οξύς

From LSJ
Revision as of 08:45, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

(I)
-εία, -ύ (ΑΜ ὀξύς, -εῖα, -ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῖα)
1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός
2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός
3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία διένεξη» β. «οξύς πυρετός» γ. «μάχη ὀξέα... γίνεται», Ηρόδ.)
4. (για ήχο) λεπτός, υψηλός (α. «οξεία κραυγή» β. «ὀξέα κλάζων αἰετός», Σοφ.
γ. «ὅσοι φθόγγοι... βραδεῖς ὀξεῖς τε καὶ βαρεῖς φαίνονται», Πλάτ.)
5. διαπεραστικός («οξύ βλέμμα»)
6. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, ευέξαπτος, ευερέθιστος
7. αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινός («ὀξὺς οἶνος», Άλεξ.)
8. αυτός που αντιλαμβάνεται εύκολα, ταχύς ως προς την αντίληψη, οξύνους (α. «οξύς κατά την κρίση» β. «ὄκις... ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος... αἰσθήσεων», Πλάτ.)
9. το θηλ. ως ουσ. βλ. οξεία
10. φρ. «οξεία γωνία» — η γωνία που είναι μικρότερη της ορθής
νεοελλ.
1. (για νόσο) αυτός που εμφανίστηκε πρόσφατα και εξελίσσεται ταχύτατα («οξεία περιτονίτιδα»)
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. οξύ
μσν.
ο υακίνθινος
αρχ.
1. αλγεινός, καυστικός στις αισθήσεις («Σείριος ὀξὺς ἐλλάμπων», Αρχίλ.)
2. (για πράγματα που προσβάλλουν έντονα την όραση) λαμπρός, εκθαμβωτικός («αἱ ὀξεῖαι χροιαί», Αριστοτ.)
3. ευκίνητος, γρήγορος («τοὺς ἵππους... ζευγνυμένους ὑπ' ἅρματα εἶναι ὀξυτάτους», Ηρόδ.)
4. ταχύς, γοργός («ὀξὺς δρόμος» — πολύ γρήγορο ταχυδρομείο, παπ.)
5. επείγων («ὀξὺς καιρός» — επείγουσα περίσταση, Ονήσανδρ.)
6. (για οσμή) ερεθιστικός
7. βιαστικός, ταραγμένος, ταραχώδης
8. άγριος, σφοδρός («ὀξὺς νότος», Σοφ.)
9. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀξεῖα
είδος αιχμηρού χειρουργικού εργαλείου.
επίρρ...
οξέωςὀξέως, ποιητ. τ. ὀξείως)
νεοελλ.
με οξύτητα, με ζωηρότητα, ισχυρά, έντονα
αρχ.
1. ευθύς, αμέσως
2. με σπουδή, με ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὀξύς (< ὀκ-σ-ύς) εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα ὀκ- (πρβλ. όκρις) της ρίζας ακ- «αιχμηρός» (πρβλ. ἄγω: ὄγμος) με ένσιγμη παρέκταση του θέματος, η οποία απαντά και στον τ. ἀκο-σ-τή «κριθάρι», όπως και στα σύνθ. σε -ήκης (βλ. και λ. ακ-). Το επίθ. ὀξύς, ήδη από τον Όμηρο, καλύπτει ένα ευρύ σημασιολογικό πεδίο και μπορεί να παραβληθεί με τα δριμύς και ταχύς (βλ. και λ. οξυ-).
ΠΑΡ. όξος, οξύνω, οξύτητα(-της)
αρχ.
οξύς (ΙΙ), οξυτικός.
ΣΥΝΘ. Για σύνθ. με α' συνθετικό βλ. οξυ- (Β' συνθετικό) υπέροξυς
αρχ.
άποξυς, έποξυς, κάτοξυς, πάροξυς, σύνοξυς, ύποξυς].
(II)
ὀξύς, -ύδος, ἡ (Α)
1. το φυτό ὀξαλίδα
2. το φυτό ὀξύσχοινος, είδος σχοίνου, βούρλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύς (Ι) + επίθημα -ύς, -ύδος (πρβλ. εμύς)].