προλέγω
English (LSJ)
A pick out, choose, prefer, Ἀθηναίων προλελεγμένοι Il.13.689; ἐξοχώτατοι προλέγονται Pi.N.2.18; ἀριστῆες πασᾶν ἐκ πολίων προλελεγμένοι Theoc.13.18. II foretell, Aeol. aor. part. προλέξαις Alc.Supp.22.7; predict, of an oracle, Hdt.1.53, 8.136; μέμνησθ' ἁγὼ προλέγω A.Pr.1071 (anap.), cf. S.OT973; π. πρόρρησιν, of a physician, v.l. in Hp.Prog.15; τὰ μέλλοντα Pl.Euthphr.3c, cf. D. 19.298. b say beforehand, ταῦτα, ὅτι… Pl.R.337a, cf. Euthd. 275e, Hyp.Lyc.7; ὡς προλέλεκται as was said above, Demetr.Eloc. 89; ὁ προλεχθείς the aforesaid,PMasp.32.63 (vi A. D.), al. c προλεγόμεναι (sc. θέσεις) first principles, Cic.Fam.9.18.3. d μακρὰ προλεγομένγ a long syllable placed, uttered first, Demetr.Eloc.39. 2 state publicly, proclaim, προὔλεγον τὸ ψήφισμα καθελοῦσι μὴ ἂν γίγνεσθαι πόλεμον Th.1.139; προλεγέτω ἁ ἀρχά Foed.Delph.Pell.1A5, cf. OGI437.76 (Pergam., i B.C.): c. acc. et inf., A.Th.336(lyr.), etc.: c. acc., ὁ νόμος πέφυκε προλέγειν ἃ μὴ δεῖ πράττειν Lycurg.4; πολέμους ἀλλήλοις Plb.13.3.5. 3 π. τινὶ ἀπιέναι order him to... X.An. 7.7.3, cf. Din.1.71; caution, warn, π. τινὶ μὴ φεύγειν E.Fr.897.9 (anap.); π. τινί, εἰ θεραπεύσοιτο, ὅτι διαφθαρήσοιτο Antipho 4.2.4; ὡς οὐ… Plb.5.57.2. 4 denounce punishment, π. δεσμόν τινι D. 24.60.
German (Pape)
[Seite 732] (s. λέγω), 1) vor Andern auslesen, auswählen, vorziehen, Ἀθηναίων προλελεγμένοι, Il. 13, 689; vor Andern mit Ruhm, Auszeichnung nennen, ἐξοχώτατοι προλέγονται, Pind. N. 2, 18. – 2) vorher-, voraussagen, vom Orakel, Her. 1, 53. 8, 136; Soph. O. R. 973; περὶ τῶν θείων προλέγων αὐτοῖς τὰ μέλλοντα, Plat. Euthyphr. 3 c; – auch vorher bekannt machen, τὸν φθίμενον γὰρ προλέγω βέλτερα τῶνδε πράσσειν, ich sage es laut und rühmend, Aesch. Spt. 318; befehlen, Prom. 1073; so vom Gesetz, ὁ νόμος πέφυκε προλέγειν ὃ μὴ δεῖ πράττειν, Lycurg. 4; Din. 1, 71; auch νόμοι δεσμὸν προλέγουσιν, Dem. 24, 60; τοὺς πολέμο υς, Pol. 13, 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
προλέγω: μέλλ.: -ξω, ἐκλέγω κατὰ προτίμησιν, προτιμῶ, Ἀθηναίων προλελεγμένοι Ἰλ. Ν. 689· ἐξοχώτατοι προλέγονται Πινδ. Ν. 2. 28· ἀριστῆες πασᾶν ἐκ πολίων πρ. Θεόκρ. 13. 18. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ χρησμοῦ, Ἡρόδ. 1. 53., 8. 136· μέμνησθ’ ἁγὼ προλέγω Αἰσχύλ. Προμηθ. 1071, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 973· πρ. πρόρρησιν, ἐπὶ ἰατροῦ, Ἱππ. Προγν. 42· περὶ τῶν θείων τὰ μέλλοντα Πλάτ. Εὐθύφρων 3C, πρβλ. Δημ. 436. 25. β) λέγω ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι..., Πλάτ. Πολ. 337Α, Εὐθύδ. 275Ε, κτλ. 2) δημοσίᾳ λέγω, δηλῶ, διακηρύσσω, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Θήβ. 336, κτλ.· μετ’ αἰτ., ὁ νόμος πρ. ἃ μὴ δεῖ πράττειν Λυκοῦργ. 148. 16· πολέμους Πολύβ. 13. 3, 5. 3) προλέγω τινὶ ποιεῖν τι, διατάττω τινὰ νά…, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 3, Δείναρχ. 99. 14· προὔλεγον τὸ ψήφισμα καθελοῦσι μὴ ἂν γίγνεσθαι πόλεμον Θουκ. 1. 139· ― κάμνω προσεκτικόν, προλέγω, πρ. τινὶ μὴ φεύγειν Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. δράμ. 113. 10· πρ. τινὶ ὅτι... Ἀντιφῶν 126. 17· ὡς οὐ…, Πολύβ. 5. 57, 2. 4) λέγω τι ἐκ τῶν προτέρων, οἷς ἅπασιν οἱ νόμοι δεσμὸν προλέγουσι Δημ. 719. 25.
French (Bailly abrégé)
1choisir de préférence à d’autres.
Étymologie: πρό devant, λέγω².
21 prédire, acc.;
2 annoncer, déclarer d’avance, acc. : τινι ὅτι ordonner à qqn de, etc.
Étymologie: πρό auparavant, λέγω³.
English (Autenrieth)
only pass. perf. part., προλελεγμένοι, chosen, picked, Il. 13.689†.
English (Slater)
προλέγω
1 proclaim ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται (N. 2.18)
Spanish
English (Strong)
from πρό and λέγω; to say beforehand, i.e. predict, forewarn: foretell, tell before.
English (Thayer)
imperfect προελεγον; to say beforehand, to predict, (so from Aeschylus and Herodotus down): R. V. marginal reading) would give προ(the sense of plainly in all these examples; cf. Liddell and Scott, under the word II:2, and see πρό, d. ἆ. at the end).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β' προεῑπον Α
1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ' ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.)
2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις»)
3. προφητεύω, προμαντεύω (α. «προλέγει τα μέλλοντα» β. «το τε προειπεῖν ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος στοχαζόμενον, ἐκ τῶν ἤδη γεγονότων εὐμαρές», Πολ.)
4. κάνω εισαγωγή, προλογίζω
νεοελλ.
1. (το ουδ. της μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τα προλεγόμενα
πρόλογος, προκαταρκτικές παρατηρήσεις, ιδίως σε βιβλίο («προλεγόμενα στη φιλοσοφία»)
2. (η μτχ. παθ. αορ. και παρακμ. επίθ. και ως ουσ.) προρρηθείς, -εῑσα, -έν και προειρημένος, -η, -ο
αυτός που έχει λεχθεί προηγουμένως ή πιο πάνω, αυτός που προαναφέρθηκε (α. «η προρρηθείσα περίπτωση...» β. «σύμφωνα με τα προειρημένα» — σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, σύμφωνα με τα προλεχθέντα
αρχ.
1. εκλέγω κατά προτίμηση, προκρίνω, προτιμώ («ἐξοχώτατοι προλέγονται», Πίνδ.)
2. λέω κάτι δημόσια, διακηρύσσω («προύλεγον τὸ ψήφισμα καθελοῦσι μὴ ἂν γίγνεσθαι πόλεμον», Θουκ.)
3. διατάζω κάποιον να κάνει κάτι («προλέγομεν οὖν ὑμῖν... ἀπιέναι ἐκ τῆς χώρας», Ξεν.)
4. εφιστώ την προσοχή, προειδοποιώ («τὸ δ' ἐρᾱν προλέγω τοῖσι νέοισιν μήποτε φεύγειν», Ευρ.)
5. ορίζω κάτι εκ τών προτέρων («οἷς ἅπασιν οἱ... νόμοι δεσμὸν προλέγουσι», Δημοσθ.)
6. μηνύω, καταγγέλλω («προεῑπον αὐτῷ ἐπὶ Παλλαδίῳ φόνου», Δημοσθ.)
7. (το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ προλεγόμεναι
(ενν. θέσεις) οι πρώτες αρχές
8. φρ. «μακρὰ προλεγομένη» — μακρά συλλαβή η οποία τοποθετείται πρώτη.
Greek Monotonic
προλέγω: μέλ. -ξω·
I. 1. επιλέγω, διαλέγω πριν από τους άλλους, προτιμώ — Παθ., Ἀθηναίων προλελεγμένοι, σε Ομήρ. Ιλ.· πασᾶν ἐκ πολίων προλέγω, σε Θεόκρ.
II. 1. λέω, μαντεύω από πριν, ανακοινώνω εκ των προτέρων, λέγεται για χρησμό, σε Ηρόδ., Αττ.
2. λέω δημόσια, διακηρύσσω, με αιτ. και απαρ., σε Αισχύλ. κ.λπ.
3. προλέγω τινὶ ποιεῖν τι, διατάζω αυτόν να κάνει κάτι, σε Ξεν.· καθιστώ κάποιον προσεκτικό, προειδοποιώ, σε Θουκ.
4. απαγγέλλω τιμωρία, προλέγω δεσμόν τινι, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
προλέγω:
I λέγω II] выбирать, отбирать Pind., Theocr.: Ἀθηναίων προλελεγμένοι Hom. отборные (воины) из числа афинян.
II λέγω III]
1) предсказывать, прорицать (τὰ μέλλοντα Plat., Arst.): (αἱ γνῶμαι), προλέγουσαι Κροίσῳ, μεγάλην ἀρχήν μιν καταλῦσαι Her. ответы (двух оракулов), предсказывающие Крезу, что он разрушит великое царство;
2) заранее говорить, предупреждать Plat.: οὔκουν ἐγώ σοι ταῦτα προὔλεγον πάλαι; Soph. разве я не предупреждал тебя об этом раньше?; προείρηκα καὶ προλέγω NT я предупреждал и предупреждаю;
3) объявлять (πολέμους Polyb.);
4) заявлять, предлагать, приказывать (τινὶ ἀπιέναι ἐκ τῆς χώρας Xen.);
5) рит. делать вступление (ἕνεκα τοῦ ἀποδεῖξαι Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-λέγω, imperf. προύλεγον, med.-pass. προυλεγόμην en προέλεγον selecteren: ptc. perf. pass. subst.. οἱ μὲν Ἀθηναίων προλελεγμένοι het van de Atheners Il. 13.689. van te voren zeggen: met acc. en dat..; οὔκουν ἐγώ σοι ταῦτα προύλεγον πάλαι; heb ik jou dat niet lang geleden al gezegd? Soph. OT 973; voorspellen; met dat. en inf..; προλέγουσαι Κροίσῳ... μεγάλην ἀρχήν μιν καταλύσειν Croesus voorspellend dat hij een groot rijk zou vernietigen Hdt. 1.53.3; met ὅτι:. προλέγω ὅτι... ἐξελεγχθήσεται ik voorspel dat hij weerlegd zal worden Plat. Euthyd. 275e. openlijk verklaren:; προύλεγον τὸ περὶ Μεγαρέων ψήφισμα καθελοῦσι μὴ ἂν γίγνεσθαι πόλεμον zij verklaarden openlijk dat er geen oorlog met hen zou zijn, als zij het besluit over Megara zouden herroepen Thuc. 1.139.1; gelasten:. προλέγομεν οὖν ὑμῖν... ἀπιέναι wij gelasten jullie dus om te vertrekken Xen. An. 7.7.3.
Middle Liddell
1 fut. ξω
to choose before others, prefer: Pass., Ἀθηναίων προλελεγμένοι Il.; πασᾶν ἐκ πολίων πρ. Theocr.
2
1. to foretell, announce beforehand, of an oracle, Hdt., attic
2. to state publicly, proclaim, c. acc. et inf., Aesch., etc.
3. πρ. τινὶ ποιεῖν τι to order him to do, Xen.— to caution, warn, Thuc.
4. to denounce punishment, πρ. δεσμόν τινι Dem.
Chinese
原文音譯:proeršw 普羅誒-雷哦
詞類次數:動詞(9)
原文字根:以前-湧出
字義溯源:已經說過,從前說過,先前說過,曾說過,所說過,先前預言,預先告訴,直白告訴,預先警告;由(πρό)*=前)與(λέγω)*=說出)組成。聖經文庫將編號 (προλέγω / προεῖπον)合併在 (προλέγω / προεῖπον)內
出現次數:總共(9);太(1);可(1);羅(1);林後(2);加(1);來(1);彼後(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 我預先告訴了(2) 太24:25; 可13:23;
2) 所說過的(1) 彼後3:2;
3) 從前所說(1) 猶1:17;
4) 先前預言(1) 來4:7;
5) 我曾說過(1) 林後13:2;
6) 先前說過(1) 羅9:29;
7) 我已經說過(1) 林後7:3;
8) 我從前說過(1) 加1:9
原文音譯:prolšgw 普羅-累哥
詞類次數:動詞(3)
原文字根:先-陳述(說話) 相當於: (נָגַד)
字義溯源:預言,先行警告,預知,預先告訴,坦直告訴,如今又告訴;由(πρό)*=前)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成。註:聖經文庫將編號 (προλέγω / προεῖπον)合併在 (προλέγω / προεῖπον)內
出現次數:總共(3);林後(1);加(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 我⋯預先告訴(1) 林後13:2;
2) 預先告訴(1) 帖前3:4;
3) 如今又告訴(1) 加5:21
原文音譯:prošpw, (pro‹pon) 普羅-誒披
詞類次數:動詞(3)
原文字根:前-(說)
字義溯源:早已說,預言,預先說,從前所說,預先警告,預測;由(πρό)*=前)與(λέγω)*=講)組成
出現次數:總共(3);徒(1);加(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 我們預先⋯說過(1) 帖前4:6;
2) 我從前所說(1) 加5:21;
3) 預言(1) 徒1:16