δῶρον
English (LSJ)
τό, (δίδωμι) A gift, present, gift of honour, ἀγλαὰ δ. Il.1.213, etc.; votive gift or votive offering to a god, φέρε δῶρον Ἀθήνῃ 6.293, cf. LXX Ge.4.4, Ev.Marc.7.11; βωμοὶ δώροισι φλέγονται A.Ag.91; ποῦ μοι τὰ… δ. κἀκροθίνια; Id.Fr.184; δῶρά τινος the gifts of, i. e. given by, him, θεῶν ἐρικυδέα δ. Il.20.265, cf. Od. 18.142; δῶρ' Ἀφροδίτης, i.e. personal charms, Il.3.54,64; δ. Κύπριδος E.Hel.363 (lyr.); δ. τῶν Μουσῶν καὶ Ἀπόλλωνος, of μουσική, Pl.Lg.796e: c. gen. rei, ὕπνου δῶρον the blessing of sleep, Il.7.482; δῶρα presents given as tribute, 17.225; δῶρον τοῦ ποταμοῦ, of the land of Egypt, Hdt.2.5. 2 δῶρα presents, as retaining fees or bribes, D.18.109, Jusj.ib.24.150, Arist.Ath.55.5, SIG953.7 (Calymna), etc. (the usual sense of the word in Att. Oratt.): hence in Att. law, δώρων γραφή an indictment for being bribed, Aeschin.3.232, etc., cf. Harp.; δώρων κριθῆναι to be tried for taking bribes, Lys.27.3; δώρων ἑλεῖν τινα to convict him of taking bribes, Ar. Nu.591; δώρων ὀφλεῖν = to be found guilty of taking bribes, And.1.74; δώρων δίωξις Plu.Per.32. 3 in plural, good qualities, talents, τὰ βασιλέως δ. Lib.Ep.19. II front part of palm, Poll.2.144. 2 hand's breadth, palm, as a measure of length, Nic.Th.398, Vitr.2.3.3, Milet. 7.57 (Didyma); cf. δεκάδωρος.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 palma de la mano Poll.2.144.
2 metrol. palmo medida de longitud ἐπὶ τρία δῶρα φέρων μῆκός τε καὶ ἰθύν de una serpiente, Nic.Th.398, cf. Didyma 25B.20, 32 (III a.C.), 32.7 (II a.C.), Plin.HN 35.171, Vitr.2.3.3, Eust.450.37.
• Etimología: Cf. alb. dorë ‘mano’. Las formas δάριν, δάριρ hacen verosímil una alternancia *deH3r- > δωρ- / *d°H3r- > δαρ-.
-ου, τό
I 1ref. cosas concr. regalo ἀγλαὰ δῶρα Il.1.213, δῶρα τίμια Sapph.101.5, ποῦ μοι τὰ ... δῶρα κἀκροθίνια; A.Fr.184, ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα regalos de enemigos no son regalos S.Ai.665, cf. E.Med.618, Ar.Pax 424, Au.937, Call.Fr.191.75, Theoc.28.1, Thphr.Lap.24, τὸ δῶρόν ἐστι κτήματος δόσις καὶ τιμῆς σημεῖον Arist.Rh.1361a38, δώροις τιμήσαντες Luc.Asin.55, τὰ βασιλέως δῶρα regalos del emperador Lib.Ep.19.11
•fig., en un epitafio τῆς φιλίης τάδε δῶρα πα[ρ' ἡ] μῶν éstos son los presentes de amistad que te ofrezco ref. los consejos dados por un difunto IPrusias 78
•cont. relig. ofrenda φέρε δῶρον Ἀθήνῃ Il.6.293, cf. Thgn.1190, βωμοὶ δώροισ<ι> φλέγονται A.A.91, ἄγειν μέλλουσι ... τὰ δῶρα ἐς τὰ ἱρά Hdt.1.53, μ' ἀνέθɛ̄κ' Ἀφροδίτει δōρον ἀπαρχε̄́ν IG 13.832 (V a.C.), cf. IG 10(2).2.251 (I d.C.), 171 (II d.C.), τοὺς ... ὁσίως προσενεγκόντας τὰ δῶρα 1Ep.Clem.44.4, προσφέρειν τὸ δῶρόν σου al altar y al templo Eu.Matt.5.23, cf. LXX Ge.4.4, Nu.28.24, Eu.Marc.7.11, Pall.V.Chrys.14.32, tb. a un héroe IGDS 17 (Sicilia V a.C.).
2 sent. abstr. don de valores o excelencias humanas considerados como don divino, c. gen. subjet. θεῶν ... δῶρα Il.20.265, Od.18.142, Luc.Salt.23, δῶρ' Ἀφροδίτης Il.3.54, 64, Hes.Sc.47, Μουσέων ἐρατὸν δ. Archil.1.2, Κυπρίας Pi.O.1.75, cf. E.Hel.363, τῶν Μουσῶν τε καὶ Ἀπόλλωνος Pl.Lg.796e
•fig. δ. ἀμπέλου Simon.97.2, δ. τοῦ ποταμοῦ dicho de Egipto, Hdt.2.5
•c. gen. obj. ὕπνου δ. ἕλοντο Il.7.482, σχολῆς τό δ. E.Tr.911
•en lit. crist. θεοῦ τὸ δ. ref. la salvación Ep.Eph.2.8, μακάρια ... δῶρα, ζωὴ ..., ἀλήθεια ... 1Ep.Clem.35.1, del bautismo, Gr.Naz.M.36.381C.
3 sent. peyor. soborno δώροις πεισθέντες Th.4.65, οὔτ' ... τὰ Φιλίππου δῶρα ... ἠγάπησα D.18.109, οὐδὲ δῶρα δέξομαι τῆς ἡλιάσεως ἕνεκα D.24.150, cf. Arist.Ath.55.5, TC 79A.30 (III a.C.), δώρων κριθῆναι Lys.27.3, Κλέωνα ... δώρων ἑλεῖν condenar a Cleon por soborno Ar.Nu.591, δώρων ὀφλεῖν And.Myst.74, δώρων γραφή acusación por haber aceptado soborno Aeschin.3.232, Din.Fr.5.4, Poll.8.40, δῶρα φανερῶς διδόντες λαμβάνουσι τὰς ἀρχάς distribuyendo sobornos sin disimulo obtienen las magistraturas Plb.6.56.4, cf. 22.8.3, δώρων δίωξις Plu.Per.32, ἔγνω κατεργάσασθαι δώροις ἢ βίᾳ Longus 1.15.1.
II usos esp.
1 aportación para gastos de guerra, tributo δώροισι κατατρύχω καὶ ἐδωδῇ λαούς Il.17.225, δῶρα διετέλουν οἱ Βυζάντιοι Plb.4.46.3.
2 milit. distinción, recompensa por acciones destacadas, esp. de carácter material τοὺς σώσαντάς τινας τῶν πολιτῶν ... ὅ τε στρατηγὸς ἐπισημαίνεται δώροις Plb.6.39.6, δῶρα στρατιωτικά trad. de lat. dona militaria, SEG 31.1300.15 (Faselis II d.C.), cf. IGR 4.964 (Samos, imper.), δώροις δεδωρημένῳ ἐν πολέμῳ Δακικῷ IEphesos 680.13 (II d.C.). • DMic.: do-ra-qe.
• Etimología: De *deHu̯3r-, e. d., de la r. de δίδωμι, q.u., c. alarg. *-r-, como arm. tur, aesl. darŭ.
German (Pape)
[Seite 695] τό (δίδωμι), 1) Gabe, Geschenk, bes. Ehrengeschenk, von Hom. an überall; man sagt gew. δῶρα διδόναι, λαβεῖν; τινός, Geschenke, die einer giebt, z. B. θεῶν, was von den Göttern herrührt, die Fügungen derselben; Il. 20, 265 Od. 18, 142; insbesondere Ἀφροδίτης, Κυπρίας, Liebreiz, Liebesgenuß; Il. 3, 64; Hes. Sc. 47; Pind. N. 8, 12; τὰ τῶν Μουσῶν καὶ Ἀπόλλωνος δῶρα, von der Dichtkunst, Plat. Legg. VII, 796 e; vielleicht ist so auch der Ausdruck ὕπνου δῶρον ἕλοντο zu erklären, Iliad. 9, 713 Odyss. 19, 427, das Geschenk des personificirten Gottes Hypnos; es kann jedoch auch ὕπνου genitiv. definitiv. sein, wie arbor abietis, so daß der ὕπνος eben selber das δῶρον wäre; – das den Göttern dargebrachte Weihgeschenk, Il. 6, 293. 8, 203; Plat. Euthyphr. 15 a vrbdt τὰ παρ' ἡμῶν τοῖς θεοῖς δῶρα. – Abgabe, Steuer, Iliad. 17, 225. – In att. Gerichtssprache δώρων γραφή, Klage wegen Bestechung, ὁπότε τις αἰτίαν ἔχει τῶν πολιτευομένων δῶρα λαβεῖν, Harpocr.; δώρων δίωξις Plut. Per. 10; dah. δώρων ἑλεῖν, Jemanden der Bestechung überführen. Ar. Nubb. 591; ὀφλεῖν, Andoc. 1, 74; ἐκρίθησαν Lys. 273. – 2) = παλαιστή, die Breite der flachen Hand, als Längenmaaß, Nic. Th. 348; Poll. 2, 157.
French (Bailly abrégé)
1ου (τό) :
don, présent ; particul.
1 offrande aux dieux;
2 tribut;
3 τὰ δῶρα présents pour corrompre : δώρων γραφή ESCHN accusation de vénalité;
4 avantage (cf. δώρημα).
Étymologie: R. Δο, donner ; cf. δίδωμι.
2ου (τό) :
paume de la main, palme (mesure de longueur).
Étymologie: R. Δο, donner ; cf. δίδωμι -- DELG alb. dorë.
Greek (Liddell-Scott)
δῶρον: τό· ἀνώμαλ. πληθ. δώρατα Ἑβδ. (2 Παραλ. λβ΄, 23)· (δίδωμι)· -δωρεά, χάρισμα, τιμητικὸν δῶρον, ἀγλαὰ δ. Ἰλ. Α. 213, κτλ.· ἄξια, ἐρικυδέα, κλυτά, μείλιχα, περικλυτὰ, δ., κτλ.· Ὅμ.· δῶρα διδόναι, λαμβάνειν, κτλ., Ὅμ.· -ἀνάθημα, ἀφιέρωμα εἴς τινα θεόν, φέρε δῶρον, Ἀθήνῃ, Ἰλ. Ζ. 293· βωμοὶ δώροισι φλέγονται Αἰσχύλ. Ἀγ. 91· ποῦ μοι τὰ… δῶρα κἀκροθίνια ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 184· -δῶρά τινος, τὰ δοθέντα, χαρισθέντα ὑπό τινος, δῶρα θεῶν Ἰλ. Υ. 265, Ὀδ. Σ. 142· δῶρ’ Ἀφροδίτης, δηλ. χαρίσματα προσωπικῆς ὑπεροχῆς, καλλονῆς, θέλγητρα, Ἰλ. Γ. 54, 64· οὕτω, δῶρα Κύπριδος, Εὐρ. Ἑλ. 363· δ. τῶν Μουσῶν καὶ Ἀπόλλωνος, ἐπὶ τῆς ποιήσεως, Πλάτ. Νόμ. 796E· δ. ἀπὸ Μουσῶν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1089. 10· -μετὰ γεν. πράγμ., ὕπνου δ., τὸ δῶρον, ἡ εὐλογία τοῦ ὕπνου, Ἰλ. Π. 482· -δῶρα, δῶρα διδόμενα ὡς φόρος, Ρ. 225· -δῶρον τοῦ ποταμοῦ, περὶ τῆς γῆς Αἰγύπτου, Ἡρόδ. 2. 5. 2) δῶρα, δῶρα πρὸς διαστροφὴν τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ δικαίου, Δημ. 263. 7, κτλ.· -ἐντεῦθεν ἐν τῷ Ἀττ. δικαίῳ, δώρων γραφή, καταγγελία ἐπὶ διαφθορᾷ διὰ δώρων, Αἰσχίν. 87, 3, Ἀριστ. Πολ. Ἀθην. 59, ἴδε Ἁρπ. ἐν λέξει· δώρων κριθῆναι, δικασθῆναι ἐπὶ τοιούτῳ ἐγκλήματι, Λυσ. 178. 7· δώρων ἑλεῖν τινα, ἐπιτυχεῖν τὴν καταδίκην τινὸς ἐπὶ τοιαύτῃ αἰτίᾳ, Ἀριστοφ. Νεφ. 591· δ. ὀφλισκάνω, κηρύττομαι ἔνοχος δωροδοκίας καὶ καταδικάζομαι, Ἀνδοκ. 10. 20· οὕτω, δώρων δίωξις Πλούτ. Περικλ. 10· πρβλ. δωροδοκία, κτλ. -Περὶ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τῶν λέξεων δῶρον καὶ δῶμα ἴδε Φίλωνα 1. 126, 154. ΙΙ. τὸ πλάτος τῆς χειρός, ἡ παλάμη, ἐν χρήσει ὡς τὸ παλαστὴ (ὃ ἴδε), μέτρον μήκους, Νίκ. Θ. 348· -ὅτι δὲ τοῦτο τὸ μέτρον ἦτο γνωστὸν εἰς τὸν Ὅμηρον φαίνεται ἐκ τῆς λέξεως ἑκκαιδεκάδωρος.
English (Autenrieth)
English (Slater)
(δῶρα, -ων, -(α).) pl. gifts δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ (sc. θεοὶ Πηλεῖ) (N. 4.68) πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες sc. the colonists of Akragas fr. 119. 3. “φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται” (O. 1.75) (ἔρωτες) οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων (N. 8.7) ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα (O. 5.3) dub. ]δωροισβουθυ[ Θρ. 7. 12.
English (Strong)
a present; specially, a sacrifice: gift, offering.
English (Thayer)
(δωροφορία) δωροφοριας, ἡ (δωροφόρος, bringing gifts), the offering of a gift or of gifts: L Tr marginal reading, cf. διακονία, 3. (Alciphron 1,6; Pollux 4,47 (p. 371, Hemst. edition); several times in ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
το
βλ. δώρο.
Russian (Dvoretsky)
δῶρον: τό
1) тж. pl. дар, подарок, даяние, подношение Hom., Trag., Her. etc.;
2) pl. взятка, подкуп: δώρων γραφή Aeschin. обвинение во взяточничестве; δώρων κριθῆναι Lys. быть под судом за мздоимство; δώρων ἑλεῖν τινα Arph. уличить кого-л. в продажности;
3) = παλαιστή (ср. δωδεκάδωρος, ἐκκαιδεκάδωρος).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δῶρον -ου, τό [δίδωμι] gift, geschenk:; ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα κοὐκ ὀνήσιμα geschenken van vijanden zijn geen geschenken en brengen geen voordeel Soph. Ai. 665; van offergaven:; βωμοὶ δώροισι φλέγονται de altaren branden met (offer)geschenken Aeschl. Ag. 91; van corrupte giften, vandaar jur.: δώρων κρίνεσθαι berecht worden wegens corruptie Lys. 27.3; δώρων ὀφλισκάνειν veroordeeld worden wegens corruptie And. 1.74; δώρων αἱρεῖν (iem.) veroordeeld krijgen wegens corruptie Aristoph. Nub. 591.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: n.
Meaning: gift, present (Il.).
Compounds: δωρο-δόκος accepting presents, corruptible (s. on δέχομαι) beside δωροδοκέω accept presents, be corruptible (Ion.-Att.) with δωροδόκημα, δωροδοκία corruption.
Derivatives: Demin. δωρύφιον (pap.). Denomin. δωρέομαι, δωρέω give presents (Il.; on the diathesis Schwyzer-Debrunner 234) with δώρημα present (Hdt.) and δωρηματικός (D. H.), δωρητής well-doer (Nesos IVa) and δωρητικός (Pl.), δωρητήρ id. (AP), δωρητός prepared to accept presents (Ι 526), presented (S.). - Also δωρύττομαι (Theoc. 7, 43; joking momentary formation; Debrunner IF 2 1, 242f.); also Thess. δούρραντα = δωρήσαντα like hom. φίλατο beside φιλεῖν (Fraenkel Glotta 35, 91f.)? - Beside δῶρον and δωρέομαι with unclear formation δωρεά, older (Attica Va) -ειά, Ion. -εή gift, present (Hdt.); from there δωρεακός official of an estate (pap. IIIa), δωρεαστικός, -ρετικός regarding presents (pap. VIp).
Origin: IE [Indo-European] [223] *deh₃- give
Etymology: Old word, identical with Arm. tur, OCS darъ gift. With n-suffix Lat. dōnum = Skr. dā́nam. - Further s. δίδωμι.
2.
Grammatical information: n.
Meaning: breadth of the hand (Nic., Miletos);
Compounds: As second member in ἑκκαιδεκά-δωρος sixteen hand (long) (Δ 109), δεκά-δωρος (Hes. Op. 426), ὀρθό-δωρον length of a hand = the distance between the root of the hand and the finger ends (Poll., acc. to H. also = σπιθαμή).
Derivatives: i-stem δάριν σπιθαμήν. Ἀρκάδες and [[δάρ[ε]ιρ]] (s.v.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One compares Alb. dorë, (s. La Piana IF 58, 98; cf. on χείρ); further Celt., e. g. OIr. dorn, and Latv. dùre, dûris fist, both with IE u, so probably unrelated. - Pok. 203.
Middle Liddell
δώρον, ου, τό, δίδωμι
I. a gift, present, Hom.: a votive gift, Il.:— δῶρά τινος the gifts of, i. e. given by, him, δῶρα θεῶν Hom.; δῶρ' Ἀφροδίτης, i. e. personal charms, Il.; c. gen. rei, ὕπνου δ. the blessing of sleep, Il.
2. δῶρα, presents given by way of bribe, Dem., etc.; δώρων ἑλεῖν τινα to convict him of receiving presents, Ar.
II. the breadth of the hand, the palm, as a measure of length; v. ἑκκαιδεκάδωρος.
Frisk Etymology German
δῶρον: 1.
{dō̃ron}
Grammar: n.
Meaning: Gabe, Geschenk (seit Il.).
Derivative: Oft als Vorderglied, z. B. in der Zusammenbildung δωροδόκος Geschenke annehmend, bestechlich (vgl. zu δέχομαι) neben δωροδοκέω Geschenke annehmen, sich bestechen lassen (ion. att.) mit δωροδόκημα, δωροδοκία Bestechlichkeit, Bestechung. Deminutivum δωρύφιον (Pap.). Denominatives Verb δωρέομαι, δωρέω schenken, verschenken, gewähren (seit Il.; zur Diathese Schwyzer-Debrunner 234) mit δώρημα Geschenk (Hdt., Trag. usw.) und δωρηματικός (D. H. u. a.), δωρητής Geber, Wohltäter (Nesos IVa) und δωρητικός (Pl.), δωρητήρ ib. (AP), δωρητός für Gaben empfänglich (Ι 526), geschenkt (S. u. a.). — Eine andere Bildung in δωρύττομαι (Theok. 7, 43; scherzhafte Augenblicksbildung; Debrunner IF 2 1, 242f.); außerdem thess. δούρραντα = δωρήσαντα wie hom. φίλατο neben φιλεῖν (Fraenkel Glotta 35, 91f.)? — Neben δῶρον und δωρέομαι steht mit unklarer Bildung (vgl. γενεά, -ή usw. Chantraine Formation 91) δωρεά, älter (Attika Va) -ειά, ion. -εή Gabe, Geschenk, Verleihung, Lehnsgut (Hdt., att. usw.); davon δωρεακός Beamter eines Lehnsguts (Pap. IIIa), δωρεαστικός, -ρετικός Geschenke betreffend (Pap. VIp).
Etymology: Altes Wort, mit arm. tur, aksl. darъ Gabe identisch. Daneben in derselben Bedeutung mit n-Suffix lat. dōnum = aind. dā́nam. Der Suffixwechsel kann auf einen alten r-n-Stamm zurückgehen. — Weiteres s. δίδωμι.
Page 1,430
2.
{dō̃ron}
Grammar: n.
Meaning: Handbreite (Nik., Miletos u. a.);
Composita: als Hinterglied in ἑκκαιδεκάδωρος ‘sechzehn Hand (lang)’ (Δ 109), δεκάδωρος (Hes. Op. 426), ὀρθόδωρον Handlänge = der Abstand von der Handwurzel zur Fingerspitze (Poll., nach H. auch = σπιθαμή, Spanne).
Derivative: Daneben mit anderem Vokal der i-Stamm δάριν· σπιθαμήν. Ἀρκάδες und δάρ[ε]ιρ· τὸ ἀπὸ τοῦ μεγάλου δακτύλου ἐπὶ τὸν μικρὸν διάστημα H. (vgl. Latte z. St.).
Etymology: Der Vokalwechsel läßt als Reflex alten Ablautes auf indog. Herkunft schließen. Man vergleicht einige Wörter für Hand, insbes. alb. dorë, nach La Piana (s. IF 58, 98) mit δῶρον identisch (vgl. auch zu χείρ); außerdem kelt., z. B. air. dorn, und lett. dùre, dûris Faust, beide indessen mit idg. u und somit wahrscheinlich fernzuhalten. — WP. 1, 794f., Pok. 203 m. weiterer Lit.
Page 1,431
Chinese
原文音譯:dîron 多朗
詞類次數:名詞(19)
原文字根:給 湧出 相當於: (מִנְחָה)
字義溯源:禮物,供獻,供物,恩賜,贈送,捐項。這字除了表示禮物外,也有手寬,手掌的意義。神是愛,藉著他賜給人而表明出來;他將他的獨生子賜給世人,並使他捨命作多人的贖價。保羅對以弗所教會的長老們說,當記念主耶穌的話,說,施比受更為有福( 徒20:35)。保羅也勸信徒將自己的身體獻上,當作活祭,而事奉神( 羅12:1)
同源字:1) (διακονία / δωροφορία)服事 2) (διδῶ / δίδωμι)給 3) (δόμα)禮品 4) (δωρεάν)無故地 5) (δωρέομαι)賜給 6) (δῶρον)禮物參讀 (δόμα)同義字
出現次數:總共(19);太(9);可(1);路(2);弗(1);來(5);啓(1)
譯字彙編:
1) 禮物(12) 太5:23; 太5:24; 太5:24; 太8:4; 太23:18; 太23:19; 太23:19; 來5:1; 來8:3; 來8:4; 來9:9; 啓11:10;
2) 捐項(2) 路21:1; 路21:4;
3) 供物(2) 太15:5; 來11:4;
4) 恩賜(1) 弗2:8;
5) 為禮物(1) 太2:11;
6) 供獻(1) 可7:11