σήκωμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σήκωμα''': Δωρ. σάκωμα, τό, ([[σηκόω]]) βάρος ἢ [[σταθμίον]] ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Δ΄, 172, Ἀριστ. Μηχαν. 20. 5· σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης, μικρὸν [[εἶναι]] τὸ βάρος τὸ ὁποῖον ῥίπτεις εἰς τὴν πλάστιγγα, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 690· σ. μολύβδινα, βάρη ἐκ μολύβδου ἢ ἀντισηκώματα, Πολύβ. 8. 7, 9· τὸ κατόπιν σ. τῆς προσβολῆς, ἐπὶ τοῦ δόρατος, ὁ αὐτ. 18. 12, 3. 2) = [[ῥοπή]], [[φορά]], [[κλίσις]], βάρος, ὁ αὐτ. 18. 7, 5. 3) [[ἀνταπόδοσις]], [[ἀμοιβή]], Φάλαρ. 57. ΙΙ. = σηκὸς ΙΙ, ἱερὸς [[περίβολος]], ἱερὸς [[τόπος]] περίκλειστος, Εὐρ. Ἠλ. 1274.
|lstext='''σήκωμα''': Δωρ. σάκωμα, τό, ([[σηκόω]]) βάρος ἢ [[σταθμίον]] ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 172, Ἀριστ. Μηχαν. 20. 5· σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης, μικρὸν [[εἶναι]] τὸ βάρος τὸ ὁποῖον ῥίπτεις εἰς τὴν πλάστιγγα, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 690· σ. μολύβδινα, βάρη ἐκ μολύβδου ἢ ἀντισηκώματα, Πολύβ. 8. 7, 9· τὸ κατόπιν σ. τῆς προσβολῆς, ἐπὶ τοῦ δόρατος, ὁ αὐτ. 18. 12, 3. 2) = [[ῥοπή]], [[φορά]], [[κλίσις]], βάρος, ὁ αὐτ. 18. 7, 5. 3) [[ἀνταπόδοσις]], [[ἀμοιβή]], Φάλαρ. 57. ΙΙ. = σηκὸς ΙΙ, ἱερὸς [[περίβολος]], ἱερὸς [[τόπος]] περίκλειστος, Εὐρ. Ἠλ. 1274.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σήκωμα Medium diacritics: σήκωμα Low diacritics: σήκωμα Capitals: ΣΗΚΩΜΑ
Transliteration A: sḗkōma Transliteration B: sēkōma Transliteration C: sikoma Beta Code: sh/kwma

English (LSJ)

Dor. σάκωμα [ᾱ], ατος, τό, (σηκόω)

   A a weight in the balance, standard weight, IG22.1013.8, Hyp.Fr.271 (ap.Poll.4.172); σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης slight is the weight that you throw into the scale, E.Heracl.690; σ. μολίβδινα leaden weights or counterpoises, Plb.8.5.9; τὸ κατόπιν σ. τῆς προβολῆς, of the spear, Id.18.29.3; makeweight, Id.18.24.5.    b a standard measure, [[[κρότωνος]]] PCair.Zen.670.7 (iii B.C.); σ. σιτηροῦ ἡμεδίμνου SIG2508 (Delos, i B.C.); jar or measure of wine, POxy.1720.5 (iv A.D.), 1896.19 (vi A.D.), PLond.ined.2115 (vi A.D.).    2 momentum, Ael.Tact.13.2.    3 return, recompense, Phalar.Ep.134.    II = σηκός 11, sacred enclosure, E.El.1274, IG3.1979.

German (Pape)

[Seite 873] τό, Gewicht; Hyperid. bei Poll. 4, 172; μολύβδινον, Pol. 8, 7, 9. Gegengewicht in der Waage, u. übertr. wie ῥοπή, οἱονεὶ σήκωμα προσλαμβάνειν, 18, 7, 3; auch übh. Maaß, Böckh Staatshaush. II p. 344 u. Inscr. 123. – Uebertr., Vergeltung, Phalaris ep. 2. – Wie σηκός 2, heiliger Raum, Kapelle, Λυκαίου πλησίον σηκώματος, Eur. El. 1274.

Greek (Liddell-Scott)

σήκωμα: Δωρ. σάκωμα, τό, (σηκόω) βάρος ἢ σταθμίον ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 172, Ἀριστ. Μηχαν. 20. 5· σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης, μικρὸν εἶναι τὸ βάρος τὸ ὁποῖον ῥίπτεις εἰς τὴν πλάστιγγα, Εὐρ. Ἡρακλ. 690· σ. μολύβδινα, βάρη ἐκ μολύβδου ἢ ἀντισηκώματα, Πολύβ. 8. 7, 9· τὸ κατόπιν σ. τῆς προσβολῆς, ἐπὶ τοῦ δόρατος, ὁ αὐτ. 18. 12, 3. 2) = ῥοπή, φορά, κλίσις, βάρος, ὁ αὐτ. 18. 7, 5. 3) ἀνταπόδοσις, ἀμοιβή, Φάλαρ. 57. ΙΙ. = σηκὸς ΙΙ, ἱερὸς περίβολος, ἱερὸς τόπος περίκλειστος, Εὐρ. Ἠλ. 1274.

French (Bailly abrégé)

1ατος (τό) :
1 poids ; inclinaison de la balance;
2 contrepoids ; fig. rémunération.
Étymologie: σηκόω.
2ατος (τό) :
lieu consacré.
Étymologie: σηκός.

Greek Monolingual

(I)
και δωρ. τ. σάκωμα, τὸ, Α [[σηκῶ / σακῶ]]
1. βάρος, βαρίδι, ζύγι στην πλάστιγγα (α. «μολύβδινα σηκώματα», Πολ.
β. «σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης», Ευρ.)
2. αυτό που δίνει κίνηση σε κάτι, κυρίως αυτό που προκαλεί την κίνηση, την μετατόπιση της ζυγαριάς
3. ροπή, κλίση
4. συμπλήρωμα
5. μέτρο στερεών ή υγρών
6. ανταπόδοση, αμοιβή
7. σηκός, ιερός περιφραγμένος χώρος.
(II)
το, Ν σηκώνω
1. το να σηκώνει κανείς κάτι, η άρση, η ανύψωση (α. «σήκωμα τών χεριών» β. «σήκωμα του βάρους»)
2. το να σηκώνεται κανείς από το κρεβάτι, η αφύπνιση («το σήκωμα κάθε πρωί»)
3. (σχετικά με χρήματα) ανάληψη
4. το να βαστάει και να μεταφέρει κανείς κάτι («το σήκωμα του μπαούλου»)
5. εξέγερση, ξεσηκωμός
6. η στύση του πέους.

Greek Monotonic

σήκωμα: Δωρ. σάκωμα, -ατος, τό,
I. βαρίδι στη ζυγαριά, σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης, είναι μικρό το βαρίδι που ρίχνεις στη ζυγαριά, σε Ευρ.
II. = σηκός II, ιερός περίβολος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σήκωμα: ατος τό σηκός 5] святилище, храм Eur.
ατος τό σηκόω вес, груз Eur., Arst., Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σήκωμα -ατος, τό [σηκόω ‘van een omheining voorzien’] omheinde plaats, heiligdom.
σήκωμα -ατος, τό [σηκόω: van een omheining voorzien] (tegen)gewicht (op weegschaal); overdr.. σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης φίλοις je legt weinig gewicht in de schaal ten behoeve van je vrienden Eur. Hcld. 690.

Middle Liddell

σήκωμα, δοριξ σάκωμα, ατος, τό,
I. in the balance, σμικρὸν τὸ σὸν ς. προστίθης slight is the weight that you throw into the scale, Eur.
II. = σηκός II, a sacred enclosure, Eur.

English (Woodhouse)

consecrated ground, consecrated land, sacred enclosure

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)