φλύαρος

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλῠ́ᾱρος Medium diacritics: φλύαρος Low diacritics: φλύαρος Capitals: ΦΛΥΑΡΟΣ
Transliteration A: phlýaros Transliteration B: phlyaros Transliteration C: flyaros Beta Code: flu/aros

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,
A silly talk, foolery, nonsense, τἄλλα πάντ' ἐστὶ φλύαρος Ar.Nu.365 (anap.), cf. Men.541.2, Pl.Ax.365e, Plu.Cic.2, etc.: pl., fooleries, πολλῶν φλυάρων καὶ ταὧν ἀντάξια Stratt.27.
II tattler, babbler, Pl.Ax.369a, 1 Ep.Ti.5.13, Str.1.2.5, etc.: as adjective, ἡ φλύαρος φιλοσοφία LXX 4 Ma.5.10; φλύαρος λόγος D.H.Comp.26; φλύαρος γλῶττα Alciphr.3.69: Comp. φλυαρότερος Arr.Epict.2.19.10. Adv. φλυάρως = haphazardly, foolishly Sch.Ar.V. 855.

German (Pape)

[Seite 1293] ον, ionisch φλύηρος, 1) geschwätzig, Possen redend, albern, Plat. Ax. 369 b. – 2) ὁ φλύαρος, unnützes Geschwätz, Possen, τἄλλα πάντ' ἐστὶ φλύαρος Ar. Nubb. 364; Plat. Ax. 365 e; Strab. u. Folgde, wie Plut. Alc. 34.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
bavardage, niaiserie, sornette;
NT: badin, plaisantin.
Étymologie: φλύω.
2ος, ον :
bavard, qui parle à tort et à travers.
Étymologie: φλύω.

Russian (Dvoretsky)

φλύᾱρος:
1 Arph., Plat., Plut. = φλυαρία;
2 пустомеля, болтун Plat.

Greek (Liddell-Scott)

φλύᾱρος: ὁ, (ἴδε φλέω ΙΙΙ) μωρολογία, ἀνοησία, λῆρος, φλυαρία, τἆλλα πάντα ἐστὶ φλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 364, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14, Πλάτ. Ἀξ. 365Ε, Πλουτ. Κικ. 2, κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ. ἀνοησίαι, μωρίαι, πολλῶν φλυάρων καὶ ταὧν ἀντάξια Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 7. ΙΙ. ὁ λέγων ἀνοησίας, μωρολόγος, Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Α· φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμόθ. ε΄, 13. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φλύαρος· φαῦλος, εὐήθης» κλπ.· καὶ ὡς ἐπίθ., ἡ φλ. φιλοσοφία, Ἑβδ. (Δ΄, Μακκ. Ε΄, 10)· φλ. γλῶσσα Ἀλκίφρων 3. 69· συγκρ. φλυαρότερος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 10. ― Ἐπίρρ. φλυάρως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 588.

English (Strong)

from phluo (to bubble); a garrulous person, i.e. prater: tattler.

English (Thayer)

φλυαρον (φλύω, 'to boil up,' 'throw up bubbles', of water; and since bubbles are hollow and useless things, 'to indulge in empty and foolish talk'); of persons, uttering or doing silly things, garrulous, babbling (A. V. tattlers): Dionysius Halicarnassus, de comp. verb. 26, vol. 5:215,3; others); of things, foolish, trifling, vain: φιλοσοφία, Plato, Josephus, Vita §31; often in Plutarch; Aeschylus dial. Socrates 3,13; others.)

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο / φλύαρος, -ον, ΝΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας
μσν.-αρχ.
ευήθης, ανόητος, χαζός
αρχ.
1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος.
επίρρ...
φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ
με φλύαρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως επίθ. (για ετυμολ. βλ. λ. φλύαρος [ΙΙ])].
(II)
ὁ, Α
1. μωρολογία, ανοησία, φλυαρία («αὗται γάρ τοι μόναι εἰσὶ θεαί, τἆλλα δὲ πάντ' ἐστι φλύαρος», Αριστοφ.)
2. (για πρόσ.) πολυλογάς, σαχλαμάρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, η οποία απαντά αρχικά στην κωμική κυρίως ποίηση και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο τον δράστη της ενέργειας όσο και την ίδια την ενέργεια (πρβλ. φλήναφος, φλύαξ). Η λ. φλύαρος συνδέεται με το ρ. φλύω «φλυαρώ» (βλ. λ. φλύω) και, κατά την πιθανότερη άποψη, αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. ενός αρχικού αμάρτυρου επιθ. φλυα-ρός, σχηματισμένον από ένα αμάρτυρο θηλ. φλυᾱ με σημ. «φλυαρία» (για ανάλογη υπόθεση ύπαρξης ενός τέτοιου θηλ. με διαφορετική, όμως, σημ. «γονιμότητα» βλ. λ. Φλοιάσιος) με επίθημα -ρός (πρβλ. ἀνιαρός, λυπηρός). Στη συνέχεια, η λ. τονίστηκε στην προπαραλήγουσα με γενίκευση του τονισμού της κλητικής φλύαρε (για το φαινόμενο αυτό πρβλ. και μοχθηρός: μόχθηρος, μωρός: μῶρος, πονηρός: πόνηρος). Ωστόσο, ο τρόπος σχηματισμού της λ. παραμένει ανεπιβεβαίωτος, ενώ έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι πρόκειται για υποχωρητ. παρ. του ρ. φλυαρῶ, χωρίς όμως να ερμηνεύεται ο σχηματισμός του ρ. αυτού, γεγονός που καθιστά την άποψη λιγότερο πιθανή. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η διατήρηση του μακρού -- στον τ. φλύᾱρος, η οποία, κατά μία άποψη, ερμηνεύεται ως χαρακτηριστικό της αττικής διαλ. σε περιβάλλον μετά από -υ- (σικύᾱ), ενώ, κατ' άλλους, εξηγείται με βάση την υπόθεση ότι πρόκειται για δωρ. τ. τον οποίο δανείστηκαν οι υπόλοιπες διάλεκτοι].

Greek Monotonic

φλύᾱρος: [ῠ], ὁ (φλύω),
I. ανόητη κουβέντα, ανοησία, μωρολογία, σε Αριστοφ.
II. ανόητος ομιλητής, φαφλατάς, φλύαρος, σε Πλάτ., Κ.Δ.

Middle Liddell

φλύᾱρος, ὁ, φλύω
I. silly talk, foolery, nonsense, Ar.
II. a silly talker, tatler, babbler, Plat., NTest.

Chinese

原文音譯:flÚaroj 弗呂阿羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:泡沫(者)
字義溯源:說長道短的,多閒話的,不智的,胡說的;源自 (φλύαρος)X*=沸騰
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 說長道短(1) 提前5:13

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φλύω (=κατακλύζω μέ λόγια) πού παράγεται Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ φλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ φλύαρος: φλυαρία, φλυαρῶ, φλυάρημα.

Translations

talkative

Arabic: ثَرْثَار‎; Armenian: խոսուն, լեզվանի; Aromanian: limbutsescu, limbar; Azerbaijani: söhbətcil; Belarusian: гаварлі́вы, гаваркі́, размоўны; Bulgarian: приказлив, словоохотлив, разговорлив; Chinese Mandarin: 貧嘴, 贫嘴; Czech: upovídaný, povídavý; Danish: snaksom,snaksaglig; Dutch: spraakzaam, praatgraag, babbelziek; English: chatty, gabby, loquacious, outgoing, talksome, outspoken; Esperanto: parolema; Finnish: puhelias, suulas, suupaltti; French: bavard, loquace; Galician: falador, paroleiro, faladeiro; German: gesprächig, redselig; Greek: φλύαρος, ομιλητικός, λαλίστατος; Ancient Greek: γλώσσαλγος, γλώσσαργος, γλωσσώδης, ἑτοιμολόγος, λακερός, λάληθρος, λάλος, περίλαλος, πολύλαλος, πολύλογος, πολύφωνος, πρόγλωσσος, στωμυλήθρας, στωμύληθρος, στωμύλος, φιλόλογος, φλύαρος; Hebrew: דברן‎, פטפטן‎, פטפטני‎; Hungarian: beszédes, bőbeszédű; Icelandic: málglaður, skrafhreifinn; Ido: babilema; Indonesian: banyak omong; Irish: béalráiteach; Italian: loquace, chiacchierino, garrulo; Japanese: おしゃべり好きな; Javanese: cangkeman; Kapampangan: malabit; Korean: 수다스럽다; Kurdish Central Kurdish: زمان پاراو‎; Latin: loquax, garrulus, multiloquus; Latvian: runīgs, valodīgs, mutīgs, pļāpīgs; Luxembourgish: gespréicheg; Macedonian: разговорлив; Malayalam: വാചാലം; Maori: kōtetetete, matakuikui, hautete, whakapūkahu; Norwegian Bokmål: pratsom; Nynorsk: pratsam; Polish: gadatliwy, rozmowny; Portuguese: falador, falante, conversador, tagarela; Romanian: vorbăreț, flecar, limbut, guraliv, gureș; Russian: разговорчивый, словоохотливый, болтливый, беседливый, говорливый, гаваркі; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљав, прѝчљив, гово̀рљив; Roman: bȑbljav, prìčljiv, govòrljiv; Slovak: ukecaný, utáraný, zhovorčivý; Slovene: zgovoren, klepetav; Spanish: hablador, conversador; Swedish: pratglad, pratsam; Tatar: сүзчән; Turkish: konuşkan, şapır; Ukrainian: балакучий, говіркий, балакливий, говірливий, розмовний; Volapük: spikotälik; Welsh: siaradus, chwedleugar

loquacious

Aromanian: limbutsescu, limbar, zburyearcu, lafãzan; Bulgarian: бъбрив; Catalan: loquaç; Chinese Mandarin: 貧嘴, 贫嘴, 多嘴; Czech: povídavý; Dutch: praatziek, praatgraag; Finnish: puhelias, suulas; French: loquace; German: gesprächig, redselig, geschwätzig, schwatzhaft; Greek: ομιλητικός; Ancient Greek: λάλος, πολύλογος, τανύγλωσσος; Irish: teangach, béalach; Italian: loquace; Japanese: 多弁な; Latin: loquax, garrulus; Macedonian: зборлив, благоглаголив; Maori: tātākī, pukukōrero, kōtetetete; Mongolian: ам задгай; Norwegian: plaprende; Polish: gadatliwy; Portuguese: loquaz; Romanian: vorbăreț, limbut, flecar, gureș, guraliv; Russian: словоохотливый, разговорчивый, говорливый, болтливый; Scottish Gaelic: beulach, bruithneach, labhairteach, gobach. cabach; Serbo-Croatian Cyrillic: причљив; Roman: pričljiv; Spanish: locuaz; Swedish: pratsam; Turkish: konuşgan, geveze; Volapük: spikotälik, spikodiälik

chatterbox

Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: 話匣子, 话匣子, 喋喋不休者, 話癆, 话痨; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: kletskous; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: moulin à paroles, bavard comme une pie; Galician: charlatán; German: Dampfplauderer, Plaudertasche, Quasselstrippe, Schwätzer, Schwätzerin; Alemannic German: Chlepfe; Greek: πολυλογάς, φαφλατάς; Ancient Greek: ἀδέλεσχος, ἀδολέσχης, ἀδόλεσχος, ἀείλαλος, ἀθυρόγλωσσος, ἀθυρόγλωττος, ἀθυρόστομος, ἀπεριλάλητος, βάβαξ, γλώσσαλγος, γλώσσαργος, γλωσσώδης, Δωδωναῖον χαλκεῖον, ἑτοιμολόγος, κωτίλος, λακερός, λάληθρος, λάλημα, λαλητρίς, λάλος, λεσχήν, λεσχηνευτής, λογολέσχης, μακρολόγος, πανθρύλιος, πάνθρυλος, περίλαλος, περισσολόγος, πολύλαλος, πολυλόγος, πολύλογος, πολύφωνος, πρόγλωσσος, ῥαχίας λαλίστερος, ῥεολόγος, ῥειολόγος, ῥωποπερπερήθρας, σπερμολόγος, στωμυλήθρας, στωμύληθρος, στώμυλμα, στωμύλος, φάτης, φιλόλογος, φλέδων, φλήναφος, φλῆφος, φλύαρος; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: chiacchierone, ciancione, linguacciuto; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: lingulaca; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: tagarela, falador, gralha, grafonola; Russian: болтун, болтунья, болтушка, лопотун, лопотуха, лопотунья; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: loro, lora, charlatán, cotorra, parlanchín; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame