σύνθημα

From LSJ
Revision as of 06:34, 30 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνθημα Medium diacritics: σύνθημα Low diacritics: σύνθημα Capitals: ΣΥΝΘΗΜΑ
Transliteration A: sýnthēma Transliteration B: synthēma Transliteration C: synthima Beta Code: su/nqhma

English (LSJ)

συνθήματος, τό,
A anything agreed upon, preconcerted signal, Hdt. 8.7; given by means of a beacon-fire, Th.4.112; συνθήματα εἶναι τὰ ὀνόματα that names are conventional signs, Pl.Cra.433e; τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Id.Grg.492c; so δέλτον ἐγγεγραμμένην ξυνθήμαθ' tablet having ciphers inscribed upon it, S.Tr.158; dispatches or letters in cipher, Plb.8.15.9; military signal-code, Ph.Bel.90.45, al.; cf. συνθηματικός.
2 password, Hdt.9.98, Th.7.44, etc.; σύνθημα παρέρχεται = the word is passed round, X.An.1.8.16, cf. 6.5.25; σύνθημα παραδιδόναι = to pass the word, give the password, ib.7.3.34; σύνθημα παρφέροντι E.Ph.1140; σύνθημα παραγγέλλειν, σύνθημα παρεγγυῆσαι, X. An.1.8.16, Cyr.7.1.10; signal for battle, τοῦ συνθήματος δοθέντος Plu.Sull.28; ἐνδιδόναι Luc.Salt.10.
3 any token or sign, ξυμφορᾶς ξ. ἐμῆς S.OC 46; τὰ Θησέως Πειρίθου τε . . ξυνθήματα the tokens or pledges of their compact, ib.1594; = Lat. tessera, Plb.6.34.8; passport, Jul.Ep.13; symbol, Dam.Pr.210,213; τῆς τελετῆς τὸ σύνθημα IG3.173 (iv A.D.).
b military standard, D.S.1.86.
4 = συνθῆκαι, agreement, covenant, σύνθημα ποιήσασθαι = draw up a treaty X.An.4.6.20; σ. ἦν . . παίειν Id.HG5.4.6; ἀπὸ συνθήματος = by agreement, Hdt.5.74, Th.4.67, 6.61, etc.; so ἐκ συνθήματος Hdt.6.121; ἀφ' ἑνὸς συνθήματος Plu.Aem.19; ὑφ' ἑνὶ συνθήµατι Hdn.2.13.4.
II communion, connection, τί γὰρ ἀσπίδι ξύνθημα καὶ βακτηρίᾳ; Ath.5.215e.

German (Pape)

[Seite 1024] τό, alles Verabredete, bes. ein verabredetes Zeichen, Her. 8, 7; übh. Zeichen, Anzeichen, ξυμφορᾶς ξύνθημ' ἐμῆς, Soph. O. C. 46; παλαιὰν δέλτον ἐγγεγραμμένην ξυνθήματα, Trach. 157, mit vorbedeutender, weissagender Schrift beschrieben; bes. ein verabredetes Wort, die Parole, Eur. Phoen. 1147 Her. 9, 98 Thuc. 4, 112 Xen., παραδιδόναι An. 7, 3, 34, παρῄει 6, 3, 25. – Übh. Verabredung, Vertrag, οἷ τὰ Θησέως Πειρίθου τε κεῖται πίστ' ἀεὶ ξυνθήματα, Soph. O. C. 1590; ἀπό u. ἐκ συνθήματος, verabredetermaßen, Her. 5, 74. 6, 121; τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα, Plat. Gorg. 492 c; ὡς ἀπὸ συνθήματος, wie auf Verabredung, Jac. Philostr. imagg. p. 499; σύνθημα ποιεῖσθαι, eine Verabredung treffen, Xen. An. 4, 6, 20, dem 21 συντίθεσθαι entspricht; τὸ τῆς φιλίας σύνθημα ποιεῖν, Pol. 29, 11, 3, u. öfter; ὥσπερ ὑπὸ συνθήματι παραγίγνονται, wie auf Verabredung, Ael. H. A. 17, 5.

French (Bailly abrégé)

συνθήματος (τό) :
chose convenue, particul. :
1 signal convenu;
2 signe de reconnaissance;
3 mot d'ordre ; particul. écrit contenant les dernières volontés;
4 convention, traité, pacte.
Étymologie: συντίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύν-θημα συνθήματος, τό Att. ook ξύνθημα συντίθημι afspraak, overeenkomst (vaak plur.); ἀπ’ ὀλίγων συνθημάτων ῥᾳδίως... ὁμονοήσουσιν ze zullen het gemakkelijk eens worden op basis van een paar afspraken Isocr. 4.78; τὸ συνθήματα εἶναι τὰ ὀνόματα (de idee) dat de woorden (voor zaken) conventies zijn Plat. Crat. 433e; concr.. οὗ τὰ Θησέως Περίθου τε κεῖται πίστ’ ἀεὶ ξυνθήματα waar de voor altijd betrouwbare afspraken van Theseus en Perithus (Perithoüs) zich bevinden Soph. OC 1594; ἀπό / ἐκ συνθήματος op basis van een afspraak, volgens afspraak: ἀπὸ συνθήματος Οἰνόην αἱρέουσι ze nemen volgens afspraak Oinoë in Hdt. 5.74.2; ἀναδέξαι Πέρσῃσι ἐκ συνθήματος ἀσπίδα dat ze volgens afspraak een schild zouden hebben getoond aan de Perzen Hdt. 6.121.1. (afgesproken) teken, signaal:; δέλτον ἐγγεγραμμένην ξυνθήμαθ’ een tablet beschreven met afgesproken tekens (d.w.z. schrifttekens) Soph. Tr. 158; ὁ Βρασίδας ἰδὼν τὸ ξύνθημα ἔθει δρόμῳ... toen Brasidas het signaal had gezien, rende hij op een draf... Thuc. 4.112.1; σύνθημα ἐποιήσαντο... πυρὰ καίειν ze spraken als teken af om vuren te ontsteken Xen. An. 4.6.20; σ. παρεγγυᾶν het (aanvals)signaal doorgeven Xen. Cyr. 3.3.58 = σ. παραδιδόναι Xen. An. 7.3.34; wachtwoord. ἅτε... ἐπιστάμενοι τὸ ξύνθημα aangezien ze het wachtwoord kenden Thuc. 7.44.5; μετὰ... τοῦ συνθήματος Ἥρης met het wachtwoord ‘Hera’ Hdt. 9.98.3.

Russian (Dvoretsky)

σύνθημα: συνθήματος τό
1 условный знак: συνθήματα εἶναι τὰ ὀνόματα Plat. (некоторые говорят), что слова суть условные знаки;
2 pl. условные письмена, шифр Soph., Polyb.;
3 условленный знак, сигнал Her., Thuc.;
4 пароль Her., Thuc.;
5 соглашение, условие Soph., Plat., Xen.: ἀπὸ συνθήματος Her., Thuc. и ἐκ συνθήματος Her. согласно условию;
6 знамение, примета, признак (ξυμφορᾶς τινος Soph.);
7 условность: τὰ παρὰ φύσιν ξυνθήματα Plat. противоестественные условности;
8 воен. отличительный знак, знамя (sc. τοῦ τάγματος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

σύνθημα: τό, τὸ συμπεφωνημένον, περὶ οὗ ἐγένετο συμφωνία, σημεῖον συμπεφωνημένον ἐκ τῶν προτέρων, Ἡρόδ. 8. 7· σημεῖον γινόμενον διὰ πυρῶν ἢ φρυκτωρίας, Θουκ. 4. 112· συνθήματα εἶναι τὰ ὀνόματα, ὅτι τὰ ὀνόματα εἶναι σημεῖα κατὰ συνθήκην ἢ συμφωνίαν, Πλάτ. Κρατ. 433Ε· τὰ παρὰ φύσιν σ. ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 492C· οὕτω, δέλτον ἐγγεγραμμένην ξυνθήμαθ’ ἔχουσαν γράμματα ἢ σημεῖα συνθηματικά, Σοφ. Τρ. 158· ἐπιστολαὶ συνθηματικῶς γεγραμμέναι, Πολύβ. 8. 17, 9· πρβλ. συνθηματικός. 2) λέξις χρησιμεύουσα ὡς σημεῖον πρὸς συνεννόσιν, λέξις προσυμπεφωνημένη, σύνθημα, Ἡρόδ. 9. 98 (ἔνθαλέξις τοῦ συνθήματος εἶναι Ἥβη), Θουκ. 7. 44, κτλ.· τὸ σύνθημα παρέρχεται, μεταδίδοται ἀπὸ στόματος εἰς στόμα (ἐνταῦθα τὸ σύνθημα ἦτο «Ζεὺς σωτὴρ καὶ Νίκη») Ξενοφ. Ἀν. 1. 8. 16, πρβλ. 6. 6, 25· σ. παραδιδόναι, μεταβιβάζειν, αὐτόθι 7. 3, 34· οὕτω, σ. παραφέρειν Εὐριπ. Φοιν. 1140· παραγγέλλειν, παρεγγυᾶν Ξεν. Ἀν. 1. 8, 16, Κύρ. Παιδ. 7. 1, 10· διδόναι πρὸς τὴν μάχην Πλουτ. Σύλλ. 28· ἐνδιδόναι Λουκ. π. Ὀρχ. 10· ἀντιθετ. τῷ παρασύνθημα (πᾶν ἄλλο στρατιωτικὸν σημεῖον), ἴδε Stanl. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 21· ― παρὰ Διοδ. 1. 86, στρατιωτικὰ σημεῖα. 3) πᾶν σημεῖον, συμφορᾶς ξ. ἐμῆς Σοφ. Ο. Κ. 46· τὰ Θησέως Πειρίθου τε... ξυνθήματα, τὰ σημεῖα ἢ αἱ ἐγγυήσεις τῆς συμφωνίας αὐτῶν, αὐτόθι 1594. 4) = συνθῆκαι, σύμβασις, συνθήκη, συμφωνία. Πλάτ. Γοργ. 492C· σ. ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 4. 6, 20· σ. ἦν... παίειν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλην. 5. 4, 6· ἀπὸ συνθήματος, κατὰ συμφωνίαν ἢ συνεννόησιν, Λατ. ex composito, Ἡρόδ. 5. 74, Θουκ. 4. 67., 6. 61, κτλ.· οὕτως, ἐκ σ. Ἡρόδ. 6. 121· ἀφ’ ἑνὸς σ. Πλουτ. Αἰμίλ. 19· ἐφ’ ἑνὶ σ. Ἡρῳδιαν. 2. 13. ΙΙ. σχέσις, τί γὰρ ἀσπίδι ξύνθημα καὶ βακτηρίᾳ; τί κοινὸν ἀσπίδι καὶ βακτηρίᾳ; Ἀθήν. 215D.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθημα Α συντίθημι
1. (γενικά) σύμβολο συνεννόησης, συμφωνημένο σημείο
2. (ειδικά) α) λέξη ή φράση συμφωνημένη εκ τών προτέρων και γνωστή μόνο σε ορισμένα άτομα, η οποία χρησιμοποιείται για τη μεταξύ τους συνεννόηση
β) συνδυασμός δύο ή περισσότερων λέξεων ο οποίος χρησιμοποιείται για την αναγνώριση στρατιωτικών οι οποίοι προσεγγίζουν θέσεις που φυλάγονται από φρουρούς («σύνθημα και παρασύνθημα»)
3. (κυρίως στρ.) πρόσταγμα για την έναρξη μιας πράξης που δίνεται με οπτικό ή ηχητικό σημείο (α. «ο στρατηγός έδωσε πρώτος το σύνθημα της επίθεσης» β. «δόθηκε το σύνθημα της εκκίνησης τών δρομέων από τους διοργανωτές τών αγώνων» γ. «τοῦ συνθήματος δοθέντος ἐνδοῦν αι πρὸς ὕπνον», Πλούτ.
δ. «καὶ τὸ πρῶτον σύνθημα Λακεδαιμονίοις πρὸς τὴν μάχην ὁ αὐλὸς ἐνδίδωσι», Λουκιαν.)
νεοελλ.
σύντομη φράση που επαναλαμβάνεται συνήθως ρυθμικά σε διαδηλώσεις ή γράφεται στους τοίχους και το οποίο αποτελεί την έκφραση τών βασικών στόχων ενός συνόλου, ενός κινήματος ή μιας πολιτικής παράταξης
μσν.-αρχ.
σύμβολο, σχήμα ή αντικείμενο με το οποίο υποδηλώνονται κατά συνθήκη ορισμένες έννοιες («θεῖον σύνθημα καταδέξομαι», Συνέσ.)
αρχ.
1. καθετί το συμφωνημένο, ιδίως εκ τών προτέρων
2. στρατιωτικό σήμα
3. καθετί που χρησιμεύει ως δηλωτικό σημείο ή ως υπόμνημα μιας κατάστασης («ξυμφορᾱς ξύνθημ' ἐμῆς», Σοφ.)
4. πινάκιο στο οποίο γραφόταν διαταγή ή στρατιωτικό σύμβολο
5. διαβατήριο
6. σύμβαση, συνθήκη
7. η σχέση ενός πράγματος προς ένα άλλο και, κυρίως, η σχέση ομοιότητας μεταξύ δύο πραγμάτων («τί γὰρ ἀσπίδι ξύνθημα καὶ βακτηρίᾳ;», Αθήν.)
8. στον πληθ. τὰ συνθήματα
επιστολές με αισθηματικό περιεχόμενο
9. φρ. «ἀπὸ συνθήματος» — με συμφωνία.

Greek Monotonic

σύνθημα: συνθήματος, τό (συντίθημι),·
1. οτιδήποτε έχει συμφωνηθεί, αυτό για το οποίο προηγήθηκε συμφωνία, σημείο που έχει προσυμφωνηθεί, κρυπτογραφικό σημάδι, σινιάλο, σύμβολο, σε Ηρόδ., Θουκ.· συνεπώς, δέλτον ἐγεγγραμμένην ξυνθήματα, πινακίδα που έχει χαραγμένα πάνω της συνθηματικά γράμματα ή σύμβολα, σε Σοφ.
2. συνθηματική λέξη ή φράση που λειτουργεί ως σημάδι αναγνώρισης και διευκολύνει τη συνεννόηση, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· σύνθημα παρέρχεται, συνθηματική λέξη ή κοινή φράση που διαδίδεται από στόμα σε στόμα, σε Ξεν.· σύνθημα παραδιδόναι, παραγγέλλειν, μεταβιβάζω, διαβιβάζω τη συνθηματική λέξη, στον ίδ.
3. οποιοδήποτε σύμβολο, χαρακτηριστικό σημείο ή σινιάλο, σημάδι, σε Σοφ.
4. = συνθῆκαι, συμφωνία, σύμβαση, σε Πλάτ.· σύνθημα ποιεῖσθαι, σε Ξεν.· ἀπὸ συνθήματος, κατόπιν συμφωνίας, με αμοιβαία συναίνεση, Λατ. ex composito, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως ἐκ συνθήματος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

σύνθημα, συνθήματος, τό, συντίθημι
1. anything agreed upon, a preconcerted signal, Hdt., Thuc.; so, δέλτον ἐγγεγραμμένην ξυνθήματα having symbols inscribed upon it, Soph.
2. a watchword, Hdt., Thuc., etc.; ς. παρέρχεται the word is passed round, Xen.; ς. παραδιδόναι, παραγγέλλειν to pass it, Xen.
3. any token or sign, Soph.
4. = συνθῆκαι, an agreement, covenant, Plat.; ς. ποιεῖσθαι Xen.; ἀπὸ συνθήματος by agreement, Lat. ex composito, Hdt., Thuc.; so, ἐκ ς. Hdt.

English (Woodhouse)

agreement, arrangement, bargain, convention, covenant, watchword

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό συντίθημι → σύν + τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

password

Afrikaans: wagwoord; Albanian: fjalëkalim, parullë; Arabic: كَلِمَةُ سِرّ‎; Armenian: գաղտնաբառ; Assyrian Neo-Aramaic: ܡܸܠܲܬ ܦܣܵܣܵܐ‎; Azerbaijani: parol; Belarusian: пароль; Bengali: পাসওয়ার্ড; Bulgarian: парола; Burmese: စကားဝှက်; Catalan: contrasenya; Chinese Mandarin: 密碼, 密码, 口令; Czech: heslo; Danish: kodeord, løsen, feltråb; Dutch: wachtwoord; Estonian: salasõna, parool; Finnish: salasana, tunnussana; French: mot de passe; Galician: contrasinal; Georgian: პაროლი; German: Codewort, Passwort, Parole, Kennwort; Greek: συνθηματικό, κωδικός; Ancient Greek: σύνθημα; Hebrew: סִיסְמָה‎; Hindi: पासवर्ड; Hungarian: jelszó; Icelandic: lykilorð; Indonesian: kata sandi; Irish: focal faire, pasfhocal; Italian: parola d'ordine, parola chiave; Japanese: パスワード, 合い言葉; Kazakh: құпиясөз; Khmer: ការពាក្យសម្ងាត់, ពាក្យទាក់ទងគ្នា, ពាក្យសំគាល់, ពាក្យសំងាត់; Korean: 암호(暗號), 군호(軍號), 패스워드, 비밀번호(秘密番號); Kyrgyz: пароль; Lao: ລະຫັດຜ່ານ; Latin: signum, tessera; parole; Latvian: parole; Lithuanian: slaptažodis; Macedonian: јавка, лозинка, парола; Malay: kata laluan; Maori: kupu karanga, kupu whakahipa, kupuhipa; Middle English: wacche word; Mongolian Cyrillic: нууц үг; Norwegian Bokmål: passord; Nynorsk: passord; Old English: lēafnesword; Persian: گذرواژه‎; Polish: hasło, parol; Portuguese: senha, palavra-passe; Romanian: parolă; Russian: пароль; Scottish Gaelic: facal-faire; Serbo-Croatian Cyrillic: ло̀зӣнка, ге̏сло; Roman: lòzīnka, gȅslo; Slovak: heslo; Slovene: geslo; Spanish: contraseña, santo y seña; Swahili: nywila; Swedish: lösen, lösenord; Tajik: калимаи убур, парол, гузарвожа; Tatar: пароль; Thai: รหัสผ่าน, รหัส; Tibetan: གསང་ཚིག; Turkish: parola; Turkmen: parol; Ukrainian: пароль, пароля, гасло; Urdu: پاسورڈ‎, پارلفظ‎; Uzbek: parol; Vietnamese: mật khẩu; West Frisian: wachtwurd

agreement

Albanian: marrëveshje, kontratë; Arabic: اِتِّفَاق‎, اِتِّفَاقِيَّة‎, عَقْد‎, مُقَاوَلَة‎, مُعَاهَدَة‎‎; Moroccan Arabic: عقد‎; Armenian: համաձայնագիր, պայմանագիր; Azerbaijani: müqavilə, bağlaşma; Belarusian: дагавор, умова; Bengali: সামঞ্জস্য; Bulgarian: договор; Burmese: စာချုပ်, ကတိ; Catalan: contracte, conveni, acord; Chinese Mandarin: 合同, 合約, 合约; Czech: dohoda, smlouva; Danish: aftale; Dutch: overeenkomst, contract; Esperanto: interkonsento; Estonian: leping, kokkulepe; Finnish: sopimus; French: contrat, accord, pacte; Galician: avinza, contrato, acordo; Georgian: შეთანხმება; German: Vertrag; Greek: συμφωνία, συμφωνητικό, συνθήκη; Ancient Greek: συνθήκη; Hebrew: הֶסְכֵּם‎; Hindi: अनुबंध, समझौता, सन्धि; Hungarian: megállapodás, megegyezés; Italian: contratto; Japanese: 合意; Kazakh: шарт, келiсiм, уағдаластық; Khmer: កិច្ចព្រមព្រៀង, សន្យា, កតិកា; Korean: 조약(條約), 협정(協定), 합의(合意); Kurdish Northern Kurdish: lihevhatin, peyman; Kyrgyz: макулдашуу, келишим, договор; Lao: ຂໍ້ຕົກລົງ, ກະຕິກາ; Latvian: vienošana, līgums; Lithuanian: sutartis, sutartis; Macedonian: договор, спогодба; Malay: perjanjian, persetiaan; Malayalam: കരാർ; Maori: kupu whakaae; Mongolian Cyrillic: гэрээ; Mongolian: ᠭᠡᠷ᠎ᠡ; Navajo: ahaʼdeetʼaah; Norwegian Bokmål: avtale; Occitan: acòrdi; Pashto: شرطنامه‎, پيمان‎; Persian: پیمان‎, توافق‎‎, مقاوله‎; Polish: umowa, kontrakt; Portuguese: contrato; Romanian: contract; Russian: соглашение, договор, договор, договорённость; Scottish Gaelic: còrdadh, aonta; Serbo-Croatian Cyrillic: спо̏разӯм, до̏гово̄р, у̏гово̄р; Roman: spȍrazūm, dȍgovōr, ȕgovōr; Slovak: dohoda, zmluva; Slovene: pogodba, dogovor; Spanish: acuerdo, convenio, contrato; Swahili: maagano; Swedish: avtal; Tajik: созишнома, тавофуқ, шартнома, аҳднома, паймон; Thai: ความตกลง, ข้อตกลง, กติกา; Turkish: sözleşme, mukavele; Turkmen: şertnama; Ukrainian: угода, договір умова; Urdu: اقرارنامه‎; Uyghur: شەرتنامە‎‎; Uzbek: shartnoma, ahdnoma, ahd; Vietnamese: hiệp định, hợp đồng; Walloon: acoird; Welsh: cytundeb, cyfamod