ὁλόκληρος
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
ὁλόκληρον, complete, entire, perfect, opp. κολοβός, Arist.HA585b36; uncastrated, κίχλαι Pl.Com.174.9; τοὺς ἱερέας ὁ. νόμος εἶναι Anaxandr.39.10, cf. Men.233, Luc.Asin.33; ὁ. ὑγιής τε Pl.Ti.44c; σῶμα Diog.Oen.39; ὁ. μὲν.. ὄντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν... ὁ. δὲ.. καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοι perfect, complete, Pl. Phdr.250c; ὁ. καὶ γνήσιον Id.Lg.759c; ἐν ὁ. δέρματι Luc.Philops.8; also of evils, ὁ. πήρωσις Democr.296; [ἡ ἀνελευθερία] οὐ πᾶσιν ὁ. παραγίνεται Arist.EN1121b19, cf. 1126a12; simply, whole, complete, ἔτεσιν δυσὶν οὐχ ὁλοκλήρ[οι]ς IG14.1386; ὁ. βουλευτήριον BGU1027.12 (iv A. D.); ὁ. οἰκία PLond.3.930.13, etc.; ὁ. κολλούρια drug-pencils used as wholes, for insertion in cavities, Antyll. ap. Orib.10.23.1. Adv. ὁλοκλήρως Erot. s.v. ἀπαρτί, S.E.P.3.226, Gal.16.68, Hld.7.8.
German (Pape)
[Seite 325] in allen seinen Teilen unversehrt, integer; καὶ ὑγιής, Plat. Tim. 44 c; καὶ γνήσιον, Legg. VI, 759 c; καὶ ἀπαθεῖς κακῶν, Phaedr. 250 c; öfter bei Sp.: εὔκλειαν ὁλόκληρον περιποιήσασθαι, Pol. 18, 28, 9; Πέρσαις ἀνανεώσασθαι πᾶσαν ὁλόκληρον, ἣν πρότερον ἔσχον, ἀρχήν, Hdn. 6, 2, 6; ἐν ὁλοκλήρῳ δέρματι, Luc. Philops. 8. – Adv., S. Emp. pyrrh. 3, 226.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui forme un tout ; entier, intact, complet, parfait.
Étymologie: ὅλος, κλῆρος.
Russian (Dvoretsky)
ὁλόκληρος: целый, неповрежденный, невредимый (ὁ. καὶ ὑγιής Plat.; βασιλεία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόκληρος: -ον, πλήρης, ἀκέραιος, τέλειος, ἀντίθετ. τῷ κολοβός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6· Λατ. integer, κίχλαι ἑκκαίδεχ’ ὁλόκληροι Πλάτων Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 9· τοὺς ἱερέας ἐνθάδε ὁλοκλήρους νόμος εἶναι Ἀλεξανδρίδης ἐν «Πόλεσι» 1. 10· ὁλ. ὑγιής τε Πλάτ. Τίμ. 44C· ὁλόκληροι μὲν ... ὅντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν ..., ὁλόκληρα δὲ ... καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοι, τέλεια, πλήρη, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250C· ὁλ. καὶ γνήσιον ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 759C· ἐν ὁλ. δέρματι Λουκ. Φιλο-Ψευδ. 8. ― ὡσαύτως ἐπὶ κακῶν, ἡ ἀνελευθερία οὐ πᾶσιν ὁλ. παραγίνεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 38, πρβλ. 4. 5, 7. Ἐπίρρ. -ρως, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 226· ἔτεσιν δυσὶν οὐχ ὁλοκλήρως, οὐχὶ ἐντελῶς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 577.
English (Strong)
from ὅλος and κλῆρος; complete in every part, i.e. perfectly sound (in body): entire, whole.
English (Thayer)
ὁλόκληρον (ὅλος and κλῆρος, properly, all that has fallen by lot), complete in all its parts, in no part lacking or unsound, complete, entire, whole: λίθοι, untouched by a tool, Philo de vici. § 12; Josephus, Antiquities 3,12, 2 (cf. Havercamp's Josephus, ii., p. 321)). Ethically, free from sin, faultless (R. V. entire): τέλειοι and with the addition of ἐν μηδενί λειπόμενοι, complete in all respects, consummate, δικαιοσύνη, εὐσέβεια, Plato, Polybius, Lcian, Epictetus, others; the Sept. for שָׁלֵם, תָּמִים, SYNONYMS: ὁλόκληρος, τέλειος (cf. Trench, § xxii.): 'in the ὁλόκληρος no grace which ought to be in a Christian man is deficient; in the τέλειος no grace is merely in its weak imperfect beginnings, but all have reached a certain ripeness and maturity.']
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ολόκληρος, -ον)
1. αυτός που έχει πλήρη όλα τα μέρη του, άρτιος, πλήρης, συνολικός, ακέραιος («εἰς μακρὸν γῆρας ἀφικέσθαι ἐν ὑγιαινούσῇ τῆ ψυχῇ καὶ ὁλοκλήρῳ τῷ σώματι», Λουκιαν.)
2. μεγάλος, σημαντικός, αξιόλογος («έχασε στα χαρτιά ολόκληρη περιουσία»)
3. φρ. «εξ ολοκλήρου» ολοσχερώς, εντελώς
νεοελλ.
1. (συν. στον εν.) σύμπας, άπας, όλος («ολόκληρη η πόλη καταστράφηκε με τον σεισμό»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ολόκληρο
μουσ. η μεγαλύτερη ρυθμική αξία στη σύγχρονη ευρωπαϊκή μουσική που ισούται με 4 τέταρτα ή δύο ημίση.
επίρρ...
ολοκλήρως (ΑΜ ὁλοκλήρως)
εντελώς, καθ' ολοκληρίαν, ολοσχερώς, ολωσδιόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + κλῆρος (Ι), πρβλ. πολύκληρος].
Greek Monotonic
ὁλόκληρος: -ον, πλήρης, απ' όλες τις απόψεις, εντελής, ακέραιος, τέλειος, Λατ. integer, σε Πλάτ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Meaning: entire
See also: s. κλῆρος.
Middle Liddell
ὁλό-κληρος, ον,
complete in all parts, entire, perfect, Lat. integer, Plat., etc.
Frisk Etymology German
ὁλόκληρος: {holóklēros}
Meaning: vollständig
See also: s. κλῆρος.
Page 2,379
Chinese
原文音譯:ÐlÒklhroj 何羅-克累羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:完全-份(的) 相當於: (שָׁלֵם) (תָּמִים)
字義溯源:完備的,健全的,完全的,全備的;由(ὅλος)*=整個)與(κλῆρος)*=鬮,骰子)組成。參讀 (ἀμφότεροι)同義字
同源字:1) (κληρόω)分派基業 2) (ὁλόκληρος)完備的 3) (ὅλος)整個
出現次數:總共(2);帖前(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 完備(1) 雅1:4;
2) 完全(1) 帖前5:23
Mantoulidis Etymological
(=ἀκέραιος). Ἀπό τό ὅλος + κλῆρος.
Παράγωγα: ὁλοκληρία, ὁλοκληρῶ καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στίς λέξεις κλῆρος καί ὅλος.