γνωρίζω: Difference between revisions
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
(8) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM [[γνωρίζω]], Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω)<br /><b>1.</b> έχω μάθει, [[ξέρω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> έχω [[γνωριμία]] με κάποιον, [[ξέρω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[αναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[καθιστώ]] γνωστό, [[ανακοινώνω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[επαναφέρω]] στη [[μνήμη]] μου, [[αναγνωρίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />Ι. 1. [[γνωρίζω]] ως ερωτικό σύντροφο, έχω σαρκική [[σχέση]]<br /><b>2.</b> [[ξεχωρίζω]], [[διακρίνω]]<br /><b>3.</b> (για [[σφάλμα]]) [[αναγνωρίζω]], [[ομολογώ]]<br /><b>4.</b> [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]]<br />II. <b>παθ.</b> <i>γνωρίζομαι</i> (AM γνωρίζομαι)<br /><b>1.</b> αναγνωρίζομαι από κάποιον<br /><b>2.</b> έχω [[γνωριμία]], κοινωνικές σχέσεις με κάποιον («ἐγνωρισμένοι αὐτῷ» — που είχαν γνωριστεί μ' αυτόν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[γνωρίζω]], όπως εξάλλου και το επίθ. [[γνώριμος]], πιθ. προήλθε από ουσ. <i>γνώρον</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γνω</i>- ([[γιγνώσκω]]) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ρ</i>-. Το [[ρήμα]] διατηρήθηκε και χρησιμοποιείται παράλληλα [[προς]] το συνώνυμό του [[ξέρω]] στη νέα Ελληνική αντικαθιστώντας τα αρχ. [[γιγνώσκω]] και [[οίδα]]. Ο νεοελλ. τ. <i>εγνωρίζω</i> ανήκει στους ρηματικούς τύπους οι οποίοι, έχοντας [[αύξηση]] <i>ε</i>- στους ιστορικούς χρόνους, διατήρησαν αυτήν και στους αρκτικούς [[μετά]] από λέξεις που έληγαν σε -<i>ν</i> ή -<i>ς</i> <b>[[πρβλ]].</b> <i>μάς έβλεπε</i>, <i>τον έδειρε</i> και <i>μάς εβλέπει</i>, <i>τον εδέρνει</i>. Το ίδιο συμβαίνει και στον τ. <i>ηγνωρίζω</i>, με [[προσθήκη]] του <i>η</i>- [[αντί]] του <i>ε</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> διαλεκτ. <i>ηστέλλω</i>, <i>ηχτίζω</i>, <i>ηγαπώ</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γνώρισις]], [[γνώρισμα]], [[γνωρισμός]], [[γνωριστής]], [[γνωριστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναγνωρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εξαναγνωρίζω</i>, [[επιγνωρίζω]], [[προγνωρίζω]], [[συγγνωρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλογνωρίζω]], <i>μισογνωρίζω</i>, <i>ξαναγνωρίζω</i>, [[παραγνωρίζω]], [[πρωτογνωρίζω]]]. | |mltxt=και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM [[γνωρίζω]], Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω)<br /><b>1.</b> έχω μάθει, [[ξέρω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> έχω [[γνωριμία]] με κάποιον, [[ξέρω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[αναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[καθιστώ]] γνωστό, [[ανακοινώνω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[επαναφέρω]] στη [[μνήμη]] μου, [[αναγνωρίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />Ι. 1. [[γνωρίζω]] ως ερωτικό σύντροφο, έχω σαρκική [[σχέση]]<br /><b>2.</b> [[ξεχωρίζω]], [[διακρίνω]]<br /><b>3.</b> (για [[σφάλμα]]) [[αναγνωρίζω]], [[ομολογώ]]<br /><b>4.</b> [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]]<br />II. <b>παθ.</b> <i>γνωρίζομαι</i> (AM γνωρίζομαι)<br /><b>1.</b> αναγνωρίζομαι από κάποιον<br /><b>2.</b> έχω [[γνωριμία]], κοινωνικές σχέσεις με κάποιον («ἐγνωρισμένοι αὐτῷ» — που είχαν γνωριστεί μ' αυτόν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[γνωρίζω]], όπως εξάλλου και το επίθ. [[γνώριμος]], πιθ. προήλθε από ουσ. <i>γνώρον</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γνω</i>- ([[γιγνώσκω]]) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ρ</i>-. Το [[ρήμα]] διατηρήθηκε και χρησιμοποιείται παράλληλα [[προς]] το συνώνυμό του [[ξέρω]] στη νέα Ελληνική αντικαθιστώντας τα αρχ. [[γιγνώσκω]] και [[οίδα]]. Ο νεοελλ. τ. <i>εγνωρίζω</i> ανήκει στους ρηματικούς τύπους οι οποίοι, έχοντας [[αύξηση]] <i>ε</i>- στους ιστορικούς χρόνους, διατήρησαν αυτήν και στους αρκτικούς [[μετά]] από λέξεις που έληγαν σε -<i>ν</i> ή -<i>ς</i> <b>[[πρβλ]].</b> <i>μάς έβλεπε</i>, <i>τον έδειρε</i> και <i>μάς εβλέπει</i>, <i>τον εδέρνει</i>. Το ίδιο συμβαίνει και στον τ. <i>ηγνωρίζω</i>, με [[προσθήκη]] του <i>η</i>- [[αντί]] του <i>ε</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> διαλεκτ. <i>ηστέλλω</i>, <i>ηχτίζω</i>, <i>ηγαπώ</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γνώρισις]], [[γνώρισμα]], [[γνωρισμός]], [[γνωριστής]], [[γνωριστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναγνωρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εξαναγνωρίζω</i>, [[επιγνωρίζω]], [[προγνωρίζω]], [[συγγνωρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλογνωρίζω]], <i>μισογνωρίζω</i>, <i>ξαναγνωρίζω</i>, [[παραγνωρίζω]], [[πρωτογνωρίζω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γνωρίζω:''' ([[γιγνώσκω]]), μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, παρακ. <i>ἐγνώρῐκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γνωστοποιώ]], [[υποδεικνύω]], [[επισημαίνω]], [[διασαφηνίζω]], σε Αισχύλ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[γνωστός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., κάνω κάποιον γνωστό· <i>τινά τινι</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αποκομίζω]], καρπώνομαι [[γνώση]] για [[κάτι]], [[ανακαλύπτω]] ότι ένα [[πράγμα]] είναι..., με μτχ., σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[γνώστης]] κάποιου, εξοικειωμένος με κάποιον, [[αποκτώ]] [[γνωριμία]] με κάποιον, <i>τινά</i>, σε Πλάτ., Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
fut.Att.-ῐῶ: pf.
A ἐγνώρικα Pl.Phdr.262b:—make known, point out, A.Pr.487, LXX 1 Ki.10.8, al., Ep.Rom.0.22:—in this sense mostly Pass., become known, Pl.R.428a, Arist.APr.64b35; τὰ γνωριζόμενα μέρη τῆς οἰκουμένης Plb.2.37.4. 2 c. acc. pers., make known, τινά τινι Plu.Fab.21; commend, τινὰ τῇ βουλῇ ἰσχυρῶς App. Mac.9.6. 3 certify a person's identity, BGU581.13 (ii A. D.), POxy. 1024.18 (ii A. D.). II gain knowledge of, become acquainted with, discover, c. part., τοὔργον ὡς οὐ γνωριοῖμί σου τόδε δόλῳ προσέρπον S. OT538; τὰ καλὰ γ. οἱ εὐφυέες πρὸς αὐτά Democr.56, cf. E.Alc.564, Th.7.44, Arist.Ph.184a12:—Pass., Th.5.103, Men.72; γ. περί τι or περί τινος Arist.Metaph.1005b8, 1037a16. 2 become acquainted with, τινά Pl.La.181c, D.35.6; τινὰς ὁποῖοί τινές εἰσι Isoc.2.28:— Pass., ἐγνωρισμένοι αὐτῷ being made acquainted with him, ibid.; πρός τινος Luc.Tim.5.
German (Pape)
[Seite 499] 1) kenntlich machen, bekannt machen, τί τινι Aesch. Prom. 485; Arist. rhet. 1, 1; pass., Anal. pr. 2, 16; Sp., bes. N. T.; τινά τινι, Jemanden Einem anempfehlen, Plut. Fab. 2; App. Maced. 4; pass., bekannt, berühmt werden, Plut.; γνωριζόμενος. bekannt, Pol. 3, 37, 4 u. öfter. – 2) kennen lernen, erkennen; Soph. O. R. 538; Eur. Alc. 567; ὁ μὴ ἐγνωρικὼς, ὃ ἔστιν ἕκαστον τῶν ὄντων Plat. Phaedr. 262 b, öfter; pass. ἐγνώριστο Rep. IV, 428 a; γνώριζε καὶ ἡμᾶς, erkenne, sieh auch uns als Freunde an, Lach. 181 c; vgl. Rep. III, 402 a; von freundschaftlichem Bekanntsein, kennen, Dem. 35, 6; Plut. Alc. 4; οὐκέτι γνωρίζομαι πρὸς αὐτῶν Luc. Tim. 5.
Greek (Liddell-Scott)
γνωρίζω: μέλλ. ἀττ.-ῐῶ· πρκμ. ἐγνώρῐκα Πλάτ. Φαίδρ. 262Β (√ΓΝΟ, γιγνώσκω)· κάμνω γνωστόν, δεικνύω, ἐξηγοῦμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 487, κ. ἀλλ.·― ἀλλ’ ἡ μεταβατικὴ αὕτη σημασία κατὰ τὸ πλεῖστον φαίνεται ἐν τῷ παθητικῷ, γίνομαι γνωστός, Πλάτ. Πολ. 428Α, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 12, 1, κτλ. β) μετ’ αἰτ. προσ., κάμνω γνωστόν, τινά τινι Πλούτ. Φαβ. 21. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς τὸ εἰδέναι ἢ ἐγνωκέναι, λαμβάνω γνῶσίν τινος, γίνομαι γνώριμος μέ τινα ἢ μέ τι, ἀνακαλύπτω, μ. μετοχ., τοὖργον ὡς οὐ γνωριοῖμί σοι... δόλῳ προσέρπον Σοφ. Ο.Τ. 538, πρβλ. Θουκ. 5.103, Μένανδ. Ἀσπ. 8, Πλάτ., κ. άλλ., Ἀριστ. Φυσ. 1. 1, 1, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως γν. περί τι ἢ περί τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 3, 6., 6.11,13. 2) προσκτῶμαι γνωριμίαν μέ τινα, τινὰ Πλάτ. Λάχ. 181C, Δημ. 924. 28.― Παθ., ἐγνωρισμένοι αὐτῷ, οἵτινες εἶχον λάβει τὴν γνωριμίαν του, ὁ αὐτ. 925. 5.
French (Bailly abrégé)
f. γνωρίσω, att. –ιῶ ; ao. ἐγνώρισα, pf. ἐγνώρικα;
Pass. ao. ἐγνωρίσθην, pf. ἐγνώρισμαι;
1 faire connaître : τί τινι qch à qqn ; τινά τινι une personne à une autre ; Pass. acquérir de la notoriété, devenir notoire, être connu;
2 apprendre à connaître ; acquérir la connaissance de, apprendre, découvrir, acc.;
3 faire la connaissance de, entrer en relations avec ; Pass. avoir des relations d’amitié : τινί, πρός τινος avec qqn.
Étymologie: R. Γνω, v. γιγνώσκω ; cf. lat. gnarus, γνώριμος.
Spanish (DGE)
I gener. c. compl. indir.
1 c. ac. de abstr. o cosa y dat. de pers. dar a conocer αὐτοῖς (βροτοῖς) ἐνοδίους ... συμβούλους A.Pr.487, ἕως ... γνωρίσω σοι ἃ ποιήσεις LXX 1Re.10.8, ἀνθρώποις ... τὸν θεόν Iren.Lugd.Haer.3.18.7, ἡμῖν ... διὰ τῶν προφητῶν τὰ παρεληλυθότα καὶ ἐνεστῶτα Ep.Barn.1.7
•sólo c. ac. γνωρίσαι τὸ δυνατὸν αὐτοῦ dar a conocer su poder, Ep.Rom.9.22
•c. el ac. y un pred. certificar τὸν τόπον ἅπαντα ὄντα Ζήνωνος que toda la región pertenece a Zenón, PCair.Zen.643.21 (III a.C.).
2 c. ac. y dat. de pers. presentar γνωρίζει τὸν ἀδελφὸν αὐτῷ Plu.Fab.21
•recomendar αὐτὸν τῇ βουλῇ ... ἰσχυρῶς App.Mac.9
•c. ὅτι hacer saber que, 1Ep.Cor.12.3
•en v. pas. hacerse conocido, ser conocido τὸ ζητούμενον Pl.R.428a, cf. Arist.APr.64b35, Plb.2.37.4
•c. ὅτι ser conocido que en constr. pers. ἐὰν δὲ γνωρίζηται ὁ ταῦρος ὅτι κερατιστής ἐστιν LXX Ex.21.36.
II sin compl. indir.
1 c. ac. gener. de pers. reconocer, identificar ὅστις γνωριεῖ μ' ἰδών E.El.630, τοὺς ἀπεψηφισμένους D.25.100, cf. 35.6, τοὺς φίλους Aen.Tact.25.1, τοὺς ὑπὸ Ῥωμαίων ... ἀναδειχθέντας αὐτοκράτορας Hdn.8.6.2, αὐτόν Iust.Phil.Dial.36.6, σε Hierocl.Facet.150, cf. BGU 581.14 (II d.C.), POxy.1024.18 (II d.C.), los rasgos de la persona ἴχνη D.60.16, τὴν χεῖρα Hdn.1.17.4, cf. 2.1.10, τρόπον Hdn.2.14.4
•profesar τοὺς κανόνας (τῆς Νικαίας) Innoc.Ep.Cler.M.52.538
•discernir, darse cuenta c. interr. indir. γνωρίζειν ... τούς τε λέγοντας, ὁποῖοί τινές εἰσιν, καὶ περὶ ὧν ἂν λέγωσιν discernir qué clase de gentes son los que hablan y de qué hablan Isoc.2.28, πηλίκοι ἐσμέν Arist.Metaph.1053a34
•en v. pas. ser conocido, reconocido ὑπὸ τῶν ἐν γένει por los de su linaje D.60.7, ὁπόθεν δήποτε ἐγνωρισμένοι τούτῳ de cualquier modo que fuesen conocidos por él D.35.6, πρὸς αὐτῶν Luc.Tim.5, ὁ καθαρτικὸς τῇ μετριοπαθείᾳ Olymp.in Alc.5.14, ἐν ὅτῳ τις φυλάξεται αὐτὴν (ἐλπίς) γνωρισθεῖσαν mientras que se guarda uno de ella (la esperanza) una vez reconocida Th.5.103, περὶ τῶν φθόγγων εἰπεῖν ... τίνι γνωρίζονται Aristox.Harm.45.14, c. sent. jur. γνωριζόμενοι τῷ νόμῳ (hijos) reconocidos por la ley Iust.Nou.6.1.4
•c. part. pred. ser considerado, ser tenido por γνωριζέσθωσαν μὴ ὄντες Χριστιανοί Iust.Phil.1Apol.16.8.
2 sólo c. ac. de cosas y abstr. darse cuenta, advertir, percibir τὰ καλά Democr.B 56, cf. E.Alc.564, Arist.Ph.184a12, c. ac. y part. pred. ἢ τοὔργον ὡς οὐ γνωρίσοιμί σου τόδε δόλῳ προσέρπον; ¿o (pensaste) que no iba a descubrir tu plan, que me atacaba con engaños? S.OT 538, c. ὅτι: τόδε τὸ φώνημα γνωρίζειν, ὅτι Φώκου εἴη Plu.2.775b
•conocer, saber, entender τι Arist.Metaph.1053a32, περὶ ἕκαστον γένος Arist.Metaph.1005b8, περὶ τῆς ὕλης Arist.Metaph.1037a16, ἐξ ὧν ἐστὶν ἡ οὐσία Arist.Metaph.1053a19.
3 trabar conocimiento, entrar en relaciones con σύνισθί τε καὶ γνώριζε καὶ ἡμᾶς καὶ τούσδε τοὺς νεωτέρους Pl.La.181c
•en v. med. c. dat. tener relación con τοῖς ἀνδράσι Hld.5.20.4
•tener relaciones sexuales c. doble ac. με γαμετὴν Ὑδάσπης ἐγνώρισεν Hld.4.8.4.
III en v. med. manifestarse, revelarse ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται Men.Fr.66, τὸ ἄπειρον Dam.in Phlb.109.1, ὁ λόγος, ᾧ ... ὁ θεὸς ... γνωρίζεται Clem.Al.Paed.1.7.57
•ser famoso κατὰ δὲ Κῦρον Σόλων Ἀθηναῖος ἐγνωρίζετο Eus.PE 10.14.9, cf. HE 5.11.1.
English (Strong)
from a derivative of γινώσκω; to make known; subjectively, to know: certify, declare, make known, give to understand, do to wit, wot.
English (Thayer)
future γνωρίσω (γνωριῶ (L WH γνωρίσω; Buttmann, 37 (32); WH's Appendix, p. 163)); 1st aorist ἐγνώρισα; passive (present γνωρίζομαι); 1st aorist ἐγνωρίσθην; in Greek writings from Aeschylus down (see at the end); the Sept. for הודִיעַ and Chaldean הודַע ;
1. transitive, to make known: τί, τί τίνι, τίνι τό μυστήριον, G L T Tr WH read the passive); τίνι ὅτι, τίνι τί, ὅτι equivalent to τίνι ὅτι τί, τί interrogative περί τίνος, L T Tr WH; γνωριζέσθω πρός τόν Θεόν be brought to the knowledge of God, γνωρίζεσθαι εἰς πάντα τά ἔθνη to be made known unto all the nations, Plutarch, Fab. Max. 21,6)), in passive, to become known, be recognized: Tr text WH text.
2. intransitive, to know: τί αἱρήσομαι, οὐ γνωρίζω, WH marginal reading punctuate τί αἱρήσομαι; οὐ γνωρίζω; some refer this to 1 (R. V. marginal reading I do not make known), cf. Meyer at the passage In earlier Greek γνωρίζω signifies either 'to gain a knowledge of,' or 'to have thorough knowledge of.' Its later (and N. T.) causative force seems to be found only in Aeschylus Prom. 487; cf. Schmidt vol. i., p. 287; Lightfoot on Philippians , the passage cited Compare: ἀναγνωρίζω, διαγνωρίζω).
Greek Monolingual
και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω)
1. έχω μάθει, ξέρω κάτι
2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον
3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι
4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον
5. επαναφέρω στη μνήμη μου, αναγνωρίζω
μσν.- νεοελλ.
Ι. 1. γνωρίζω ως ερωτικό σύντροφο, έχω σαρκική σχέση
2. ξεχωρίζω, διακρίνω
3. (για σφάλμα) αναγνωρίζω, ομολογώ
4. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
II. παθ. γνωρίζομαι (AM γνωρίζομαι)
1. αναγνωρίζομαι από κάποιον
2. έχω γνωριμία, κοινωνικές σχέσεις με κάποιον («ἐγνωρισμένοι αὐτῷ» — που είχαν γνωριστεί μ' αυτόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. γνωρίζω, όπως εξάλλου και το επίθ. γνώριμος, πιθ. προήλθε από ουσ. γνώρον < (θ.) γνω- (γιγνώσκω) + (επίθημα) -ρ-. Το ρήμα διατηρήθηκε και χρησιμοποιείται παράλληλα προς το συνώνυμό του ξέρω στη νέα Ελληνική αντικαθιστώντας τα αρχ. γιγνώσκω και οίδα. Ο νεοελλ. τ. εγνωρίζω ανήκει στους ρηματικούς τύπους οι οποίοι, έχοντας αύξηση ε- στους ιστορικούς χρόνους, διατήρησαν αυτήν και στους αρκτικούς μετά από λέξεις που έληγαν σε -ν ή -ς πρβλ. μάς έβλεπε, τον έδειρε και μάς εβλέπει, τον εδέρνει. Το ίδιο συμβαίνει και στον τ. ηγνωρίζω, με προσθήκη του η- αντί του ε- (πρβλ. διαλεκτ. ηστέλλω, ηχτίζω, ηγαπώ κ.ά.).
ΠΑΡ. γνώρισις, γνώρισμα, γνωρισμός, γνωριστής, γνωριστικός.
ΣΥΝΘ. αναγνωρίζω
αρχ.
εξαναγνωρίζω, επιγνωρίζω, προγνωρίζω, συγγνωρίζω
νεοελλ.
καλογνωρίζω, μισογνωρίζω, ξαναγνωρίζω, παραγνωρίζω, πρωτογνωρίζω].
Greek Monotonic
γνωρίζω: (γιγνώσκω), μέλ. Αττ. -ῐῶ, παρακ. ἐγνώρῐκα·
I. 1. γνωστοποιώ, υποδεικνύω, επισημαίνω, διασαφηνίζω, σε Αισχύλ. — Παθ., γίνομαι γνωστός, σε Πλάτ.
2. με αιτ. προσ., κάνω κάποιον γνωστό· τινά τινι, σε Πλούτ.
II. 1. αποκομίζω, καρπώνομαι γνώση για κάτι, ανακαλύπτω ότι ένα πράγμα είναι..., με μτχ., σε Σοφ., Θουκ.
2. είμαι γνώστης κάποιου, εξοικειωμένος με κάποιον, αποκτώ γνωριμία με κάποιον, τινά, σε Πλάτ., Δημ.