ἀναπνέω

From LSJ
Revision as of 07:39, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπνέω Medium diacritics: ἀναπνέω Low diacritics: αναπνέω Capitals: ΑΝΑΠΝΕΩ
Transliteration A: anapnéō Transliteration B: anapneō Transliteration C: anapneo Beta Code: a)napne/w

English (LSJ)

A Ep. impf. ἀμπνείεσκον A.R.3.231: Ep. aor. imper. ἄμπνυε (v. infr.):—take breath, στῆθι καὶ ἄμπνυε Il.22.222: more commonly c. gen., enjoy a respite, recover from, ἀνέπνευσαν κακότητος 11.382; ὥς κε.. ἀναπνεύσωσι πόνοιο 15.235; τῆς νόσου S.Aj.274; ἀ. ἐκ τῆς ναυηγίης Hdt.8.12; ἐκ καμάτων IG14.14 (Syrac.); ἀνέπνευσα ἐκ σέθεν by the help I recovered, S.OT1221: c. part., ἀ. τειρόμενοι Il. 16.42; ἐς τεῖχος ἀλέντες 21.534: abs., revive, X.An.4.1.22, D.18.195.
2 πυρεῖα ἀ. revive, burn up again, Thphr. HP 5.9.6.
II draw breath, ἀ. πάντα καὶ ἐκπνεῖ Emp.100, cf. Pl.Phd. 112b, etc.; ἀ. πυκνά Hp.Mul.2.203; gather breath before a race, Pi.N.8.19: metaph., ἀ. οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα ib.7.5.
2 c. acc., draw breath from, inhale, τὴν οἰκείαν ἀρχήν Dam.Pr.8:—Pass., τὸν ἀναπνεόμενον ἀέρα Corn.ND32.
III breathe forth, send forth, c. acc. cogn., ἀμπνεῦσαι καπνόν Pi.O.8.36; πυρὸς σέλας ἀμπνείεσκον A.R.3.231; ἀ. ὑάκινθον breathe hyacinth, Pherecr.131.2: abs., exhale an odour, Thphr. De Odoribus 69: impers., ἡδὺ ἀναπνεῖ τῶν φυτῶν Philostr.Her.Prooem. 2: metaph., ἀ. χρησμούς Id.VS1.18.3.
2 of vapour, ἀϋτμὴ ἀ. μυχοῖο A.R.2.737
IV causal, ἀ. τὸν ἵππον breathe the horse, Hld.8.14.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀμπ- Il.22.222; ἀναπνείω Orác. en Porph.Plot.22.47
• Morfología: [impf. ἀμπνείεσκον A.R.3.231; imperat. aor. ἄμπνυε Il.l.c.]
A intr.
I 1tomar aliento σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε Il.22.222, cf. Pi.N.8.19, AP 11.79 (Lucill.)
inspirar ἀναπνεῖ πάντα καὶ ἐκπνεῖ Emp.B 100.1, ἀναπνεῖ καὶ ἐκπνεῖ ταύτῃ (ῥινί) Arist.HA 492b6
respirar ἀναπνέομεν, τούτῳ ἐσμὲν ἔμπνοι Chrysipp.Stoic.2.219.43, φησὶ γὰρ τὴν ψυχὴν ἐκ τοῦ ὅλου εἰσιέναι ἀναπνεόντων Orph.Fr.27, τὸ ἀναπνεῖν καὶ ἡ τροφὴ τῷ ζῴῳ ἀναγκαῖον Arist.Metaph.1015a21, ἀναπνεῖ πυκνά Hp.Mul.2.203, μυκτῆρσι μήτε ἀναπνέοντες Ph.2.193, cf. Pythag.B 30, Arist.Iuu.476a28, APo.78b15, μηδὲ ζῆν μηδ' ἀναπνεῖν Lib.Decl.32.5, de las almas, Orác. en Porph.Plot.22.47.
2 fig. ufanarse ὦ μεγάλα δή ποτ' ἀμπνέουσ' ἐν βαρβάροις Τροία E.Tr.1277
inflarse, engolarse κουφίζεται καὶ ἀναπνεῖ τὰ ῥητορικῆς Phld.Rh.2.4
aspirar ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα Pi.N.7.5.
3 fig. tener un respiro, descansar c. gen. κακότητος Il.11.382, πόνοιο Il.15.235, τῆς νόσου S.Ai.274, ἔκ τε τῆς ναυηγίης Hdt.8.12, τῆς φυγῆς Hld.2.20.3, ἐκ καμάτων IG 14.14 (Siracusa), cf. Nonn.D.34.342
c. part. ἐπεί κ' ἐς τεῖχος ἀναπνεύσωσιν ἀλέντες Il.21.534, αἴ κ' ... ἀναπνεύσωσι ... υἷες Ἀχαιῶν τειρόμενοι Il.16.42
abs. del campo estar en barbecho μικρὸν ἀναπνεῦσαι τὴν γῆν Chrys.M.62.223.
II 1oler τὸ ... μύρον ... οὐκ ἄγαν ἀναπνεῖ Thphr.Od.69.
2 c. gen. brotar, escaparse de olores ἡδὺ γάρ που ἀναπνεῖ τῶν φυτῶν un olor agradable sale de las plantas Philostr.Her.proem.2, cf. A.R.2.737.
III 1revivir, reanimarse, recobrarse ἐνεδρεύσαμεν, ὅπερ ἡμᾶς καὶ ἀναπνεῦσαι ἐποίησε X.An.4.1.22, cf. D.18.195, en v. pas., Theoc.25.263.
2 reanimarse, arder πυρεῖα Thphr.HP 5.9.6.
B tr.
I 1respirar τὸ πνεῦμα Pl.Phd.112b, ἀέρα Ph.2.376, Corn.ND 32
fig. τὴν οἰκείαν ἀρχήν Dam.Pr.8.
2 dar un respiro τὸν ἵππον Hld.8.14.2.
3 fig. inspirarse en τὸν Χριστὸν ἀεὶ ἀναπνέετε Ath.Al.M.26.969C
abs. tomar la inspiración ἐκεῖθεν Clem.Al.Strom.4.21.134.
II exhalar καπνόν Pi.O.8.36
emitir ἐκ δὲ πυρὸς δεινὸν σέλας A.R.3.231
emitir olor, oler a ὑάκινθον Pherecr.131.1
fig. ὥσπερ οἱ τοὺς χρησμοὺς ἀναπνέοντες Philostr.VS 509, τὴν εἰς τὸ θεῖον εὐλάβειαν Soz.HE 1.12.7.

German (Pape)

[Seite 203] p. ἀμπνέω (s. πνέω). aufathmen, Gegensatz ἐκπνέω, Plat. Phaed. 112 b; hervorhauchen, καπνόν Pind. Ol. 8, 117; πυρὸς σέλας Ap. Rh. 3, 231; gew. wieder zu Athem kommen, sich erholen, von Hom. an oft mit dem gen., κακότητος, πόνοιο, sich vom Leiden, von der Anstrengung erholen. Il. 11, 382. 15, 235; ohne casus 16, 302; mit partic., 16, 42 ἀναπνεύσωσι τειρόμενοι; 11, 327 φεύγοντες ἀνέπνεον Ἔκτορα; 21. 534 ἐς τεῖχος ἀναπνεύσωσιν ἀλέντες. Bei Hom. finden sich in dieser Bdtg auch ἄμπνυε als imperat., Il. 22, 222; ἄμπνυτο, sie kam wieder zu sich, neben ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη, 22, 475; ἀμπνύνθη 5, 697, kam wieder zu Athem, wie ἀμπνυνθῆναι Theocr. 25, 263. So νόσου Soph. Ai. 267; ἐκ τῆς ναυηγίης καὶ τοῦ χειμῶνος Her. 8, 12; aber ἀνέπνευσα ἐκ σέθεν, ich habe mich durch dich wieder erholt, Soph. O. R. 1221; πῦρ ἀναπνεῖ, das Feuer erholt sich, stammt auf, vgl. ὑάκινθον ἀναπνέων Phereer. Ath. XV, 685 a; auch in Prosa, Plat. Euthyd. 276 c; Xen. An. 4, 1, 22; Dem. 18, 195, der es dem bloßen ζῆν entgegensetzt, frei athmen, frei leben, 21, 209; Pol. 17, 11; Plut adv. Stoic. 10. – Übh. athmen, μεγάλα ἀναπνεῖς, stolz sein, sich brüsten, Eur. Troad. 1286; daher leben, Pind. N. 7, 5, οὐκ ἐπ' ἴσα πάντες ἀναπνέομεν, wir leben nicht alle zu gleicher Bestimmung; Andere: wir streben nicht alle nach demselben. – Ausdampfen aus etwas, τινός, Ap. Rh. 2, 737. – Heliod. 8, 14 ἵππον, ausruhen lassen.

French (Bailly abrégé)

f. réc. ἀναπνεύσω, ao. ἀνέπνευσα;
1 (ἀνά, en haut) tirer le souffle ; souffler, respirer;
2 (ἀνά, de nouveau) reprendre haleine, souffler ; ἀ. πόνοιο IL, νόσου SOPH se remettre (litt. respirer à la suite) d'une fatigue, d'une maladie ; ἀναπνεύσωσι τειρόμενοι IL (les fils des Achéens) respireront après leurs fatigues.
Étymologie: ἀνά, πνέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπνέω: поэт. ἀμπνέω, ἀναπνείω и ἀμπνείω
1 вдыхать (ἀ. καὶ ἐκπνεῖν Plat., Arst.);
2 выдыхать, извергать (λάβρον καπνόν Pind.);
3 дышать, перен. жить: ἀναπνέομεν οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα Pind. не у всех нас один жизненный путь; μεγάλα ἀ. (v.l.) Eur. быть гордым;
4 (тж. pass. ἀμπνευθῆναι Theocr.) переводить дух, перен. приходить в себя, отдыхать: ἀναπνεῦσαί τινος Hom., Soph. и ἔκ τινος Her. оправиться от чего-л., но: ἀνέπνευσα ἐκ σέθεν Soph. я ожил благодаря тебе; ὅπερ καὶ ἡμᾶς ἀναπνεῦσαι ἐποίησε Xen. и это дало нам передышку.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπνέω: Ἐπ. (παρ’ Ἀπολλ. Ρ.) ἀμπνείω Β. 737, κτλ.: μέλλ. -πνεύσομαι: ἀόρ. -έπνευσα: ἐκτὸς τῶν κοινῶν τύπων (ἴδε πνέω), ἔχομεν καὶ τρεῖς Ὁμηρικοὺς τύπους (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. ἀμπνύω), προστ. ἀόρ. βϳ ἄμπνῠε (ἄμπνῡε ἐν Κοΐντ. Σμ.), ἀόρ. αϳ παθ., ἀμπνύνθη, καὶ ἀόρ. βϳ μετὰ μορφῆς ὑπερσυντ. ἄμπνῡτο. Ἀναπνέω, κοιν. «ἀνασαίνω», «πέρνω ἀνάσαν», στῆθι καὶ ἄμπνυε καὶ «πάρε» τὴν ἀναπνοήν σου, «ξεκουράσου», Ἰλ. Χ. 222, κτλ.: συνηθέστερον μετὰ γεν., ἀπολαύω ἀνέσεως, ἔχω ἀνάπαυλαν, ἀνέπνευσαν κακότητος Ἰλ. Λ. 382· ὥς κε… ἀναπνεύσωσι πόνοιο Ο. 235· τῆς νόσου Σοφ. Αἴ. 274· οὕτως, ἀν. ἐκ τῆς ναυηγίης Ἡρόδ. 8. 12· ἐκ καμάτων Συλλ. Ἐπιγρ. 5408· ἀλλά, ἀνέπνευσά τ’ ἐκ σέθεν, διὰ τῆς βοηθείας σου ἀνέλαβον, Σοφ. Ο. Τ. 1220: ― μετὰ μετοχ., ἀν. τειρόμενοι Ἰλ. Π. 43· ἀναπνεύσωσιν ἀλέντες Φ. 534: ― ἀπολ., λαμβάνω ἄνεσιν, ὅπερ ἡμᾶς καὶ ἀναπνεῦσαι ἐποίησε Ξεν. Ἀν. 4. 1, 22, Δημ. 293, 18· (μετὰ τῆς αὐτῆς σημασ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τοὺς παθητικοὺς τύπους, ἄμπνυτο Ἰλ. Χ. 475, κτλ.· ἀμπνύνθη Ε. 697, Ξ. 436). 2) πυρεῖα ἀναπνεῖ, ἀνακαίουσι, καίουσιν ἐκ νέου, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 9, 6: ΙΙ. εἰσπνέω, ἀναπνέω, Πινδ. Ν. 8. 32, κτλ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐκπνέω· ἀναπνεῖ πάντα καὶ ἐκπνεῖ Ἐμπεδ. 249 Sturz, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 112B, κτλ., ἀν. πυκνὰ Ἱππ. 671. 11· ζῶ, ἀναπνέομεν δ’ οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα, «ζῶμεν οὐχ ὁμοίως πάντες» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 7. 7. ΙΙΙ. ἀποπνέω, ἐκπνέω, ἀμπνεῦσαι καπνὸν Πινδ. Ο. 8. 47· «Εὐριπίδης δὲ (ἐν) Φιλοκτήτῃ αἰῶνα τὴν ψυχὴν λέγει· ἀνέπνευσεν αἰῶνα» Ἡσύχ. ἐν λέξ. αἰών, Εὐρ. Ἀποσπ. 798· ἐκ δὲ πυρόςσέλας ἀμπνείεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 231· ἀν. ὑάκινθον, ἀποπνέω ὀσμὴν ὑακίνθου, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 2· καὶ ἀπολ., ἐκπέμπω ὀσμήν τινα, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 69· ἀπροσ., ἡδὺ ἀναπνεῖ τῶν φυτῶν Φιλόστρ. 663: μεταφ., ἀν. χρησμοὺς ὁ αὐτ. 509. 2) ἐπὶ τοῦ ἀτμοῦ, ἀϋτμή… ἀν. μυχοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 737 IV. ἐνεργητικῶς, πνεῦσαι μὲν αὐτοί, ἀναπνεῦσαι δὲ καὶ τὴν ἵππον, ν’ ἀναπαυθῶσι μὲν αὐτοί, ν’ ἀναπαύσωσι δὲ καὶ τὴν ἵππον, Ἡλιόδ. 8. 14.

English (Autenrieth)

aor. ἀνέπνευσα, inf. ἀμπνεῦσαι, aor. 2 imp. ἄμπνυε, pass. aor. ἀμπνύνθη, mid. aor. 2 ἄμπνῦτο: breathe again, take breath, revive; abs., Il. 11.327, Il. 14.436; w. gen., ‘have a respite from,’ κακότητος, Il. 11.382; πόνοιο, Il. 15.235.

English (Slater)

ἀναπνέω v. ἀμπνέω.

Greek Monolingual

ἀναπνέω και επικ. ἀμπνείω και ἀμπνύω
1. εισπνέω και εκπνέω αέρα με τους πνεύμονες, ανασαίνω
2. εισπνέω ή εκπνέω χωριστά
βρίσκομαι στη ζωή, ζω
4. ευχαριστιέμαι με την αναπνοή, αναζωογονούμαι
5. ελαφρώνω από βάρη ή στενοχώριες, ανακουφίζομαι, συνέρχομαι
αρχ.
1. εκπέμπω σαν πνοή, εκβάλλω
2. αναδίνω οσμή
3. (για φωτιά) αναφλέγομαι, ξαναπαίρνω πνοή
κάνω κάποιον να αναπνεύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πνέω.
ΠΑΡ. αναπνοή
αρχ.
ἀνάπνευμα, ἀνάπνευσις, ἀνάπνοια, ἀνάπνοος.

Greek Monotonic

ἀναπνέω: μέλ. -πνεύσομαι, αόρ. αʹ -έπνευσα· εκτός από τους κοινούς χρόνους (βλ. πνέω), έχουμε τρεις ομηρικούς τύπους (όπως αν προερχόταν από ἀμ-πνύω), προστ. αορ. βʹ ἄμπνῠε, Παθ. αόρ. αʹ ἀμπνύνθη, και αόρ. βʹ με τύπο υπερσ. ἄμπνῡτο·
I. ανακτώ την πνοή μου, παίρνω ανάσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επανέρχομαι, αναρρώνω από κάτι, με γεν., στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.· ομοίως, ἔκ τινος, σε Ηρόδ.· απόλ., ξαναζώ, ξαναζωντανεύω, σε Ξεν.· και με αυτή τη σημασία ο Όμηρ. χρησιμ. τα ἄμπνυτο, ἀμπνύνθη.
II. ανασαίνω, εισπνέω, σε Πίνδ., Πλάτ.
III. εκπνέω, αποπνέω, καπνόν, σε Πίνδ.

Middle Liddell

besides the common tenses, we have three Homeric forms as if from ἀμπνύω]
I. to breathe again, take breath, Il., etc.: to recover from a thing, c. gen., Il., Soph., etc.; so, ἔκ τινος Hdt.:— absol. to revive, Xen.; and in this sense Hom. uses ἄμπνυτο, ἀμπνύνθη.
II. to draw breath, breathe, Pind., Plat.
III. to breathe forth, send forth, καπνόν Pind.

Léxico de magia

tomar aliento ἀναπνεύσας γὰρ ποππύζει ἐκ τοῦ βυθοῦ tomando aliento chasquea los labios desde el fondo (como saludo al dios) P XIII 44