σιγή
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
English (LSJ)
Dor. σιγά, ἡ,
A silence, σιγὴν ἔχειν = keep silence, Hdt.1.86; σιγὴν ποιήσασθαι make silence, Id.6.130; παρέχειν S.Tr.1115, etc.; σ. φυλάσσετε E.IA542; σ. τῶνδε θήσομαι πέρι Id.Med.66; γύναι, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει S.Aj.293; κόσμος ἡ σιγή τε καὶ τὰ παῦρ' ἔπη Id.Fr.64; ὦ παῖ, σιώπα· πόλλ' ἔχει σ. καλά Id.Fr.81; πολλῶν φάρμακον κακῶν σ. Carc. 7.2; δυσμενὴς τῇ σιγῇ Hdt.7.237; ἡ ἄγαν σ. S.Ant.1251, cf. 1256: pl., σιγαὶ ἀνέμων E.IA10 (anap.); σιγαὶ . . τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις Pl.R.425b.
b in a mystical or religious sense, Aristeas 95, Apoc.8.1; σ. σύμβολον θεοῦ ζῶντος PMag.Par.1.559.
II σιγῇ, as adverb, in silence, the only case used by Hom., πάντες ἥατο σιγῇ Il. 19.255, cf. 3.8, al.; also διὰ σιγῆς, μετὰ σιγῆς, Pl.Grg.450c, Sph.264a; σὺν σιγῇ Critias 25.22: like σῖγα, as an exclamation, σιγῇ νῦν = be silent now! Od.15.440.
2 in an undertone, in a whisper, secretly (cf. σῖγα 2), σ. λόγον ἐποιέετο Hdt.8.74; τὰ σ. βουλευόμενα X.Mem.1.1.19; σιγῇ ἔχειν τι = keep it secret, Hdt.9.93; σιγᾷ καλύψαι, σιγῇ στέγειν, σιγῇ κεύθειν, Pi.N.9.7, S.OT341, Tr.989 (anap.).
3 c. gen., σιγῇ τινος unknown to him, Hdt.2.140, E.Med.587.
German (Pape)
[Seite 878] ἡ, Schweigen, Stille; Hom. πάντες εἵατο σιγῇ, im Stillschweigen, stinschweigend, Il. 19, 255 u. öfter, σιγῇ δεδιότες σημάν τορας, 4, 431, u. so gew. in diesem casus; auch absolut, σιγῇ νῦν, Od. 15, 440, still jetzt, sc. ἔστω; u. so bei den folgenden Dichtern u. in Prosa, wie Xen. Cyr. 1, 4, 13; auch ἀλλ' ἔχε σιγῇ μῦθον, Od. 19, 502, behalte das Wort still für dich, vgl. 18, 142; aber σιγὴν ἔχειν, Stillschweigen beobachten, schweigen, Her. 1, 86; auch σιγῇ ἔχειν τι, Etwas verschweigen, 9, 93; auch σιγῇ τοῦ Αἰθίοπος, heimlich vor dem Aeth., 2, 140; σιγᾷ καλύψαι, Pind. N. 9, 7, vgl. I. 4, 51; κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω, Soph. O. R. 341; σιγῇ κεύθειν, Trach. 985; σιγῇ καλύψαθ' ἃ 'νθάδ' εἰσηκούσατε, Eur. Hipp. 702; σιγὴν τῶνδε θήσομαι πέρι, Med. 66; σιγὴν φυλάσσετε, beobachtet Stillschweigen, I. A. 542; er vrbdt auch σιγαὶ ἀνέμων, das Schweigen, Aufhören der Winde, 10; auch Schweigsamkeit, Verschwiegenheit, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει, Soph. Ai. 286; σιγὴ πολλὴ ἦν ἀπ' ἀμφοτέρων, Xen. Ages. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 silence ; dat. adv. • σιγῇ en silence ; σιγῇ νῦν OD silence ! σιγὴν ἔχειν HDT ou φυλάσσειν EUR garder le silence ; σιγῇ ἔχειν τι HDT taire qch ; σιγῇ secrètement, tranquillement ; σιγῇ τινος HDT à l'insu de qqn;
2 réserve silencieuse, discrétion.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῑγή -ῆς, ἡ, Dor. σιγά [σῖγα] het zwijgen, zwijgzaamheid:; γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει zwijgen is een sieraad voor vrouwen Soph. Ai. 293; σιγὴν φυλάσσειν het zwijgen bewaren Eur. IA 542; σιγὴν ποιήσασθαι tot zwijgen brengen Hdt. 6.130.1; overdr.. σιγαὶ ἀνέμων windstilte Eur. IA 10; διὰ σιγῆς in stilte Plat. Grg. 450c = μετὰ σιγῆς Plat. Sph. 264a. adv. σιγῇ in stilte:; οἱ δ’ ἂρ’ ἴσαν σιγῇ zij dan gingen in stilte Il. 3.8; stil, heimelijk, in het geheim:. εἶχε σιγῇ hij hield het stil Hdt. 9.93.2; σιγῇ τοῦ Αἰθίοπος buiten medeweten van de Ethiopiër Hdt. 2.140.1.
Russian (Dvoretsky)
σῑγή: дор. σῑγά (ᾱ) ἡ
1 молчание, безмолвие: σιγὴν ἔχειν Her. или φυλάσσειν Eur. хранить молчание; σιγαὶ τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις Plat. молчание младших в присутствии старших; σιγῇ Her., Xen., σιγῇ ἔχειν τι Her. молчать о чем-л.; διὰ или μετὰ σιγῆς Plat. молча, безмолвно или втайне; σιγῇ τινος Her., Eur. тайком от кого-л.; σιγῇ ποιεῖσθαι λόγοι Her. украдкой беседовать; σιγαὶ ἀνέμων Eur. безветрие, тихая погода;
2 молчаливость Soph.
Spanish
English (Strong)
apparently from sizo (to hiss, i.e. hist or hush); silence: silence. Compare σιωπάω.
English (Thayer)
σιγῆς, ἡ (from σίζω (onomatopoetic, Etym. Magn. 712,29) i. e. to command silence by making the sound st or sch; (yet σιγή probably has no connection with σίζω, but is of European origin (cf. German schweigen); cf. Fick, Part 3:843; Curtius, § 572)), from Homer down, silence: Revelation 8:1.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σιγά Α
παντελής έλλειψη θορύβου, φωνής ή ήχου, απόλυτη ησυχία, σιωπή («θα τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για τον πεθαμένο ποιητή»)
νεοελλ.
1. (ειδικά) η απουσία ομιλίας
2. φρ. α) «τηρώ σιγή ιχθύος» — δεν μιλώ καθόλου, δεν βγάζω τσιμουδιά
β) «ζώνη σιγής»
(ραδιοτεχν.) έκταση γύρω από πομπό βραχέων κυμάτων με τη μορφή ζώνης, όπου γίνεται αδύνατη ή πολύ δυσχερής η λήψη της εκπομπής του
αρχ.
1. (η δοτ. ως επίρρ.) σιγῇ
α) με σιωπή, σιωπηλά
β) σε χαμηλό τόνο, με σιγανή φωνή, ψιθυριστά
2. (η δοτ. ως επιφών.) σιωπή!
3. φρ. α) «σιγῇ ἔχω τι» — τηρώ κάτι μυστικό
β) «σιγῇ τινος»
(με επιρρμ. σημ.) εν αγνοία κάποιου, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σῖγα.
Greek Monotonic
σῑγή: Δωρ. σιγά, ἡ,
I. σιωπή, ησυχία· σιγὴν ἔχειν, παραμένω σιωπηλός, τηρώ σιγή, σιωπώ, σωπαίνω, σε Ηρόδ.· σιγὴν ποιεῖσθαι, κάνω ησυχία, σιωπώ, στον ίδ.· σιγὴν φυλάσσειν, σε Ευρ.· στον πληθ., σιγαὶ ἀνέμων, στον ίδ.
II. 1. δοτ. σιγῇ ως επίρρ., σιωπηλά, σε Όμηρ.· επίσης, όπως το σίγα, ως επιφών. σιγῇ νυν (ενν. ἔστε), σιωπήστε τώρα! σε Ομήρ. Οδ.· επιπλέον, σε χαμηλό τόνο, χαμηλόφωνα, ψιθυριστά, σε Ηρόδ.· σιγῇ βουλεύεσθαι, σε Ξεν.
2. μυστικά, σιγῇ ἔχειν τι, κρατώ κάτι μυστικό, παρασιωπώ, όπως το σιωπᾶν, σε Ηρόδ.· σιγᾷ καλύψαι, στέγειν, κεύθειν, σε Πίνδ., Σοφ.
3. με γεν., σιγῇ τινος, χωρίς αυτός να το γνωρίζει, σε Ηρόδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σῑγή: Δωρ. σιγά, ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.), σιωπή, σιγὴν ἔχειν, ἔχω σιωπήν, σιωπῶ, Ἡρόδ. 1. 86· σιγὴν ποιεῖσθαι, κάμνω σιωπὴν, ὁ αὐτ. 6. 130· παρέχειν Σοφ. Τρ. 1115, κτλ.· σιγὴν φυλάσσειν Εὐρ. Ι. Α. 542· σιγὴν τῶνδε θήσομαι πέρι· ὁ ἀυτ. ἐν Μηδ. 66· γύναι, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει. Σοφ. Αἴ. 293· κόσμος ἡ σ. τε καὶ τὰ παῦρ’ ἕπη ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 61· ὦ παῖ, σιώπα· πόλλ’ ἔχει σ. καλὰ αὐτόθι 102, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 13, 11, κτλ.· ἡ ἄγαν σ. Σοφ. Ἀντ. 1251, πρβλ. 1256· - ἐν τῷ πληθ., σιγαὶ ἀνέμων Εὐρ. Ι. Α. 10· σιγαὶ .. τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις Πλάτ. Πολ. 425Β. ΙΙΙ. σιγῇ, ὡς ἐπίρ., ἐν σιωπῇ, εἶναι δὲ αὕτη ἡ μόνη ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. πτῶσις (πρβλ σιωπὴ ΙΙ), πάντες εἵατο σιγῇ Ἰλ. Τ. 255, κτλ.· καὶ ὡς τὸ σῖγα, ὡς ἐπιφώνημα, σιγῇ νυν, σιώπα λοιπόν! Ὀδ. Ο. 440· οὕτω, τῇ σιγῇ Ἡρόδ. 7. 237· ὡσαύτως, χαμηλῇ τῇ φωνῇ ἐν ψιθυρισμῷ (πρβλ. σῖγα 2), σιγῇ ποιεῖσθαι λόγον ὁ αὐτ. 8. 74. σιγῇ βουλεύεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 19· ὡσαύτως, διὰ σιγῆς, μετὰ σ. Πλάτ. Γοργ. 450C, Σοφιστ. 264Α. 2) μυστικῶς, σιγῇ ἔχειν τι, τηρῶ τι μυστικόν, ὡς τὸ σιωπᾶν, Ἡρόδ. 9. 93· σιγᾷ καλύψαι, στέγειν, κεύθειν Πινδ. Ν. 9. 14, Σοφ. Ο. Τ. 341, Τρ. 989. 3) μετὰ γεν., σιγῇ τινος, ὡς τὸ κρύφα τινός, ἐν ἀγνοίᾳ τινός, Ἡρόδ. 2. 140, Εὐρ. Μηδ. 587. (Ἐντεῦθεν σιγάω, σῖγα, σιγηλός· - πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ Ἀρχ. Σκαν. sveig-ja (flectere), τὸ Μέσ. Γερμαν. swîg-en (πρβλ. Γερμαν. schweigen), ἂν καὶ κατὰ τὸν κανόνα τοῦ Grimm ἀντὶ τοῦ g ἔπρεπε νὰ ἦτο k· ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἡ ῥίζα θὰ ἦτο ΣϜΙΓ ἢ ΣϜΙΚ).
Middle Liddell
σῑγη, δοριξ σιγά, ἡ,
I. silence, σιγὴν ἔχειν to keep silence, Hdt.; σιγὴν ποιεῖσθαι to make silence, Hdt.; σιγὴν φυλάσσειν Eur.:—in pl., σιγαὶ ἀνέμων Eur.
II. σιγῇ, as adv. in silence, Hom.; also like σῖγα, as an exclamation, σιγῇ νυν (sc. ἔστἐ be silent now! Od.;also, in an under tone, in a whisper, Hdt.; σιγῇ βουλεύεσθαι Xen.
2. secretly, σιγῇ ἔχειν τι to keep it secret, like σιωπᾶν, Hdt.; σιγᾷ καλύψαι, στέγειν, κεύθειν Pind., Soph.
3. c. gen., σιγῇ τινος unknown to him, Hdt., Eur.
Chinese
原文音譯:sig» 西給
詞類次數:名詞(2)
原文字根:使靜默
字義溯源:緘默,無聲,靜默,寂靜,靜默無聲;源自(Σιδώνιος)X*=發噓聲,使安靜)
出現次數:總共(2);徒(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 寂靜(1) 啓8:1;
2) 靜默了(1) 徒21:40
Mantoulidis Etymological
(=σιωπή). Εἶναι ἠχοποίητη λέξη ἀπό τό ρῆμα σίζω (=κάνω «τσίζ», ὅπως κάνει τό πυρακτωμένο σίδερο στό νερό). Παράγωγα τοῦ σιγή: σῖγα (=σιωπηλά), σιγάζω, σιγαλέος, σιγάω -ῶ, σιγηλός, σιγηρός, σιγητέον.
Léxico de magia
ἡ silencio como condición ritual ὑπηρετοῦντος παιδὸς ἀφθόρου καὶ σιγὴν ἔχοντος, ἄχρις ἂν ἀπίῃ ὁ ἄγγελος con la ayuda de un niño puro que guarde silencio, hasta que se marche el ángel P I 87 asoc. a la divinidad suprema κρυφίων πάντων ἄναξ, ταμία λήθης, γενάρχα σιγῆς tú, señor de todo lo oculto, administrador del olvido, fundador del silencio P IV 1782 ὁ αʹ σύντροφος τοῦ ὀνόματος σ. el primer compañero de tu nombre es el silencio P VII 766 ἐπίθες δεξιὸν δάκτυλον ἐπὶ τὸ στόμα καὶ λέγε· σ., σ., σ., σύμβολον θεοῦ ζῶντος ἀφθάρτου pon el dedo derecho en tu boca y di: silencio, silencio, silencio, símbolo del dios vivo inmortal P IV 558 como fórmula σὺ δὲ πάλιν λέγε· «σ., σ. (λόγος), ἐγώ εἰμι σύμπλανος ὑμῖν ἀστήρ» tú di de nuevo: «silencio, silencio (fórmula), yo soy una estrella que anda errante con vosotros» P IV 573 P IV 578 P IV 582 P IV 623
Lexicon Thucydideum
silentium, silence, stillness, 2.89.9.
Translations
silence
Afrikaans: stilte; Albanian: heshtje; Arabic: صَمْت, سُكُوت; Egyptian Arabic: سكوت; Armenian: լռություն; Asturian: silenciu; Azerbaijani: sükut; Bashkir: тынлыҡ; Belarusian: цішыня, маўчанне; Breton: didrouz; Bulgarian: тишина, мълчание; Catalan: silenci; Chinese Mandarin: 沉默; Crimean Tatar: süküt; Czech: ticho, mlčení; Danish: tavshed, stilhed; Dutch: stilte; Esperanto: silento; Estonian: vaikus; Faroese: tøgn; Finnish: hiljaisuus, äänettömyys; French: silence; Galician: silencio; Georgian: დუმილი; German: Stille, Schweigen; Alemannic German: Stili; Gothic: 𐌸𐌰𐌷𐌰𐌹𐌽𐍃; Greek: σιωπή, σιγή, ησυχία; Ancient Greek: ἀγλωσσία, ἀγρυξία, ἀκή, ἀκτυπησία, ἀποσιώπησις, ἀρρησία, ἁσυχία, ἀφθεγξία, ἀφωνία, ἀφωνίη, ἀψοφία, γλωσσαργία, εὐκαμία, εὐφιμία, ἐχεμυθία, ἡσυχία, ἡσυχίη, σῖγα, σιγή, σιωπή, σωπή, φίμωσις; Hebrew: שקט, דממה; Hindi: ख़ामोशी, चुप्पी, मौनता; Hungarian: csend, csönd, hallgatás; Icelandic: þögn, ró; Ido: silenco; Irish: tost; Italian: silenzio; Japanese: 静けさ, 静寂, 黙秘, 沈黙; Kazakh: тыныштық, жайшылық; Korean: 침묵; Kurdish Central Kurdish: بێدەنگ; Northern Kurdish: bêdengî; Kyrgyz: унчукпоо; Latin: silentium; Latvian: klusums; Lithuanian: tyla; Macedonian: тишина, молчење, штама; Maori: haumūmūtanga; Marathi: शांतता; Mongolian: нам гүм; Nepali: मौनता; Northern Sami: jaskatvuohta; Norwegian: ro, taushet, togn; Bokmål: stillhet; Occitan: silenci; Old Church Slavonic: тишина; Old English: swīġe, stilnes; Old Norse: þǫgn; Pashto: ګنګه روژه, چوپتيا; Persian: خاموشی, سکوت; Polish: cisza, milczenie; Portuguese: silêncio; Quechua: upalla; Romanian: liniște, tăcere; Russian: тишина, молчание; Samoan: fīlēmū; Scots: seelence; Scottish Gaelic: tosd, sàmhchair; Serbo-Croatian Cyrillic: тишѝна, му̑к; Roman: tišìna, mȗk; Slovak: ticho, mlčanie; Slovene: tišina, molk; Southern Altai: унчукпас; Spanish: silencio; Swahili: kimya; Swedish: tystnad; Tagalog: katahimikan; Tatar: тынлык; Telugu: నిశ్శబ్దము, మౌనము; Tetum: nonook; Thai: ความเงียบ; Tocharian B: ām; Tongan: fakalongo; Turkish: sessizlik, sükut; Turkmen: ümsümlik; Ukrainian: тиша, мовчання; Urdu: خاموشی; Vietnamese: sự yên lặng; Volapük: seil; Welsh: distawrwydd, tawelwch; Yiddish: שטילקייט; Yucatec Maya: ch'een, ch'ench'enki; Zulu: ukuthula
taciturnity
Catalan: taciturnitat; Czech: mlčenlivost; Dutch: zwijgzaamheid; French: taciturnité; German: Schweigsamkeit; Greek: εχεμύθεια, ολιγολογία, λακωνικότητα; Ancient Greek: ἀρρησία, ἀρρημοσύνη, ἀφωνία, ἀφωνίη, γλωτταργία, ἐχεγλωττία, ἐχεμυθία, σιγή, σιώπησις, τὸ σιωπηλόν; Italian: taciturnità; Portuguese: taciturnidade; Russian: молчаливость, неразговорчивость; Serbo-Croatian: šutljivost, mučaljivost; Spanish: taciturnidad; Swedish: tystlåtenhet, fåordighet, ordkarghet; Turkish: sessizlik, suskunluk; Ukrainian: мовчазність