ἀληθινός: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}") |
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />véridique, sincère | |btext=ή, όν :<br />véridique, sincère;<br /><b>[[NT]]</b>: ή, όν<br>conforme à la vérité, vrai ; sûr ; authentique<br>[[ἀληθής]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀληθής]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 20:09, 6 December 2022
English (LSJ)
ή, όν, A agreeable to truth: 1 of persons, truthful, trusty, στράτευμα, φίλοι, X.An.1.9.17, D.9.12, cf. Posidipp.26. Adv. -νῶς, φιλεῖν X.Smp.9.5: Sup. -ώτατα Plb.39.37. 2 of things, true, genuine, Pl.R.499c, Arist.EN1107a31 (Comp.); especially of purple, πορφυρίς X.Oec.10.3, cf. Edict.Diocl.24.6; ἰχθύς Amph.26; πέλαγος Men.65; λόγος Id.Sam.114; τὰ ἀ. real objects, opp. τὰ γεγραμμένα, Arist.Pol.1281b12; of persons, ἐς ἀ. ἄνδρ' ἀποβῆναι to turn out a genuine man, Theoc.13.15: Astron., true (opp. φαινόμενος apparent), of risings and settings, Autol.1 Def.1, al. II Adv. -νῶς truly, really, opp. γλίσχρως, Isoc.5.142; ζῶντα ἀ. really alive, Pl.Ti.19b; ἀ. γεγάμηκεν; Antiph.221. 2 honestly, straightforwardly, OGI 223.17 (Erythrae).
Spanish (DGE)
(ἀληθῐνός) -ή, -όν
• Alolema(s): dór. ἀλᾱθῐνός Theoc.13.15
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1op. impl. o explíc. a lo imitado, fingido o falso, casi nunca pred. verdadero, auténtico, de verdad τοῦ γὰρ ἐόντος ἀληθινοῦ κρεῖσσον οὐδέν Meliss.B 8.5, ἡγεμὼν ἀ. Isoc.15.206, ἀ. ἄρχων Pl.R.347d, πρίν ... ἄν ... ἀληθινῆς φιλοσοφίας ἀληθινὸς ἔρως ἐμπέσῃ Pl.R.499c, ἀ. φιλόσοφος PHamb.37.6 (II d.C.), εἰ ... ἐπιδεικνύς τε ... καὶ πορφυρίδας ἐξιτήλους φαίην ἀληθινὰς εἶναι; X.Oec.10.3, cf. DP 24.6, de estatuas ὁμοιότερά τε τοῖς ἀληθινοῖς καὶ πιθανώτερα ποιεῖς φαίνεσθαι; ¿las haces parecer más auténticas y más convincentes? X.Mem.3.10.7, συμμάχων δ' εἶναι καὶ φίλων ἀληθινῶν ἐν τοῖς τοιούτοις καιροῖς παρεῖναι es propio de los aliados y de los amigos de verdad acudir en tales ocasiones D.9.12, τὸ ἀληθινὸν αἰδοῖον la verdadera vulva Arist.HA 579b26, οἱ δ' ἐπὶ μέρους ἀληθινώτεροι los principios particulares son más verdaderos Arist.EN 1107a31, διαφέρουσιν ... τὰ γεγραμμένα διὰ τέχνης τῶν ἀληθινῶν se distinguen las cosas pintadas de los modelos de verdad Arist.Pol.1281b12, ἰχθύες ἀληθινοί pescado de verdad Amphis 26, cf. κάραβος ἀ. Macho 29, χάλκεόν νιν ἀντ' ἀλαθινοῦ ... ἀνέθηκαν Theoc.Ep.18.3, ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀποβῆναι convertirse en hombre de verdad Theoc.13.15, τὸ δ' οὐχὶ φάσμ' ἔστ', ἀλλὰ παῖς ἀληθινή Men.Phasm.9, cf. Fr.64.5, παράβολος ὁ λόγος ... ἀλλ' ἀληθινός Men.Sam.329, (ἡ ἱστορία) κριτὰς ἀληθινοὺς ἀποτελεῖ Plb.1.35.10, φόβος ἀληθινός Plb.3.75.8, ἁμάρτημα D.C.46.5.3, σὺ τυγχάνεις Αἰγύπτιος ἀληθινός; Ps.Callisth.4.6, cf. PGiss.Lit.6.3.27 (III d.C.), ἀ. ὁ λόγος LXX 2Pa.9.5, δέδωκα ἀποδείξεις ἀληθινάς he dado explicaciones ajustadas a la verdad, BGU 1141.12 (I a.C.), cf. PPetr.2.19.1a.6 (III a.C.), τὰ τροπικῶς εἰρημένα εἰς τὰ ἀληθινὰ λαμβάνουσι toman por verdadero lo dicho figuradamente Epiph.Const.Anc.43
•esp. de Dios verdadero ἱκετεύειν τὸν ἀληθινὸν θεόν Ph.2.599, cf. POxy.925.2 (V/VI d.C.), Corinth 8(3).508.1 (V/VI d.C.), de la iglesia IGChEg.481 (biz.)
•c. otras trad. ἄνθρωποι κακοὶ ἀληθινῶν ἀντίδικοι los hombres malos son opuestos a los veraces Heraclit.B 133, τὴν ὑπ' Ἀριστοτέλους παραδιδομένην ἱστορίαν περὶ τῆς ἀποικίας ἀληθινωτέραν εἶναι συμβαίνει la versión aristotélica de la colonización resulta más verídica Plb.12.5.4, ἄμπελος ... ἀ. una viña legítima LXX Ie.2.21, ἀληθινῶν δὲ στόμα ἐμπλήσει γέλωτος de las personas veraces llenará la boca de risa LXX Ib.8.21.
2 teñido con púrpura auténtica, genuina ἐκ τῆς σχῆμα Io.Mal.Chron.M.97.101C, στηθάριον ib.612B.
II adv. -ῶς
1 sincera, lealmente οὐκ ἀληθινῶς, ἀλλὰ καταπεπλασμένως no de manera sincera, sino artificiosa Isoc.6.98, ἀπλάστως καὶ ἀ. IEryth.31.17 (III a.C.).
2 real, verdaderamente οὐ γλίσχρως ἀλλ' ἀληθινῶς Isoc.5.142, εἴτε ὑπὸ γραφῆς εἰργασμένα εἴτε καὶ ζῶντα ἀ. Pl.Ti.19b, ἀ. τοῖς στόμασι φιλοῦντες X.Smp.9.5, ὁ ἀ. δημοτικός Arist.Pol.1320a33, πεπαιδευμένος ἀ. LXX Si.42.8.
German (Pape)
[Seite 94] ή, όν, aufrichtig, wahrhaft, στράτευμα, ein zuverlässiges Heer, Xen. An. 1, 9, 17; φίλοι Dem. 9, 12; μαρτυρία 29, 15; ἀπόφασις Dinarch. 1, 59. – Gewöhnl. witklich, ächt, σοφία καὶ ἀρετή Theaet. 176 c; βασιλεύς Polit. 259 a u. Folgende. – Adv. ἀληθινῶς, Isocr., im Gegensatz von οὐ γλίσχρως, im Gegensatz von πεπλασμένως, Bato com. Stob. Flor. 6, 29.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
véridique, sincère;
NT: ή, όν
conforme à la vérité, vrai ; sûr ; authentique
ἀληθής.
Étymologie: ἀληθής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀληθινός -ή -όν, Dor. ἀλᾱθινός ἀληθής
1. waarachtig, eerlijk, oprecht, betrouwbaar.
2. werkelijk, echt; christ. waar:. τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν het ware licht NT Io. 1.9.
Russian (Dvoretsky)
ἀληθῐνός: дор. ἀλᾱθῐνός 3
1 истинный, подлинный, настоящий (στράτευμα Xen.; σοφία Plat.; φίλος Dem.; ἀνήρ Theocr.);
2 несомненный, (досто)верный (μαρτυρία Dem.; νίκη Plut.);
3 правдивый, искренний (εὔνοια, δάκρυον Plut.).
Middle Liddell
ἀληθής
1. agreeable to truth:
1. of persons, truthful, trusty, Xen., Dem.
2. of things, true, real, Plat.; ἐς ἀλ. ἄνδρ' ἀποβῆναι to turn out a true man, Theocr.:—adv. -νῶς, truly, really, Plat., etc.
English (Strong)
English (Thayer)
(ή, (frequent in secular writings from Plato down; (twenty-three times in John's writings; only five (according to Lachmann six) times in the rest of the N. T.));
1. that which has not only the name and semblance, but the real nature corresponding to the name (Tittmann, p. 155; ("particularly applied to express that which is all that it pretends to be, for instance, pure gold as opposed to adulterated metal" Donaldson, New Crat. § 258; see, at length, Trench, § viii.)), in every respect corresponding to the idea signified by the name, real and true, genuine;
a. opposed to what is fictitious, counterfeit, imaginary, simulated, pretended: Θεός (אֱמֶת אֱלֹהַי, ἀληθινοί φίλοι, Demosthenes, Philippians 3, p. 113,27.)
b. it contrasts realities with their semblances: σκηνή, ὁ ἵππος contrasted with ὁ ἐν τῇ εἰκόνι, Aelian v. h. 2,3.)
c. opposed to what is imperfect, defective, frail, uncertain: φῶς, κρίσις, L T Tr WH; κρίσεις, ἄρτος, as nourishing the soul unto life everlasting, ἄμπελος, μαρτυρία μάρτυς, δεσπότης, ὁδοί, πιστός, τό ἀληθινόν the genuine, real good, opposed to external riches, οἷς μέν γάρ ἀληθινός πλοῦτος οὐρανῷ, Philo de praem, et poen. § 17, p. 425, Mang. edition; cf. Wetstein (1752) on Luke, the passage cited); ά᾿θληται, Polybius 1,6, 6).
2. equivalent to ἀληθής, true, veracious, sincere, (often so in the Sept.): καρδία, μετ' ἀληθείας ἐν καρδία ἀληθινή, λόγοι, Rev. ( Plutarch, apoph, p. 184e.). (Cf. Cremer, 4te Aufi. under the word ἀλήθεια.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀληθινός, -ή, -όν)
1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός
2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος
3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός
4. (για πράγματα) πραγματικός, γνήσιος
5. επίρρ. αληθινώς (Ν και αληθινά)
α) πράγματι, στ' αλήθεια
β) ειλικρινά, ανυστερόβουλα
Greek Monotonic
ἀληθῐνός: -ή, -όν (ἀληθής), σύμφωνος προς την αλήθεια·
1. λέγεται για πρόσωπα, φιλαλήθης, αξιόπιστος, σε Ξεν., Δημ.
2. λέγεται για πράγματα, αληθής, πραγματικός, σε Πλάτ.· ἐς ἀλ. ἄνδρ' ἀποβῆναι, για να γίνει σωστός άνδρας, σε Θεόκρ.· επιρρ. -νῶς, όντως, πραγματικά, σε Πλάτ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθινός: -ή, -όν, σύμφωνος τῇ ἀληθείᾳ. 1) ἐπὶ προσώπων, φιλαλήθης, ἀξιόπιστος, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17, Δημ. 113, 27. 2) ἐπὶ πραγμάτων, πραγματικός, ἀληθής, γνήσιος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ προσποιητὸν ἢ πλαστόν, μὴ γνήσιον, Πλατ. Πολ. 499C, κτλ. ἰχθύς, Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1· πέλαγος, Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ ἢ Αὐληλητρίδι» 1. 5, τὰ ἀλ., τὰ πραγματικά, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ τὰ γεγραμμένα, Ἀριστ. Πολ. 3. 11. 4· οὕτως ἐπὶ προσώπων, ἐς ἀλ. ἄνδρ’ ἀποβῆναι, ὅπως καταστῇ «σωστὸς» ἀνήρ, Θεόκρ. 13. 15: ― Ἐπίρρ. -νῶς, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Ἰσοκρ. 111Β, Πλάτ., κτλ., ζῆν ἀλ., εἶναι ἀληθῶς ζῶντα, Πλάτ. Τίμ. 19Β· ἀληθινῶς γεγάμηκεν...; Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοπάτορι» 1.
Chinese
原文音譯:¢lhqinÒj 阿-累提挪士
詞類次數:形容詞(27)
原文字根:不-忘記的
字義溯源:真的,真,可信靠的,真正的,真實的,誠實的;源自(ἀληθής)=真實的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(λανθάνω)*=隱藏)組成。 (ἀληθής)與 (ἀληθινός)的比較: (ἀληθής)是說神的表現是真實的( 約3:33; 羅3:4),所以神是決不能說謊,神是無謊言的神( 來6:18; 多1:2)。 (ἀληθινός)是說神的本質是真的,是獨一的真神( 約17:3; 帖前1:9),世上其他一切諸神都是虛謊的假神。使徒約翰不僅說到真神,他還說真光( 約1:9),真糧( 約6:32),真葡萄樹( 約15:1)。本字27次的使用中,約翰在約翰福音,約翰書信和啓示錄中便用了22次。參讀 (ἀληθεύω)同源字
出現次數:總共(27);路(1);約(8);帖前(1);來(3);約壹(4);啓(10)
譯字彙編:
1) 真實的(10) 路16:11; 約4:23; 帖前1:9; 來10:22; 約壹5:20; 約壹5:20; 啓3:7; 啓19:9; 啓21:5; 啓22:6;
2) 真(8) 約1:9; 約6:32; 約15:1; 約17:3; 來8:2; 來9:24; 約壹2:8; 約壹5:20;
3) 真實(4) 啓3:14; 啓6:10; 啓15:3; 啓19:11;
4) 真的(3) 約4:37; 約7:28; 約19:35;
5) 是真實的(2) 啓16:7; 啓19:2
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-όν 1 verdadero, auténtico de dioses y seres superiores πέμψον μοι τὸν ἀληθινὸν Ἀσκληπιόν envíame al verdadero Asclepio P VII 635 κρύβε, κρύβε τὸ ἀληθινὸν Οὐφωρ oculta, oculta al verdadero Ufor P XII 334 ὁ θεὸς ὁ παντοκράτωρ ... ὁ ἀ. Dios todopoderoso, el verdadero C 1 2 C 9 28 ὡρίων ἀληθινέ verdadero Orión SM 45 28 del nombre del dios τὸ δὲ ἀληθινὸν ὄνομά σου <ἐπ>εγραμμένον <ἐστὶ> τῇ ἱερᾷ στήλῃ tu verdadero nombre está grabado en la sagrada piedra (de Hermes) P VIII 41 P VIII 43 τὸν εἰδότα σου τὸ ἀληθινὸν ὄνομα καὶ αὐθεντικὸν ὄνομα al que conoce tu verdadero nombre, tu nombre auténtico (de Sarapis) P XIII 621 P XXXIIa 24 (de Adonáis) de la forma del dios οὗ οὐδεὶς θεῶν δύναται ἰδεῖν τὴν ἀληθινὴν μορφήν cuya verdadera forma ningún dios puede contemplar P XIII 70 P XIII 581 ἐπικαλοῦμαί δε, κύριε, ἵνα μοι φανῇ ἡ ἀληθινή σου μορφή te invoco, señor, para que se me aparezca tu verdadera forma P XIII 583 2 que transmite la verdad, veraz de un sueño ὄνειρον ἰδεῖν ἀληθινόν para ver un sueño veraz SM 79 12