ἄμαχος
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
English (LSJ)
ον, A without battle: hence, I with whom no one fights, unconquerable, of persons, Hdt.5.3, A.Pers.856 (lyr.), Ar.Lys.253,1014 (lyr.); χεῖρες Pi.I.6(5).41; δύναμις Pl.Mx. 240d, Isoc.5.139: c.inf., πολύποδες . . πᾶν ὅτι οὖν φαγεῖν ἄ. Ael.VH1.1, etc.: of places, impregnable, Hdt.1.84: of things, irresistible, κακόν Pi.P.2.76; κῦμα θαλάσσης A.Pers.90: of feelings, ἄλγος Id.Ag.733; φθόνος E.Rh.456; ἄ. πρᾶγμα, of a woman whose beauty is irresistible, X.Cyr.6.1.36; ἄ. φιλοφροσύνη Plu.2.667d; ἄ. κάλλος Aristaenet.1.24; ἄ. τρυφή Ael.NA16.23:—ἄμαχόν [ἐστι] c. inf., like ἀμήχανον, 'tis impossible to do... Pi.O.13.13. Adv. -ως irresistibly, Luc.Merc. Cond.3; incontestably, S.E.M.8.266. II Act., not having fought, taking no part in the battle, X.Cyr.4.1.16; ἄ. διάγειν to remain without fighting, Id.HG4.4.9: ἄμαχον, τό, non-combatants, Ael. Tact.2.2, cf. D.C.53.12; ἄ. νίκη gained without fighting, Eun.VS p.472 B. 2 disinclined to fight, not contentious, †Ep. Ti.3.3, Ep.Tit.3.2, cf. Inscr.Cos 325; ἄ. ἐβίωσα Epigr Gr. 387.6 (Apamea Cibotus).
German (Pape)
[Seite 118] unüberwindlich, unwiderstehlich, Tragg., δαίμων Aesch. Ag. 746; βασιλεύς Pers. 840; κῦμα 90; ἄλγος Ag. 615; θεὸς Ἀφροδίτη Soph. Ant. 793; φθόνος Eur. Rhes. 456. Ebenso Pind., χεῖρες I. 5, 38; κακόν P. 2, 76; in Prosa, Her. 1, 84. 5, 3; ἡ Περσῶν δύναμις Menex. 240 d; ἀνήρ Charm. 154 d; καὶ ἀνίκητος Rep. II, 375 b; καὶ ἀήττητος Plut. Alc. 34; πρᾶγμα, unwiderstehliche Gewalt, von einer schönen Frau, Xen. Cyr. 6, 1, 36; wogegen es überh. kein Mittel giebt; unmöglich, κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος Pind. Ol. 13, 13. Vei Xen. Cyr. 4, 1, 16: die nach nicht gekämpft haben; ἄμαχοι διήγαγον, sie blieben ohne Kampf, Hell. 4, 4, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμᾰχος: -ον, ἄνευ μάχης‧ ὅθεν, ἀκαταμάχητος, ἀκαταγώνιστος, ἀήττητος, ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 5. 3, Πίνδ., ἐν λυρ. χωρίοις των τραγ., Ἀριστοφ. Λυσ. 253. 1014 (ἐν ἰάμβοις), Πλάτ., κτλ.: ἐπὶ θέσεων, τοποθεσιῶν = ἀπόρθητος, Ἡρόδ. 1. 84: ὡσαύτως ἐπὶ πραγμ., ἀκατάσχετος, ἀκαταπολέμητος, κακόν, Πινδ. ΙΙ. 2. 139: κῦμα θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 90: ἐπὶ αἰσθήσεως ἢ αἰσθήματος, ἄλγος, ὁ αὐτ. Ἀγ. 733‧ φθόνος, Εὐρ. Ρῆσ. 457: ἄμ. πρᾶγμα, ἐπὶ γυναικὸς εἰς τὴν καλλονὴν τῆς ὁποίας δέν δύναταὶ τις να ἀντιστῇ, ἐγώ γάρ σε συγκαθεῖρξα τούτῳ τῷ ἀμάχῳ πράγματι, ὁμοῦ μὲ τὸ ἀκαταμάχητον τοῦτο πλάσμα, Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 6. 1. 36: οὕτως, ἄμ. κάλλος, Ἀρισταίν. 1. 24: ἄμ. τροφή, Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 23: - ἄμαχόν (ἐστί) μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ ἀμήχανον, = εἶναι ἀδύνατον νὰ .., Πίνδ. Ο. 13.16. ΙΙ. ἐνεργ. = ὁ μὴ πολεμήσας, ὁ μὴ λαβὼν μέρος εἰς μάχην τινά, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 1, 16: ἄμ. διάγειν, διαμένειν ἄνευ μάχης, συμπλοκῆς, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 9. 2) ὁ μὴ ἔχων διάθεσιν πρὸς μάχην, φιλήσυχος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 855: ὁ μὴ φίλερις ἢ φιλόνικος, Ἐπιστολ. πρὸς Τιμόθ. Α΄, γ΄, 3, πρὸς Τίτ. γ΄, 2: ἄμ. ἐβίωσα, Συλλ. Ἐπιγρ. 387. 6. - Ἐπίρρ. -χως, = ἄνευ μάχης ἢ ἀγῶνος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 266: πρβλ. ἀμαχεί.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui ne combat pas, càd :
1 qui ne prend pas part au combat;
2 non belliqueux, pacifique;
II. qu’on ne peut pas combattre, invincible, imprenable, irrésistible.
Étymologie: ἀ, μάχη.
English (Slater)
ᾰμᾰχος, -ον
1 unconquerable Ἕκτορα Τροίας ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα (O. 2.82) ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες (P. 2.76) ὁ δἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους (sc. Ἡρακλέης.) (I. 6.41) c. inf., impossible ἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος (O. 13.13) dub., ἄμαχοί (τινες) εἰς σοφίαν ?fr. 353.
Spanish (DGE)
(ἄμᾰχος) -ον
• Morfología: [compar. ἀμαχώτερος Ar.Lys.1014, sup. ἀμαχώτατος Thgn.1157]
I 1inexpugnable ἀκρόπολις Hdt.1.84
•fig. difícil de conquistar o lograr πλοῦτος καὶ σοφίη ... ἀμαχώτατον αἰεί Thgn.1157.
2 contra quien no se puede luchar, invencible, irresistible δαίμων B.16.23, βασιλεύς A.Pers.855, Θρηίκων δὲ ἔθνος ... ἄ. Hdt.5.3, de los escitas, Str.7.3.9, οἱ Ἰουδαῖοι I.AI 15.115, γυναῖκες Ar.Lys.253, cf. 1014, γεωργός Men.Dysc.775, de un atleta, Luc.Herm.33, χεῖρες Pi.I.6.41, θυμός Pl.R.375b, ἡ Περσῶν δύναμις Pl.Mx.240d, ἡ βασιλέως δύναμις Isoc.5.139, κῦμα θαλάσσας A.Pers.90, οἱ πολύποδες ... πᾶν ... φαγεῖν ἄμαχοι Ael.VH 1.1
•de la belleza ἄ. πρᾶγμα de una mujer de belleza irresistible X.Cyr.6.1.36, κάλλος ἄ. Men.Dysc.193, Aristaenet.1.24.12, ἄ. τρυφή Ael.NA 16.23
•de cosas negativas irresistible, inaguantable κακόν Pi.P.2.76, ἄλγος A.A.733, φθόνος E.Rh.456, τρόπος Men.Dysc.870.
3 ἄμαχον c. inf. es imposible ἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος Pi.O.13.13.
II 1de pers. que no combate, que no entra en batalla οἱ δ' ἄλλοι (πολέμιοι) X.Cyr.4.1.16, ἡμέραν ἄμαχοι διήγαγον pasaron el día sin entrar en combate X.HG 4.4.9, ἄ. νίκην νικήσαντες Eun.VS 472
•neutr. τὸ ἄ. inclinación a no combatir Ael.Tact.2.2, D.C.78.28.4.
2 fig. no discutidor, pacífico de pers. Ep.Tit.3.2, 1Ep.Ti.3.3, ἄ. ἄζηλος χρόνος IC 325.
III adv. -ως
1 irresistiblemente σπῶντα Luc.Merc.Cond.3.
2 indiscutiblemente S.E.M.8.266, PMasp.151.15 (VI d.C.).
3 pacíficamente ἄ. ἐβίωσα GVI 1113a.6 (Apamea, Frigia III d.C.).
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and μάχη; peaceable: not a brawler.
English (Thayer)
(μάχη), in Greek writings (from Pindar down) commonly not to be withstood, invincible; more rarely abstaining from fighting (Xenophon, Cyril 4,1, 16; Hell. 4,4, 9); in the N. T. twice metaphorically, not contentious: Titus 3:2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄμαχος, -ον)
1. αυτός που δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε μάχη ή σε πόλεμο
2. ο μη επιρρεπής προς τη μάχη, φιλειρηνικός, απόλεμος
3. ο μη μάχιμος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος, αήττητος
2. (για τόπους ή τοποθεσίες) απόρθητος
3. (για πράγματα) ακαταπολέμητος, ακατάσχετος
4. (απρόσωπη έκφραση) ἄμαχόν ἐστι (+ απαρέμφ.)
είναι αδύνατον να...
5. φρ. «ἄμαχον πρᾱγμα», για γυναίκα της οποίας η ομορφιά είναι ακαταμάχητη, που κανείς δεν μπορεί να της αντισταθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μάχη.
Greek Monotonic
ἄμαχος: -ον (μάχη), αυτός που είναι δίχως μάχη·
I. λέγεται για πρόσωπο με το οποίο δεν αντιμάχεται κανένας, ακυρίευτος, ακαταγώνιστος, αήττητος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για τόπους, απόρθητος, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, ακαταμάχητος, σε Πίνδ., Αισχύλ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη μάχη, σε Ξεν.
2. αυτός που δεν έχει διάθεση να πολεμήσει, φιλήσυχος, φιλειρηνικός, σε Αισχύλ.· μη φιλέριδος, φιλόνικος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἄμᾰχος:
1) непреодолимый, непобедимый (ἔθνος Her.; δύναμις Plat.; στρατιά Plut.);
2) неприступный (τὸ χωρίον τῆς ἀκροπόλιος Her.);
3) неотвратимый (κακόν Pind.; ἄλγος Eur.);
4) неопровержимый, убедительный (ὁ τόνος τῆς παρρησίας Plut.);
5) неотразимый, обаятельный (πρᾶγμα, sc. γυνή Xen., Plut.);
6) неисполнимый, невозможный (ἄμαχόν - sc. ἐστι - κρύψαι τι Pind.);
7) не участвовавший в сражении: τὴν ἡμέραν ἄμαχοι διήγαγον Xen. (этот) день они провели без боя;
8) незлобивый, миролюбивый (ἀνήρ NT).
Middle Liddell
μάχη
without battle:
I. of a person, with whom no one fights, unconquered, unconquerable, invincible, Hdt., etc.; of places, impregnable, Hdt.; of things, irresistible, Pind., Aesch.
II. act. not having fought, taking no part in the battle, Xen.
2. disinclined to fight, peaceful, Aesch.: not contentious, NTest.
Chinese
原文音譯:¥macoj 阿-馬何士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-爭戰(著)
字義溯源:溫和的,不爭競;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(μάχη)=戰爭)組成;而 (μάχη)出自(μάχομαι)*=戰爭)。保羅向提摩太說到,作監督與作執事的人要有‘不爭競’的性格( 提前3:3)。此外,他也勸提多題醒眾人養成這種性格( 多3:2)
出現次數:總共(2);提前(1);多(1)
譯字彙編:
1) 不爭競(2) 提前3:3; 多3:2