ἀναρρήγνυμι
English (LSJ)
(ἀναρρηγνύω App.BC4.115),
A break up, μή οἱ ὕπερθε γαῖαν ἀναρρήξειε Ποσειδάων Il.20.63; ἀ. αὔλακας Hdt.2.14; ἀναρρήγνυμι τάφον dig a grave, E.Tr.1153.
2 break through, break open, τεῖχος ἀναρρήξας Il.7.461; οἴκων μυχούς E.Hec.1040; ὑπόνομον Plb.5.71.9; ἐργαστήρια Plu.Pel.12:—Pass., νῆες ἀναρραγεῖσαι τὰς παρεξειρεσίας Th.7.34.
3 tear open a carcase, of lions, Il.18.582; of hounds, X.Cyn. 7.9; of Ajax, δίχα ἀνερρήγνυ was cleaving them asunder, S.Aj. 236.
II make to break forth, λόγον Pi.Fr.180; ἔπη Ar.Eq.626; νεῖκος Theoc.22.172; πόλιν make it break out, excite greatly, Plu. Flam. 10, Mar.35:—Pass., with pf. ἀνέρρωγα, burst forth, break, of sores, Hp.Fract.11; of floods, Arist.Mete.368a26; of volcanoes, Id.Mir. 846a9: metaph., of words, ἀνέρρωγεν τὸ φώνημα Pherecr.10 D.; of persons, ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν, εἰς ἅπαν τόλμης, Plu.Brut.18, Cic. 19.
III intr., break or burst forth, δέδοιχ' ὅπως μὴ . . ἀναρρήξει κακά S.OT1075: especially in pf. part. ἀνερρωγώς, of the mouth of carnivorous animals, with a wide gape, στόμα ἔχειν ἀνερρωγός Arist.HA502a6, PA696b34; of the animals themselves, τὰ καρχαρόδοντα πάντα ἀνερρωγότα ib.662a27, cf. 30.—Pres. ἀναρρήττω, D.S.17.58.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀναρρηγνύω App.BC 4.115
I act. tr.
1 rajar, abrir una brecha en μή οἱ ὕπερθε γαῖαν ἀναρρήξειε Ποσειδάων Il.20.63, τεῖχος Il.7.461, τοίχους Theoc.22.12, οἴκων ... μυχούς E.Hec.1040, ἐργαστήρια Plu.Pel.12, ναῦς D.C.50.29.3
•arrancar στήλην Theoc.22.208.
2 partir, desgarrar (λεόντε) βοὸς ... βοείην Il.18.582, de perros, X.Cyn.7.9, de Áyax τὰ δὲ ... δίχ' ἀνερρήγνυ S.Ai.236, ταύρου γαστέρα Nonn.D.11.268.
3 c. ac. de resultado abrir, cavar αὔλακας Hdt.2.14, τάφον E.Tr.1153, ὑπόνομον Plb.5.71.9.
4 fig. hacer saltar νεῖκος Theoc.22.172
•de palabras hacer saltar, soltar λόγον Pi.Fr.180, ἔπη Ar.Eq.626
•excitar τὰς πόλεις Plu.Flam.10.
II intr. y v. med.
1 reventar, explotar de volcanes, Arist.Mir.846a9, de ríos que se desbordan, Arist.Mete.368a26.
2 abrirse de una cicatriz, Hp.Coac.422, cf. Fract.11, ὅσονπερ ἂν ἐπὶ τὸ πλέον ἀνερρώγῃ τὸ στόμα en la medida en que su boca quede más abierta Arist.PA 662a30
•en part. de perf. de gran abertura στόματα ἀνερρωγότα Arist.HA 502a6, cf. PA 662a27, 696b34.
3 fig. estallar, explotar δέδοιχ' ὅπως μὴ ... ἀναρρήξει κακά tengo miedo de que ... estallen males S.OT 1075
•de pers. reventar ἀναρρηγνύμενοι πρὸς ὀργήν Plu.Brut.18, εἰς ἅπαν ἀναρραγήσεσθαι τόλμης Plu.Cic.19.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναρρήξω, ao. ἀνέρρηξα, pf. au sens intr. ἀνέρρωγα;
A. tr. I. (ἀνά, en haut);
1 briser à la surface ou briser en haut ; ouvrir : γαῖαν IL fendre la terre ; αὔλακας HDT creuser des sillons;
2 briser de bas en haut, ruiner de fond en comble ; τεῖχος IL renverser un mur;
II. (ἀνά, à travers);
1 briser en traversant : ναῦς ἀναρρήγνυται THC le navire est ouvert (par l'éperon du navire ennemi) ; déchirer, mettre en pièces;
2 faire éclater ; Pass. éclater, faire éruption ; fig. ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν PLUT éclater en un transport de colère ; fig. à l'Act. ἀναρρήγνυμι πόλεις PLUT faire éclater des troubles ou faire éclater de l'agitation dans les cités;
B. intr. éclater ; δέδοικα μὴ ἀναρρήξει κακά SOPH je crains que des malheurs n'éclatent.
Étymologie: ἀνά, ῥήγνυμι.
German (Pape)
(ῥήγνυμι),
1 aufreißen, γαῖαν, bersten machen, Il. 20.63; τεῖχος 7.461; βοείην βοός, die Haut aufreißen, 18.582; αὔλακας, Furchen aufreißen, Her. 2.14; ναῦς ἀναρρήγνυται, das Schiff wird angebohrt, leck gemacht, Thuc. 7.34; Plut. Pyrrh. 15; τάφον, ein Grab machen, Eur. Tr. 1153; τοῖς ὀδοῦσι Aesop. 68; νεῖκος, Zank anstiften, Theocr. 22.172; λόγον, in Worte ausbrechen, Pind. frg. 172; komisch, ἔπη, herausplatzen, Ar. Eq. 624; überhaupt zerreißen, Xen. Cyn. 7.9; φλέβα Plut. Artax. 11; λόφους, zertrümmern, Mar. 23; τὰ ἐργαστήρια, δεσμωτήρια, sprengen, Pelop. 12, Cleom. 37; vgl. Eur. Hec. 1040. Pass., bersten, platzen, vom Kriege, ausbrechen, Plut. Mar. 32.
2 intr., hervorbrechen, entstehen κακὰ ἔκ τινος Soph. O.R. 1075; pass., ἐς ἅπαν τόλμης ἀναρραγήσεσθαι, jedes Wagnis unternehmen, Plut. Cic. 19; auch geradezu: angreifen.
Russian (Dvoretsky)
ἀναρρήγνῡμι:
1 разрывать, разверзать (γαῖαν Hom.; γῆν Plut.);
2 растворять, раскрывать (τὴν εἴσδυσιν Arst.): στόμα ἀνερρωγός Arst. широко открытый рот;
3 раздирать, сдирать (βοείην βοός Hom.);
4 прорывать, рыть (αὔλακας Her.; τάφον Eur.);
5 пробивать (νῆες ἀναρραγεῖσαι Thuc.): τῆς φάλαγγος ἀναρρηγνυμένης Plut. с прорывом фаланги;
6 рушить, разрушать (τεῖχος Hom.; τὰ περὶ τὴν οἰκίαν ἐργαστήρια Plut.);
7 возбуждать, возмущать (πόλιν Plut.; νεῖκος Theocr.): ὁ πόλεμος ἀναρραγείς Plut. вспыхнувшая война; ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν Plut. разразиться гневом; εἰς ἅπαν ἀναρραγήσεσθαι τόλμης Plut. быть готовым на любую авантюру;
8 громко произносить (λόγον Pind.): ἐλασίβροντ᾽ ἀναρρηγνὺς ἔπη Arph. произнося громовые слова;
9 прорываться, внезапно появляться, возникать, вспыхивать: δέδοιχ᾽ ὅπως μὴ ἀναρρήξῃ κακά Soph. боюсь, как бы не разразились несчастья; αἱ κακίαι ἀνερράγησαν Plut. начались разбойничьи нападения.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρρήγνυμι: ἢ -ύω: μέλλ. -ρήξω: (ἴδε ῥήγνυμι): - διαρρηγνύω, σχίζω καὶ ἀνοίγω τι, μή οἱ ὕπερθεν γαῖαν ἀναρρήξειε Ποσειδάων Ἰλ. Υ. 63· ἀν. αὔλακας Ἡρόδ. 2. 14· ἀν. τάφον, ἀνορύττειν τάφον, Εὐρ. Τρῳ. 1153. 2) κατακρημνίζω, ἀνατρέπω, τεῖχος ἀναρρήξας Ἰλ. Η. 461· φέρω τὰ κάτω ἄνω, «ἀναποδογυρίζω», οἴκων τῶνδ’ ἀναρρήξω μυχοὺς Εὐρ. Ἑκ. 1040· ἀνασκάπτω, ἀνοίγω, «τοῦτον (τὸν ὑπόνομον) ἀναρρήξαντες ἐνέφραξαν ὕλῃ καὶ λίθοις» Πολύβ. 5. 71, 9· δεσμωτήρια Πλούτ., κτλ.: - Παθ., νῆες... ἀντίπρῳροι ἐμβαλλόμεναι καὶ ἀναρραγεῖσαι τὰς παρειξειρεσίας ὑπὸ τῶν Κορινθίων νεῶν, καὶ ἀποκοπεῖσαι ἢ τρυπηθεῖσαι κατὰ τὰς παρειάς, Θουκ. 7. 34. 3) διασπαράττω, ἀνοίγω πτῶμα, ἐπὶ λεόντων, Ἰλ. Σ. 582· ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 7, 9· ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, δίχα ἀνερρήγνει, τὰ ἔκοπτεν εἰς δύο, Σοφ. Αἴ. 236. ΙΙ. κάμνω τινὰ ἤ τὶ νὰ ἐξορμήσῃ, νὰ «ξεσπάσῃ», λόγον Πινδ. Ἀποσπ. 172· ἔπη Ἀριστοφ. Ἱππ. 626· νεῖκος Θεόκρ. 22.172· τὰς πόλεις ἀνερρήγνυσαν Αἰτωλοί, ἠρέθιζον, συνετάρασσον, Πλουτ. Φλαμιν. 10, Μάρ. 35· πρβλ. ῥήγνυμι: - Παθ., «σπάνω», «σπάνω» πάλιν, ἐπὶ τρώματος τῆς πτέρνης ἢ ἄλλου μέλους τοῦ σώματος προελθόντος ἐκ πηδήματος ἀφ’ ὑψηλοῦ, χρόνια καὶ ὀχλώδεα καὶ πολλάκις ἀναρρηγνύμενα Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· ἐπὶ πλημμυρῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 35· ἐπὶ ἡφαιστείων, ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 154· μεταφ. ἐπὶ προσώπων, ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν, εἰς τόλμαν Πλουτ. Βροῦτ. 18, Κικ 19: οὕτω καί, ΙΙΙ. ἀμετάβ., δέδοιχ’ ὅπως μή ’κ τῆς σιωπῆς τῆσδ’ ἀναρρήξει κακά, φοβοῦμαι μήπως ἐκ ταύτης τῆς σιωπῆς «ξεσπάσῃ» θύελλα κακῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1075· ἰδίως κατὰ μετοχ. παρακ., ἀνερρωγώς, περὶ τοῦ στόματος τῶν σαρκοβόρων ζῴων, στόμα ἔχειν ἀνερρωγός, μετὰ μεγάλου ἀνοίγματος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 7, 1, π. Ζ. Μορ. 4. 13, 22, ὡσαύτως ἐπ’ αὐτῶν τῶν ζῴων, τὰ μὲν καρχαρόδοντα πάντα ἀνερρωγότα αὐτόθι 3. 1, 12, πρβλ. 13: πρβλ. ῥήγνυμι C. - Ἐνεστώς τις ἀναρρήττω εὕρηται παρὰ Διοδ. 17. 58.
English (Slater)
ἀναρρήγνυμι make to break out, burst out with fig. μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. frag. ]ἀνέρρηξαν[ Δ. 4. 31.
Greek Monolingual
ἀναρρήγνυμι και -ύω (Α)
1. σχίζω, σπάζω, ανοίγω κάτι, κάνω τομή σε κάτι
2. ανορύσσω, εκσκάπτω
3. κατακρημνίζω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω
4. (για πτώμα) ξεσχίζω, κατασπαράζω, κατακόβω
5. μτφ. ερεθίζω κάποιον, τον κάνω να ξεσπάσει
6. (για στόμα) κρατώ ορθάνοιχτο
7. (αμτβ.) βγαίνω στην επιφάνεια, ξεσπώ.
Greek Monotonic
ἀναρρήγνῡμι: ή -ύω, μέλ. -ρήξω,
I. 1. διαρρηγνύω, σχίζω το έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. γκρεμίζω, διασπώ τείχος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. — Παθ., νῆες ἀναρραγεῖσαι τὰς παρεξειρεσίας, τα πλοία είχαν σπασμένες τις παρειές, σε Θουκ.
3. κατασπαράζω, ανοίγω πτώμα, λέγεται για λιοντάρια, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον Αίαντα, δίχα ἀνερρήγνυ, τα έκοβε στα δύο, σε Σοφ.
II. κάνω να ξεσπάσει, εκφέρω, όπως το Λατ. rumpere roces, σε Αριστοφ., Θεόκρ.· ἀν. πόλιν, την κάνω να αναταραχθεί, ενθουσιάζω υπέρμετρα, σε Πλούτ. — Παθ., εμφανίζομαι ξαφνικά, προβάλλω· μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν, στον ίδ.
III. αμτβ., ξεσπώ, σε Σοφ.
Middle Liddell
I. to break up the ground, Il., Hdt.
2. to break through a wall, Il., Eur.:—Pass., ἡ ναῦς ἀναρρήγνυται τὴν παρεξειρεσίαν the ship has its bow broken through, Thuc.
3. to tear open a carcase, of lions, Il.; of Ajax, δίχα ἀνερρήγνυ was cleaving them asunder, Soph.
II. to make to break forth, utter, like Lat. rumpere voces, Ar., Theocr.; ἀν. πόλιν to make it break out, excite greatly, Plut.:—Pass. to burst forth; metaph. of persons, ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν Theocr.
III. intr. to break forth, Soph.
Lexicon Thucydideum
perfringere, to break through, 7.36.3, 7.40.5,
PASS. 7.34.5.