φωτίζω
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
A fut. φωτίσω 1 Ep.Cor.4.5:—I. abs., shine, give light, ὁ ἄνθραξ [οὐ δύναται] φωτίζειν ὥσπερ ἡ φλόξ Thphr. Ign.30, cf. Nic.Fr.74.66.
II trans., illuminate, ὁ ἥλιος φ. τὸν κόσμον D.S.3.48, cf. Plu. 2.931b (Pass.):—Pass., τὸ φωτιζόμενον, opp. τὸ φωτίζον, ib.936b: opp. σκοτίζομαι, ib.1120e, cf. Luc.Luct.2, Plot.2.3.5; of a planet, Cat.Cod.Astr.11(2).110; πεφωτισμέναι ἡμέραι Orph.Fr.272.
2 bring to light, make known, τὴν ἑκατέρων αἵρεσιν Plb.22.5.10, cf. 28.13.10; τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους 1 Ep.Cor.1.c., cf. 2 Ep.Ti.1.10:—Pass., γράμματα ἑαλωκότα καὶ πεφωτισμένα Plb.30.8.1; φωτισθέντος τοῦ θανάτου Id.15.25.8.
3 enlighten, instruct, teach, φ. τινάς, πῶς.. LXX 4 Ki.17.28; φ. πάντας, τίς ἡ οἰκονομία Ep.Eph.3.9.
4 illuminate with spiritual light, ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ πεφωτισμένος Corp.Herm. 9.3, cf. 13.18 (Pass.).
b in a special sense, baptize, in Pass., Ep.Heb.6.4, 10.32.
5 throw light upon, illustrate, of commentators, Ὅμηρον D.L.1.57.
German (Pape)
[Seite 1323] intrans., leuchten, glänzen, scheinen, ὁ ἄνθραξ οὐ φωτίζει, ὥσπερ ἡ φλόξ Theophr.; auch vom Glase, durchscheinen lassen, Arist. an. post. 1, 31; – trans., erleuchten, erhellen, bescheinen, dah. auch ans Licht bringen, bekannt machen, offenbaren, Pol. 23, 3,10; γράμματα ἑαλωκότα καὶ πεφωτισμένα 30, 8,1; ὑπὸ τῆς ἀληθείας πεφωτισμένων τῶν πραγμάτων Luc. Calumn. 32.
French (Bailly abrégé)
f. φωτίσω, att. φωτιῶ, ao. ἐφώτισα;
1 intr. jeter de la lumière;
2 tr. éclairer, illuminer;
NT: mettre en lumière, faire briller.
Étymologie: φῶς.
Russian (Dvoretsky)
φωτίζω: φῶς
1 освещать, озарять (τι Diod., Plat., Luc.);
2 объявлять (τὴν αἵρεσιν Polyb.): γράμματα ἑαλωκότα καὶ πεφωτισμένα Polyb. перехваченные и перлюстрированные письма;
3 просвещать (τινά NT).
Greek (Liddell-Scott)
φωτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· Ι. ἀπολ., λάμπω, δίδω φῶς, πέμπω φλόγα, ὁ ἄνθραξ οὐ φωτίζει ὥσπερ ἡ φλὸξ Θεοφρ. περὶ Πυρ. 30, πρβλ. Νικ. παρ’ Ἀθην. 684D. 2) ἐπὶ ὑέλου, μεταβιβάζω φῶς, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1, 31, ἐν τέλει. ΙΙ. μεταβ., ὡς καὶ νῦν, φωτίζω, παρέχω φῶς, κάμνω τι φωτεινόν, ὁ ἥλιος φ. τὸν κόσμον Διόδ. 3. 48, πρβλ. Πλούτ. 2. 931Α, Β. ― Παθ., ἀντίθετον τῷ σκοτίζομαι αὐτόθι 1120Ε, πρβλ. Λουκ. περὶ Πένθ. 2. 2) φέρω εἰς φῶς, κάμνω γνωστόν, γνωστοποιῶ, δημοσιεύω, Πολύβ. 23. 3, 10, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμόθ. α΄, 10. ― Παθ., γράμματα ἑαλωκότα καὶ πεφωτισμένα Πολύβ. 30. 8, 1. 3) φωτίζω, διδάσκω, διαφωτίζω, φ. τινάς, πῶς... Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 28)· φ. πάντας, τίς ἡ οἰκονομία Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. γ΄, 9. 4) φωτίζω πνευματικῶς, διὰ πνευματικοῦ φωτισμοῦ, καὶ (ἐπὶ ἰδιαιτέρας σημασίας) βαπτίζω, Ἐκκλ., πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. Ϛ΄, 4, ι΄, 32 καὶ ἴδε φώτισμα.
Spanish
English (Strong)
from φῶς; to shed rays, i.e. to shine or (transitively) to brighten up (literally or figuratively): enlighten, illuminate, (bring to, give) light, make to see.
English (Thayer)
future φωτίσω (L WH; φωτιῶ (G T Tr); 1st aorist ἐφωτισα; perfect passive participle πεφωτισμενος; 1st aorist passive ἐφοτίσθην;
1. intransitive, to give light, to shine (Aristotle, Theophrastus, Plutarch, others; the Sept. for אור, ἐπί τινα, WH brackets ἐπί).
2. transitive,
a. properly, to enlighten, light up, illumine: τινα, τήν πόλιν, ἀκτισι τόν κόσμον, of the sun, Diodorus 3,48; the Sept. for הֵאִיר); ἡ γῆ ἐφωτίσθη ἐκ τῆς δόξης (A. V. was lightened) shone with his glory, to bring to light, render evident: τά κρυπτά τοῦ σκότους, T L brackets WH text (but see c.)) (τήν αἵρεσιν τίνος, the preference, opinion, of one, Polybius 23,3, 10; τήν ἀλήθειαν, Epictetus diss. 1,4, 31; πεφωτισμενων τῶν πραγματον ὑπό τῆς ἀληθείας, Lucian, cal. non tem. cred. 32); to cause something to exist and thus to come to light and become clear to all: ζωήν καί ἀφθαρσίαν διά τοῦ εὐαγγελίου, opposed to καταργῆσαι τόν θάνατον, to enlighten spiritually, imbue with saving knowledge: τινα, φωτισθέντες of those who have been made Christians, הֵאִיר, הורָה, to instruct, inform, teach, Alex.; φωτιοῦσιν αὐτούς τό κρίμα τοῦ Θεοῦ τῆς γῆς, to give understanding to: πεφωτίσμενοι τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδίας ( διανοίας), as respects the eyes of your soul, Buttmann, § 145,6); (cf. Sirach 34:20), etc.)).
Greek Monolingual
ΝΑ, και φωτάω Ν [[φῶς, φωτός]]
1. παρέχω φως (α. «η λάμπα φωτίζει το δωμάτιο» β. «ὁ ἥλιος φωτίζει τὸν κόσμον», Διόδ.)
2. μτφ. παρέχω εξηγήσεις, διευκρινίσεις, διαφωτίζω (α. «η ανάκριση φώτισε το έγκλημα» β. «οι Βυζαντινοί σχολιαστές φώτισαν αρκετά τα ομηρικά έπη», γ. «καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου», ΚΔ)
3. (για τον Θεό) παρέχω πνευματικό φως στους ανθρώπους μέσω τών μυστηρίων
4. (αμτβ.) είμαι διαφανής
5. παθ. φωτίζομαι
εκκλ. βαπτίζομαι
νεοελλ.
1. (αμτβ.) έχω καλή όραση
2. (ως τριτοπρόσ.) φωτίζει
ξημερώνει, γίνεται ημέρα («το καλοκαίρι φωτίζει νωρίτερα»)
3. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο φωτιζόμενος
εκκλ. αυτός που πρόκειται να βαπτιστεί
4. (ο λόγιος αρσ. τ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο πεφωτισμένος
α) άτομο που έχει χαρισματικό νου ή πρόσωπο που έχει κάνει λαμπρές σπουδές
β) εκκλ. αυτός στον οποίο έχει μεταδοθεί πνευματικό φως, η θεία χάρη
5. (ο λόγιος τ. αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οι πεφωτισμένοι
οπαδοί θρησκευτικών ομάδων που διατείνονται ότι φωτίζονταν κατευθείαν από τον Θεό χωρίς τη βοήθεια τών Μυστηρίων της Εκκλησίας (α. «οι πεφωτισμένοι της Ισπανίας» β. «οι πεφωτισμένοι της Βαβαρίας»)
6. φρ. α) «μέ φώτισες!»
(ειρωνικά) η εξήγησή σου δεν έλυσε την απορία μου ή δεν είπες τίποτε το καινούργιο
β) «ο Θεός να σέ φωτίζει»
(ως ευχή) μακάρι ο Θεός να σέ καθοδηγεί ή να σέ βοηθά
αρχ.
1. φέγγω, λάμπω («ὁ ἄνθραξ οὐ φωτίζει ὥσπερ ἡ φλόξ», Θεόφρ.)
2. εκκλ. (για τον Θεό) μεταδίδω πνευματικό φως στους ανθρώπους μέσω τών μυστηρίων
3. μτφ. γνωστοποιώ ή αποκαλύπτω.
Greek Monotonic
φωτίζω: μέλ. φωτίσω,
1. λάμπω, δίνω φως, διδάσκω, σε Καινή Διαθήκη
2. φέρνω στο φως, δημοσιοποιώ, στο ίδ.
3. φωτίζω πνευματικά και έπειτα βαπτίζω, στο ίδ.
Middle Liddell
φωτίζω,
1. to enlighten, illuminate: to instruct, teach, NTest.
2. to bring to light, publish, NTest.
3. to enlighten spiritually, and then to baptize, NTest.
Chinese
原文音譯:fwt⋯zw 賀提索
詞類次數:動詞(11)
原文字根:光(照) 相當於: (יׄורֶה / יָרֵא / יָרָה)
字義溯源:照射,光照,照亮,照出,照明,照耀,發光,明白,顯示,蒙了光照,彰顯出來,啓蒙;源自(φῶς)=光),而 (φῶς)出自(φαῦλος)X*=照耀,顯示)。參讀 (ἐπιφαύσκω / ἐπιψαύω)同義字
同源字:1) (ἐπιφώσκω)露出曙光 2) (φῶς)光 3) (φωστήρ)發光體 4) (φωσφόρος)帶光體 5) (φωτεινός)明亮的 6) (φωτίζω)照射 7) (φωτισμός)光亮
出現次數:總共(11);路(1);約(1);林前(1);弗(2);提後(1);來(2);啓(3)
譯字彙編:
1) 蒙了光照(2) 來6:4; 來10:32;
2) 照亮(2) 路11:36; 約1:9;
3) 發光(1) 啓18:1;
4) 照耀(1) 啓21:23;
5) 要光照(1) 啓22:5;
6) 彰顯出來(1) 提後1:10;
7) 要照出(1) 林前4:5;
8) 照明(1) 弗1:18;
9) 明白(1) 弗3:9
Léxico de magia
iluminar como acción de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν μέγιστον θεόν, ... τὸν τὰ πάντα φωτίζοντα καὶ διαυγάζοντα τῇ ἰδίᾳ δυνάμει τὸν σύμπαντα κόσμον te invoco a ti, el dios más grande, el que todo lo ilumina y con su propio poder llena de claridad a todo el cosmos P IV 990 esp. de Helios κλῦθί μοι, μέγιστε θεὲ Κόμμης, τὴν ἡμέραν φωτίζων óyeme, Comes, el dios más grande, que iluminas el día P II 119 P III 153