύτως, ἐλπὶς ψεύδει τινὰ Εὐρ. Ἑκ. 1032. ― Παθ., ψευσθῆναι ἐλπίδος, γάμου Ἡρόδ. 1. 141., 5. 47· ἐνάρων Σοφ. Αἴ. 178· δείπνου Ἀριστοφ. Νεφ. 618· ὥρας Ἀνδοκ. 6. 12· ψευσθέντες τῶν σκοπῶν, ὡς πρὸς τὴν ἐλπίδα νὰ λάβωσι καλὰς ἀγγελίας παρὰ τῶν σκοπῶν, Θουκ. 8. 103. 3) ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἀπατῶμαι, πλανῶμαι ἔν τινι πράγματι, ὡς πρός τι πρᾶγμα, ἐψευσμένοι γνώμης, ἀπατηθέντες ἐν τῇ κρίσει των, σχηματίσαντες ἐσφαλμένην γνώμην, Ἡρόδ. 8. 40, πρβλ. Σοφ. Τραχ. 712· (ὡσαύτως, ψευσθῆναι γνώμῃ Ἡρόδ. 7. 9, 3)· ἐψευσμένοι τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως, εὑρεθέντες ἠπατημένοι ἐν τῇ γνώμῃ αὐτῶν περὶ τῆς δυνάμεως τῶν Ἀθηναίων, Θουκ. 4. 108· τούτου οὐκ ἐψεύσθην Πλάτ. Ἀπολ. 22D· ἐψεῦσθαι τῆς ἀληθείας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 413Α· ἐψευσμένοι τῶν ὄντων ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 195Α· ἐψεῦσθαι ἑαυτῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰδέναι ἑαυτοὺς, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 26· ― ὡσαύτως, ψευσθῆναι ἔν τινι Ἡρόδ. 9. 48· περί τινος Ξεν. Ἀν. 2. 6, 28, Πλάτων Πρωτ. 358C· ὡσαύτως, μετ’ αἰτ., τοῦτο ἐψεύσθη , Ξεν. Ἀν. 1. 8, 11, κλπ.· αὐτοὺς [ὁπλίτας] ἐψευσμένη ἡ Ἑλλάς, ἀπατηθεῖσα ἐν τῇ ἐκτιμήσει αὐτῶν, Θουκ. 6. 17· μετὰ συστοίχου αἰτ., εὐτυχέστατον ψεῦσμα ἐψευσμένος, εὐτυχέστατα ἀπατηθεὶς ἢ ἠπατημένος, Πλάτ. Μένων 71D. 4) ἐπὶ πληροφοριῶν ἢ ἰσχυρισμῶν, εἶμαι ψευδής, ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται, ὁ τρίτος τῆς ἐξηγήσεως τρόπος εἶναι ψευδέστατος, Ἡρόδ. 2. 22· πρβλ. Valck εἰς 7. 139. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ὡς τὸ ψευδοποιέω, παριστάνω τι ὡς ψευδές, διαψεύδω, ψεύδονται οὐδὲν σῆμα τῶν προκειμένων Σοφ. Ο. Κ. 1512· ψεύδει ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην, ἡ δευτέρα σκέψις διαψεύδει τὴν πρώτην, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 389· ― Παθ., ἡ ψευσθεῖσα ὑπόσχεσις, ἡ μὴ φυλαχθεῖσα, Θουκ. 3. 66· πάντα πρὸς ὑμᾶς ἔψευσται, ψευδῶς ἀνηγγέλθησαν, Δημ. 1242. 18· ― παρ’ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 346, ἡ κοινῶς φερομένη γραφὴ εἶναι ἀλλὰ ψεύσεται, θὰ ῥηθῇ ψευδῶς πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ μέλλοντος τούτου ἐπὶ παθ. σημασίας καὶ πρὸς διόρθωσιν τοῦ μέτρου προὐτάθη εἰς διόρθωσιν ἐψεύσεται, ἀλλὰ πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 240Ε. Β. ἀρχαιότερον καὶ συνηθέστερον εἶναι τὸ ἀποθ. ψεύδομαι προστ. ψεύδεο Ἰλ. Δ. 404· (μάλιστα τὸ ἐνεργ. εἶναι σπανιώτατον ἐν πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ)· ― μέλλ. ψεύσομαι Ὅμ., Πίνδ., Ἀττ., ἀόρ. ἐψευσάμην, ἴδε κατωτ.· ἐψεύσθην φαίνεται ὅτι εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σοφ. Φιλ. 1342· ― πρκμ. ἔψευσμαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 461, Ξεν. Ι. ἀπολ., λέγω ψεύδη, ὁμιλῶ ψεύματα, ψευδολογῶ, φέρομαι ἀπατηλῶς, ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρέω; Ἰλ. Κ. 534, Ὀδ. Δ. 140· οὐκ οἶδα ψεύδεσθαι Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 369· οὐ ψεύσομαι ἀμφὶ Κορίνθῳ Πινδ. Ο. 13. 72. περί τινος Πλάτ. Πρωτ. 347Α· κατά τινος, ἐντίθετον τῷ λέγειν τἀληθῆ κατά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 284Α· ψ. πρός τινα Ξεν. Ἀν. 1. 3, 5· ψ. τινι καὶ εἴς τινα Καιν. Διαθ. 2) μετ’ ἀπαρ., λέγω ψευδῶς, προσποιοῦμαι ἢ προφασίζομαι ὅτι ..., Πλούτ. 2. 506Ε. 3) οὕτω μετ’ αἰτ. πράγμ., λέγω πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι ἀληθές, εἴτε ἑκουσίως εἴτε ἀκουσίως, τοῦτό γ’ οὐκ ἐψεύσατο Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 445· οὐδὲν ... ψεύδεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 561· ἐάν τι μὴ ἀληθὲς λέγω …, εἰπὲ ὅτι τοῦτο ψεύδομαι· ἑκὼν γὰρ εἶναι οὐδὲν ψεύσομαι Πλάτ. Συμπ. 215C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 19· περὶ ὧν ἔψευσται διδάσκειν ὑμᾶς Λυσίας 98. 19· ἅπερ αὐτὸν οὐ ψεύδομαι, δὲν ὁμιλῶ ψευδῶς περὶ αὐτοῦ, Ἀνδοκ. 16. 19· κατά τινος Λυσίας 164. 41. 4) εἶμαι ψεύστηςἄπιστος, εἶμαι ἐπίορκοςψευδομάρτυς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 281. ΙΙ. ὡς τὸ ἐνεργ. ΙΙ, παραβαίνω, ἀθετῶ, ὅρκια πιστὰ ψευσάμενοι, παραβάντες, ἀθετήσαντες, Ἰλ. Η. 352· οὕτω ψ. συνθήκας Ξεν. Ἀγησ. Ι, 12· γάμους Εὐρ. Βάκχ. 31, 245· οὕτως ἐν τῷ παθ. ὑπερσ., ἔψευστο τὴν ξυμμαχίαν Θουκ. 5. 83· οὕτω καί, οὐκ ἐψεύσαντο τὰς ἀπειλάς, δὲν διέψευσαν, δηλ. ἐξεπλήρωσαν τὰς ἀπειλάς των, Ἡρόδ. 6. 32· τὰ χρήματα ... ἐψευσμένοι ἦσαν, παρέβησαν τὸν λόγον των περὶ τῶν χρ., Ξεν. Ἀν. 5. 6, 35. ΙΙΙ. ὡς τὸ ἐνεργ. Ι, ἐξαπατῶ, διὰ τοῦ ψεύδους ἀπατῶ, Λοξίαν ἐψευσάμην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1208, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 808, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 25· ὡσαύτως, ψ. τινά τι, ἀπατῶ τινα ἔν τινι, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1145, Εὐρ. Ἄλκ. 808, Ἀνδοκ. 16. 19· τῶν ἔργων ὧν τὸν ἐκδόντα ψεύσηται (ὧν ἐτέθη καθ’ ἕλξιν ἀντὶ ἃ) Πλάτ. Νόμ. 921Α. IV. ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων ἢ συλλογισμῶν, εἶμαι ψευδὴςπλημμελής, Ἀριστ. περὶ Ἑρμην. 2, 4· ὁ ψευδόμενος (μετὰ τοῦ λόγοςἄνευ αὐτοῦ), περίφημόν τι σόφισμα, τὸ Λατ. mentiens, ἐπινοηθὲν ὑπὸ Εὐβουλίδου μαθητοῦ Εὐκλείδου τοῦ Μεγαρέως, Θεόφρ. παρὰ Διογ. Λαερτ. 2. 108, πρβλ. 7. 197, Κικ. Acad. 4. 29, Cell. 18. 2· ὁ σοφιστικὸς λόγος ψευδόμενος παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθ. Νικ. 7. 2, 7, δυσκόλως δύναται νὰ ἀναφέρηται εἰς τὸ ἰδιαίτερον τοῦτο σόφισμα.

French (Bailly abrégé)

f. ψεύσω, ao. ἔψευσα, pf. ἔψευκα;
Pass. f. ψευσθήσομαι, qqf ψεύσομαι, ao. ἑψεύσθην, pf. ἔψευσμαι;
I. tromper : τινά, qqn ; τινα ἐλπίδος SOPH qqn dans son attente ; φρενῶν τινα ESCHL qqn dans son attente, litt. dans son esprit ; avec double acc. : ψ. τινὰ ἐλπίδας XÉN tromper les espérances de qqn ; Pass. :
1 être trompé : τῆς ἐλπίδος HDT dans son espérance;
2 se tromper : ψ. γνώμης HDT se tromper dans son opinion, être trompé (par les événements) ; ἐψευσμένοι τῆς Ἀθηναίων δυνάμεως THC trompés sur la puissance des Athéniens ; τούτου οὐκ ἐψεύσθην PLAT en cela je ne me suis pas trompé ; τι ψεύδεσθαι, se tromper en qch ; τοῦτο ψ. XÉN se tromper en cela ; πολλὰ ψ. ATT se tromper en beaucoup de choses ou grandement ; avec le dat. : ψευσθῆναι γνώμῃ HDT s’être trompé dans son dessein ; ἔν τινι, περί τινος, se tromper en qch ou au sujet de qch;
II. convaincre d’erreur ou de mensonge : ψεύδει ἡ ἐπίνοια τὴν γνώμην SOPH la réflexion dément la première pensée, càd fait faire ce qu’on avait résolu de ne pas faire;
Moy. ψεύδομαι (q. v.).
Étymologie: R. Ψυδ ou Ψυθ, cracher ; cf. ψιθυρίζω, ψεῦδος, ψύθος.

Greek Monolingual

Α
βλ. ψεύδομαι.

Greek Monotonic

ψεύδω: (√ ΨΥΔ), μέλ. ψεύσω, αόρ. αʹ ἔψευσα — Παθ., μέλ. ψευσθήσομαι, αόρ. ἐψεύσθην, παρακ. ἔψευσμαι, γʹ ενικ. προστ. ἐψεύσθω·
Α. 1. εξαπατώ με ψέματα, ψευδολογώ, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., εξαπατώμαι, απατώμαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. ψεύδω τινά τινος, εξαπατώ, διαψεύδω τις ελπίδες, απογοητεύω κάποιον, στον ίδ., σε Σοφ.· επίσης, με γεν. πράγμ., ἐλπίδος ψεύδω τινά, σε Ξεν. — Παθ., εξαπατώμαι, απογοητεύομαι για κάτι, ψευσθῆναι ἐλπίδος γάμου, σε Ηρόδ.· δείπνου, σε Αριστοφ.
3. Παθ., επίσης, εξαπατώμαι, πλανώμαι σε ή σχετικά με κάποιο πράγμα, ἐψευσμένοι γνώμης, αυτοί που σχημάτισαν εσφαλμένη γνώμη, σε Ηρόδ.· ἐψευσμένοι τῆςτῶν Ἀθηναίων δυνάμεως, εξαπατημένοι στη γνώμη τους για την αθηναϊκή δύναμη, σε Θουκ.· ἐψεῦσθαι ἑαυτῶν, αντίθ. προς το εἰδέναι ἑαυτούς, σε Ξεν.· επίσης, ψευσθῆναι ἔν τινι, σε Ηρόδ.· περί τινος, σε Ξεν.· επίσης, με αιτ., αὐτοὺς (ὁπλίτας) ἐψευσμένη Ἑλλάς, εξαπατημένη στις εκτιμήσεις της γι' αυτούς, σε Θουκ.
4. λέγεται για ισχυρισμούς ή πληροφορίες, δεν είμαι αληθινός, είμαι ψευδής, ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται, ο τρίτος τρόπος της εξήγησης είναι ψευδέστατος, σε Ηρόδ.
II. με αιτ. πράγμ., όπως το ψευδοποιέω, παρουσιάζω ένα πράγμα ως ψευδές, διαψεύδω, σε Σοφ. — Παθ., ἡ ψευσθεῖσα ὑπόσχεσις, η υπόσχεση που αναιρέθηκε, σε Θουκ. Β. αρχ. και συνηθέστερο είναι το Αποθ. ψεύδομαι, Επικ. προστ. ψεύδεο, μέλ. ψεύσομαι, αόρ. αʹ ἐψευσάμην, παρακ. ἔψευσμαι·
I. 1. απόλ., ψεύδομαι, λέω ψέματα, συμπεριφέρομαι ψεύτικα, ψευδολογώ, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. με αιτ. πράγμ., λέω κάτι που δεν είναι αληθινό, είτε εκούσια είτε ακούσια, ὅτιτοῦτο ψεύδομαι, σε Πλάτ.· ἅπερ αὐτὸν οὐ ψεύδομαι, δεν λέω ψέματα σχετικά μ' αυτόν, σε Ανδοκ.
3. είμαι ψεύτης, επίορκος ή ψευδομάρτυρας, σε Ησίοδ.
II. όπως το Ενεργ. II, παραβαίνω, αθετώ, ὅρκια ψεύσασθαι, παραβαίνω, αθετώ τους όρκους μου, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ψεύδομαι γάμους, σε Ευρ.· ομοίως στον Παθ. υπερσ., ἔψευστο τὴν ξυμμαχίαν, σε Θουκ.· τὰ χρήματα ἐψευσμένοι ἦσαν, αθέτησαν τον λόγο τους σχετικά με τα χρήματα, σε Ξεν.
III. όπως το Ενεργ. I, εξαπατώ με ψέματα, απατώ, σε Αισχύλ., Ευρ.· ψεύδομαί τινά τι, εξαπατώ κάποιον σε κάτι, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ψεύδω:
1) чаще med. обманывать, вводить в заблуждение (τινά τινος Aesch., Soph., Arph. и ψ. τινά τι Eur., Xen.); pass. быть обманутым, ошибаться, заблуждаться: ψευσθῆναί τινος Soph., Her., Thuc., Arph., τινι и ἔν τινι Her., περί τινος Xen., Plat. и τι Xen., Plat.; обмануться в ком(чем)-л. или насчет чего-л.; ἐψεῦσθαι τῆς ἀληθείας Plat. ошибиться насчет истинного положения вещей; λαβεῖν τινα ἐψευσμένον Soph. поймать кого-л. на ошибке; ψεῦσμα ἐψευσμένος Plat. допустив(ший) ошибку;
2) med. говорить неправду, лгать (ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρέω Hom.): ἀνὴρ οὐδαμῶς οἱός τε ψεύδεσθαι Dem. человек, совершенно неспособный лгать; φεύδεσθαι περί и κατά τινος Lys., Plat.; говорить неправду о ком(чем)-л.; ψεύδεσθαι πρός τινα Xen. лгать кому-л.; τοῦτό γ᾽ οὐκ ἐψεύσατο Arph. в этом он не солгал; αἱ ἀγγελίαι ἐψευσμέναι Thuc. вымышленные вести; Δίους γάμους ἐψεύσατο Eur. (Семела) выдумала, будто она вступила в брак с Зевсом;
3) med.-pass. быть ложным, неверным: ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται Her. третий из этих способов - самый ложный; ὁ λόγος ψευδόμενος Arst. ложное умозаключение;
4) уличать в неправде, опровергать: ψεύδει ἡ ἐπίνοια τὴν γνώμην Soph. последующее размышление опровергает (прежнее) мнение;
5) чаще med. не исполнять, вероломно нарушать (ὅρκια Hom.; συνθήκας Xen.): ψ. οὐδὲν σημάτων προκειμένων Soph. не оставить без исполнения ни одного из данных предзнаменований; οὐκ ἐψεύσαντο τὰς ἀπειλάς Her. они привели в исполнение свои угрозы; ἡ ψευσθεῖσα ὑπόσχεσις Thuc. нарушенное обещание; ψεύσασθαι τὴν ξυμμαχίαν Thuc. вероломно расторгнуть военный союз; τὰ χρήματα ἃ ὑπέσχοντο ἐψευσμένοι ἦσαν Xen. деньги, которые они обещали, выплачены не были.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψεύδω bedriegen, misleiden, met acc.:; εἴπερ μὴ θεοὶ ψεύδουσί με als de goden mij niet misleiden Soph. OC 628; met acc. en gen. iem. in iets:; μ ’ ἔψευσας ἐλπίδος πολύ jij hebt mij zeer in mijn verwachting bedrogen Soph. Ai. 1382; teleurstellen:; μὴ ψεῦσον ὦ Ζεῦ τῆς ἐπιούσης ἐλπίδος stel mij niet teleur, Zeus, in de verwachting die bij mij opkomt Aristoph. Th. 870; ook med.:; Λοξίαν ἐψευσάμην ik heb Loxias bedrogen Aeschl. Ag. 1208; ὧν... ὤμοσ ’ οὐκ ἐψευσάμην οὐδέν σε van wat ik gezworen heb, heb ik u in niets bedrogen Soph. OC 1145; logenstraffen:. ψεύδει... ἡ ’ πίνοια τὴν γνώμην nader inzien toont de leugenachtigheid van het oordeel aan Soph. Ant. 389. alleen med. met aor. ἐψευσάμην, liegen (als bewuste handeling tegenover ἐψεύσθην onbewust ‘zich vergissen’, zie onder 3.):; μὴ ψεύδεο lieg niet Il. 4.404; met acc.:; τοῦτό γ ’ οὐκ ἐψεύσατο dat heeft hij niet gelogen Aristoph. Eccl. 445; ψεύδεσθαι γάμους liegen over het huwelijk Eur. Ba. 31; tot leugen maken, verloochenen:. ὅρκια ψεύσασθαι de eden schenden Il. 7.352; οὐκ ἐψευσάντο τὰς ἀπειλάς zij verloochenden hun dreigementen niet Hdt. 6.32; ἔψευστο ( med. ) τὴν ξυμμαχίαν hij had het bondgenootschap verloochend Thuc. 5.83.4. pass., abs. of met gen. of met dat. of ἐν + dat. bedrogen uitkomen (in), zich vergissen (in):; πολλὰ δ ’ οἴομαι ψευσθεῖσα vaak, meen ik, heb ik mij vergist Aeschl. Ch. 759; ἐψευσμένοι γνώμης bedrogen uitgekomen in hun oordeel Hdt. 8.40.1; ἐν ὑμῖν ἐψεύσθημεν wij hebben ons in u vergist Hdt. 9.48.3; perf. pass.: ἡ δὲ τρίτη... ἐπιεικεστάτη ἐοῦσα μάλιστα ἔψευσται de derde (gang van zaken) ligt het meest voor de hand maar berust geheel en al op een vergissing Hdt. 2.22.1.

Middle Liddell

[Root yud]
A. to cheat by lies, beguile, Soph., etc.:—Pass. to be cheated, deceived, Aesch., etc.
2. ψ. τινά τινος to cheat, balk, disappoint one of a thing, Aesch., Soph.; also c. acc. rei, ἐλπίδας ψ. τινά Xen.: —Pass. to be cheated, balked, disappointed of a thing, ψευσθῆναι ἐλπίδος, γάμου Hdt.; δείπνου Ar.
3. Pass., also, to be deceived, mistaken in or about a thing, ἐψευσμένοι γνώμης mistaken in opinion, Hdt.; ἐψευσμένοι τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως deceived in their notions of the Athenian power, Thuc.; ἐψεῦσθαι ἑαυτῶν, Opp. to εἰδέναι ἑαυτούς, Xen.:—also, ψευσθῆναι ἔν τινι Hdt.; περί τινος Xen.: also c. acc., αὐτοὺς ἐψευσμένη Ἑλλάς deceived in its estimate of them, Thuc.
4. of statements, to be untrue, ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται Hdt.
II. c. acc. rei, like ψευδοποιέω, to represent a thing as a lie, to falsify, Soph.:—Pass., ἡ ψευσθεῖσα ὑπόσχεσις the promise broken, Thuc.
B. earlier and more common is the Mid. ψεύδομαι
1. absol. to lie, speak false, play false, Hom., etc.
2. c. acc. rei, to say that which is untrue, ὅτι τοῦτο ψεύδομαι Plat.; ἅπερ αὐτὸν οὐ ψεύδομαι which I do not speak falsely about him, Andoc.
3. to be false, perjured or forsworn, Hes.
II. like Act. II, to belie, falsify, ὅρκια ψεύσασθαι to break them, Il.; so, ψ. γάμους Eur.; so in plup. pass., ἔψευστο τὴν ξυμμαχίαν Thuc.; τὰ χρήματα ἐψευσμένοι ἦσαν had broken their word about the money, Xen.
III. like Act. I, to deceive by lies, cheat, Aesch., Eur.; ψ. τινά τι to deceive one in a thing, Soph., Eur.

1. to cheat by lies, beguile, Soph., etc.:—Pass. to be cheated, deceived, Aesch, etc.
2. ψ. τινά τινος to cheat, balk, disappoint one of a thing, Aesch., Soph.; also c. acc. rei, ἐλπίδας ψ. τινά Xen.:—Pass. to be cheated, balked, disappointed of a thing, ψευσθῆναι ἐλπίδος, γάμου Hdt.; δείπνου Ar.
3. Pass., also, to be deceived, mistaken in or about a thing, ἐψευσμένοι γνώμης mistaken in opinion, Hdt.; ἐψευσμένοι τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως deceived in their notions of the Athenian power, Thuc.; ἐψεῦσθαι ἑαυτῶν, Opp. to εἰδέναι ἑαυτούς, Xen.:—also, ψευσθῆναι ἔν τινι Hdt.; περί τινος Xen.: also c. acc., αὐτοὺς ἐψευσμένη Ἑλλάς deceived in its estimate of them, Thuc.
4. of statements, to be untrue, ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται Hdt.
II. c. acc. rei, like ψευδοποιέω, to represent a thing as a lie, to falsify, Soph.:—Pass., ἡ ψευσθεῖσα ὑπόσχεσις the promise broken, Thuc.
B. earlier and more common is the Dep. yeu/domai, Ep. imper. ψεύδεο; f. ψεύσομαι; aor. 1 ἐψευσάμην; pf. ἔψευσμαι;
I. absol. to lie, speak false, play false, Hom., etc.
2. c. acc. rei, to say that which is untrue, ὅτι τοῦτο ψεύδομαι Plat.; ἅπερ αὐτὸν οὐ ψεύδομαι which I do not speak falsely about him, Andoc.
3. to be false, perjured or forsworn, Hes.
II. like Act. II, to belie, falsify, ὅρκια ψεύσασθαι to break them, Il.; so, ψ. γάμους Eur.; so in plqpf. pass., ἔψευστο τὴν ξυμμαχίαν Thuc.; τὰ χρήματα ἐψευσμένοι ἦσαν had broken their word about the money, Xen.
III. like Act. 1, to deceive by lies, cheat, Aesch., Eur.; ψ. τινά τι to deceive one in a thing, Soph., Eur.