κίνδυνος: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κίνδῡνος:''' ὁ, [[κίνδυνος]], [[τόλμη]], τολμηρή [[επιχείρηση]], Λατ. [[periculum]], σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>κίνδυνον ἀναρρίπτειν</i>, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>κίνδυνον</i> ή <i>κινδύνους</i>, <i>ἀναλαβέσθαι</i>, <i>ὑποδύεσθαι</i>, αἴρεσθαι [[ὑπομεῖναι]] κ.λπ., σε Αττ. | |lsmtext='''κίνδῡνος:''' ὁ, [[κίνδυνος]], [[τόλμη]], τολμηρή [[επιχείρηση]], Λατ. [[periculum]], σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>κίνδυνον ἀναρρίπτειν</i>, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>κίνδυνον</i> ή <i>κινδύνους</i>, <i>ἀναλαβέσθαι</i>, <i>ὑποδύεσθαι</i>, αἴρεσθαι [[ὑπομεῖναι]] κ.λπ., σε Αττ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κίνδῡνος:''' ὁ<b class="num">1)</b> опасность (ἐν κινδύνοις εἶναι Dem.; κινδύνῳ [[βαλεῖν]] τινα Aesch., ἐς κίνδυνον καθιστάναι τινά Thuc. и κινδύνους (ἐπι)φέρειν τινί Aeschin.): κίνδυνον ἀναλαβέσθαι Her. (ὑποδύεσθαι Xen., ξυναίρεσθαι или ἐγχειρίζεσθαι Thuc., αἴρεσθαι Eur., Dem. или ποιεῖσθαι Isocr.), ἐς κίνδυνον ἔρχεσθαι или ἐμβαίνειν Xen., κινδύνῳ περιπίπτειν Thuc. подвергать себя или подвергаться опасности; πάντα κίνδυνον [[ὑπομεῖναι]] Xen. идти на любую опасность; κ. γίγνεταί τινι Xen. и κ. καταλαμβάνει τινά Dem. (это) угрожает кому-л.; σοὶ κ. ἦν βασανισθῆναι Lys. тебе угрожала опасность подвергнуться допросу; Φρυγῶν πόλιν κ. ἔσχε δορὶ [[πεσεῖν]] Ἑλληνικῷ Eur. над городом фригийцев нависла опасность пасть от греческого оружия; κίνδυνον διαλύειν Dem. устранить опасность;<br /><b class="num">2)</b> рискованное предприятие, смелый поступок: κινδύνου τοῦ ταχίστου προσδεῖται Thuc. необходим немедленный и решительный шаг;<br /><b class="num">3)</b> решительная борьба ([[μέγας]] καὶ δεινὸς κ. ἠγωνίσθη Lys.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, heterocl. dat. κίνδῡνι (as if from κίνδυν) Alc.138, cf. Sapph.161:—
A danger, hazard, venture, whether abstract or concrete, πᾶσίν τοι κ. ἐπ' ἔργμασιν Thgn.585, cf. 637; ὁ μέγας κ. ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi.O.1.81; κ. γαλέης danger of or from her, Batr.9; κ. ἀϋτᾶς Pi. N.9.35; τὸν κ. τῆς μάχης Th.2.71; κίνδυνον ἀναρριπτέειν to run a risk, Hdt.7.50, etc.; ῥῖψαι E.Rh.154; κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ A.Th.1033; κίνδυνον ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι, Hdt.3.69, X.Cyr.1.5.12; αἴρεσθαι, ἄρασθαι, ἀρεῖσθαι, E.Heracl.504, Antipho 5.63, And.1.11; ξυνάρασθαι Th.l.c.; ἐγχειρίσασθαι Id.5.108, etc.; ὑπομεῖναι X.Cyr.1.2.1; μετὰ τοῦ δικαίου ποιούμενος τοὺς κ. Isoc.14.42; κινδύνῳ περιπίπτειν Th.8.27; ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, εἶναι, Id.7.77, Antipho 5.7; ἐπὶ κινδύνους χωρεῖν Th.2.39; πρὸς αὐθαιρέτους κ. ἰέναι Id.8.27; ἐς κ. ἐμβαίνειν X. Cyr.2.1.15; ἐς κ. καταστῆσαί τινα Th.5.99; κινδύνῳ βάλλειν τινά A. Th.1053; τὸν ἐπιόντα κίνδυνον Aeschin.3.148; τοὺς ἐπιφερομένους ἑαυτῷ κ. ib.163; τὸν κατειληφότα κ. τὴν πόλιν D.18.220; οὐ περὶ τῶν ἴσων ὁ κ. X.HG7.1.7; ἔνι κ. ἐν τῷ πράγματι Ar.Pl.348; κ. [ἐστι] c. inf., Pi.N.8.21, Lys.13.27, Pl.Cra.436b, etc.; πόλιν κ. ἔσχε πεσεῖν E.Hec.5; κ. ἀσφαλέστερος Antipho 2.2.9; κ. ἀνθρώπινοι... θεῖοι And. 1.139; ἐπὶ τῷ αὑτοῦ κ. at his own risk, Arist.Pol.1286a14; ἰδίῳ ἡμῶν κ. PLond.2.356.4 (i A.D.); καθαρὸς ἀπὸ παντὸς κ. PIand.35.10 (ii/iii A.D.). 2 trial, venture, κ. ἀνεῖται σοφίας Ar.Nu.955. 3 battle, Plb.1.87.10, etc.
German (Pape)
[Seite 1439] ὁ, die Gefahr, bes. im Kriege u. vor Gericht; μέγας, βαθύς, Pind. Ol. 1, 81 P. 4, 107 u. öfter; τόν θ' ὑπ' Ἰλίῳ σέθεν κίνδυνον Aesch. Ag. 857; κίνδυνον περᾶν Ch. 268; κινδύνῳ βαλεῖν τινα, in Gefahr stürzen, Spt. 1019. 1039; κίνδυνον αἴρεσθαι μέγαν Eur. Heracl. 503, sich der Gefahr unterziehen, wie Dem. 60, 20; ἀναλαβέσθαι Her. 3, 69; ὑποδύεσθαι Xen. Cyr. 1, 5, 12; ῥίπτειν Eur. Rhes. 154, gew. ἀναῤῥίπτειν, wie κύβον ἀναῤῥίπτειν, s. das Verbum; ἐπιβάλλειν Plat. Theaet. 173 a; εἰς κίνδυνόν τινα καθιστάναι, in Gefahr setzen, Thuc. 5, 99; ὁ κίνδυνος αὐτοῖς ἐγένετο περὶ ὅλης τῆς πόλεως Xen. Hell. 7, 1, 7; ἐν κινδύνῳ εἶναι Plat. Theaet. 142 b; εἰς κίνδυνον ἔρχεσθαι Prot. 313 a (wie Xen. Cyr. 1, 4, 8); προϊέναι Theaet. 181 b; auch κίνδυνον κινδυνεύειν, Apol. 34 c; εἰς κίνδυνον ἐμβαίνειν Xen. Cyr. 2, 1, 15; ὑπομεῖναι 1, 2, 1; ὑποδύεσθαι 1, 5, 12. – Κίνδυνός ἐστι mit folgdm inf., es ist Gefahr, es ist zu befürchten, daß, οὐ σμικρὸς κίνδυνός ἐστι ἐξαπατηθῆναι Plat. Crat. 436 b; ἐκ τούτων κίνδυνος τὴν προγεγονυῖαν χάριν μειοῦσθαι Xen. Mem. 2, 7, 9; κίνδυνος ἦν βασανισθῆναι Lys. 13, 28. Aehnl. Eur. πόλιν κίνδυνος ἔσχε δορὶ πεσεῖν Hec. 4. – Auch = das Wagestück, die kühne Unternehmung, das sich in Gefahr Stürzen. Von Processen, κίνδυνος μέγας καὶ δεινὸς ἠγωνίσθη Lys. 2, 34, u. oft bei den Rednern. – Das Wort scheint mit κινέω oder mit κιδ zusammenzuhangen.
Greek (Liddell-Scott)
κίνδῡνος: ὁ, ἑτερόκλ. δοτ. κίνδῡνι (ὡς ἐξ ὀνομαστ. κίνδυν) Ἀλκαῖ. 132· (ἀγνώστου ἐτυμολογίας)· ― κίνδυνος, τόλμη, τολμηρὰ ἐπιχείρησις, λατ. periculum, Πινδ. Ο. 1. 130, Ἀριστ. Νεφ. 955, κτλ.· κ. ποιεῖσθαι ἔν τινι, ἴδε ἐν λέξ. Κάρ. 2) ἀφῃρημένως, κίνδυνος, Θέογν. 585, 637· ἑπομένως ἐπὶ παντὸς εἴδους κινδύνου, κοινὸν τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσι (διότι ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. δὲν ἔχουσι λέξεις ταύτης τῆς ὁμοταξίας)· κ. γαλέης, κίνδυνος ἐξ αὐτῆς, Βατραχομυομ. 9· κ. ἀϋτῆς Πινδ. Ν. 9. 83· ὁ κ. τῆς μάχης Θουκ. 2. 71· ― ἀκολούθως ἐν ποικίλαις φράσεσι, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, ἐκτίθεσθαι εἰς κίνδυνον (πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ)· κ. ἀναβάλλειν Αἰσχύλ. Θήβ. 1028· ὡσαύτως, κίνδυνον ἢ κινδύνους ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι Ἡρόδ. 3. 69, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12· αἴρεσθαι Εὐρ. Ἡρακλ. 504, Ἀντιφῶν 136. 44, Ἀνδοκ. 2. 33· ξυναίρεσθαι Θουκ. 2. 71· ἐγχειρίζεσθαι ὁ αὐτ. 5. 108, κτλ.· ὑπομεῖναι Ξεν. Κύρ. 1. 2, 1· ποιεῖσθαι Ἰσοκ. 304D· ὡσαύτως κινδύνῳ περιπίπτειν Θουκ. 8. 27· ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, εἶναι ὁ αὐτ. 7. 77, κτλ.· ἐς κ. ἐμβαίνειν, ἔρχεσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 15, κτλ.· ἐς κ. καταστῆσαί τινα Θουκ. 5. 99· κινδύνῳ βάλλειν τινὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 1048· κίνδυνον φέρειν ἢ ἐπιφέρειν τινὶ Αἰσχίν. 74. 24., 77. 5· ― κίνδυνος καταλαμβάνει τινὰ Δημ. 301, ἐν τέλ.· κ. γίγνεταί τινι περὶ τῆς πόλεως Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 7· ἔνι κίνδυνος ἐν τῷ πράγματι Ἀριστοφ. Πλ. 348· κίνδυνός ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Πινδ. Ν. 8. 35, Λυσ. 132. 19, κτλ.· οὕτω, κ. ἔχει τινά, μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Ἑκ. 5· ― κίνδυνος ἀσφαλέστερος Ἀντιφῶν 117. 16· κ. ἀνθρώπινοι…, θεῖοι Ἀνδοκ. 18. 14· ― ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κ., μὲ ἴδιόν του κίνδυνον, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 danger, péril;
2 entreprise hasardeuse.
Étymologie: DELG étym. controversée.
English (Slater)
κίνδῡνος (-ος, -ῳ, -ον.)
1 danger ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει (O. 1.81) πρὸς ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον (O. 5.16) τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις; (P. 4.71) ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι (P. 4.207) νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος (N. 8.21) Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας, ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς (N. 9.35) κίνδυνος fr. 6f. ]κινδυν[ Πα. 12. e. 1.
English (Strong)
of uncertain derivation; danger: peril.
English (Thayer)
κινδυνου, ὁ, danger, peril: ἐκ τίνος, prepared by one (from one), of, cf. Winer's Grammar, § 30,2 α.); so τῆς θαλάσσης, Plato, Euthyd., p. 279e.; de rep. i., p. 332e.; θαλασσῶν, Heliodorus 2,4, 65.
Greek Monolingual
και κίντυνος, ο και κίντυνο, το (ΑΜ κίνδυνος, Μ και κίνδυνον, το, Α και κίνδυν, -υνος)
1. επαπειλούμενο κακό, απειλή άμεσου υπαρκτού κακού (α. «κίνδυνος ηλεκτροπληξίας» β. «συνάρασθαι τὸν κίνδυνον τῆς μάχης», Θουκ.
γ. «ἀλλ' οὕτως ἐπεπείσμην μέγαν εἶναι τὸν κατειληφότα κίνδυνον τήν πόλιν», Δημοσθ)
2. πιθανότητα να συμβεί κάτι δυσάρεστο ή καταστρεπτικό (α. «η εξωτερική τους πολιτική εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη χώρα» β. «διατρέχουμε μεγάλο κίνδυνο από τη μόλυνση του περιβάλλοντος» γ. «τίς ἡμᾱς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῡ Χριστοῡ; θλῑψις... ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (νομ. α) η ζημία που προέρχεται από τυχαίο γεγονός
β) φρ. «φέρω τον κίνδυνο», υφίσταμαι τη ζημιά από τυχαίο γεγονός
γ) «επαγγελματικός κίνδυνος» — ο κίνδυνος που διατρέχει ο εργαζόμενος από ατύχημα αναίτιο την ώρα της εργασίας του
2. φρ. α) «κρούω τον κώδωνα του κινδύνου» — προειδοποιώ για κάποιο επικείμενο κακό εφιστώντας την προσοχή τών ενδιαφερομένων
β) «κίνδυνος-θάνατος» ή «προσοχή κίνδυνος» — επιγραφή με την οποία απαγορεύεται η προσέγγιση σε ένα μέρος ή η επαφή με ένα αντικείμενο επειδή θεωρούνται επικίνδυνα για την ανθρώπινη ζωή
γ) ναυτ. «σήματα κινδύνου» — σήματα τα οποία στέλνει ένα πλοίο που χρειάζεται άμεση βοήθεια
δ) «έξοδος κινδύνου» — επιγραφή με την οποία δηλώνεται ότι η έξοδος χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης
ε) «υπ' αριθ. 1 κίνδυνος» — η μέγιστη απειλή
στ) «δημόσιος κίνδυνος» — χαρακτηρισμός ατόμου, ομάδας ή φαινομένου, τών οποίων η δράση ή η επίδραση αποτελεί απειλή για την κοινωνία
αρχ.
1. προσπάθεια, τόλμημα
2. μάχη, πόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. θ. κι-νδ- (ρίζα κι-, πρβλ. κίω, κινῶ, + πρόσφυμα -νδ-), όπως διαπιστώνεται και στον λεσβιακό τ. κίνδ-υν, γεν. κίνδ-υνος, και συνδέεται με τον τ. κίνδαξ. Κατ' άλλους, η λ. προέρχεται με ανομοίωση από το σύνθετο κύν-δυνος, του οποίου ως α' συνθετικό θεωρείται ο τ. κύων με σημ. «κακή ζαριά» και ως β' συνθετικό ένας τ. με θ. δυ-, πρβλ. αρχ. ινδ. dīvyati «παίζω ζάρια» και dyŭta- «παιχνίδι με ζάρια», με ανάλογη σημασία. Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι η λ. είτε είναι μικρασιατικής προελεύσεως είτε ανήκει στο προελληνικό υπόστρωμα. Ο τ. κίνδυνος θεωρούνταν όρος του παιχνιδιού τών ζαριών και, γι' αυτό, συνδέεται σημασιολογικά με την έννοια της αβέβαιης τύχης
έτσι η λ. συσχετίζεται και με τη φρ. «κινῶ λίθον», η οποία χρησιμοποιούνταν και ως όρος αυτού του παιχνιδιού και με μτφ. σημ. «διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω». Ο μσν. τ. κίνδυνο, τὸ < κίνδυνος, με αλλαγή γένους (πρβλ. κόκκαλος: κόκκαλο), ενώ ο νεοελλ. τ. κίνδυνος προήλθε με ηχηροποίηση (πρβλ. δένδρο: δέντρο).
ΠΑΡ. κινδυνεύω, κινδυνώδης
μσν.
κινδυνάρης.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ακίνδυνος, επικίνδυνος, μικροκίνδυνος, ριψοκίνδυνος, φιλοκίνδυνος
αρχ.
ανεπικίνδυνος, εθελοκίνδυνος, ισοκίνδυνος, κερβεροκίνδυνος, μεγαλοκίνδυνος, πολυκίνδυνος, πυκνοκίνδυνος, υποκίνδυνος].
Greek Monotonic
κίνδῡνος: ὁ, κίνδυνος, τόλμη, τολμηρή επιχείρηση, Λατ. periculum, σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· κίνδυνον ἀναρρίπτειν, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· κίνδυνον ή κινδύνους, ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι, αἴρεσθαι ὑπομεῖναι κ.λπ., σε Αττ.
Russian (Dvoretsky)
κίνδῡνος: ὁ1) опасность (ἐν κινδύνοις εἶναι Dem.; κινδύνῳ βαλεῖν τινα Aesch., ἐς κίνδυνον καθιστάναι τινά Thuc. и κινδύνους (ἐπι)φέρειν τινί Aeschin.): κίνδυνον ἀναλαβέσθαι Her. (ὑποδύεσθαι Xen., ξυναίρεσθαι или ἐγχειρίζεσθαι Thuc., αἴρεσθαι Eur., Dem. или ποιεῖσθαι Isocr.), ἐς κίνδυνον ἔρχεσθαι или ἐμβαίνειν Xen., κινδύνῳ περιπίπτειν Thuc. подвергать себя или подвергаться опасности; πάντα κίνδυνον ὑπομεῖναι Xen. идти на любую опасность; κ. γίγνεταί τινι Xen. и κ. καταλαμβάνει τινά Dem. (это) угрожает кому-л.; σοὶ κ. ἦν βασανισθῆναι Lys. тебе угрожала опасность подвергнуться допросу; Φρυγῶν πόλιν κ. ἔσχε δορὶ πεσεῖν Ἑλληνικῷ Eur. над городом фригийцев нависла опасность пасть от греческого оружия; κίνδυνον διαλύειν Dem. устранить опасность;
2) рискованное предприятие, смелый поступок: κινδύνου τοῦ ταχίστου προσδεῖται Thuc. необходим немедленный и решительный шаг;
3) решительная борьба (μέγας καὶ δεινὸς κ. ἠγωνίσθη Lys.).