ἔρρω

From LSJ
Revision as of 11:04, 12 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρρω Medium diacritics: ἔρρω Low diacritics: έρρω Capitals: ΕΡΡΩ
Transliteration A: érrō Transliteration B: errō Transliteration C: erro Beta Code: e)/rrw

English (LSJ)

(A), Locr. ϝέρρω (v. infr.), fut. A ἐρρήσω h.Merc.259, Ar. (v. infr.): aor. 1 ἤρρησα Id.Ra.1192: pf. ἤρρηκα (εἰσ-) Id.Th.1075:— go slowly: ἔρρων limping, of Hephaestus, Il.18.421; ἥ μ' οἴῳ ἔρροντι συνήντετο met me wandering alone, Od.4.367. II go or come to one's own harm, ἐνθάδε ἔρρων Il.8.239,9.364; ὑπὸ γαίῃ ἐρρήσεις h.Merc. l.c.; ἄτιμος ἔρρειν A.Eu.884; ὡς Πόλυβον ἤρρησεν he went with a murrain to Polybus, Ar.Ra.1192, cf.Lys.336 (lyr.). 2 mostly in imper., ἔρρε away ! begone ! Il.8.164, Thgn.601; ἔρρ' οὕτως Il.22.498: pl., ἔρρετε 24.239, A.R.3.562: 3sg., ἐρρέτω away with him, let him go to ruin, Il.20.349, Od.5.139; ἀσπὶς ἐκείνη ἐρρέτω Archil.6.4; in a legal formula, αὐτὸς μὲν ϝερρέτω Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., v B. C.), cf.Schwyzer 415 (Elis, v B. C.); ϝάρρην ib.409; ἐρρέτω Ἴλιον perish Troy ! S.Ph.1200 (anap.): with a Prep., ἔρρ' ἐκ νήσου θᾶσσον Od.10.72; ἔρρ' ἀπ' ἐμεῖο Theoc.20.2; ἔρρ' ἐκ προσώπου Herod. 8.59; in Att. strengthened, ἔρρ' ἐς κόρακας go hang! Ar.Pl.604 (anap.), Pherecr.70.5, etc.; ἐς κόρακας ἔρρειν φασὶν ἐκ τῆς Ἀττικῆς Alex.94.5; ἔρρε εἰς ὄλεθρόν τε καὶ Ἄβυδον Lys.Fr.5a: opt. ἔρροις AP5.2 (Antip. Thess.): part., ἔρρων νυν αὐτὸς χἡ ξυνοικήσασά σοι.. γηράσκετ' E.Alc. 734: fut., οὐκ ἐρρήσετε; οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε; Ar.Lys.1240, Pax 500; εἰ μὴ 'ρρήσεθ' Id.V.1329 (lyr.). 3 of persons and things, to be clean gone, perish, disappear, ἔρρων ἐκ ναός A.Pers.964 (lyr.); ἔρρει πανώλης ib.732 (troch.); ἄφαντος ἔρρει S.OT560, cf.Pl.Lg.677c; ἔρρει ταῦτα ἐκ τῆς αὑτῶν χώρας Id.Phlb.24d; ἔρρειν ἐκ τῆς τοῦ εἶναι ἕδρας Plot.3.7.4; ἔρρει τὰ κᾶλα the ships are lost, Hippocr. ap. X.HG1.1.23 (prob.); ἔρρει πᾶσ' Ἀφροδίτα A.Ag.419 (lyr.); ἔρρει τὰ θεῖα the honour due to the gods is gone, S.OT910 (lyr.); ἔρρει δέμας φλογιστόν Id.El.57; ἔρρεις μάτην E.Hel.1220; θανόντας ἔρρειν Id.Supp. 1113; ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις from what fortunes hast thou fallen, Id.IT379; ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα X.Smp.1.15, cf. Cyr.6.1.3.
ἔρρω (B), Aeol. for ἔρω, EM90.12.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., f. ἐρρήσω, ao. ἤρρησα;
1 aller lentement, particul. aller péniblement, errer tristement;
2 p. ext. aller sous de mauvais auspices, aller à sa perte : ἔρρ' ἐς κόρακας AR va-t'en aux corbeaux càd au diable ; ἐρρέτω SOPH qu'il périsse ! ἔρρετε IL puissiez-vous périr ! ἔρροις EUR puisses-tu périr !;
3 tomber en ruines, déchoir, périr : Βακτρίων δ' ἔρρει πανώλης δῆμος ESCHL le peuple des Bactriens s'en est allé entièrement détruit ; ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα XÉN mes affaires vont mal, c'en est fait de moi, je suis perdu.
Étymologie: p. Ϝέρρω, de la R. Ϝερσ, aller, cf. lat. errare.

German (Pape)

wohl ursprünglich mit Digamma Ϝέρρω, s. Ahrens Dial. Dor. p. 46 Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2. Aufl. S. 490; Il. 8.239 ἐνθάδε ἔρρων; fut. ἐρρήσω, aor. ἤρρησα;
langsam, mühselig einhergehen, wie der hinkende Hephaestus, Il. 18.421, Scholl. Aristonic. ὅτι ἔρρων οὐ ψιλῶς πορευόμενος, ἀλλὰ διὰ τὴν χωλότητα ἐπαχθῶς βαδίζων; von dem traurig, ratlos umhergehenden Menelaus Od. 4.367, Scholl. μετὰ λύπης μόνῳ πορευομένῳ, φθειρομένῳ, καὶ μετὰ φθορᾶς βαδίζοντι; vgl. H.h. Merc. 259. – Daher: zu seinem Unglück, unglücklicher Weise wohin gehen, kommen, in Etwas geraten, Il. 9.364 ἐνθάδε ἔρρων, Scholl. Aristonic. ἐνθάδε μετὰ φθορᾶς παραγενόμενος; Il. 8.239 ἐνθάδε ἔρρων, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι τὸ ἔρρων οὐκ ἔστι ψιλῶς παραγινόμενος, ἀλλὰ μετὰ φθορᾶς· δυσαρεστεῖ γὰρ τῇ παρουσίᾳ, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 102. Besonders = zu seinem Verderben fortgehen, weggehen, und geradezu untergehen, ἄτιμος ἔρρειν τοῦδ' ἀπόξενος πέδου Aesch. Eum. 844; Βακτρίων δ' ἔρρει πανώλης δῆμος, mit perf. Bdtg, das ganze Volk ist dahin, Pers. 718, 925; übertragen, ὀμμάτων δ' ἐν ἀχηνίαις ἔρρει πᾶσ' Ἀφροδίτη Ag. 419; ἄφαντος ἔρρει θανασίμῳ χειρώματι, er ging unter, Soph. O.R. 560, wie O.C. 1775 τῷ κατὰ γῆς ὃς νέον ἔρρει, vom Sterben; τἀκείνου δέ σοι σωτήρι' ἔρρει, die Hoffnung auf Rettung ist verloren, El. 913; ἔρρει τὰ θεῖα, es geht unter, wird nicht mehr geachtet, O.R. 910; ὦ τλῆμον, εἰ τέθνηκας, ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις καὶ πατρὸς ζηλωμάτων Eur. I.T. 739; ὦ Πρίαμε καὶ γῆ Τρῳάς, ὡς ἔρρεις μάτην Hel. 1220; ὡς Πόλυβον ἤρρησεν Ar. Ran. 1192, zum Polybus geriet er hin. vgl. Lys. 336; in Prosa, αὐτὰ ἔρρει ταῦτα ἐκ τῆς αὐτῶν χώρας Plat. Phil. 24d; πάντα ἔρρειν ταῦτα ἐν τῷ τότε χρόνῳ Legg. III.677c; ἕπεὶ γὰρ ὁ γέλως ἐκ τῶν ἀνθρώπων ἀπόλωλεν, ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα, ist's aus mit mir, Xen. Symp. 1.15, vgl. Cyr. 6.1.3; ἔρρει τὰ καλά, das Glück ist hin, Hell. 1.1.23; Sp., wie Plut. von Ciceros Gedichten τὴν ποιητικὴν αὐτοῦ ἀκλεῆ καὶ ἄτιμον ἔρρειν συμβέβηκεν, ist untergegangen, Cic. 2. – Häufig im imperat. und opt. als Ausdruck der Verachtung und des Unwillens, Il. 22.498 ἔρρ' οὕτως, packe dich, mache, daß du wegkommst; 8.164 ἔρρε, κακὴ γλήνη, geh' zum Teufel, geh' zum Henker; 24.239 ἔρρετε, λωβητῆρες ἐλεγχέες; Od. 10.72 ἔρρ' ἐκ νήσου θᾶσσον, ἐλέγχιστε ζωόντων, vs. 75 ἔρρ', ἐπεὶ ἀθανάτοισιν ἀπεχθόμενος τόδ' ἱκάνεις, Scholl. μετὰ φθορᾶς ἀναχώρει, Eust. p. 1647.62 τὸ δὲ ἔρρε, καίριον ὄν, δὶς ἐλέχθη κατὰ θυμικὴν διάθεσιν. ἑρμηνεύουσι δὲ αὐτὸ οἱ Ἀριστάρχιοι μετὰ φθορᾶς ἄπιθι; – ἀσπὶς ἐκείνη ἐρρέτω Archil. frg. 51; ἐρρέτω Ἴλιον Soph. Phil. 1185; σὺ δ' ἔρρ' ἀπόπτυστος O.C. 1385; ἔρροι δ' ἂν αἰδώς El. 241; verstärkt ἔρρ' ἐς κόρακας θᾶττον ἀφ' ἡμῶν Ar. Plut. 604; οὐκ ἐρρήσετε, οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε, werdet ihr euch nicht gleich zum Henker scheren, Lys. 1240, Pax 500; vgl. Vesp. 1329; folgende Dichter, ἔρροις Antip.Thess. 5 (V.3); Ap.Rh. 3.936; ἔρρ' ἀπ' ἐμεῖο Theocr. 20.2; selten in späterer Prosa.

Russian (Dvoretsky)

ἔρρω: (fut. ἐρρήσω, aor. ἥρρησα)
1 медленно идти, тащиться, плестись: ὁ ἔρρων πλησίον ἐπὶ θρόνου ἷζε с трудом продвигаясь поближе, (хромой Гефест) сел в кресло; ἥ μ᾽ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο Hom. она встретилась мне, одиноко бродившему;
2 (велением рока) двигаться, отправляться, идти: ἐνθάδε ἔρρων Hom. свершая сюда свой роковой путь;
3 быть вытесненным, изгнанным (ἐκ τῆς αὐτῶν χώρας Plat.): ἐκ ναὸς ἔ. Aesch. быть сброшенным с корабля;
4 лишиться (ὀμμάτων ἔ. Aesch.): ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις! Eur. какой славной судьбы ты лишился бы!;
5 погибнуть, исчезнуть, пропасть (Βακτρίων ἔρρει πανώλης δῆμος Aesch.): πόσον τίνα χρόνον ἄφαντος ἔρρει; Soph. сколько же времени тому назад бесследно исчез (царь Лаий)?; ἔρρει τὰ θεῖα Soph. почитанию богов пришел конец; ἔρρει δέμας φλογιστόν Soph. тело уничтожено огнем; τἀκείνου σωτήρι᾽ ἔρρει Soph. нет больше надежды на его спасение; ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα! Xen. дело мое пропало!, я погиб! (лат. actum est de me!); ἀχλεῆ ἔ. Plut. бесславно пропасть, быть преданным забвению;
6 (в проклятиях) убираться, проваливать: ἔρρε, κακὴ γλήνη! Hom. сгинь, презренная баба! (лат. abi in malam rem!); ἔρρ᾽ ἐς κόρακας! Arph. проваливай на съедение воронам! (лат. pasce corvos!); ἐρρέτω Ἴλιον! пропади пропадом Илион!; ἔρρ᾽ ἀπ᾽ ἐμεῖο! Theocr. прочь от меня!

Greek (Liddell-Scott)

ἔρρω: μέλλ. ἐρρήσω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 259, Ἀριστοφ. (ἴδε κατωτ.): ἀόριστ. ἤρρησα, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1192 (πρβλ. ἀν-, εἰσέρρω): πρκμ. ἤρρηκα (εἰσ-), ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 1075. (Ἐκ τῆς √FΕΡΡ, ἴδε Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ πρβλ. ἀπόFερσε). Πορεύομαι βραδέως καὶ μετὰ κόπου, μόλις δύναμαι νὰ περιπατήσω διὰ χωλότητα, ὅθεν καὶ περὶ τοῦ Ἡφαίστου λέγει ὁ Ὅμ. αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον, ἔνθα Θέτις περ, ἐπὶ θρόνου ἷζε φαεινοῦ Ἰλ. Σ. 421· ἥ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο, μὲ συνήντησε πλανώμενον μόνον, Ὀδ. Δ. 367, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 259. 2) ἁπλῶς, πορεύομαι, ὑπάγω, ἐς τὰς ἑορτὰς Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554, 76, πρβλ. 2556. 39. ΙΙ. κατὰ κακὴν μου τύχην ἢ πρὸς ἐμὴν βλάβην ἔρχομαιὑπάγω που ὅπου κάλλιον νὰ ἔσπανε τὸ πόδι μου παρὰ νὰ ἐπήγαινα, ἐνθάδε ἔρρων, «ἐπὶ φθορὰν παραγενόμενος» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 239, Ι. 364, συχν. παρ’ Ἀττ., Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας ἐπ’ ἀκταῖς Σαλαμινιάσι, πίπτοντας ἐκ τῆς Τυρίας νεώς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 963, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 379, Πλάτ. Φίλ. 24D· ἄτιμος ἔρρειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 884· ὡς Πόλυβον ἤρρησεν, ἦλθε πρὸς αὐτόν, ἐπὶ λύμῃ, ὅπου εἴθε νὰ μὴ μετέβαινεν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1192, πρβλ. Λυσ. 336. 2) τὸ πλεῖστον κατὰ προστ. ἔρρε, abi in malam rem, «κρημνίσου!» «πήγαινε ’ς τἀνάθεμα», Ἰλ. Θ. 164, Θέογν. 601· ἔρρ’ οὕτως Ἰλ. Χ. 498· προσέτι, ἔρροις Εὐρ. Ἄλκ. 734, Ἀνθ. Π. 5. 3· ὡσαύτως κατὰ πληθ., ἔρρετε λωβητῆρες ἐλεγχέες Ἰλ. Ω. 239, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 562· καὶ ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. ἐρρέτω, ἂς ὑπάγῃ εἰς τὸν κόρακα, ἐρρέτω, οὒ οἱ θυμὸς ἐμεῦ ἔτι πειρηθῆναι ἔσσεται Ἰλ. Υ. 349. Ὀδ. Ε. 139· ἀσπὶς ἐκείνη ἐρρέτω Ἀρχίλ. 5· ἐρρέτω Ἴλιον, ἀπόλοιτο, Σοφ. Φιλ. 1200· μετὰ προθ., ἔρρ’ ἐκ νήσου θᾶσσον, Λατ. aufer te hinc ocius, Ὀδ. Κ. 72· ἔρρ’ ἐκ προσώπου Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 8. 41 (ἔκδ. Crusii)· ἔρρ’ ἀπ’ ἐμεῖο Θεόκρ. 20. 2· παρ’ Ἀττ. μετὰ προσθήκης καὶ ἄλλης λέξεως πρὸς ἐπίστασιν, ἔρρ’ ἐς κόρακας, Λατ. pasce corvos, «πήγαινε ’ς τὸν διάβολον», Ἀριστοφ. Πλ. 604· ἔρρ’ ἐς κόρακας... ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ»1· οὕτως οὐκ ἐρρήσετε; οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε; δὲν θὰ ξεκκουμβισθῆτε ’ς τὸν διάβολον; Ἀριστοφ. Λυσ. 1240, Εἰρ. 500· εἰ μὴ ’ρρήσετ’ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1320. 3)παρ’ Ἀττ., χάνομαι, ἀπόλλυμαι, ἐξαφανίζομαι, καταστρέφομαι, ὡς τὸ οἴχομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 419· ἔρρει πανώλης ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 732· ἄφαντος ἔρρει Σοφ. Ο. Κ. 560· ἔρρει τὰ θεῖα, ἐχάθη ἡ εἰς τοὺς θεοὺς ὀφειλομένη τιμή, αὐτόθι 910· ἔρρει δέμας φλογιστὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 57· ἔρρει μάτην Εὐρ. Ἑλ. 1220· θανόντας ἔρρειν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1113· ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις, ἐκ τίνων εὐτυχιῶν ἔχεις ἐκπέσει, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 389· ὡσαύτως παρὰ τοῖς πεζολόγοις, ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα, Λατ. acrum est de me! Ξεν.· Συμπ. 1. 15, πρβλ. Κύρ. 6. 1, 3. Πλάτ. Νόμ. 677 C· ἔρρει τὰ καλά, ἡ εὐτυχία παρῆλθεν, Ἱπποκρ. ἐπιστολεὺς τοῦ Μινδάρου παρὰ Ξεν. ἐν τοῖς Ἑλλ. 1. 1, 23, ἔνθα αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις ἔχουσιν ἔρρει τὰ κᾶλα (Bergk), δηλ. τὰ πλοῖα κατεστράφησαν, ἴδε τὴν λέξιν κᾶλον.

English (Autenrieth)

(ϝέρρω): go with pain or difficulty, Od. 4.367; of the lame Hephaestus, Il. 18.421; esp. imp. as imprecation, ἔρρε, ἔρρετε, begone! Il. 8.164, Od. 10.72,, Il. 24.239; ἐρρέτω, ‘off with him!’ Od. 5.139; ‘let him go to Perdition!’ Il. 9.377; similarly the part., ἐνθάδε ϝέρρων, ‘coming hither, to my ruin,’ Il. 8.239, Il. 9.364.

Greek Monolingual

ἔρρω (Α)
1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.)
και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» — μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.)
2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου
3. βαδίζω στην καταστροφή, στον όλεθρο («ἔρρων ἐκ νηός» — πέφτοντας από το πλοίο)
4. (στην προστ.) α) χάσου, ξεκουμπίσου, πήγαινε στ’ ανάθεμα («ἐρρέτω Ἴλιον», Σοφ.)
β) φρ. «ἔρρε ὴ ἔρρ’ ἐς κόρακας» — πήγαινε να σέ φάνε τα κοράκια, φεύγα, γκρεμοτσακίσου)
5. (για πρόσωπα και πράγματα) χάνομαι, καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι (α. «ἔρρει δῆμος πανώλης», Αισχύλ.
β. «ἔρρει τὰ θεῖα» — χάθηκε ο σεβασμός στους θεούς).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη ανάγεται σε αρχικό τ. Fέρσψω, οπότε συνδέεται με το λατ. verrō «σαρώνω, σκουπίζω» και τα αρχ. σλαβ. vĭrxu, vrěšti «αλωνίζω». Πέρα όμως τών σημασιολογικών προβλημάτων, σύμφωνα με την άποψη αυτή το διπλό -ρρ- ανάγεται σε -ρσ- το οποίο θα έπρεπε να μαρτυρείται στα επικά κείμενα, όπου όμως εμφανίζεται επίσης διπλό -ρρ-. Εν συνθέσει αρχ. απαντά μόνο στον τύπο της προστακτικής ενεστ. ερρέτω με τα προθήματα αν-, απ-, εισ-, εξ-, περι-].

Greek Monotonic

ἔρρω: μέλ. ἐρρήσω, αόρ. αʹ ἤρρησα, παρακ. ἤρρηκα·
I. κινούμαι βραδέως και με δυσκολία, περιπλανώμαι, περιφέρομαι, σέρνομαι, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για αργό, συρτό βάδισμα, από όπου ο Ήφαιστος ονομάζεται ἔρρων, χωλός, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. πηγαίνω ή κατέρχομαι για να αφανίσω ή να βλάψω κάποιον, στο ίδ.· ἔρρων ἐκ. ναός, χάθηκε, έπεσε από το καράβι, σε Αισχύλ.
2. προστ. ἔρρε, Λατ. abi in malam rem, χάσου! τσακίσου! φύγε!, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως, ἔρροις, σε Ευρ.· στον πληθ., ἔρρετε, σε Ομήρ. Ιλ.· και στο γʹ ενικ. ἐρρέτω, χάσου από εδώ!, σε Όμηρ.· ἐρρέτω Ἴλιον, αλώθηκε, έπεσε η Τροία! σε Σοφ.· ἔρρ' ἐς κόρακας, Λατ. pasce corvos, πήγαινε να πνιγείς! χάσου!, σε Αριστοφ.· ομοίως, οὐκ ἐρρήσετε· οὐκ ἐς κόρακος ἐρρήσετε, στον ίδ.
3. στην Αττ., λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, χάνομαι, εξαφανίζομαι, καταστρέφομαι, σε Τραγ.· ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις, από ποια ευτυχία έχεις εσύ καταπέσει, σε Ευρ.· ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα, Λατ. actum est de me!, σε Ξεν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: go (away), go to one's own harm, go to ruin, mostly perfective be away, be lost (Il.); (Schwyzer-Debrunner 274), mostly with unpleasant side-meaning of unhappiness, disaster, mostly in ipv. and imperatival expressions,
Other forms: Locr. ipv. Ϝερρέτω, El. inf. (in imperat. function) Ϝάρρεν; non-present- forms are rare: fut. ἐρρήσω (h. Merc. 259, Com.), aor. ἤρρησα (Com.), perf. εἰσ-ήρρηκα (Ar. Th. 1075)
Compounds: also with prefix ἀν-, ἀπ-, εἰσ-, ἐξ-, περι-.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Expressive word of the common lenguage and the poetic language, unknown to prose. Unexplained. Derivation from *Ϝέρσι̯ω and connection with Lat. verrō sweep, OCS vrъchǫ, vrěšti thresh fails, apart from the semantic differences, from the general Greek, clearly expressive geminate -ρρ-. Old interjection?

Middle Liddell


I. to go slowly, wander about, Od.; of slow, halting gait, whence Hephaestus is called ἔρρων, limping, Il.
II. to go or come to one's own loss or harm, Il.; ἔρρων ἐκ ναός gone, fallen from a ship, Aesch.
2. imperat. ἔρρε, Lat. abi in malam rem, away! begone! Il., etc.; so, ἔρροις Eur.; in plural ἔρρετε Il.; and in 3rd sg. ἐρρέτω, away with him, Hom.; ἐρρέτω Ἴλιον perish Troy! Soph.; ἔρρ' ἐς κόρακας, Lat. pasce corvos, be thou hung, Ar.; so, οὐκ ἐρρήσετε; οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε; Ar.
3. in attic of persons and things, to be clean gone, to be lost, perish, disappear, Trag.; ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις from what fortunes hast thou fallen, Eur.; ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα, Lat. actum est de me! Xen.

Frisk Etymology German

ἔρρω: (seit Il.),
{érrō}
Forms: lokr. Ipv. ϝερρέτω, el. Inf. (in imperat. Funktion) ϝάρρεν; außerpräsentische Formen, die alle vom Präsens ausgehen, sind selten: Fut. ἐρρήσω (h. Merc. 259, Kom.), Aor. ἤρρησα (Kom.), Perf. εἰσήρρηκα (Ar. Th. 1075)
Grammar: v.
Meaning: ‘(weg)gehen, untergehen, dahinschwinden’, meistens perfektisch fort sein, verloren sein (Schwyzer-Debrunner 274), gewöhnlich mit schlimmem Nebensinn des Unglücks, Verderbens, Mühevollen, vorw. im Ipv. und imperativischen Redewendungen,
Composita: auch mit Präfix ἀν-, ἀπ-, εἰσ-, ἐξ-, περι-.
Etymology: Expressiver Ausdruck der Volkssprache und der dichterischen Sprache, der Prosa im Ganzen fremd. Unerklärt. Die herkömmliche Zurückführung auf *ϝέρσι̯ω und Zusammenstellung mit lat. verrō schleifen, fegen, aksl. vrъchǫ, vrěšti dreschen scheitert, von der Bedeutungsverschiedenheit abgesehen, an der gemeingriechischen, offenbar expressiven Geminata -ρρ-, die dabei unverständlich bleibt. Man hätte im Epos unbedingt -ρσ- erwartet; vgl. Wackernagel Unt. 1 A. 2. Alte Interjektion?
Page 1,566

Mantoulidis Etymological

(=προχωρῶ ἀργά, πάω κατά διαόλου, χάνομαι. Προστακτική: ἔρρε = χάσου, γκρεμίσου). Ἀπό τή ρίζα ϝερσκαί μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ ρ → ϝερρ → ἔρρω.