ποτήριον
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
English (LSJ)
τό,
A cup, drinking cup, wine cup, beaker, chalice Alc.52, Sapph.Supp.20a.10, Hdt.2.37, 3.148, Ar.Eq.120, 237, etc.; οὔποτ' ἐκ ταὐτοῦ μεθ' ἡμῶν πίεται π. ib.1289; π. ἀργυρᾶ IG12.232, al.; κεραμεᾶ Ath.11.464a, etc.
2 the Cup in the Eucharist, 1 Ep.Cor.11.25 sq.
3 jug, jar, Gal.13.385.
4 receptacle for offerings in temples, PTeb.6.27 (pl., ii B. C.).
II absorbent preparation, Gal.13.258, Alex.Trall.10 (pl.).
III v. ποτίρριον.
German (Pape)
[Seite 689] τό, neutr. von ποτήριος; – 1) Trinkgefäß, Becher; nach Ath. XI, 459 c zuerst Simonds ἐν ἰάμβοις, wo noch mehr Beispiele angeführt sind; Ar. Equ. 120. 237, Her. 7, 119 u. A., bes. Luc. u. Plut. – 2) eine strauchartige Pflanze, Diosc., astragalus poterium Linn.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase à boire, coupe.
Étymologie: dim. de ποτήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτήριον -ου, τό [ποτήρ] drinkbeker; christ. kelk. NT.
Russian (Dvoretsky)
ποτήριον: τό чаша, кубок Her., Arph., NT.
Spanish
English (Strong)
neuter of a derivative of the alternate of πίνω; a drinking-vessel; by extension, the contents thereof, i.e. a cupful (draught); figuratively, a lot or fate: cup.
English (Thayer)
ποτηρίου, τό (diminutive of ποτήρ), a cup, a drinking vessel;
a. properly: T WH omit; Tr brackets the verse); πίνειν ἐκ τοῦ ποτηρίου, τό ποτήριον τῆς ἐυλογιασς (see εὐλογία, 4), ψυχροῦ, ὕδατος, WH reject the passage) cf. Winer's 635f (589f)); τό ποτήριον τίνος, genitive of the person giving the entertainment (cf. Rückert, Abendmahl, p. 217f): πίνειν, Winer's Grammar, 189 (178)); Winer's Grammar, 411 (410)).
b. By a figure common to Hebrew, Arabic, Syriac, and not unknown to Latin writers, one's lot or experience, whether joyous or adverse, divine appointments, whether favorable or unfavorable, are likened to a cup which God presents one to drink (cf. Winer's Grammar, 32): so of prosperity, πίνειν τό ποτήριον μου or ὁ ἐγώ πίνω, to undergo the same calamities which I undergo, Plautus Cas. 5,2, 53 (50) ut senex hoc eodem poculo quod ego bibi biberet, i. e. that he might be treated as harshly as I was); used of the divine penalties: Alcaeus, Sappho), Herodotus, Ctesias (401 B.C.>), Aristophanes, Lucian, others; the Sept. for כּוס.)
Greek Monolingual
ποτήρι, το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α ποτήρ
1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό
2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα»)
3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία, φαρμάκι (α. «πιε το πικρόν ποτήριον της ξενιτιάς», Κάλβ.
β. «παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο», ΚΔ)
4. φρ. «άγιο(ν) ποτήριο(ν)» — σκεύος κατασκευασμένο συνήθως από πολύτιμο μέταλλο, διακοσμημένο με ανάγλυφες ιερές παραστάσεις, επιχρυσωμένο εσωτερικά, μέσα στο οποίο φυλάσσεται και από το οποίο δίδεται στους πιστούς ο καθαγιασμένος κατά τη θεία ευχαριστία οίνος και το οποίο συμβολίζει το ποτήρι που χρησιμοποίησε ο Χριστός κατά τον μυστικό δείπνο
νεοελλ.
1. το πιοτό, η οινοποσία («έχει τον νου του μόνο στο ποτήρι»)
2. ονομασία παλαιότερης μονάδας βάρους υγρών που ισοδυναμούσε με 0, 242361 λίτρες
3. το ουδ. ως ουσ. το ποτήριο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες της τάξης ροδώδη, ένα από τα κυριότερα είδη του οποίου, το Ποτήριο το ακανθώδες, απαντά και στην Ελλάδα και είναι γνωστό με την κοινή ονομασία αφάνα
4. φρ. α) «ποτήρι ζέσης»
χημ. σκεύος τών χημικών εργαστηρίων κατασκευασμένο από ειδικό πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση ή τον βρασμό υγρών ουσιών ή διαλλυμάτων
β) «αυτός είναι γερό ποτήρι» — λέγεται για κάποιον που αντέχει στο ποτό, που μπορεί να πιει πολύ
μσν.
φρ. «ποτήριον Χριστού» — το μαρτύριο ή ο μαρτυρικός θάνατος για χάρη του Χριστού
αρχ.
1. πιθάρι του οποίου το σχήμα μοιάζει με ποτήρι
2. ειδικό σκεύος τών ναών στο οποίο τοποθετούσαν τα διάφορα προσφερόμενα δώρα
3. απορροφητικό σκεύασμα
4. είδος αγκαθωτού θάμνου
5. φρ. α) «κεραμεοῦν ποτήριον» — ποτήρι κατασκευασμένο από πηλό
β) «ἀργυροῦν ποτήριον» — ποτήρι κατασκευασμένο από ασήμι.
Greek Monotonic
ποτήριον: τό (√ΠΟ από κάποιους χρόνους του πίνω), ποτήρι, κύπελλο για κρασί, σε Ηρόδ., Αττ.
Greek (Liddell-Scott)
ποτήριον: τό, ὡς καὶ νῦν, Ἀκλαῖ. 52, Σαπφὼ 72, Ἡρόδ. 2. 37., 3. 148, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 120, 237, κ. ἀλλ.· οὔποτ’ ἐκ ταὐτοῦ μεθ’ ἡμῶν πίεται π. αὐτόθι 1289· π. ἀργυρᾶ, χρυσᾶ Συλλ. Ἐπιγρ. 138. 7, 19, 27, κ. ἀλλ.· κεραμεᾶ Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, κτλ. 2) τὸ ποτήριον τῆς εὐχαριστίας, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 15 κἑξ., Ἐκκλ. ΙΙ. εἶδος θάμνου, Astragalus poterium, Διοσκ. 3. 15, Πλίν. 25. 76, κτλ.
Middle Liddell
ποτήριον, ου, τό, [!πο, Root of some tenses of πίνω
a drinking-cup, wine-cup, Hdt., Attic
Chinese
原文音譯:pot»rion 坡帖里按
詞類次數:名詞(33)
原文字根:飲(杯)
字義溯源:杯,飲具;源自(πίνω)*=喝)。杯,在新約表明基督的苦難,主耶穌在十字架上為我們嘗了那苦杯,擔當我們的罪,完成了救贖,使我們可以同領祝福的杯( 林前10:16)
出現次數:總共(32);太(7);可(7);路(5);約(1);林前(8);啓(4)
譯字彙編:
1) 杯(30) 太20:22; 太20:23; 太23:25; 太23:26; 太26:27; 太26:39; 可7:4; 可7:8; 可10:38; 可10:39; 可14:23; 可14:36; 路11:39; 路22:17; 路22:20; 路22:20; 路22:42; 約18:11; 林前10:16; 林前10:21; 林前10:21; 林前11:25; 林前11:25; 林前11:26; 林前11:27; 林前11:28; 啓14:10; 啓16:19; 啓17:4; 啓18:6;
2) 一杯(1) 可9:41;
3) 把一杯(1) 太10:42
Mantoulidis Etymological
Άπό τό πίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
τό copa ἐπὶ ποτηρίου λέγε ζʹ sobre una copa di siete veces P VII 385 P VII 643 λαβὼν ζμύρναν καὶ λίβανον ἀρσενικὸν βάλε εἰς π. toma mirra e incienso macho y échalo en una copa P XXXVI 135 de bronce λαβὼν π. χάλκεον γράψον διὰ ζμυρνομέλανος τὴν προγεγραμμένην στήλην toma una copa de bronce y escribe con tinta de mirra la inscripción anterior P IV 3247 λόγος ... ἐν ποτηρίῳ χαλκῷ ἐπὶ ἐλαίου fórmula en una copa de bronce con aceite P V 64 ἐπὰν δὲ ἐπὶ ποτήρια εἴπῃς καὶ δώσῃς γυναικί, φιλήσει σε si dices (la fórmula) sobre una copa y se la das a una mujer, te amará P VII 622
Translations
Afrikaans: koppie; Ainu: イタンキ, パケㇱ, トゥキ; Albanian: filxhan; Amharic: ጥዋ; Arabic: كَأْس, كُوب, فِنْجَان; Egyptian Arabic: فنجان, فنجال, كاس, كوباية; Hijazi Arabic: كاسة, كوب, فنجان; Aramaic: כסא; Classical Syriac: ܟܣܐ; Armenian: բաժակ; Asturian: copa, taza; Azerbaijani: fincan; Baba Malay: cangkir; Bashkir: сынаяҡ; Basque: kopa; Belarusian: ча́шка; Bengali: পেয়ালা; Bikol Central: tasa; Breton: hanaf; Brunei Malay: cawan; Bukar-Sadung Bidayuh: sangkir; Bulgarian: ча́ша; Burmese: ခွက်; Buryat: аяга; Catalan: tassa; Central Melanau: sakir, itel; Chechen: кад; Cherokee: ᎠᎫᎩᏍᏗ; Chinese Cantonese: 杯; Dungan: ванванзы, ванвар, цаван, җунзы; Hakka: 杯仔; Mandarin: 杯子; Min Nan: 杯仔; Coptic: ⲁⲫⲟⲧ; Cornish: hanaf, hanath; Corsican: tazza, coppa; Czech: šálek, hrnek; Danish: kop; Dutch: beker, kop, mok, tas, jat, kopje; Elfdalian: kapp; Esperanto: taso; Estonian: tass; Faroese: koppur; Finnish: kuppi; French: tasse, coupe; Galician: cunca, conca, copa; Georgian: ფინჯანი; German: Tasse, Becher, Kelch; Greek: φλιτζάνι, κούπα; Ancient Greek: ποτήριον, κοτύλη, ποτήρ; Greenlandic: imertarfik; Hebrew: כּוֹס, סֵפֶל; Hindi: प्याला, कप; Hungarian: csésze, findzsa; Iban: chawan, changkir; Icelandic: bolli; Ido: taso; Indonesian: cangkir; Ingush: кад; Irish: cupán; Italian: tazza, coppa; Japanese: コップ, カップ, 茶碗, お猪口, 器, 盃; Kalmyk: ааһ; Kazakh: шыны аяқ, аяқ; Khakas: айах, чірче; Khmer: ពែង; Korean: 컵, 고뿌; Kumyk: пинжан; Kurdish Northern Kurdish: fîncan, tas; Kyrgyz: чыны, чөйчөк, аяк; Lao: ຈອກ, ຖ້ວຍ, ຖ້ວຽ; Latgalian: kauss, kubucs, garcs; Latin: cantharus, poculum, calix; Latvian: kauss, krūzīte, tase; Lithuanian: puodelis, puodukas; Low German: Köppen, Köppke, Koppke, Tass; Luhya: sikombe; Luxembourgish: Taass; Macedonian: шолја, филџан, чаша; Malay: cangkir, cawan; Maltese: kikkra; Maori: kapu; Mongolian: аяга; Motu: bio; Mòcheno: bikera; Navajo: bee adlání, bąąh haʼíizhahí; Nepali: कप; Ngazidja Comorian: ikomɓe; Norman: tâsse, coupe; Northern Sami: gohppu; Northern Norwegian: kopp; Occitan: tassa, copa; Ojibwe: onaagaans; Old English: cuppe; Old French: cope; Ossetian: пиала; Pashto: کوندازه, کنداره, پياله, جام; Persian: فنجان, پنگان; Plautdietsch: Tauss; Polish: filiżanka; Portuguese: xícara, chávena; copo; Punjabi: ਪਿਆਲਾ; Quechua: qiru; Romanian: ceașcă; Romansch: cuppin, cuppegn, coppa, cuppina, scadiola, scariola, tazza; Russian: ча́шка, ча́ша, ку́бок; Scottish Gaelic: cupa, copan; Serbo-Croatian: šalica; Cyrillic: шоља, шољица, чаша, филџан; Roman: šolja, šoljica, čaša, fildžan; Shor: айақ; Sinhalese: කෝප්පය; Slovak: šálka, hrnček; Slovene: skodelica; Sorbian Lower Sorbian: tasa, bjachaŕ; Upper Sorbian: šalka; Sotho: kopi; Southern Altai: айак, чӧчӧй; Spanish: taza; Swahili: kikombe; Swedish: kopp; Tagalog: tasa; Tajik: пиёла, косача, пингон, финҷон; Tamil: கோப்பை; Tatar: чашка, чынаяк, кәсә, касә; Thai: ถ้วย; Tibetan: ཕོར་པ; Tigrinya: ዋንጫ; Turkish: fincan, kâse; Turkmen: çanak, käse; Ugaritic: 𐎋𐎒; Ukrainian: ча́шка; Urdu: کپ, پیالا; Uyghur: پىيالە; Uzbek: piyola; Vietnamese: chén, ly, tách, cốc; Volapük: bovül, kafabovül, tiedabovül, gleipedabovül, tirüdülabovül; Walloon: djate; Welsh: cwpan; West Frisian: kop; White Hmong: khob; Yakut: сэлиэнэй, чааскы; Yiddish: כּוס; Yucatec Maya: u k’aabil ki’ ne'en; Yup'ik: keluskaq, caskaq; Yámana: ayšu-tuku; Zazaki: fîncon; Zhuang: boi