θαρσέω

From LSJ
Revision as of 15:14, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαρσέω Medium diacritics: θαρσέω Low diacritics: θαρσέω Capitals: ΘΑΡΣΕΩ
Transliteration A: tharséō Transliteration B: tharseō Transliteration C: tharseo Beta Code: qarse/w

English (LSJ)

Att. θαρρέω (cf. pr. n.
A Θαρρίας IG12.847), Aeol. part. θέρσεισα (v.l. θαρσ-) Theoc.28.3: (θάρσος):—to be of good courage, τεθαρσήκασι λαοί Il.9.420, etc.; ἄνευ νοῦ, σὺν νῷ, Pl.Men.88b; in bad sense, to be over-bold, ὕβρει θ. Th.2.65: μάτην θ. Pl.Tht.189d:—Constr.:
1 abs., Il.l.c., etc.; θάρσει = fear not! 4.184, A.Supp.732, etc.; θαρσεῖτε ib.600,910; θάρσει, θυμέ Sopat.14; θάρρει Ar.Pl.328, al.:—in Epitaphs, θάρσει… οὐδεὶς ἀθάνατος CIG5200b (Ptolemais), etc.: part. in an adverb. sense, θαρσήσας μάλα εἰπέ with good courage, Il.1.85, cf. A.Ch.666; κόμπασον θαρσῶν Id.Ag.1671, cf. Pr.916, S.OC 491; θαρσέοντες πλούτου πέρι ἐρίζετε Hdt.5.49; πῖθι θαρρῶν Alex. 232; λέγε τοίνυν θαρρῶν Pl.Phdr. 243e; θαρρῶν πλείονα ἔθυεν ἢ ὀκνῶν ηὔχετο X.Ages.11.2; τὸ τεθαρρηκός confidence, Plu.Fab.26; τὸ θαρροῦν τῆς ὄψεως Id.Cat.Mi.44: in aor., pluck up courage, καὶ τότε δὴ θάρσησε Il.1.92.
2 c.acc., θάρσει τόνδε γ' ἄεθλον = fear not about this contest, Od.8.197; later, feel confidence against, have no fear of, πάντα Hdt.7.50; θ. γέροντος χεῖρα E.Andr.993, cf. S.OC649; θάνατον Pl.Phd.88b; τὸ τοιοῦτον σῶμα… οἱ μὲν ἐχθροὶ θαρροῦσιν… Id.Phdr.239d; θ. τὸ ἀποκρίνασθαι Id.Euthd.275c; οὔτε Φίλιππος ἐθάρρει τούτους οὔτε οὗτοι Φίλιππον D.3.7; χωρίον Philostr.Her.1.3: c.acc. cogn., ἠλίθιον θάρρος θ. Pl.Phd.95c; αἰσχρὰ θάρρη θ. Id.Prt.360b; ταὐτά τισι θ. καὶ φοβεῖσθαι X.HG2.4.9; venture, θ. τὰς μάχας Id.An.3.2.20:—Pass., to be risked, Philostr.Im.1.17.
b c. acc. pers., also, to have confidence in, τινα X.Cyr.5.5.42, D.C.51.11.
c θ. τινί τι entrust to... Marin.Procl. 9.
3 c. dat., have confidence in, τεθαρσηκότες τοῖσι ὄρνισι Hdt.3.76; ἑαυτῷ Plu.2.69c (s.v.l.); τοῖς χρήμασι PGoodsp.Cair.15.19 (iv A.D.).
4 with Preps., θ. περί… to be confident about... S.Aj. 793, Pl.R.574b; ὑπὲρ ἑαυτῶν ib.566b; διά τι Isoc.3.55; ἐπί τινι Id.6.60; πρός τι Pl.Prt.350b; πρὸς ἐμαυτόν in myself, Ar.Ec.1060.
5 c. inf., believe confidently that…, S.Ant.668; also θ. ὅτι… Th.1.81, etc.; θ. τὸ ἐξελέγξειν D.19.3.
b c. inf., make bold, venture,X.Cyr. 8.8.6, Plu.Per.22, Ant.Lib.19.2.
II trans., inspire with confidence, [λόγοι] οἵ με θαρσοῖεν J.AJ19.1.9.

German (Pape)

[Seite 1187] ion. u. altatt., von Plat. an θαῤῥέω, gutes Muthes, getrost, zuversichtlich sein; καὶ τότε δὴ θάρσησε, wurde getrost, faßte Muth, Il. 1, 92; τεθαρσήκασι δὲ λαοί 9, 420; bes. häufig θάρσει, sei gutes Muthes, unverzagt, Hom. u. Folgde; σὺ δὲ θάρσει τόνδε γ' ἄεθλον, wenigstens für diesen Kampf, Od. 8, 197, wie θάρσει τὸ τοῦδέ γ' ἀνδρός Soph. O. C. 650; θάρσει γέροντος χεῖρα Eur. Andr. 993, s. nachher; – Pind. u. Tragg. auch ἐγὼ καλῶς μὲν ἄρχειν Soph. Ant. 664; Αἴαντος οὐ θαρσῶ πέρι, ich bin um ihn bekümmert, Ai. 780, wie ἕνεκά τινος, Aesch. Suppl. 993; Plat. Soph. 242 b u. Sp.; ὑπέρ τινος, Plat. Rep. VIII, 566 b; Xen. Cyr. 7, 1, 17; ἐπί τινι, Isocr. 6, 60, wie D. C. 38, 49; ἀνόητον θάῤῥος θαῤῥήσει Plat. Phaed. 95 c, von unverständiger Keckheit; πρός τι, Prot. 350 b. Gegensatz δεδιέναι, Phaed. 78 b; wie oben c. acc., eigtl. in Beziehung auf Etwas getrost sein, deswegen unbesorgt sein, darauf bauen, τὸ τοιοῦτον σῶμα οἱ ἐχθροὶ θαῤῥοῦσιν Phaedr. 239 d; οὐδενὶ προσήκει θάνατον θαῤῥοῦντι Phaed. 88 b; τὰς μάχας θαῤῥεῖτε Xen. An. 3, 2, 20, wenn ihr euch vor der Schlacht nicht fürchtet; καὶ πιστεύω Dem. 19, 3; geradezu trauen, οὔτε Φίλιππος ἐθάῤῥει τούτους, οὔτε οὗτοι Φίλιππον 3, 7. Auch pass., Philostr. Im. 1, 17. Auch τινί, auf Etwas trauen, sich verlassen, τεθαρσηκότες τοῖσι ὄρνισι Her. 3, 76; Thuc. 2, 65; Plut. Aristid. 2 u. a. Sp.; vgl. Thom. Mag. – C. inf., wagen, ἀθροίζεσθαι Xen. Cyr. 8, 8, 6; συνάψαι μὲν εἰς χεῖρας οὐκ ἐθάρσησε Plut. Pericl. 22. – Das partic. steht oft adv., getrost, ke ck, λέγε τοίνυν θαῤῥῶν Plat. Phaedr. 243 e. – Τὸ τεθαῤῥηκός, der Muth, die Zuversicht, Plut. Fab. M. 26.

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. c. θαρρέω/ θαρρῶ :
avoir confiance, être résolu, être hardi, être courageux :
1 en b. part θάρσει = bon courage ! aie confiance ! θάρρει PLAT sois tranquille (je ne dirai rien ou je ne ferai rien contre toi ; tu n'as rien à craindre, etc.) ; θαρρῶν = avec courage, en toute confiance ; θαρσήσας μάλα εἰπέ IL aie confiance et dis (-nous) ; τὸ τεθαρρηκός PLUT, τὸ θαρροῦν PLUT la confiance ; ἀνόητον θάρρος θαρρεῖν PLAT avoir une confiance insensée ; θ. τινι avoir confiance en qqn ou qch ; τινα avoir confiance en qqn ; τι affronter résolument qch (la mort, un combat, etc.) ; avec ὅτι ou avec une prop. inf. avoir la confiance que;
2 en mauv. part être hardi, être audacieux.
Étymologie: θάρρος.

Russian (Dvoretsky)

θαρσέω: новоатт. θαρρέω
1 быть смелым, отважным, отваживаться, дерзать (τι Hom., Her., Xen., Plat.): θαρσήσας μάλα εἰπέ Hom. (рас)скажи со всей смелостью; θάρσησε καὶ ηὔδα Hom. (Калхант) спокойно промолвил; οἱ Μυτιληναῖοι ἐθάρσουν Thuc. митиленцы осмелели (воспрянули духом); θάρσει Hom., Trag. etc. не бойся, будь спокоен или будь уверен; λέγε θαρρῶν Plat. говори посмелее, говори напрямик; τὰς μάχας θ. Xen. решаться на сражения, не бояться сражений; θάνατον θ. Plat. не бояться смерти; παρὰ καιρὸν ὕβρει θ. Thuc. быть смелым некстати и до дерзости; θ. εἴς τινα NT быть смелым в присутствии кого-л.;
2 быть уверенным, твердо верить, доверять(ся), смело полагаться (τινι Her., τινα Xen., Dem., περί τινος Soph., Isocr., περί τι Arst., ὑπέρ τινος Xen., Plat., ἐπί τινι Isocr., τινος ἕνεκα Aesch., Plat., πρός τι или τινα Plat., διά τι Isocr. и ἔν τινι NT): αἴαντος οὐ θαρσῶ πέρι Soph. я не уверен насчет (я боюсь за) Эанта; θ. τὰ μέλλοντα Arst. быть спокойным за будущее; ἀνόητον θάρρος θ. Plat. питать бессмысленную уверенность, т. е. быть легковерным, τεθαρσηκότες τοῖσι ὄρνισι Her. проникнувшись уверенностью в благоприятности этого знамения (досл. ободренные птицами); τοῦτον ἂν ἄνδρα θαρσοίην ἐγὼ καλῶς μὲν ἄρχειν, εὖ δ᾽ ἂν ἄρχεσθαι θέλειν Soph. я склонен верить, что такой человек будет хорошо повелевать и охотно подчиняться; τὸ τεθαρρηκός и τὸ θαρροῦν Plut. уверенность.

Greek (Liddell-Scott)

θαρσέω: παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρέω, μέλλ. -ήσω (θάρσος)· εἶμαι πλήρης θάρρους, λαμβάνω θάρρος, Ἰλ. Α. 92, κτλ.· - ἐπὶ κακῆς σημασίας (πρβλ. θράσος), εἶμαι ὑπὲρ τὸ δέον θαρραλέος, εἶμαι θρασύς, ὕβρει θ. Θουκ. 2. 65· ἄνευ νοῦ, μάτην θ. Πλάτ. Μένωνι 88Β, Θεαιτ. 189D. - Σύνταξ.: 1) ἀπολ., συχνάκις παρ’ Ὁμ. καὶ Ἀττ., θάρσει, ἔχε θάρρος, Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 732, κτλ.· θαρσεῖτε αὐτόθι 792, πρβλ. εὐθαρσέω· θάρρει Ἀριστοφ. Πλ. 328, κ. ἀλλ.· συχνάκις κατὰ μετοχ. ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, θαρσήσας μάλα εἶπε, μετὰ πολλοῦ θάρρους, Ἰλ. Α. 85, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 666· κόμπασον θαρσῶν ὁ αὐτ. Ἀγ. 1671, πρβλ. Πρ. 916, Σοφ. Ο. Κ. 491· θαρσέοντες ἐρίζετε Ἡρόδ. 5. 49· πῖθι θαρρῶν Ἄλεξ. Τοκ. 3· λέγε τοίνυν θαρρῶν Πλάτ. Φαίδρ. 243Ε· θαρρῶν πλείονα ἔθυεν ἢ ὀκνῶν ηὔχετο Ξεν. Ἀγησ. 11, 2· - καὶ τὸ τεθαρρηκός, θάρρος, πεποίθησις, Πλούτ. Φαβ. 16· τὸ θαρροῦν τῆς ὄψεως ὁ αὐτ. Κάτ. Νεωτ. 44. 2) μετ’ αἰτ., θάρσει τόνδε γ’ ἄεθλον, ἀνάλαβε μετὰ θάρρους, μὴ φοβοῦ τὸν ἀγῶνα τοῦτον, Ὀδ. Θ. 197· βραδύτερον, αἰσθάνομαι θάρρος ἀπέναντί τινος, περιφρονῶ, δὲν φοβοῦμαί τι, ἀντίθ. δέδοικα, πάντα Ἡρόδ. 7. 50· θ. γέροντος χεῖρα Εὐρ. Ἀνδρ. 993, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 649· θάνατον Πλάτ. Φαίδ. 88Β· τὸ τοιοῦτον σῶμα … οἱ μὲν ἐχθροὶ θαρροῦσιν… ὁ αὐτ. Φαίδρ. 239D· θ. τὸ ἀποκρίνεσθαι ὁ αὐτ. Εὐθυδ. 275C· οὔτε Φίλιππος ἐθάρρει τούτους οὔτε οὖτοι Φίλιππον Δημ. 30. 16· θ. μάχην, ἀποτολμῶ νὰ ἔλθω εἰς μ., δὲν φοβοῦμαι τὴν μ., Ξεν. Ἀν. 3. 2, 20 (πρβλ. Ἑλλ. 2. 4, 9)· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., θ. θάρρος Πλάτ. Φαίδ. 95C· αἰσχρὰ θάρρη θ. ὁ αὐτ. Πρωτ. 360Β· - ἐν ἐπιτυμβίοις ἐπιγραφ., θάρσει.., οὐδεὶς ἀθάνατος Συλλ. Ἐπιγρ. 4463, 5200b, κ. ἀλλ. β) μετ’ αἰτ. προσ., ὡσαύτως, ἔχω πεποίθησιν ἢ ἐμπιστοσύνην εἴς τινα, τινα Ξεν. Κύρ. 5. 5, 42, Δημ. 30. 15, Δίων Κ. 51. 11. - Παθ., εἶμαι ἄξιος ἐμπιστοσύνης, Φιλόστρ. 788. 3) θαρσεῖν τινι, ἔχω πεποίθησιν εἴς τινα ἢ εἴς τι, Ἡρόδ. 3. 76. 4) μετὰ προθ., θ. περὶ ἢ ὑπέρ τινος, ἔχω πεποίθησιν περί τινος, Σοφ. Αἴ. 793, Πλάτ. Πολ. 574Β, 566Β· διά τι Ἰσοκρ. 38C· ἐπί τινι αὐτόθι 128D· πρός τι Πλάτ. Πρωτ. 350Β, Πολ. 574Β· πρὸς ἐμαυτόν, εἰς τὸν ἑαυτόν μου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1060· οὕτως, ἐφ’ ἑαυτῷ Πλούτ. 2. 69C. 5) μετ’ ἀπαρ., πιστεύω ἐν πεποιθήσει ὅτι... Σοφ. Ἀντ. 668· καί, θ. ὅτι.., Θουκ. 1. 81, κτλ.· θ. τὸ ἐξελέγξειν Δημ. 342. 5· ἀλλ’ ὡσαύτως, λαμβάνω θάρρος, τολμῶ νὰ πράξω τι, Ξεν. Κυρ. 8. 8, 6, Πλούτ. Περικλ. 22.

English (Autenrieth)

(θάρσος), aor. θάρσησε, perf. τεθαρσήκᾶσι: be bold, confident, full of courage, aor., take courage, Il. 1.92, Od. 3.76; w. acc. of specification, Od. 8.197.

English (Slater)

θαρσέω be confident ὄρθιον ὤρυσαι θαρσέων (O. 9.110) τὸν δὲ θαρσήσαις ὧδ' ἀμείφη (θαρρήσας v.l.) (P. 4.101)

English (Strong)

from θάρσος; to have courage: be of good cheer (comfort). Compare θαῤῥέω.

English (Thayer)

θάρσω; (see θαρρέω); to be of good courage, be of good cheer; in the N.T. only in the imperative: θάρσει, R G; Sept. for תִּירָא אַל, θαρσεῖτε, Sept. for אַל־תּירְאוּ, τολμάω.)

Greek Monotonic

θαρσέω: Αττ. θαρρέω, μέλ. -ήσω (θάρσος),
1. είμαι γεμάτος θάρρος, παίρνω θάρρος, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· με αρνητική σημασία, είμαι παράτολμος, θρασύς, σε Θουκ., Πλάτ.· θάρσει θαρσεῖτε, έχε θάρρος! χαμογέλα!, σε Όμηρ., κ.λπ.· θαρσήσας, με γενναιότητα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, θαρσέοντες, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, τὸ τεθαρρηκός, αυτοπεποίθηση, θάρρος, σε Πλούτ.
2. με αιτ., θάρσει τόνδε γ' ἄεθλον, πάρε θάρρος γι' αυτόν τον αγώνα, σε Ομήρ. Οδ.· θαρσῶ θάνατον, σε Πλάτ.· θαρσῶ μάχην, τολμώ να πολεμήσω, σε Ξεν.· με αιτ. προσ., έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, στον ίδ.· ομοίως επίσης, θαρσεῖν τινι, σε Ηρόδ.
3. με απαρ., πιστεύω ακράδαντα ότι, σε Σοφ.· επίσης, παίρνω θάρρος, τολμώ να πράξω κάτι, σε Ξεν.

Middle Liddell

θάρσος
1. to be of good courage, take courage, Il., etc.:—in bad sense, to be over-bold, audacious, Thuc., Plat.; θάρσει, θαρσεῖτε, take courage! cheer up, Hom., etc.; θαρσήσας with good courage, Il.; so, θαρσῶν Hdt., Attic:—also, τὸ τεθαρρηκός confidence, Plut.
2. c. acc., θάρσει τόνδε γ' ἄεθλον take heart for this struggle, Od.; θ. θάνατον Plat.; θ. μάχην to venture a fight, Xen.:—c. acc. pers. to have confidence in, Xen.:—so also, θαρσεῖν τινι Hdt.
3. c. inf. to believe confidently that, Soph.; also, to make bold or venture to do, Xen.

Chinese

原文音譯:qarsšw 他而些哦
詞類次數:動詞(8)
原文字根:(有)勇氣
字義溯源:放心,愉快,勇敢,大膽,安心;源自(θάρσος)=勇敢);而 (θάρσος)出自(θόρυβος)X*=敢)。參讀 (εὐθυμέω)同義字
同源字:1) (θαρρέω)坦然無懼 2) (θαρσέω)放心 3) (θάρσος)勇敢
出現次數:總共(8);太(3);可(2);路(1);約(1);徒(1)
譯字彙編
1) 放心罷(3) 太9:2; 太9:22; 徒23:11;
2) 放心(2) 可10:49; 路8:48;
3) 你們放心(2) 太14:27; 可6:50;
4) 你們可以放心(1) 約16:33

Lexicon Thucydideum

confidere, to trust in, rely on, audacem, bold seu or if securum esse, to be free from care, 1.36.1, 1.69.3, 1.81.1, 1.123.1, 1.129.3. 2.13.3. 2.65.9, 2.79.5, 2.87.8. 2.88.3, 2.89.2. 3.25.2, 3.82.7. 4.11.1, 4.25.9. 4.34.1, 4.35.2, [boni codd. good manuscripts τεθαρρ.] 4.73.4, 4.86.2. 4.108.5. 4.121.1. 5.9.6, 5.10.5. 6.11.6, [vulgo commonly θαρρεῖν]. 6.16.6, 6.34.1. 6.63.2. 6.65.1, 6.91.4, 6.92.1, 7.29.4, 7.37.1, 7.69.3. 8.2.3, [Vat. Vatican manuscript ἐθάρρει], 8.23.4, [Vat. Vatican manuscript θαρρ.] 8.63.1, [Vat. Vatican manuscript ἐθαρρ.]. 8.81.2, [Vat. Vatican manuscript θαρρ.].

Translations

entrust

Bulgarian: поверявам; Catalan: confiar; Danish: betro; Dutch: toevertrouwen; Esperanto: konfidi, alkonfidi; Finnish: antaa huostaan, antaa hoidettavaksi, antaa tehtäväksi; French: confier; German: anvertrauen; Gothic: 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌿𐌱𐌾𐌰𐌽; Greek: εμπιστεύομαι; Ancient Greek: ἀνατίθημι, ἀντεπιτίθημι, διαπαραδίδωμι, διαπιστεύω, ἐγκαθίημι, ἐγχειρίζω, εἰσχειρίζω, ἐμπιστεύω, ἐπιτρέπω, ἐπιτροπεύω, ἐπιτρωπάω, ἐπιτρωπῶ, θαρρέω, θαρρῶ, θαρσέω, θαρσῶ, καταπιστεύω, παρακατατίθημι, παρατίθημι, παρεγγυῶ, πιστεύω; Hungarian: bíz, megbíz; Ido: konfidar; Indonesian: mempercayakan, menitip; Irish: cuir in iontaoibh, lig ar iontaoibh le; Old Irish: ad·noí; Italian: confidare; Kurdish Central Kurdish: سپاردن‎; Latin: commendo; Latvian: uzticēt; Middle English: recomaunden, comaunden, recommenden; Ottoman Turkish: اینانمق‎; Polish: powierzyć; Portuguese: confiar; Russian: доверять, доверить; Spanish: encomendar, confiar; Swedish: anförtro, ombetro, betro, förtro; Telugu: ఒప్పగించు; Turkish: emanet etmek; Ukrainian: довіряти, дові́рити