συναρμόζω

From LSJ
Revision as of 11:53, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρμόζω Medium diacritics: συναρμόζω Low diacritics: συναρμόζω Capitals: ΣΥΝΑΡΜΟΖΩ
Transliteration A: synarmózō Transliteration B: synarmozō Transliteration C: synarmozo Beta Code: sunarmo/zw

English (LSJ)

Att. συναρμόττω Pl.Ti.32b, etc.: Dor. aor. συνάρμοξα Pi.N.10.12:—pf. Pass. -ήρμοσμαι, aor. -ηρμόσθην (v. infr.):
1 in physical sense, fit together, κεραίαν δίχα πρίσαντες ξ. πάλιν ὥσπερ αὐλόν Th.4.100; ξυνάρμοσον βλέφαρα.. Χερί close them, E.Ph.1451, cf. IT 1167; σ. τοὺς πόρους Theophrastus Sens.9; τι πρός τι Hp.Aër.9, Arist.HA 541b4:—Pass., λίθοι εὖ συνηρμος μένοι Hdt.1.163; ἀλλήλοιν συναρμοσθῆναι Pl.R. 412a; to be joined in wedlock, Arist.Mir.840b14, PSI2.166.17 (ii B.C.), IG5(2).268.30 (Mantinea, i B.C.), BGU1103.23 (i B.C.),
b put together, so as to make a whole, σκάφος, ἵππον, E. Hel.233 (lyr.), Tr.11; πόλινς. Pl.Lg.628a; σ. τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ Id.R.519e; τὰ τῆς ἀρχῆς οὐ συνηρμοσμένα καλῶς D.11.8:—Pass., συναρμοσθέντ' Ἀφροδίτῃ Emp.71.4.
2 of combination in act or thought, ὁμοῦ βίην τε καὶ δίκην σ. Sol.36.14; καρπὸν δίκᾳ Pi. N.10.12; σ. εἰς ταὐτόν Pl.Ti.35a; τρία ὄντα σ. Id.R.443d; ἰδέας ἀλλήλων ἀφεστώσας Isoc.15.11; compound a word, ἀπὸ τοῦ θεῖν καὶ ἅλλεσθαι Pl.Cra.414b:—Pass., ἡ συνηρμος μένη λέξις Phld.Po.Herc.994.26; πρὸς ἄλληλα σ. ib.35.
3 metaph., adapt or conform one thing to another, εὐχερείᾳ σ. βροτούς, i.e. make them indifferent to crime, A.Eu.495 (lyr.); σ. τοῖς παροῦσι τὸν τρόπον Ephipp.7; ταῖς ποιότησι τὰς ποσότητας Theon ap.Gal.6.96:—Pass., πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος X.Ap.16; especially of Music, λύρα συνηρμος μένη πρὸς τὸν αὐλόν Id.Smp.3.1.
II intr., fit together, Pl.Tht.204a, Arist. GA747b1, PA654b19.
2 metaph., agree together, ἀλλήλοις Pl. Prt.333a, Phld.Po.Herc.994.27; τοσαύτῃ φιλίᾳ Lys.Fr.261 S.; σ. εἰς φιλίαν X.Mem.2.6.20: abs., Id.Cyr.7.5.60, etc.; σ. εἰς ἅπαντα Pl.Lg. 729a.
III Med. much like Act., join together, unite, Id.Ti.53e, Plt.309c; δεῖ γάμον -εσθαι πρὸς τὸν ἴδιον τόνον τᾶς ψυχᾶς Callicrat. ap.Stob.4.28.18, cf. Plu.Sol.15; join in wedlock, νέαν καὶ ὡραίαν Ocell. 4.6.
2 adapt oneself, ἅπαντι καιρῷ D.L.4.37, cf. Socr. ap. Stob. 3.4.58.

German (Pape)

[Seite 1004] att. συναρμόττω, zusammenfügen, -passen, verbinden, vereinigen; Λυγκεῖ φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ, Pind. N. 10, 12; πάντας ἤδη τόδ' ἔργον εὐχερείᾳ συναρμόσει βροτούς, Aesch. Eum. 471; ξυνάρμοσον βλέφαρά μου τῇ σῇ χερί, Eur. Phoen. 1460; u. in Prosa: ξυναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, Plat. Rep. VII, 519 e; συναρμόσας ἀπὸ τοῦ θεῖν καὶ ἅλλεσθαι τὸ ὄνομα, Crat. 414 b; οἱ ξυναρμοσθέντες δεσμοί, Tim. 81 d; u. med., τὰ διαφέροντα κάλλει σωμάτων γένη συναρμόσασθαι, Tim. 53 e; συναρμόξατο, Tim. Locr. 99 a; Thuc. 4, 100; συναρμοσθέντες κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, Pol. 1, 26, 16. – Von Künstlern, die aus angemessener Verbindung der Theile ein schönes Ganzes bilden, bes. vom Tonkünstler, componiren, Sp. – Intrans., zusammenpassen, angemessen sein, übereinstimmen, mit Einem, τινί, οὐδὲ ξυναρμόττουσιν Mem. 2, 6, 24; συναρμόζουσαι γυναῖκες, Xen. Cyr. 7, 5, 60; Sp., wie Luc. hist. conscr. 55.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 ajuster ensemble, joindre ensemble, réunir en adaptant : λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι HDT pierres bien ajustées;
2 ajuster les parties d'un tout ; ajuster, édifier, charpenter, acc.;
3 en gén. adapter, ajuster : σ. βροτοὺς εὐχερείᾳ ESCHL accoutumer les hommes à prendre facilement leur parti (du crime), les rendre indifférents (au crime);
II. intr. convenir à, s'accorder avec, s'harmoniser avec, τινι : τινι σ. εἰς φιλίαν XÉN se lier d'amitié avec qqn;
Moy. συναρμόζομαι;
1 tr. arranger, concilier, unir pour soi;
2 intr. s'accorder avec : πρὸς τὰ παρόντα XÉN s'accommoder aux circonstances.
Étymologie: σύν, ἁρμόζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αρμόζω, Att. συναρμόττω, ξυναρμόζω, ξυναρμόττω, poët. en Dor. aor. συνάρμοξα; Ion. en Dor. ptc. perf. med.-pass. συναρμοσμένος, met acc., zowel act. als med. samenvoegen,; σ. βλέφαρα de oogleden sluiten Eur. Phoen. 1451; met πρός + acc., met dat. met; samenstellen, in elkaar zetten, vervaardigen. overdr. iem. zich laten aanpassen aan iets, met acc. en dat..; Aeschl. Eum. 495; met alleen acc.. σ. τοὺς πολίτας de burgers tot overeenstemming brengen Plat. Resp. 519c. zonder acc. aan elkaar passen, samengevoegd zijn:. μία ἰδέα ἐξ ἑκάστων τῶν συναρμοττόντων στοιχείων γιγνομένη ἡ συλλαβή de lettergreep (is) één vorm, ontstaan uit alle aan elkaar passende elementen (letters, klanken) Plat. Tht. 204a. overdr. overeenstemmen, passen:; γυναῖκας συναρμοττούσας vrouwen die gelijkgestemd waren (aan hen) Xen. Cyr. 7.5.60; met dat. met, bij:. σ. ἀλλήλοις bij elkaar passen Plat. Prot. 333a; σ. εἰς φιλίαν met dat. vriendschap sluiten met Xen. Mem. 2.6.20.

Russian (Dvoretsky)

συναρμόζω: атт. συναρμόττω (дор. fut. συναρμόξω; pass.: aor. συνηρμόσθην, pf. συνηρμόσμην)
1 прилаживать, пригонять друг к другу: κεραία δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν καὶ ξυνήρμοσαν πάλιν Thuc. распилив пополам и выдолбив брус, они вновь приладили друг к другу (обе его половины); λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Her. плотно пригнанные друг к другу камни; μέρη ξυναρμοσθέντο αὐτὰ αὑτοῖς Plat. соразмерные друг с другом части; τὰ συνηρμοσμένα Dem. стройное целое;
2 сочетать, соединять, связывать (εἰς ταὐτόν Plat.): γυνὴ συναρμοσθεῖσα Arst. замужняя женщина; ἰδέας ἀλλήλων ἀφεστώσας συναρμόσαι Isocr. связать воедино далекие друг от друга формы;
3 сколачивать, сбивать, строить (σκάφος Eur.): σ. τι ἀπό τινος Plat. составлять что-л. из чего-л.;
4 закрывать, смыкать (βλέφαρα χερί Eur.);
5 прикладывать (τι πρός τι Arst.; χείλεα στομάτεσσιν Anth.);
6 настраивать (τὴν λύραν πρὸς τὸν αὐλόν Xen.);
7 примирять друг с другом (τοὺς πολίτας Plat.): ξ. πόλιν Plat. умиротворять (приводить в порядок) государство;
8 приспособлять, подготовлять, приучать (βροτούς Aesch.): πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Xen. приспособившийся к текущим обстоятельствам;
9 столковываться, соглашаться (ἀλλήλοις Plat.);
10 тж. med.-pass. быть слаженным, хорошо подходить (γυνὴ συναρμόζουσα Xen. - ср. 2): τὰ συναρμόττοντα στοιχεῖα Plat. хорошо подобранные составные части; ξ. εἰς ἅπαντα Plat. и συναρμόσασθαι ἅπαντι καιρῷ Diog. L. подходить ко всему, годиться для всякого случая;
11 соединяться: σ. τινὶ εἰς φιλίαν Xen. сдружиться с кем-л.

English (Slater)

συναρμόζω match with πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ (sc. Ζεύς) (N. 10.12)

Spanish

armonizar, adaptar

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α
συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.)
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω
μσν.
μέσ. συναρμόζομαι
μτφ. συνενώνομαι
μσν.-αρχ.
ενώνω με τα δεσμά του γάμου, παντρεύω
αρχ.
1. ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα είτε στην πράξη είτε νοερά («τὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν μέρος θείῳ συναρμοσαμένη δεσμῷ», Πλάτ.)
2. γραμμ. α) συνθέτω λέξη («συναρμόσας ἀπὸ τοῦ θεῖν καὶ ἅλλεσθαι τὸ ὄνομα [θαλλεῖν]», Πλάτ.)
β) (για τη σύνδεση τών γραμματικών περιόδων ή για τη συντακτική εκφορά τών λέξεων) συνάπτω σύμφωνα με τη συντακτική σειρά
3. προσαρμόζω κάτι σε κάτι άλλο («πάντας ἤδη τόδ' ἔργον εὐχερείᾳ συναρμόσει βροτούς», Αισχύλ.)
4. μουσ. προσαρμόζω ένα μουσικό όργανο σε ένα άλλο ώστε να ηχούν αρμονικά
5. (αμτβ.) α) συνδέομαι, είμαι συνδεδεμένος («ἐξ ἑκάστων τῶν συναρμοττόντων στοιχείων γιγνομένη ἡ συλλαβή», Πλάτ.)
β) μτφ. i) συμφωνώ («οὐδὲ συναρμόττουσιν ἀλλήλοις», Πλάτ.)
ii) ταιριάζω
6. μτφ. διευθετώ τα θέματα που είναι σχετικά με την πόλη, τους πολίτες αλλά και τις εξουσίες
7. μέσ. συναρμόζομαι
συμμορφώνομαι
8. φρ. α) «συναρμόζω βλέφαρα χειρί»
(σχετικά με ετοιμοθάνατο) κλείνω, σφαλίζω τα μάτια (Ευρ.)
β) «συναρμόζω χείλη στομάτεσσιν» — φιλώ κάποιον στο στόμα (Θεόφρ., Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁρμόζω «συνδυάζω, ταιριάζω»].

Greek Monotonic

συναρμόζω: Αττ. -όττω· Δωρ. μέλ. -όξω — Παθ., παρακ. -ήρμοσμαι, αόρ. αʹ -ηρμόσθην·
I. 1. με φυσική, πρακτική σημασία, συνταιριάζω, συναρμολογώ, εφαρμόζω, συνάπτω με ακρίβεια, σε Θουκ.· συναρμόζειν βλέφαρα, κλείνω τα βλέφαρά μου, σε Ευρ.· Παθ., λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι, σε Ηρόδ.
2. συναρμολογώ ώστε να δημιουργήσω ένα σύνολο, αρμολογώ, μοντάρω, σκάφος, ἵππον, σε Ευρ. — Παθ., οὐ καλῶς συνηρμοσμένα, σε Δημ.
3. συνδυάζω, είτε μέσω πράξης είτε μέσω σκέψης, σε Σόλων., Πλάτ.
4. μεταφ., προσαρμόζω, συμμορφώνω κάτι με κάτι άλλο, εὐχερείᾳ συναρμόζω βροτούς, δηλ. τους κάνω να αδιαφορούν για τις εγκληματικές πράξεις, σε Αισχύλ. — Παθ., πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος, σε Ξεν.
II. αμτβ., αρμόζω, είμαι κατάλληλος, ταιριαστός, σε Πλάτ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συναρμόζω: Ἀττ. -όττω· Δωρικ. μέλλ. -όξω Πινδ. Ν. 10. 22· ― Παθ. πρκμ. συνήρμοσμαι, ἀόρ. -ηρμόσθην· 1) ἐπὶ φυσικῆς σημασίας, ὡς καὶ νῦν, ἁρμόζω ὁμοῦ, συναρμόζω, συνάπτω ἀκριβῶς, ἑνώνω, κεραίαν δίχα πρίσαντες ξ. πάλιν ὥσπερ αὐλὸν Θουκ. 4. 100· συναρμόζειν βλέφαρα χειρί, κλείειν αὐτὰ διὰ τῆς χειρός, Εὐρ. Φοίν. 145, πρβλ. Ι. Τ. 1167· τι πρὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 6, 1. ― Παθ., λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Ἡρόδ. 1. 163· ἀλλήλοιν ξυναρμοσθῆναι Πλάτ. Πολ. 411Ε· συναρμόζομαι, συνδέομαι διὰ γάμου, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 109. 2. β) συναρμολογῶ οὕτως ὥστε νὰ ἀποτελέσω σύνολόν τι, οἷον σκάφος, ἵππον Εὐρ. Ἑλ. 233, Τρῳ. 11· ξ. πόλιν Πλάτ. Νόμ. 628Α· ξ. τοὺς πολίτας πυθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519Ε· τὰ τῆς ἀρχῆς οὐ καλῶς συνηρμοσμένα Δημ. 154. 16. 2) ἐπὶ συναρμογῆς ἔργῳ γινομένης ἢ κατὰ διάνοιαν, συν. βίαν καὶ δίκαν Σόλων 35. 14· καρπὸν δίκᾳ Πινδ. Ν. 10. 22· πρὸς ἑαυτό τι Ἱππ. π. Ἀέρ. 286· εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Τίμ. 35Β· τρία ὄντα σ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 443D· ἀλλήλων ἀφεστώσας ἰδέας Ἰσοκρ. 312C· ― συντίθημι λέξιν, ἀπὸ τοῦ θεῖν καὶ ἅλλεσθαι Πλάτ. Κρατύλ. 414Β. 3) μεταφ., συμμορφώνω, εὐχερείᾳ σ. βροτούς, δηλ. κάμνω αὐτοὺς νὰ ἀδιαφορῶσι πρὸς τὰ ἐγκλήματα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 495 (πρβλ. εὐχέρειαν ἐντίκτειν τοῖς νέοις τῆς πονηρίας Πλάτ. Πολ. 391Ε)· ὅταν γὰρ εὖ συναρμόσῃ τις τοῖς συνοῦσι τὸν τρόπον, τόθ’ ἡ μεγίστη τέρψις ἐξευρίσκεται Ἔφιππος ἐν «Ἐμπολῇ» 2. 4. ― Παθ., πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Ξεν. Ἀπολ. 16· μάλιστα ἐπὶ μουσικῆς λύρα συνηρμοσμένη πρὸς τὸν αὐλὸν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 3. 1. ΙΙ. ἀμετάβ., ἁρμόζω, εἶμαι ἁρμόζων, κατάλληλος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2, 8, 3, π. Ζ. Μορ. 2. 9, 5. 2) μεταφορ., συμφωνῶ, ἀλλήλοις Πλάτ. Πρωτ. 333Α· σ. εἰς φιλίαν τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 20· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 60, Πλάτ. Θεαίτ. 204Α, κτλ.· ξ. εἰς ἅπαντα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 729Α. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σχεδὸν ὡς ἐν τῷ ἐνεργητ., συνάπτω ὁμοῦ, συνδέω, ἑνώνω, ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 53C, Πολιτικ. 309C· τι πρός τι Καλλικρ. παρὰ Στοβ. τ. 81, 18, Πλούτ. 2) προσαρμόζω ἐμαυτόν, συμμορφοῦμαι, ἅπαντι καιρῷ Διογ. Λ. 4. 37, πρβλ. Σωκρ. παρὰ Στοβ. 56. 7.

Middle Liddell

attic -όττω doric fut. -όξω Pass., perf. -ήρμοσμαι aor1 -ηρμόσθην
1. in physical sense, to fit together, Thuc.; συναρμόζειν βλέφαρα to close them, Eur.:—Pass., λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Hdt.
2. to put together, so as to make a whole, σκάφος, ἵππον Eur.:—Pass., οὐ καλῶς συνηρμοσμένα Dem.
3. to combine in act or thought, Solon., Plat.
4. metaph. to adapt one thing to another, εὐχερείᾳ ς. βροτούς, i. e. to make them indifferent to crime, Aesch.:—Pass., πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Xen.
II. intr. to fit together, agree, Plat., Xen.

Léxico de magia

en v. med. armonizar, adaptar como acción de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε, ... τὸν συναρμοσάμενον τὰ πάντα τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει te invoco a ti, que todo lo armonizas con tu propio poder P IV 1755