δέησις

From LSJ
Revision as of 10:26, 25 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέησις Medium diacritics: δέησις Low diacritics: δέησις Capitals: ΔΕΗΣΙΣ
Transliteration A: déēsis Transliteration B: deēsis Transliteration C: deisis Beta Code: de/hsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A entreaty, Lys.2.15 (pl.), Isoc.8.138 (pl.), Pl.Ep.329d (pl.), etc.; δέομαι δ' ὑμῶν… δικαίαν δέησιν D.29.4; δεήσεις ποιεῖσθαι Ev.Luc. 5.33, cf. Wilcken Chr.41 ii 12 (iii A.D.).
2 written petition, CPHerm.6.10, J.BJ7.5.2, Ph.2.586, PGen.16.10 (iii A.D.).
II want, need, Antipho Soph.11; ἐν ἐπιθυμίαις τε καὶ δεήσεσιν Pl.Erx.405e; κατὰ τὰς δεήσεις according to their needs, Arist.Pol.1257a23; δεήσεις εἰσὶν αἱ ὀρέξεις Id.Rh.1385a22.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 carencia, necesidad ἐν ἐπιθυμίαις τε καὶ δεήσεσιν Pl.Erx.405e, κατὰ τὰς δεήσεις según las necesidades Arist.Pol.1257a23, δεήσεις εἰσὶν αἱ ὀρέξεις Arist.Rh.1385a21, cf. Antipho Soph.B 11, Plot.6.7.33.
2 petición, súplica, ruego τὰς δὲ τῶν τυράννων δεήσεις ἴσμεν ὅτι μεμειγμέναι ἀνάγκαις εἰσίν Pl.Ep.329d, cf. Prm.126a, τὰς τούτων δεήσεις περὶ ἐλάττονος <τῶν νόμων> ποιούμενοι posponiendo sus ruegos a las leyes Lys.15.11, εἰσηκούσθη ἡ δέησίς μου LXX Si.51.11, Ps.5.3, 140.1, cf. Charito 2.10.3, 7.6.9, δεήσεσιν ἐρωτικαῖς τοῦ παιδὸς μαλαχθείς ablandándose con las amorosas súplicas de su hijo Plu.2.807f, cf. Luc.DMort.28.1, σὲ βοηθὸν αἱ ἐμαὶ δεήσεις καλοῦσιν Luc.Am.19, cf. D.C.53.5.3, Vett.Val.219.26, Ach.Tat.3.10.2, Manes 58.19, IEphesos 1352.11 (V d.C.)
como ac. int. δέομαι δ' ὑμῶν ... δικαίαν δέησιν D.29.4
c. verb. que indican ‘presentar’, ‘elevar’, etc. γραφὴ δὲ μηνύσει μου τὴν δέησιν Ph.2.586, cf. I.BI 7.103, ἀναφέρειν δέησιν Ep.Barn.12.7a, δεήσεις ... προσφέρειν Charito 7.6.9, Longus 2.33.1, PGen.16.10 (III d.C.), δεήσεις ἀποδιδόναι CChalc.(451) Act.9, δεήσεις πρὸς τὴν βασιλείαν ἐκπέμπειν Iust.Nou.6.2, εὐχὰς καὶ δεήσεις ἀναπέμπω πρὸς τὸν Θεόν μου PGrenf.1.61.8 (VI d.C.)
δέησιν o δεήσεις ποιεῖσθαι suplicar, rogar Isoc.8.138, BGU 180.17 (II/III d.C.), CPHerm.6.1, Wilcken Chr.41.2.12 (ambos III d.C.), c. gen. obj. τοῦ Πόλλιδος ἐποιήσατο δέησιν Plu.Dio 5
en plu. preces, oraciones expresadas verbalmente δεήσεις ποιεῖσθαι Eu.Luc.5.33, cf. Clem.Al.Strom.6.12.101.
• Etimología: Nombre de acción de la r. de 2 δέω q.u.

German (Pape)

[Seite 534] ἡ, das Bitten, die Bitte, Plat. Conv. 183 a; ὁσιωτάτην δέησιν δεόμενος Isaeus 9, 34; δέομαι ὑμῶν δικαίαν δέησιν Demosth. 29, 4; vgl. Plutarch. Tib. Graech. 6 Timol. 5, – das Fragen, die Frage, Plat. Parm. 126 a und Folgende. – Das Bedürfen, Bedürfniß, Plat. Eryx. 405 e; vgl. Arist. rhet. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 besoin;
2 demande, prière.
Étymologie: δέω².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέησις -εως, ἡ [δέω] verzoek, het vragen:. δέησιν ποιεῖσθαι een verzoek indienen Plut. TG 6.5. behoefte:. κατὰ τὰς δεήσεις naar behoefte Aristot. Pol. 1257a23.

Russian (Dvoretsky)

δέησις: εως ἡ
1 просьба Lys., Isocr.: λέγοις ἂν τὴν δέησιν Plat. может быть ты скажешь, в чем твоя просьба; δέησιν δεῖσθαι Dem., Plut. или ποιεῖσθαι NT обращаться с просьбой;
2 преимущ. pl. потребность, надобность, нужда (ἐπιθυμίαι καὶ δεήσεις Plat.; δεήσεις εἰσὶν αἱ ὀρέξεις Arst.).

Greek Monolingual

η (AM δέησις)
προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ
β. «δέησιν ποιεῖσθαι», ΚΔ)
αρχ.-μσν.
η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι
μσν.
1. το «τρίμορφον» — παράσταση στην οποία εικονίζεται ένθρονος ο Χριστός, ενώ στέκονται δεξιά και αριστερά με χέρια υψωμένα, σε στάση ικεσίας, η Θεοτόκος και ο Πρόδρομος
2. η αναθηματική επιγραφή σε εικόνα ή άλλο αφιέρωμαδέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ...»)
3. αίτηση ή γραπτή παράκληση
4. φρ. «ὁ ἐπὶ τῶν δεήσεων» — αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής στον οποίο παρέπεμπαν αιτήσεις ή αναφορές που απευθύνονταν στον αυτοκράτορα
αρχ.
ανάγκη, χρεία («κατὰ τὰς δεήσεις» — σύμφωνα με τις ανάγκες τους).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέω, δέομαι «χρειάζομαι, ζητώ, παρακαλώ»].

Greek (Liddell-Scott)

δέησις: -εως,ἡ,(δέομαι) παράκλησις, τὸ παρακαλεῖν,ἱκετεύειν,Ἰσοκρ. 186D,Ἐπ. Πλάτ. 329D,κτλ.·-προσευχή, ἱκετεία,Λυσ. 145.19· δέομαι δ'ὑμῶν…δικαίαν δέησιν Δημ. 845.27·δέησιν ποιεῖσθαι Εὐαγγ.κ. Λουκ. ε', 33,κτλ. ΙΙ. ἀνάγκη, χρεία, ἐν ἐπιθυμίαις τε καὶ δεήσεσιν Πλάτ. Ἐρυξ. 405Ε· κατά τὰς δεήσεις, κατὰ τὰς ἀνάγκας αὐτῶν, Ἀριστ. Πολ. 1.9,5· δεήσεις εἰσίν αἱ ὀρέξεις ὁ αὐτ. Ρητ. 2.7,2.

English (Strong)

from δέομαι; a petition: prayer, request, supplication.

English (Thayer)

δεήσεως, ἡ (δέομαι);
1. need, indigence (Aeschines dial. 2,39f; (Plato, Eryx. 405e. bis); Aristotle, rhet. 2,7 (ii., p. 1385a, 27)).
2. a seeking, asking, entreating, entreaty (from Plato down); in the N.T. requests addressed by men to God (German Bittgebet, supplication); universally: Sept., joined with προσευχή (i. e. any pious address to God (see below)): προσευχαί, νηστειαι, ποιεῖσθαι δέησιν, ποιεῖσθαι δεήσεις, περί τίνος, ὑπέρ τίνος, πρός τόν Θεόν, SYNONYMS: δέησις, προσευχή, ἔντευξις: προσευχή, as Prof. Grimm remarks, is unrestricted as respects its contents, while δέησις is petitionary; moreover προσευχή is a word of sacred character, being limited to prayer to God, whereas δέησις may also be used of a request addressed to man. In Byzantine Greek it is used of a written supplication (like our petition); cf. Sophocles Lexicon, under the word. See more at length Trench, § li.; also Lightfoot on Schmidt, chapter vii. In ἔντευξις, which expresses confiding access to God; thus, in combination, δέησις gives prominence to the expression of personal need, προσευχή to the element of devotion, ἔντευξις to that of childlike confidence, by representing prayer as the heart's converse with God. See Huther's extended note at the passage; Ellicott at the passage; Trench, as above]

Greek Monotonic

δέησις: -εως, ἡ (δέομαι), παράκληση, ικεσία, προσευχή, σε Δημ., Κ.Δ.

Middle Liddell

δέομαι
an entreating, asking: a prayer, entreaty, Dem., NTest.

Chinese

原文音譯:dšhsij 得誒西士
詞類次數:名詞(19)
原文字根:捆綁(著) 相當於: (פָּלַל‎) (קָרָא‎) (תְּחִנָּה‎) (תַּחֲנוּן‎) (תְּפִלָּה‎)
字義溯源:祈求,請求,懇求,祈禱,求;源自(δέομαι)=求);而 (δέομαι)出自(δέω)*=捆綁)。路加使用這字常加上禁食,而成為:禁食祈求,禁食祈禱( 路2:37; 5:33)。保羅使用這字總是作為:祈求,禱告( 弗6:18; 腓4:6; 提前2:1; 5:5)。( 來5:7)說到主耶穌以大祭司的身分,大聲哀哭,流淚禱告懇求那能救他免死的主,就因他的虔誠,蒙了應允
同源字:1) (δέησις)祈求 2) (δέομαι)求參讀 (αἴτημα)同義字
出現次數:總共(19);路(3);徒(1);羅(1);林後(2);弗(2);腓(4);提前(2);提後(1);來(1);雅(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 祈求(9) 路2:37; 徒1:14; 弗6:18; 弗6:18; 腓1:4; 腓1:4; 腓4:6; 提前5:5; 提後1:3;
2) 祈禱(6) 路1:13; 林後1:11; 林後9:14; 腓1:19; 雅5:16; 彼前3:12;
3) 禱告(1) 來5:7;
4) 懇求(1) 提前2:1;
5) 禱(1) 路5:33;
6) 所求的(1) 羅10:1

English (Woodhouse)

entreaty, request

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

petición, súplica διὸ μή μου παρακούσῃς τῆς δεήσεως por ello no desoigas mi petición SM 42 43

Translations

Dutch: smeekbede, smeekgebed; Finnish: vetoomus; French: supplication; German: Flehen; Ancient Greek: δέησις; Hiligaynon: alumgay; Hungarian: könyörgés, esedezés, esdeklés, kérlelés; Icelandic: áskorun; Irish: impí, achainí; Kurdish Central Kurdish: خواست‎; Plautdietsch: Jebäd; Portuguese: súplica; Serbo-Croatian: preklinjanje; Spanish: petición, solicitud, plegaria; Swedish: appell, uppmaning, vädjan