ἁδρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0037.png Seite 37]] ά, όν ([[ἄδην]], [[ἀδέω]], Buttm. Lexil. I, p. 206 bringt es mit [[ἀδινός]] zusammen), voll, ausgewachsen, reif, [[καρπός]] Her. 1, 17 (so von Früchten oft Theophr.); [[παιδίον]] 4, 180; παῖδες Plat. Rep. V, 466 e; übh. stark, dicht, [[χιών]] Her. 4, 31; [[πόλεμος]], ein großer Krieg, Ar. Ran-1099; πῦρ Plut. Sol. 1; οἱ ἁδροί, starke Leute, den μικρότεροι entgegengesetzt; Lyc. 17; [[ἰχθύς]] Com. Ath. VIII, 381 d; [[κοιλία]] Alex. ib. XIII, 568 b (v. 12); übrtr., οἱ άδρότεροι καὶ πολὺ βελτίονες, tüchtigere Leute, Isocr. 12, 110, wie Athen. VI, 253 b ἁδρὸς τὴν ψυχήν; [[πιεῖν]] ἁδρότερον Diphil. Athen. XI, 497 a; [[ἁδρός]] τινος, angefüllt mit, Machon. bei Athen. VI, 244 b; häufig bei Sp., wie D. Sic. – Bei den Rhetoren: volle, wortreiche Schreibart, im Ggstz von [[ἰσχνός]]; auch tadelnd: schwülstig, vgl. Schäfer zu D. Hal. C. V. 4, 38.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0037.png Seite 37]] ά, όν ([[ἄδην]], [[ἀδέω]], Buttm. Lexil. I, p. 206 bringt es mit [[ἀδινός]] zusammen), voll, ausgewachsen, reif, [[καρπός]] Her. 1, 17 (so von Früchten oft Theophr.); [[παιδίον]] 4, 180; παῖδες Plat. Rep. V, 466 e; übh. stark, dicht, [[χιών]] Her. 4, 31; [[πόλεμος]], ein großer Krieg, Ar. Ran-1099; πῦρ Plut. Sol. 1; οἱ ἁδροί, starke Leute, den μικρότεροι entgegengesetzt; Lyc. 17; [[ἰχθύς]] Com. Ath. VIII, 381 d; [[κοιλία]] Alex. ib. XIII, 568 b (v. 12); übrtr., οἱ άδρότεροι καὶ πολὺ βελτίονες, tüchtigere Leute, Isocr. 12, 110, wie Athen. VI, 253 b ἁδρὸς τὴν ψυχήν; [[πιεῖν]] ἁδρότερον Diphil. Athen. XI, 497 a; [[ἁδρός]] τινος, angefüllt mit, Machon. bei Athen. VI, 244 b; häufig bei Sp., wie D. Sic. – Bei den Rhetoren: volle, wortreiche Schreibart, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἰσχνός]]; auch tadelnd: schwülstig, vgl. Schäfer zu D. Hal. C. V. 4, 38.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 18:55, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁδρός Medium diacritics: ἁδρός Low diacritics: αδρός Capitals: ΑΔΡΟΣ
Transliteration A: hadrós Transliteration B: hadros Transliteration C: adros Beta Code: a(dro/s

English (LSJ)

ά, όν, A thick, stout, bulky: I of things, χιόνα ἁ. πίπτουσαν ἰδεῖν falling thick, Hdt.4.31; τῶν ἀνθράκων οἱ ἁδρότατοι the most solid, Hp.Mul.2.133; κίονες ἁ. large, D.S.3.47; τοὺς ἁδροτάτους τῶνλέμβων Id.20.85:—strong, violent, πόλεμος Ar.Ra.1099; τὰ ἁδρότατατῶν . . συμβάντων Hell.Oxy.4.1; ῥεύματα full, swollen, Arist.Pr.949b5; of raindrops, Id.Mu.394a31 (Comp.); δῆγμα D.S.1.35; δωρεάστε καὶ τιμὰς ἁ. δοῦναι in abundance, Id.19.86; κοιλότης severe deficiency, Phld.Oec.p.71 J.:—of style, powerful, Longin.40.4 (Comp.), cf. Phld.Rh.1.182 S.; ἁ. νοήματα dub. in D.H.Comp.4; ἀπειλή Phld. Hom.p.35 O.; τὸ ἁ. the grand style, opp. τὸ ἰσχνόν, Ps.-Plu.Vit.Hom. 72. Adv., Comp. ἁδροτέρως, διαιτᾶν live more freely, Hp.Aph.1.7; ἁ. φαρμακεύειν ib.4.9; neut. as adverb, ἁδρὸν γελάσαι laugh loud, Antiph. 144; ἁδρότερον πιεῖν drink more deeply, Diph.5. II of persons, fine, well-grown, ἐπεὰν τὸ παιδίον ἁ. γένηται Hdt.4.180; τῷ παιδί, ἐπὴν ἁ. ἔῃ Hp.Genit.2; τῶν παίδων ὅσοι ἁ. Pl.R.466e; οἱ ἁδρότεροι the best-grown, the stronger, Isoc.12.110; οἱ ἁ. chiefs, princes, LXX 4 Ki.10.6; also ἁ. τὴν ψυχήν Democh.3; ἡ κατὰ ψυχὴν ἁ. ὑπεροχή Procl.in Alc.p.94 C. 2 of animals, fine, fat, χοῖρος X.Oec.17.10; λύκος Babr.101; freq. in Com. of flesh, fish, etc., Antiph.20.5, 26.21, Alex. 170, etc. 3 of fruit or corn, full-grown, ripe, ὅκως εἴη καρπὸς ἁ. Hdt.1.17, cf. Arist.Metaph.1017b8. b ἁδρὴ ῥίζα = ἀριστολόχεια στρογγύλη, Ps.-Dsc.3.4. c of an egg, ready to be laid, Arist. HA559b11 (Comp.).—First in Hdt., never in Trag., rare in Att.; but the derivs. ἁδροτής, ἁδροσύνη occur in Ep. and ἁδρύνω in Trag.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
I 1de plantas bien desarrollado, crecido, maduro καρπός Hdt.1.17, σῖτος Arist.Metaph.1017b8, κριθή PCair.Zen.129.10 (III a.C.), πράσον Gp.12.29.2
de un huevo totalmente desarrollado (dentro del animal), Arist.HA 559b11
de pers. esp. de niños desarrollado, crecido Hdt.4.180, Hp.Genit.2, Pl.R.466e, Philostr.Iun.Im.[1].3
de anim. muy desarrollado, grande χοῖρος X.Oec.17.10, ἕλμις Hp.Epid.7.117, λύκος Babr.101.1, cf. Antiph.21.5, 27.21, de peces, Alex.175.
2 fig. desarrollado, en su culminación de pers. οὐδεὶς Ἀθηναίων γέγονε μέγας καὶ ἁ. τὴν ψυχήν Democh.1, de los héroes ἁ. τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Corn.ND 31
de abstr. ἡ κατὰ ψυχὴν ἁ. ὑπεροχή Procl.in Alc.94, πένθος ISmyrna 525.4 (heleníst.), αἱ ἁδρόταται προκοπαί progresos muy considerables, PBremen 15.34 (II d.C.), πρᾶγμα PRyl.234.14 (II d.C.)
en su grado culminante, violento πόλεμος Ar.Ra.1099, τὰ ἁδρότατα τῶν ... συμβάντων Hell.Oxy.17.84, ῥεύματα ἁ. ríos crecidos Arist.Pr.949b5, τὰ δήγματα ἁ. mordiscos enormes D.S.1.35
de pers. οἱ ἁδρότεροι los más capaces, los más fuertes Isoc.12.110
los príncipes LXX 4Re.10.6
los ricos Ael.NA 10.50, cf. Hsch.
II de cosas
1 espeso, abundante, copioso χιών Hdt.4.31, de lluvia cerrada, Arist.Mu.394a31, δωρεαί D.S.19.86, χρήματα Procop.Pers.1.21.14, κόσκινον ἁ. una criba tupida, Gp.3.7.1
elevado μισθός Luc.Asin.50.
2 sólido, duro, macizo τῶν ἀνθράκων οἱ ἁδρότατοι Hp.Mul.2.133, πατέλλον BGU 781.6.2 (I d.C.), οἱ ἁδρότατοι τῶν λέμβων D.S.20.85
grande κίονες D.S.3.47, καράκαλλον DP 7.44
fig. grave κοιλότης Phld.Oec.26.5, ἀπειλή Phld.Hom.26.26
del estilo grandilocuente Longin.40.4, Phld.Rh.1.182, Plu.Vit.Hom.72.
III ἁ. ῥίζα bot. aristoloquia, Aristolochia rotunda L., Ps.Dsc.3.4.
IV adv. ἁδροτέρως = abundantemente, sin trabas, libremente διαιτᾶν Hp.Aph.1.7, cf. 4.9
neutr. como adv. πιεῖν γέ τι ἁδρότερον Diph.5, ἁδρὸν γελάσαι reírse ruidosamente Antiph.142.9.
• Etimología: Deriv. en *-ro de la misma raíz que se encuentra en ἅδην q.u.

German (Pape)

[Seite 37] ά, όν (ἄδην, ἀδέω, Buttm. Lexil. I, p. 206 bringt es mit ἀδινός zusammen), voll, ausgewachsen, reif, καρπός Her. 1, 17 (so von Früchten oft Theophr.); παιδίον 4, 180; παῖδες Plat. Rep. V, 466 e; übh. stark, dicht, χιών Her. 4, 31; πόλεμος, ein großer Krieg, Ar. Ran-1099; πῦρ Plut. Sol. 1; οἱ ἁδροί, starke Leute, den μικρότεροι entgegengesetzt; Lyc. 17; ἰχθύς Com. Ath. VIII, 381 d; κοιλία Alex. ib. XIII, 568 b (v. 12); übrtr., οἱ άδρότεροι καὶ πολὺ βελτίονες, tüchtigere Leute, Isocr. 12, 110, wie Athen. VI, 253 b ἁδρὸς τὴν ψυχήν; πιεῖν ἁδρότερον Diphil. Athen. XI, 497 a; ἁδρός τινος, angefüllt mit, Machon. bei Athen. VI, 244 b; häufig bei Sp., wie D. Sic. – Bei den Rhetoren: volle, wortreiche Schreibart, im Gegensatz von ἰσχνός; auch tadelnd: schwülstig, vgl. Schäfer zu D. Hal. C. V. 4, 38.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 abondant, épais, dru;
2 qui a crû, ou s'est développé fortement, gros, fort.
Étymologie: ἅδην.

Russian (Dvoretsky)

ἁδρός:
1) крупный, большой, массивный (κίονες, λέμβος Diod.);
2) большой, рослый, крепкий (παιδίον Her.; παῖδες Plat.; ἄνδρες Isocr.; χοῖρος Xen.);
3) спелый, созревший (καρπός Her.; σῖτοςμήπω ἁ. Arst.);
4) обильный, густой (χιών Her.; ψακάδες Arst.; δωρεαί τε καὶ τιμαί Diod.);
5) многоводный, вздувшийся (ῥεύματα Arst.);
6) мощный, сильный: τὰ δήγματα ποιεῖν ἁδρά Diod. наносить глубокие укусы; πῦρ ἁδρόν Plut. яркий огонь; ἁ. πόλεμος Arph. ожесточенная война.

Greek (Liddell-Scott)

ἁδρός: -ά, -όν, κατὰ τὴν πρώτην σημασίαν φαίνεται ὅμοιον τῷ ἀδινός (μεθ’ οὗ συσχετίζεται ὡς τὸ κυδρὸς πρὸς τὸ κυδνός) σημαῖνον πυκνός, παχύς, ὀγκώδης. Ι. ἐπὶ πραγμάτων: χιόνα ἁδρὴν πίπτουσαν εἶδε, πυκνὴν εἰς νιφάδας, Ἡρόδ. 4. 31: - τῶν ἀνθράκων οἱ ἁδρότατοι, οἱ στερεώτατοι, Ἰππ. 648. 55· - κίονες ἁδ. = μεγάλοι, Διόδ. 3.47· τοὺς ἁδροτάτους τῶν λέμβων, ὁ αὐτ. 20. 85: - ἰσχυρός, μέγας ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν, ἁδρὸς πόλεμος, Ἀριστοφ. Βάτ. 1099· ῥεύματα, πλήρη, ἐξωγκωμένα, Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3· ἐπὶ βροχῆς, = ῥαγδαία, ὁ αὐτ. Κόσμ. 4, 6· ἐπὶ πυρός, Πλουτ. Σόλων 1· δῆγμα, Διόδ. 1. 35· δωρεάς τε και τιμὰς ἁδρὰς δοῦναι, = ἀφθόνους, ὁ αὐτ. 19. 86· - ἐπὶ ὕφους, = μεγαλοπρεπής, Λογγῖν. 40, 4. Τὸ ἁδ., = Λατ. ubertas, grandiloquentia, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἰσχνόν, Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. Ὀνομ. σ. 65. - Ἐπιρρ. συγκρ. ἁδροτέρως διαιτᾶν, νά τρώγῃ τις χορταστικώτερα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν λεπτὴν δίαιταν, Ἱππ. Ἀφ. 1243· ἁδρ. φαρμακεύειν, αὐτόθι· ὡσαύτ. οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ἁδρὸν γελάσαι, = γελάσαι ἠχηρῶς, Ἀντιφῶν ἐν «Λημνίαις» 2. 8. πρβλ. Πολυδ. 4. 9· ἁδρότερον πιεῖν, περισσότερον, ἀφθονώτερον, Δίφιλ. ἐν «Αἱρησιτείχει», 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων: μέγας, ὡραῖος, εὐτραφής, ἐπεὰν τὸ παιδίον ἁδρὸν γένηται, Ἡρόδ. 4. 180· τῷ παιδί, ἐπήν ἀδρὸς ἔῃ, Ἱππ. 232, 42· - τῶν παίδων ὅσοι ἁδροί, Πλάτ. Πολ. 466Ε· οἱ ἁδρότεροι, οἱ μᾶλλον ἀνεπτυγμένοι κατὰ τὸ σῶμα, οἱ ἰσχυρότεροι, Ἰσοκρ 255C. Παρὰ τοῖς Ἑβδ., οἱ ἁδροὶ εἶναι οἱ ἄρχοντες, ἡγεμόνες, Βασιλ. Δ΄. ι΄, 6. 2) οὕτως ἐπὶ ζῴων, χοῖρος, Ξεν. Οἰκ. 17. 10· λύκος, Βαβρ. 101, καὶ παρὰ μεταγεν. Κωμ. συχνὰ ἐπὶ κρέατος, ἐπὶ ἰχθύων, κτλ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1, «Ἁλιευομένῃ» 1. 21, Ἄλεξ. ἐν «Παμφίλῃ» 1, κτλ. 3) ἐπὶ καρποῦ ἢ σίτου, = καλῶς ἀνεπτυγμένος, ὥριμος: ὅκως εἴη καρπὸς ἁδ., Ἡρόδ. 1. 17, πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 4. 7, 8. 4) ἐπὶ ᾠοῦ, ἕτοιμον πρὸς ἐκκόλαψιν, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 6. 2, 7: - ἡ λέξις κατὰ πρῶτον ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., οὐδέποτε δὲ παρὰ Τραγ., καὶ εἶναι σπανία παρὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀττικῶν συγγραφέων, ἀλλὰ τὰ παράγωγα ἁδρότης, ἁδροσύνη, ἁδρύνω, ἀπαντῶσι παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ., Σοφ., καὶ ἄλλ.

Greek Monotonic

ἁδρός: -ά, -όν, στην αρχική του σημασία φαίνεται να σημαίνει «πυκνός», (συγγενές προς το ἁδ-ινός, όπως το κυδρός προς το κυδνός
I. λέγεται για πράγματα· χιόνα ἁδρὴν πίπτουσαν, έπεφτε πυκνή σε νιφάδες, σε Ηρόδ.· ισχυρός, μέγας από κάθε άποψη· ἁδρὸς πόλεμος, σε Αριστοφ.
II. επίσης λέγεται για πρόσωπα, μεγάλος, εύσωμος, ωραίος, ευτραφής, σε Ηρόδ., Πλάτ.· επίσης λέγεται για ζώα, σε Ξεν., Βάβρ.· χρησιμοποιείται για καρπό ή σιτάρι, ώριμος, μεστός, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: thick, strong, full-grown, ripe (Hdt.).
Derivatives: On Hom. acc. ἀ(ν)δροτῆτα s. ἀνήρ.
Origin: IE [Indo-European] [876] *seh₂-
Etymology: From root ἁδ- in ἅδην with suffix -ρο-. Cf. ἁδινός (not an r/n-stem). Frisk Etyma Armen. 17f. m.
See also: ἅδην

Middle Liddell


in the primary sense it seems to mean thick: (akin to ἀδ-ινός, as κυδρός to κυδνός):
I. of things, χιόνα ἁδρὴν πίπτουσαν falling thick, Hdt.:— strong, great in any way, ἁδρὸς πόλεμος Ar.
II. of persons, large, fine, well-grown, Hdt., Plat.; of animals, Xen., Babr.; of fruit or corn, full-grown, ripe, Hdt.

Frisk Etymology German

ἁδρός: {hadrós}
Meaning: voll, dicht, ausgewachsen, reif (ion. att.).
Derivative: Ableitungen: ἁδρότης Stärke (hell. u. spät; über den homer. Akk. ἀ(ν)δροτῆτα s. ἀνήρ); ἁδρύνω reif machen, med. reif werden mit ἅδρυνσις; vereinzelt auch ἁδρέω, ἁδρόομαι. Außerdem ἁδρώδης als Pflanzenname, Strömberg Pflanzennamen 82. Ableitung auf -ρο- von dem in ἅδην (s. d.) u. a. vorliegenden Stamm ἁδ-.
Etymology: Näheres über die Bildung unbekannt; das nahverwandte ἁδινός könnte auf einen r-n-Stamm schließen lassen. Frisk Etyma Armen. 17f. m. Lit.
Page 1,21-22