εὐνοῦχος
English (LSJ)
ὁ, (εὐνή, ἔχω)
A castrated person, eunuch, employed to take charge of the women and act as chamberlain (whence the name, ὁ τὴν εὐνὴν ἔχων), Hdt.3.130, al., Ar.Ach. 117, X.Cyr.7.5.60, etc.
2 of animals, Philostr.Her.1.3, Sch.Par.A.R.1.585.
3 of dates, without stones, Arist.Fr.267:—Pythagorean name for θρίδαξ, Lycusap. Ath.2.69e.
II as adjective, watching the bed, sleepless, λαμπάδες εὐνούχοισιν ὄμμασιν S.Fr.789.
German (Pape)
[Seite 1084] ὁ (Betthalter oder Betthüter, Diener u. Aufseher der Weiber, die verschnitten waren u. bes. in Asien als Vertraute der Fürsten oft zu großem Ansehen gelangten), der Verschnittene, Hämmling, Her. 8, 105; Xen. Cyr. 7, 5, 60 ff. u. A. – Auch von Tieren, Schol. Ap. Rh. 1, 587 u. Sp. – Von Früchten oder Pflanzen, die keinen Kern od. Saamen haben, φοίνικες, die auch ἀπύρηνοι genannt werden, Arist. bei Ath. XIV, 652 a; bei den Pythagoräern hieß so der Salat, id. II, 69 e (vgl. ἄστυτος). – Soph. frg. 880 sagt εὐνοῦχα ὄμματα, schlaflose, wache Augen, von VLL. εὔνεις, μὴ μετασχόντες ὕπνου erkl.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
eunuque litt. gardien de la couche, càd gardien des femmes, en Orient, puis en Grèce.
Étymologie: εὐνή, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
εὐνοῦχος:
1 досл. охраняющий ложе, перен. бессонный (ὄμματα Soph.);
2 безъядерный, не имеющий косточек (φοίνικες Arst.).
II ὁ евнух, скопец Her., Xen. etc.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνοῦχος: ὁ, (εὐνή, ἔχω) ἀνὴρ ἐκτομίας, οὗ ἐξέτεμον τὰ γεννητικὰ μόρια. Ἐν Ἀσίᾳ, ἀκολούθως δὲ καὶ ἐν Ἑλλάδι, εἶχον αὐτοὺς ὡς φύλακας τῶν γυναικῶν καὶ ὡς θαλαμηπόλους (ὁπόθεν τὸ ὄνομα, οἱ τὴν εὐνὴν ἔχοντες), Ἡρόδ. 1. 117., 7. 187., 8. 105, Ἀριστοφ. Ἀχ. 117 κἑξ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 60 κἑξ.: ἐν ταῖς Ἀσιατικαῖς αὐλαῖς καὶ τοῦ Βυζαντίου πολλάκις κατεῖχον ὑψηλὴν θέσιν. 2) ἐπὶ ζῴων, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 585, Τζέτζ. 3) ἐπὶ καρπῶν, ἄνευ σπόρου ἢ πυρῆνος, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 652Α (πρβλ. εὐνουχίας): - εἶδος πλατυφύλλου καὶ ἀκαύλου θρίδακος (μαρουλίου), ἥτις ὑπὸ μὲν τῶν Πυθαγορείων ἐλέγετο εὐνοῦχος, ὑπὸ δὲ τῶν γυναικῶν ἀστυτὶς (ἢ ἀστῦτις κατὰ Meineke), Ἀθήν. 69Ε. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ φυλάττων τὴν εὐνήν, τὴν κοίτην, ἄγρυπνος, λαμπάδες εὐνούχιος ὄμμασιν Σοφ. Ἀποσπ. 880.
English (Strong)
from eune (a bed) and ἔχω; a castrated person (such being employed in Oriental bed-chambers); by extension an impotent or unmarried man; by implication, a chamberlain (state-officer): eunuch.
English (Thayer)
εὐνούχου, ὁ (from εὐνή a bed, and ἔχω), the Sept. סָרִיס; from Herodotus down; properly, a bed-keeper, bed-guard, superintendent of the bedchamber, chamberlain, in the palace of oriental monarchs who support numerous wives; the superintendent of the women's apartment or harem, an office held by eunuchs; hence,
a. an emasculated Prayer of Manasseh, a eunuch: B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Eunuch).
b. one naturally incapacitated — either for marriage, for begetting children, one who voluntarily abstains from marriage: Matthew 19:12c. Fischer, De vitiis lexamples N.T. etc., p. 485ff treats of the word more fully.
Greek Monolingual
και μουνούχος, ο (ΑΜ εὐνοῦχος, Μ και μουνοῦχος και ᾿ μνοῦχος, Α και ως επίθ. εὐνοῦχος, -ον)
1. αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό, ο εκτομίας
2. αυτός του οποίου έχουν αφαιρεθεί οι γεννητικοί αδένες και έχει καταστεί ανίκανος για συνουσία
αρχ.
1. (για τον καρπό του φοίνικα) αυτός που δεν έχει κουκούτσι
2. ως επίθ. αυτός που φυλάει την κλίνη, ο άγρυπνος («λαμπάδες εὐνούχοισιν ὄμμασιν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνή + -ούχος. Το μόνο συνθετικό στο οποίο απαντά ο τ. ευνή ως α' συνθετικό, ενώ ως β' συνθετικό εμφανίζεται το μόρφημα -ούχος (< έχω), πρβλ. διπλωματούχος, ταλαντούχος.
ΠΑΡ. ευνουχία, ευνουχίζω
αρχ.
ευνουχείον, ευνουχίας, ευνούχιον
μσν.
ευνουχιχός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ευνουχοειδής, ευνουχώδης].
Greek Monotonic
εὐνοῦχος: ὁ, ευνούχος, εκτομίας, που ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη των γυναικών και ήταν επιφορτισμένος με τα καθήκοντα του αρχιθαλαμηπόλου (απ' όπου, οἱ τὴν εὐνὴν ἔχοντες), σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
See also: s. εὐνή.
Middle Liddell
εὐν-οῦχος, ὁ,
a eunuch, employed to take charge of the women and act as chamberlains (whence the name, οἱ τὴν εὐνὴν ἔχοντεσ), Hdt., Ar., etc.
Frisk Etymology German
εὐνοῦχος: {eunoũkhos}
Grammar: m.
Meaning: Kämmerer, Eunuch
See also: s. εὐνή.
Page 1,589
Chinese
原文音譯:eÙnoàcoj 由恩烏何士
詞類次數:名詞(8)
原文字根:閹人 相當於: (סָרִיס)
字義溯源:去勢的人,閹人,太監;由(εὐμετάδοτος)X*=床,基)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(6);太(1);徒(5)
譯字彙編:
1) 太監(5) 徒8:27; 徒8:34; 徒8:36; 徒8:38; 徒8:39;
2) 閹人(1) 太19:12
Translations
eunuch
Arabic: خَصِيّ, مَخْصِيّ; Armenian: ներքինի; Belarusian: еўнух, скапец, кастрат, лягчанец; Bulgarian: скопец; Catalan: eunuc; Chinese Mandarin: 閹人/阉人, 公公, 宦官; Coptic: ⲥⲓⲟⲩⲣ; Czech: eunuch, kastrát; Danish: eunuk; Dutch: eunuch, castraat; Esperanto: kastrito; Finnish: eunukki, ruuna; French: eunuque, castrat; German: Eunuch, weiblicher Eunuch, Kastrat; Greek: ευνούχος; Ancient Greek: ἄγονος, ἄνορχος, ἀόρχις, ἀπόκοπος, ἀποσπάδων, βακέλας, γάλλος, ἐκτετμημένος, ἐκτομιαῖος, ἐκτομίας, ἐντομίας, εὐνοῦχος, σπάδων; Hebrew: סָרִיס; Hindi: हिजड़ा; Hungarian: eunuch; Icelandic: geldingur; Ido: eunuko; Irish: coillteán; Italian: eunuco; Kazakh: әтек; Latin: spado, eunuchus, thlasias; Macedonian: евнух, скопец; Malay: sida-sida; Maori: unaka; Mongolian: тайган; Norwegian Bokmål: evnukk; Nynorsk: evnukk; Occitan: eunuc; Persian: خواجه; Polish: eunuch, kastrat, rzezaniec, trzebieniec; Portuguese: eunuco; Russian: евнух, скопец, кастрат; Sanskrit: अक्षत; Serbo-Croatian: eunuh; Spanish: eunuco; Swedish: eunuck; Tagalog: bating, eunuko; Thai: ชันที; Tibetan: ཉུག་རུམ; Turkish: hadım; Ukrainian: є́внух, скопець, кастрат; Volapük: homen; Walloon: unuke; Yoruba: òkóbó
castrated
Arabic: خَصِيّ, مَخْصِيّ; Assamese: খাহী; Azerbaijani: axta; Bengali: খাসী; French: castré; Greek: ευνούχος, ευνουχισμένος; Ancient Greek: ἄνορχος, ἀόρχις, ἀπόκοπος, ἀποσπάδων, βαγώας, γάλλος, ἐκτετμημένος, ἐκτομιαῖος, ἐκτομίας, ἐντομίας, εὐνοῦχος, μοριότμητος, σπάδων, τομιαῖος, τομίας, χλούνης; Hungarian: herélt, kiherélt, ivartalanított, kasztrált; Italian: castrato; Kazakh: кестірілген; Latin: sectarius; Maori: rahopoka; Mongolian: агталсан; Portuguese: castrado; Spanish: castrado; Tagalog: puhag, basig; Yakut: ат