χειμέριος
English (LSJ)
α, ον, Il.2.294, Pi.O.6.100; also ος, ον S.Ph.1194 (lyr.), Th.3.22:—
A wintry, stormy, ἄελλαι Il. l.c.; νιφάδες 3.222: ὕδωρ 23.420; ὄμβρος Hes.Sc.478, Pi.P.6.10, E.Hel.1481 (lyr., nowhere else in E., never in A.); νότος S. Ant.335 (lyr.); ἄνεμοι Democr.14; ὥρη χειμερίη the wintry or stormy season, Od.5.485, Hes.Op.494; ἦμαρ χ. Il.12.279, Hes.Op.524, 565 (pl.); νύξ Emp.84.2, Pi.O.6.100; νὺξ χ. ὕδατι καὶ ἀνέμῳ Th. l.c.; χ. πῦρ Pi.P.4.266; οἱ χειμεριώτατοι μῆνες the most wintry months, Hdt.2.68; τὰς χειμεριωτάτας [ἡμέρας] Arist.HA599a24; so χ. κατὰ μῆνα Simon.12; ἦρ χ. a stormy, cold spring, Hp.Aër.10; ἀκτὰ κυματοπλὴξ χειμερία a shore stricken by the wintry waves, S.OC1241 (lyr.); neuter plural as adverb, χειμέρια βροντᾷ Ar.Fr.46; ἐν χειμερίοις = in cold places, opp. to ἐν ἀλεεινοῖς, Arist.HA613b2; ἐὰν ἴδωσι.. χειμέρια stormy weather, ib.614b21; χ. αἱ σύνοδοι τῶν μηνῶν μᾶλλον ἢ αἱ μεσότητες Id.GA738a21. Adv. χειμερίως = in wintry fashion, Hp.Epid.4.7.
2 metaph., χ. λύπα raging pain, S.Ph.1194 (lyr.); χ. τὰ πράγματα, punningly, Ar.Ach.1141.—Correct writers use χειμέριος = wintry, stormy, χειμερινός (opp. θερινός) = in winter-time, in the winter season, but later authors neglected this distinction, χειμερίῃσι (sc. ὥραις) Nic.Al.623; χειμέριοι τροπαί App.BC2.48, 52.
German (Pape)
[Seite 1343] bei den Att. auch 2 Endgn, den Winter betreffend, im Winter, winterlich; ἄελλαι, Winterstürme, Il. 3, 294; ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν 3, 222, vgl. 12, 279; ὕδωρ 23, 420; Hes.; ὄμβρος Pind. P. 6, 10; dah. stürmisch, regnig, frostig, kalt; ὥρη χειμερίη, die Winterzeit, Od. 5, 485; Hes. O. 496; ἦμαρ χειμέριον 526. 567; auch allein, χειμερίῃσιν, sc. ὥραις, zur Winterzeit, Nic. Al. 544; νύξ Pind. Ol. 6, 100; πῦρ P. 4, 266; ζόφος I. 2, 36; χειμερίῳ νότῳ Soph. Ant. 335; ὄμβρος Eur. Hel. 1497; Her. hat den superl., οἱ χειμεριώτατοι μῆνες, 2, 68; χειμέριος νύξ Thuc. 3, 22, eine stürmische Nacht. – Übertr. vom Unglück, χειμερίῳ λύπᾳ Soph. Phil. 1179; χειμέρια πράγματα Ar. Ach. 1106, mit Doppelsinn. – Die genauern Prosaiker brauchen χειμέριος von dem, was in der Art des Winters ist, winterlich, χειμερινός von dem, was zur Zeit des Winters geschieht, vgl. Lob. Phryn. 52.
French (Bailly abrégé)
α, att. ος, ον :
1 qui concerne le mauvais temps, orageux, pluvieux : χειμέριαι ἅελλαι IL tempêtes d'orage ; χειμέριος νότος SOPH vent d'orage ; χειμέριος νύξ THC nuit d'orage ; οἱ χειμεριώτατοι μῆνες HDT les mois où le temps est le plus mauvais ; fig. sombre comme l'hiver;
2 en poésie, particul. chez les Épq. qui est de l'hiver, qui se fait pendant l'hiver : ὥρη χειμερίη OD la mauvaise saison;
Sp. χειμεριώτατος.
Étymologie: χεῖμα.
Russian (Dvoretsky)
χειμέριος: и
1 бурный, непогожий, ненастный (νότος Soph.; μῆνες Her.; νύξ Thuc.): χειμέρια τὰ πράγματα Arph. дела складываются тревожно;
2 зимний (ὥρη Hom., Hes.): ἀκτὰ κυματοπλὴξ χειμερία Soph. берег, на который зимой набегают волны;
3 холодный (διάγειν τοῦ θέρους ἐν τοῖς χειμερίοις, sc. τόποις Arst.);
4 жестокий, мучительный (λύπη Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
χειμέριος: -α, -ον, Ὅμ. καὶ Πίνδ., παρὰ δὲ τοῖς Ἀττικ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ος, ον, Σοφ. Φιλ. 1194, Θουκ. 3. 22· ὁ εἰς τὸν χειμῶνα ἀνήκων, χειμωνικός, «χειμωνιάτικος», θυελλώδης, ἄελλαι Ἰλ. Β. 294· νιφάδες Γ. 222· ὕδωρ Ψ. 420· ὄμβρος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 478, Πινδ. Π. 6. 10, Εὐρ. Ἑλ. 1418 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρ’ Εὐρ. καὶ οὐδέποτε παρ’ Αἰσχύλῳ)· νότος Σοφ. Ἀντιγ. 335· ὥρη χειμερίη, ἡ ἐποχὴ τῶν θυελλῶν ἢ τῶν καταιγίδων καὶ τρικυμιῶν, Ὀδ. Ε. 485, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 492· ἦμαρ χ. Ἰλ. Μ. 279, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 522, 563· νὺξ Ἐμπεδ. 221, Πινδ. Ο. 6. 171, Θουκ. κλπ· χ. πῦρ Πινδ. Π. 4. 473· οἱ χειμεριώτατοι μῆνες, οἱ θυελλωδέστατοι, τρικυμιωδέστατοι, Ἡρόδ. 2. 68· τὰς χειμεριωτάτας [ἡμέρας] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 1· οὕτω, χ. κατὰ μῆνα Σιμωνίδ. 14· ἦρ χ., τρικυμιῶδες, ψυχρὸν ἔαρ, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 287· χ. νὺξ, θυελλώδης νὺξ (ἐν ὥρα θέρους), Πινδ. Ο. 6. 171· ἀκτὰ χειμερία κυματοπλήξ, ἀκτὴ πληττομένη ὑπὸ τῶν τρικυμιωδῶν κυμάτων, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1241· χειμέρια βροντᾷ, ὡς ἐπίρρ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 142· ἐν χειμερίοις, ἐν ψυχροῖς τόποις, ἀντίθετον τῷ ἐν ἀλεεινοῖς, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 11· ἢν ἴδωσι .. χειμέρια, θυελλώδη καιρὸν, αὐτόθι 9. 10, 1· χ. αἱ σύνοδοι τῶν μηνῶν μᾶλλον ἢ αἱ μεσότητες ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 9. 2) μεταφορ., χ. λύπη, ὑπερβάλλουσα λύπη, ὀδύνη, πόνος, ὑπερβολικὸς, Σοφ. Φιλ. 1194· χ. τὰ πράγματα, μετὰ παιδιᾶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1141. - Παρὰ τοῖς δοκίμοις τὸ μὲν χειμέριος = θυελλώδης, τρικυμιώδης, τὸ δὲ χειμερινὸς (ἀντίθετον τῷ θερινὸς) = ὁ γινόμενος κατὰ τὴν ὥραν τοῦ χειμῶνος, ὥς τὰ μνημονευθέντα παραδείγματα δεικνύουσι. Μεταγενέστεροι ὅμως συγγραφεῖς ἠμέλησαν τῆς τοιάυτης διακρίσεως, οἷον χειμερίῃσι (δηλ. ὥραις) Νικ. Ἀλεξιφ. 544· ὁ Ἀππ. ἐν τοῖς Ἐμφυλ. 2. 48 καὶ 52 γράφει χειμέριοι τροπαὶ, πρβλ. χειμερινὸς 2· - ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 52.
English (Autenrieth)
(χεῖμα): wintry; ὕδωρ, ‘snow-water,’ Il. 23.420.
English (Slater)
χειμέρῐος (-ιος, -ιον; -ία, -ίᾳ; -ιον acc.)
a stormy, wintry ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ (O. 6.100) μετὰ χειμέριον ὄμβρον (P. 5.10) μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (P. 5.121) χειμέριος ὄμβρος (P. 6.10) νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (I. 4.18)
b of winter εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον (sc. δρῦς) (P. 4.266)
Greek Monolingual
-α, -ο / χειμέριος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και χειμέριος Α
ο χειμερινός
νεοελλ.
φρ. α) «χειμέρια νάρκη»
βιολ. κατάσταση μειωμένης μεταβολικής δραστηριότητας και χαμηλής θερμοκρασίας, που εμφανίζεται τον χειμώνα σε ορισμένα θηλαστικά και σε ένα τουλάχιστον είδος πτηνών
β) «τεχνητή χειμέρια νάρκη»
ιατρ. η χειμερίαση
μσν.-αρχ.
ο εξαιρετικά βασανιστικός ή ο πολύ καταθλιπτικός («ἀλύοντα χειμερίῳ λύπᾳ», Σοφ.)
αρχ.
1. θυελλώδης, τρικυμιώδης («χειμερίου θαλάττης», Λουκιαν.)
2. (για χρονικές περιόδους) αυτός που χαρακτηρίζεται από σφοδρή κακοκαιρία
3. (για τόπο) α) ψυχρός, κρύος
β) αυτός που υφίσταται την επίδραση δυσμενών καιρικών συνθηκών («ἀκτὰ χειμερία κυματοπλήξ», Σοφ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χειμέρια
βαρυχειμωνιά
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χειμέρια
με σφοδρό τρόπο («χειμέρια βροντᾷ», Αριστοφ.)
6. φρ. α) «ἦρ χειμέριον» — ψυχρή άνοιξη (Ιπποκρ.)
β) «ἐν χειμερίοις» — σε ψυχρούς τόπους (Αριστοτ.).
επίρρ...
χειμερίως Α
με σφοδρότητα, με ορμητικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χειμώνας].
Greek Monotonic
χειμέριος: -α, -ον και -ος, -ον (χεῖμα)·
1. χειμερινός, θυελλώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Σοφ.· ὥρῃ χειμερίη, η εποχή του χειμώνα ή των καταιγίδων, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· ἦμαρ χειμέριον, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ χειμεριώτατοι μῆνες, οι πιο χειμερινοί, οι πιο θυελλώδεις μήνες, σε Ηρόδ.· χειμερία νύξ, θυελλώδης νύχτα (την ώρα του καλοκαιριού), σε Θουκ.· ἀκτὰ χειμερία κυματοπλήξ, ακτή που πλήττεται από θυελλώδη κύματα, σε Σοφ.
2. μεταφ., χειμερία λύπη, υπερβολική λύπη, σε Σοφ.· χειμέριος, γενικά σημαίνει χειμερινός, θυελλώδης, χειμερινός, αυτός που ανήκει στην εποχή του χειμώνα.
Middle Liddell
χειμέριος, η, ον χεῖμα
1. wintry, stormy, Il., Hes., Soph.; ὥρη χειμερίη the wintry or stormy season, Od., Hes.; ἦμαρ χ. Il.; οἱ χειμεριώτατοι μῆνες the most wintry, stormy months, Hdt.; χ. νύξ a stormy night (in summer time), Thuc.; ἀκτὰ χειμερία κυματοπλήξ a shore stricken by the wintry waves, Soph.
2. metaph., χ. λύπη raging pain, Soph.— χειμέριος generally means wintry, stormy, χειμερινός in the winter season.