χρώ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
Greek Monolingual
(I)
-άω, Α
1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω
2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.)
β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε κήδειν;», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά μόνο σε ορισμένους τ. αορ. ἐχράετε, ἐπ-έχραε, ἐπ-έχραον, οι οποίοι οδηγούν σε μια μορφή θεματικού αορ. χραεῖν (< θ. χρα- F-). Παρλλ. απαντά στο έπος και ένας τ. σιγματικού αορ. ἔχραυσα, ο οποίος καθιστά ακόμη περισσότερο πιθανή τη σύνδεση του αορ. αυτού με το ρ. χραύω (για τη σχέση τών τ. και για ετυμολ. βλ. λ. χραύω)].
(II)
-άω, ΜΑ, και ιων. τ. χρέω και τ. μέσ. χρηέομαι και δωρ. τ. χρέομαι Α
(το μέσ.) χρῶμαι, -άομαι
δίνω διέξοδο σε ένα συναίσθημα ή σε ένα πάθος, εκδηλώνω («καὶ τὴν δειλίαν πάμπολλα χρᾱσαι ὡσὰν γυναῖκες», Διγεν. Ακρ.
β. «οὕτω τῷ θυμῷ χρᾱται», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (για θεούς και μαντεία) χρησμοδοτώ, προλέγω («χρησμολόγος ἀνήρ, ὃς... χρᾷ ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ τάδε λέγων», Ηρόδ.)
2. παρέχω, δίνω προσωρινά κάτι σε κάποιον, κίχρημι («Κορινθίων ἐδέοντο χρῆσαί σφι νέας» Ηρόδ.)
3. χρηματίζω, διατελώ («τοῦ χρέοντος γραμματέως», επιγρ.)
4. (το μέσ.) α) (για προσ.) συμβουλεύομαι θεό ή μαντείο, ζητώ χρησμό («χρησόμενοι τῶ θεῷ», Ηρόδ.)
β) (σχετικά με τον Πέρση βασιλιά) ζητώ χάρη
γ) μεταχειρίζομαι κάτι, χρησιμοποιώ («δολίαις τέχναισι χρησάμενος», Πίνδ.)
δ) υφίσταμαι κάτι ή υπόκειμαι σε κάτι (α. «νιφετῷ... χρᾱται» — συναντά χιόνι, χιονίζει εκεί που βρίσκεται, Ηρόδ.
β. «χρῆται ζυγῷ» — γίνεται δούλος, Αισχύλ.
γ. «ταύτῃ τῇ συμφορᾷ ἐχρήσαντο», Λυσ.)
ε) προσδίδω σε κάτι μία χρήση («ὁπότερα τῷ σίτῳ ὄψῳ ἢ τῷ ὄψῳ σίτῳ χρήσεται», Ξεν.)
στ) (σχετικά με πρόσ.) i) θεωρώ («χρῆσθαι τινι ὡς φίλῳ» — θεωρώ φίλο κάποιον, Θουκ.)
ii) συμπεριφέρομαι («οὗτος δ' oὕτως ὑβριστικῶς ἐχρήσατο ἡμῖν», Δημοσθ.)
ζ) (με τις προθέσεις εἰς, ἀμφί, ἐπί, περί) κάνω χρήση ενός πράγματος για κάποιο σκοπό («οἷς ἀμφὶ θυσίας χρώμεθα», Ξεν.)
η) (με δοτ. προσ.) διατηρώ στενές φιλικές σχέσεις με κάποιον
θ) συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι
ι) έχω τη συνήθεια, συνηθίζω («ὥστ' ἔτι καὶ νῦν ἐξ ἐκείνου χρῶνται οὕτω Πέρσαι», Ξεν.)
5. παθ. δίνομαι ως χρησμός («τὰ μὲν δὴ ἐκ Δελφῶν οὕτω τῷ Κροίσῳ ἐχρήσθη», Ηρόδ.)
6. (ο παρακμ.) κέχρημαι
α) (με σημ. ενεστ.) i) χρειάζομαι κάτι
ii) ποθώ κάτι («οὔτ' εὐνῆς... κεχρημένος», Ομ. Ιλ.)
β) (με σημ. επιτ. ενεστ.) είμαι κάτοχος ενός πράγματος, έχω («φρεσὶ γὰρ κέχρητ' ἀγαθῇσιν» — έχει μυαλό, είναι συνετός, Ομ. Οδ.)
7. (το αρσ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ χρώμενοι
α) αυτοί που συμβουλεύονται μαντείο, που ζητούν χρησμό
β) οι φίλοι
8. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὁ κεχρημένος
α) αυτός στον οποίο δόθηκε χρησμός
β) άπορος, φτωχός
9. (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὸ χρησθέν
απάντηση μαντείου, χρησμός
10. (το μέσ. συχν. σε περιφρ.) α) «χρῶμαι ἱματίῳ» — φορώ ιμάτιο (Ξεν.)
β) «ἵπποις χρῶμαι» — ιππεύω (Ξεν.)
γ) «χρῶμαι τῇ πόλει» — συμμετέχω στα κοινά (Ευρ.)
δ) «χρῶμαι ἰχθύσι» — τρέφομαι με ψάρια (Πλούτ.)
ε) «χρῶμαι τῇ ἀληθείῃ» — λέω την αλήθεια (Ηρόδ.)
στ) «χρῶμαι βοῇ» — φωνάζω δυνατά
ζ) «χρῶμαι τέχνῃ» — ασκώ ένα επάγγελμα (Ξεν.)
η) «χρῶμαι πράγμασιν» — διοικώ (Δημοσθ.)
θ) «χρῶμαι μόρῳ» — πεθαίνω (Ηρόδ.)
ι) «ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρῶμαι» — αγοράζω και πουλώ (Ηρόδ.)
ια) «βασάνῳ χρῶμαι» — βασανίζομαι (Αντιφ.)
ιβ) «χρῶμαι φωνῇ
μιλώ (Πλατ.)
ιγ) «νίκῃ χρῶμαι» — νικώ (Ανδοκ.)
δ) «διαβολῇ χρῶμαι» — διαβάλλω (Πλάτ.)
ιε) «χρῶμαι φυγῇ» — φεύγω πάπ.
ιστ) «χρῶμαι ἀργυρίῳ» — έχω χρήματα και τά ξοδεύω για έναν σκοπό (Πλατ.)
ιζ) «χρῶμαι ἑαυτῷ» — αξιοποιώ τις δυνατότητες μου (Πλάτ.)
ιη) «χρώμαι Πλάτωνι, Ξενοφώντι» — μελετώ τα συγγράμματα του Πλάτωνος και του Ξενοφώντος (Πλούτ.)
ιθ) «ὁμολογίῃ χρῶμαι» — φτάνω σε συμφωνία (Ηρόδ.)
11. φρ. α) «ὁ τῇ ἰατρικῇ χρώμενος» — αυτός που ασκεί την ιατρική τέχνη, γιατρός
β) «βίᾳ χρώμενος εἰσήλθε» — μπήκε βίαια, μπήκε με το ζόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή].