ἐμβατεύω

English (LSJ)

A step in or on, frequent, haunt: c. acc., of tutelary gods, νῆσος.. ἣν ὁ φιλόχορος Πὰν ἐμβατεύει A.Pers.449, cf. E.El.595; Πὰν Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων Cratin. 321; ἵνα Διόνυσος ἐμβατεύει S.OC679 (lyr.): c. dat., ὁ -εύων τῷ χωρίῳ δαίμων D.H.1.77: c. gen., in simple sense, set foot upon, μήτ' ἐμβατεύειν πατρίδος S.OT825: abs., enter a sacred cave, OGI530.15 (Iasus).
II ἐ. κλήρους χθονός enter on, come into possession of, E. Heracl.876, cf. LXX Jo.19.49: more freq. ἐ. εἰς τὴν ναῦν enter on possession of the vessel, D.33.6; εἰς τὴν οὐσίαν Id.44.19; εἰς τὸ χωρίον Is.9.3: abs., enter on an inheritance, PEleph.2.14 (iii B.C.).
2 metaph., νέων ψυχάς Him.Or.4.5.
III mount, cover, of the male, Palaeph.39.
IV to be initiated into the mysteries, Jahresh.15.46 (Notium), cf. Ep.Col.2.18.

Spanish (DGE)

(ἐμβᾰτεύω)
• Grafía: pap. frec. -βαδ-
• Morfología: [v. pas. perf. part. ἐμβεβατευμένοι IMylasa 204.12 (II/I a.C.)]
A tr.
I 1pisar, recorrer, rondar, habitar esp. de dioses, de Pan (νῆσος) ἣν ... Πάν ἐμβατεύει A.Pers.449, cf. Cratin.359.2, E.Fr.696.3, de Apolo, E.Rh.225, de Atenea, Aristid.Or.37.7, cf. 23.22, θεῖαι δυνάμεις ... ἐμβατεύουσι τὴν γῆν Them.Or.7.90c
de pers. οὐ γὰρ ἔστι σοὶ πόλιν τὴνδ' ἐμβατεύειν no te es posible pisar esta ciudad E.El.1251, cf. 595, Hec.913
raro c. gen. καί μοι ... μἤστι τοὺς ἐμοὺς ἰδεῖν μήτ' ἐμβατεῦσαι πατρίδος y no me es posible ver a los míos ni pisar mi patria S.OT 825.
2 tomar posesión de κλήρους ... χθονός E.Heracl.876, ἐπορεύθησαν ἐμβατεῦσαι τὴν γῆν LXX Io.19.49, 51, pas. CPR 1.95.13 (III d.C.).
3 montar, cubrir el macho a la hembra, Palaeph.39.
II fig.
1 invadir, embargar νέων ψυχὰς ἁπαλάς Him.38.5.
2 escrutar, investigar τὰς καρδίας dicho de Dios, Chrys.M.53.199, τὴν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ Basil.Eunom.541c, cf. Ath.Al.M.25.216A, Epiph.Const.Haer.76.26.5.
B intr.
I 1entrar, acceder c. εἰς y ac. hacer una incursión εἰς τὴν χώραν αὐτοῦ LXX 1Ma.12.25
introducirse en, ocupar, invadir una propiedad ajena de modo ilegal οἱ ἐγ[κ] αλούμενοι ἐμβατεύσα[ντ] ες εἰς τὴν ... οἰκίαν PTor.Choachiti 8A.20 (II a.C.), κατὰ τὸ σιωπώμενον ... εἰς τὴν οἰκίαν PDryton 33.8 (II a.C.), βιαιότερον ... εἰς τὸ ... ἔδαφος τοῦ ἀμπελῶνος PDryton 34.19 (II a.C.).
2 andar, habitar, residir de dioses, c. dat. ὁ ἐμβατεύων τῷ χωρίῳ δαίμων D.H.1.77, ταῖς καρδίαις Chrys.M.53.321
abs. moverse sobre el terreno καταμετρεῖ τὴν οἰκήσιμον ἐμβατεύων mide el ecúmene sobre el terreno de la geografía op. a la geometría teórica, Str.2.5.4.
3 entrar con el ganado εἰς αὐτό en un campo consagrado a la divinidad, I.AI 2.265.
II fig.
1 adentrarse en un tema, profundizar como lo propio del historiador, LXX 2Ma.2.30, cf. ἐμβατεύσας· ζητήσας Hsch.
c. dat. λόγος τοῖς ὑψηλοτέροις ἐμβατεύων pensamiento que se adentra en los temas más elevados Gr.Nyss.V.Macr.390.16.
2 patear, pisotear c. dat. τοῖς γράμμασιν a las Sagradas Escrituras los maniqueos, Serap.Man.36 (p.53).
III jur.
1 ejecutar el embargo de una propiedad por deudas c. εἰς y ac. εἰς τὴν ναῦν D.33.6, εἰς τὰς τρεῖς ἀρούρας BGU 1167.64 (I a.C.), εἰς τὴν ὑποθήκην BGU 832.22 (II d.C.), cf. 101.15, POxy.1118.7 (I/II d.C.), τὸ τὸν δανειστὴν ἐμβατεῦσαι EM 334.35G.
2 acceder como dueño o heredero εἰς τὸ χωρίον Is.9.3, εἰς τὴν οὐσίαν D.44.19, ἐὰν δὲ καταλείπωσιν ... χρέος τι, ἐξέστω τοῖς υἱοῖς μὴ ἐμβατεύειν si (los padres al morir) dejan alguna deuda, sea permitido a los hijos no aceptar la herencia, PEleph.2.14 (III a.C.), cf. BGU 1130.14 (I a.C.), Hsch.
en v. med. mismo sent. εἰς ταῦτα (ἐποίκια) ἐμβεβατευμένοι κυρίως IMylasa l.c.
IV relig., en ritos de iniciación penetrar, pisar, poner el pie en un recinto sagrado ἃ ἑόρακεν ἐμβατεύων εἰκῇ φυσιώμενος vanamente hinchado por las cosas que contempló al penetrar, Ep.Col.2.18, en el áditon del templo oracular de Apolo Clario παραλαβὼν τὰ μυστήρι[α] ἐνεβάτευσεν Jahresh. 15.1912.46, cf. OGI 530.15 (ambas Claros II d.C.), μυηθέντες καὶ ἐνβατεύσαντες ἐχρήσαντο Jahresh. 8.1905.165 (Claros II d.C.).

German (Pape)

[Seite 805] 1) hinein-, darauftreten; πόλιν, betreten, Eur. El. 595; auch π ατρίδος, Soph. O. R. 825; ἵν' ὁ Βακχιώτας Διόνυσος ἐμβατεύει O. C. 685, wo er als Schutzgott wandelt (vgl. ἀμφιβαίνω); so νῆσον ὁ φιλόχορος Πὰν ἐμβατεύει Aesch. Pers. 441; vgl. Cratin. bei E. M. 183, 24; Eur. Rhes. 225; so aufzufassen ὁ ἐμβατεύων τῷ χωρίῳ δαίμων D. Hal. 1, 77. – Bes. κλήρους χθονός, den Besitz antreten, Eur. Heracl. 876; εἰς τὸ πλοῖον, sich in den Besitz des Fahrzeugs setzen, Dem. 33, 6; εἰς τὴν οὐσίαν 44, 16. 19, die Erbschaft antreten; εἰς τὸ χωρίον Is. 9, 3. – 2) bespringen, Palaephat. 40, 3

French (Bailly abrégé)

entrer dans, gén. ; en parl. des dieux fréquenter (un lieu qui leur est consacré), acc..
Étymologie: ἐμβάτης.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβᾰτεύω: (= ἐμβαίνω)
1 входить, вступать, приходить (νῆσον Aesch.; ναόν, πόλιν Eur.; πατρίδος Soph.);
2 вступать во владение (κλήρους χθονός Eur.; εἰς τὸ χωρίον Isae.; εἰς τὴν οὐσίαν Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβατεύω: περιπατῶ, εἰσέρχομαι εἰς μέρος τι, συχνάζω, τὸ πλεῖστον μετ᾿ αἰτιατ., ἐπὶ τῶν προστατηρίων ἢ πολιοῦχων θεῶν, νῆσος... ἣν ὁ φιλόχορος Πὰν ἐμβατεύει. Αἰσχύλ. Πέρσ. 449 (ἴδε Blomf. 455), πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 595· Πὰν Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 22· ἵνα... Διόνυσος ἐμβατεύει Σοφ. Ο. Κ. 679· ἀλλὰ μετὰ γεν. ἐπὶ τῆς πρώτης ἁπλῆς σημασίας, θέτω τὸν πόδα εἴς τι, μήτ’ ἐμβατεύειν πατρίδος Σοφ. Ο. Τ. 825· πρβλ. ἐμβαίνω Ι. 6. ΙΙ. ἐμβατ. κλήρους χθονός, εἰσέρχεσθαι εἰς, λαμβάνειν κατοχήν, Εὐρ. Ἡρακλ. 876· ἀλλὰ συνηθέστερον, ἐμβατεύειν εἰς τὴν ναῦν, λαμβάνειν κατοχὴν τοῦ πλοίου, Δημ. 894. 8· καὶ ἐνεβάτευσεν οὕτως εἰς τὴν οὐσίαν ὁ αὐτ. 1086. 19· εἰς τὸ χωρίον Ἰσαῖος 74. 42, ἴδε Βοίκχ. Συλλ. Ἐπιγρ. 88. ΙΙΙ. ἐπὶ ἄρρενος ζῴου, ἐπιβαίνω, βατεύω, καὶ ἀφίησιν αὐτῷ (τῷ Κερβέρῳ) κύνας θηλείας ἐμβατεύειν Παλαίφ. 40. 3.

English (Strong)

from ἐν and a presumed derivative of the base of βάσις; equivalent to ἐμβαίνω; to intrude on (figuratively): intrude into.

English (Thayer)

(see ἐν, III:3); (ἐμβάτης stepping in, going in); to enter;
1. properly: πόλιν, Euripides, El. 595; πατρίδος, Sophocles O. T. 825; εἰς τό ὄρος, Josephus, Antiquities 2,12, 1; to frequent, haunt, often of gods frequenting favorite spots, as νῆσον, Aeschylus Pers. 449; τῷ χωρίῳ, Dionysius Halicarnassus, Antiquities 1,77; often to come into possession of a thing; thus εἰς ναῦν, Demosthenes, p. 894,7 (6 Dindorf); τήν γῆν, Sept.; to invade, make a hostile incursion into, εἰς with accusative of place, eingehen);
a. to go into details in narrating: absolutely to investigate, search into, scrutinize minutely: ταῖς ἐπιστημαις, Philo, plant. Noë § 19; ἅ μή ἑώρακε ἐμβατεύων, things which he has not seen, i. e. things denied to the sight (cf. G L (in the small edition, but in the major edition it was reinserted, yet in brackets) T Tr WH Huther, Meyer, we expunge μή, we must render, going into curious and subtile speculation about things which he has seen in visions granted him; but cf. Baumg.-Crusius at the passage and Winer's Grammar, § 55,3e.; (also Reiche (critical commentary), Bleek, Hofm., others, defend the μή. But see Tdf. and WH. ad loc., and Lightfoot s 'detached note'; cf. Buttmann, 349 (300). Some interpret (conceitedly) taking his stand on the things which etc.; see under 1); Phavorinus ἐμβατεῦσαι. ἐπιβῆναι τά ἔνδον ἐξερευνησαι ἤ σκοπησαι; (similarly Hesychius 2293, vol. ii., p. 73, Schmidt edition, cf. his note; further see references in Suidas, Colossians 1213d.).

Greek Monolingual

ἐμβατεύω (AM)
1. βάζω κάπου το πόδι μου, πατώ
2. επιτίθεμαι ως εχθρός
3. εισδύω στην ψυχή κάποιου, εξετάζω, ερευνώ
αρχ.
1. (για πολιούχους θεούς) συχνάζω
2. μπαίνω σε ιερό τόπο
3. περιλαμβάνομαι σε κληρονομιά
4. (για αρσενικό ζώο) οχεύω, βατεύω
5. μυούμαι σε μυστήρια
6. κάνω κατοχή σε κάτι
7. ερευνώ, εισχωρώ
8. φθάνω, εκτείνομαι.

Greek Monotonic

ἐμβᾰτεύω: μέλ. -σω (ἐμβάτης
I. εισέρχομαι, μπαίνω ή πατώ μέσα, συχνάζω σε ένα μέρος, το στοιχειώνω, με αιτ., λέγεται για προστάτες θεούς, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν. απλώς, βάζω το πόδι μου επάνω, σε Σοφ.
II. ἐμβατ. κλήρους, λαμβάνω, τους ακοπτώ, σε Ευρ.· ομοίως και, ἐμβ. εἴς τι, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. σω ἐμβάτης
I. to step in or on, to frequent, haunt a place, c. acc., of tutelary gods, Aesch., etc.:—c. gen., simply, to set foot upon, Soph.
II. ἐμβατ. κλήρους to enter on, come into possession of, Eur.; so, ἐμβ. εἴς τι Dem.

Chinese

原文音譯:™mbateÚw 嗯-巴跳哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-步 相當於: (נָחַל‎)
字義溯源:侵入,放腳在其上,進入,探求,拘泥;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(βάσις)=腳步)組成;而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。這字的字義有下列三方面的爭辯:
1)進行調查
2)到殿中求問 3)屬於法律上的詞句:得以持有(天上的事物)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 拘泥於(1) 西2:18